Τρίτη 9 Ιανουαρίου 2018



ЭIЄ
ΤΟ ΒΑΛΣ ΤΩΝ ΓΕΡΑΝΩΝ ΚΙ Ο ΧΟΡΟΣ ΜΠΑΛΛΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΡΙΑΔΝΗΣ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
    
   Ἕνα ἀπὸ τὰ μεγαλύτερα πετεινὰ τοῦ οὐράνιου θόλου ποὺ παραχειμάζει καὶ στὴν Ἑλλάδα εἶναι ὁ Γερανός. Πρόκειται γιὰ ἕνα ἐλόβιο πουλὶ μὲ μεταναστευτικὸ χαρακτῆρα. 
  Κάθε Φλεβάρη καὶ Μάρτη κάνουν τον διάβα τους ἀπὸ τὴν Ἑλληνικὴ γῆ κατευθυνόμενα πρὸς τὶς βόρειες ἄκρες τῆς Εὐρώπης. Ἔπειτα πάλι, ξαναπερνοῦν, κατὰ τοὺς μῆνες, Σεπτέμβριο καὶ Ὀκτώβριο, γιὰ νὰ ὁδεύσουν πρὸς τὶς χῶρες τοῦ νότου. 
  Οἱ Γερανοὶ εἶχαν βρεθεῖ ἀρκετὲς φορὲς στὸ ἐπίκεντρο τῆς ἐπιστημονικῆς παρατήρησης τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Διὰ τὸν λόγο αὐτό, διασώθηκαν πλεῖστες μαρτυρίες ὡς ἀναφορὰ τὴν εὐεργετικὴ προσφορά τους πρὸς τὸν ἄνθρωπο καὶ τὴν φύση. 
  Μιὰ παλαιοτάτη καὶ ἀρχαία παράδοση θεωροῦσε τὴν φυλὴ τῶν Γερανῶν συγγενικὴ μὲ ἐκείνη τῶν Πελαργῶν
ΠΕΛΑΡΓΟΣ ΚΑΙ ΓΕΡΑΝΟΣ
  Παράλληλα, γιὰ τὰ πουλιὰ αὐτά, τοὺς Πελαργούς, ὑπῆρχε μιὰ παράδοση ποὺ παρομοιάζε τὸ γένος τους μὲ τὴν ἀρχαία φυλὴ τῶν ἀνθρώπων Πελασγῶν. Αὐτό, φαίνεται ὅτι προῆλθε λόγο τῆς συνήθειας τῶν Πελαργῶν νὰ γηροκομοῦν τοὺς γονεῖς τους ὅπως ἔπραττε καὶ φυλὴ τῶν ἀνθρώπων Πελασγῶν. Γι' αὐτὸ στὴν πανάρχαιη Ἀθήνα εἶχαν θεσπιστεῖ οἱ πελαργόνιοιπελαργινοὶ νόμοι
 Αὐτὸς ὁ συσχετισμὸς τῶν Πελαργῶν, μὲ τὴν φυλὴ τῶν Πελασγῶν, ὤθησε ὁρισμένους ἱστορικοὺς καὶ φιλολογικοὺς κύκλους νὰ αἰτιολογήσουν τὸ ὄνομα Πελασγὸς ἐκ τῆς ἀρχαιοτάτης φερωνυμίας Πελαργός. 
 Ἡ αἰτία της ἐτυμολόγησης ἐμφανῶς προέκυψε ἀπὸ τὶς ἀλλεπάλληλες μεταναστεύσεις τῶν Πελασγῶν, λόγῳ τῶν συνεχόμενων γεωλογικῶν μεταβολῶν. Ἔτσι, ἀκριβῶς, ἔκαναν καὶ κάνουν οἱ Πελαργοί. 
 Μάλιστα, ὁ γεωγράφος Στράβων λέει ὅτι, οἱ Ἀθηναῖοι κατονόμαζαν πελαργοὺς τὴν πρωτοελληνικὴ φυλὴ τῶν Πελασγῶν, διὰ τὴν πλανητικὴ διαβίωση των. 
   Ἰδιαίτερη ὁμοιότητα τῶν Πελαργῶν μὲ τοὺς Γερανοὺς εἶναι ὅτι, κατὰ τὴν μετανάστευση τους, πετοῦν ὁμαδικὰ σὲ κανονική, ὀξεῖα, γωνία τοῦ τύπου V
  Ἐντελῶς συμπτωματικὸ καὶ ἀξιοπερίεργο εἶναι ὅτι, τὸ V εἶναι τὸ ἀρχικὸ γράμμα τῆς εὐρωπαϊκῆς λέξης Vals ἐνῷ εἰς τὴν γεμανικὴ σημειώνεται ὡς Walls/Walz/Waltz δηλαδὴ μὲ διπλὸ V (double V> W> VV ἑνωμένα δύο V). 
  Κατὰ τὴν λαϊκὴ παράδοση τὸ πέρασμα τῶν Γερανῶν ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα σηματοδοτεῖ τὴν ἔναρξη τοῦ Ἔαρος, δηλ. τὸν ἐρχομὸ τῆς ἄνοιξης τοῦ ἔρωτος, τῆς ἀγάπης, τῆς γονιμότητας καὶ τῆς ἀνάπλασης τῆς φύσης. 
 Σημαντικὸ στιγμιότυπο τῆς ἀναπαραγωγῆς ἤτοι καὶ γονιμικὴς ἐπιβίωσης τοῦ Γερανοῦ θεωρεῖται ὁ χορευτικὸς τρόπος ζευγαρώματος του. 
 Κάποιοι μελετητές τους εἴδους, ἀφογκραζόμενοι τὸ τυπικὸ δὲν δίστασαν νὰ ὀνομάσουν την χορογραφία τους ὡς βὰλς τῶν Γερανῶν. 
  Ἐν τούτοις, στὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου, γίνεται ἐκτενὴς ἀναφορὰ περὶ τοῦ ἐν λόγῳ ἐρωτικοῦ χοροῦ τῶν γερανῶν, ἐπισημαίνοντας τὰ ἑξῆς: «Ἀξιοπερίεργος εἶναι ἡ συμπεριφορὰ τῶν γερανῶν κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν ἐρώτων των, κατὰ τὴν ἄνοιξιν. Ἵστανται συνήθως εἰς γραμμὰς καὶ περιπατοῦν εἰς μίαν σειρὰν ἢ χορεύουν προχωροῦντες πρὸς συνάντησιν ἀλλήλων μὲ τὴν κεφαλὴν πρὸς τὰ ἐμπρός, τὸν λαιμὸν προτεταμένον καὶ τὰς πτέρυγας ἀνοικτάς. Οὕτω ἐγγίζουν σχεδὸν τὸ ἔδαφος, κατόπιν πηδοῦν εἰς τὸν ἀέρα καὶ ἐκτελοῦν χαριτωμένα κωμικὰ σκιρτήματα. Ἡ τοποθεσία ἡ κατάλληλος διὰ τοὺς χοροὺς αὐτοὺς εἶναι συνήθως πλησίον τοῦ ὕδατος» (λῆμμα ΓΕΡΑΝΟΣ). 
 Ἐπιπλέον, ἐπὶ τοῦ ἰδίου θέματος, καταγράφεται περαιτέρω ἀναφορὰ στὴν ἐγκυκλοπαίδεια JUNIOR, μὲ τὰ ἑξῆς γραφόμενα: «Πολὺ γραφικὸ εἶναι τὸ πέταγμα τοὺς ὅταν κατεβαίνουν βόλ - πλανὲ μὲ ἐλειψοειδεῖς ἑλιγμούς. Γραφικότατες πάλι εἶναι οἱ κινήσεις τους τὴν ἐποχὴ ποὺ πρόκειται νὰ γεννήσουν. Σχηματίζουν μιὰ ἴσια γραμμή, σηκώνουν τὸ κεφάλι τους, ἀνοίγουν τὰ φτερά τους καὶ ὕστερα στριφογυρίζουν κατὰ ζεύγη, σὰν νὰ χορεύουν βάλς. Κάνουν καὶ διάφορες ἄλλες κινήσεις καὶ οἱ ἀρσενικοὶ γιὰ νὰ ἐκδηλώσουν τὸν ἱπποτισμό τους πρὸς τὰ θηλυκὰ μαδοῦν ὁλόκληρες τοῦφες ἀπὸ τὰ φτερά τους νὰ σκορπίζουν στὸν ἀγέρα.» (τόμος 6 λῆμμα Γέρανος). 

Ὁ ἐρωτικὸς χορὸς τῶν Γερανῶν κατά 
τὴν στιγμὴ ποὺ κινηματογραφήθηκε ἀπὸ ἐρευνητὲς τοῦ εἴδους των γερανιδών. Ὅπως γίνεται ἐμφανής, ἡ πρωτόγονος φύση τοῦ ἀρχέγονου περιστροφικοῦ - βαλλιστικοῦ χοροῦ, εἶναι παρόμοια τῆς χορογραφίας τοῦ Βάλς, ὅπως ἀπεικονίζεται, ξεκάθαρα, στὴν ἱερὴ μυσταγωγία τοῦ ἐρωτικοῦ ζευγαρώματος τῶν Γερανῶν. 


  Παρὰ ταῦτα, στὴν ἑλληνικὴ μυθιστορία, διασώζεται μιὰ μαρτυρία γιὰ κάποιον χορὸ ποὺ ὀνομάζονταν Γέρανος. Τὸν Γέρανο, χόρεψε ὁ Θησέας μὲ τὴν Ἀριάδνη, τοὺς ἑπτὰ Ἀθηναίους παῖδες καὶ τὶς ἑπτὰ παρθένες Ἀτθίδες. Λέγεται μάλιστα ὅτι, τὸν χορὸ ἐφηῦρε ὁ Θησεὺς ἀπομιμούμενος τοὺς πτητικοὺς ἑλιγμούς - σχηματισμούς του Γέρανου. 
  Μιὰ ἄλλη ὅμως ἐκδοχή, ἐκ τοῦ Ὁμήρου, ἀναγάγει τὴν χορογραφία στὴν σφαῖρα τῆς δημιουργίας τοῦ Ἀθηναίου πολυτεχνίτη Δαιδάλου ποὺ ἦταν συγγενής μὲ τὸν βασιλόπαιδα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα. 
   Κατὰ τὴν ἱστορικὴν ἐξέλιξη, μετὰ τὴν νίκη τοῦ Θησέα ἐπὶ τοῦ Μινώταυρου καὶ ἀποπλέοντας πάραυτα πρὸς Νάξο, ἄφησε ἐκεῖ τὴν Ἀριάδνη, δηλ. τὴν πολεμικὴ δόξα καὶ ἔλαβε μαζί του τὴν Φαίδρα δηλ. τὴν χαροποιὸ τέρψη. 
  Ἔτσι, λοιπόν, εἰς τὴν ἱερὰν Δῆλο, ἡ χορογραφία ὑπὸ τὸν τύπο χοροδράματος, μεταλλάχθηκε ἀπὸ τετράγωνο ἢ εὐθυγραμμισμένο σὲ κυκλικὸ καὶ ζευγαρωτὸ χορό. Ὁ ζευγαρωτὸς χορός, οὗτος, λέγεται πὼς ἐκτελοῦσε τὴν ἀπομίμηση τοῦ ἐρωτικοῦ χοροῦ ζευγαρώματος τῶν Γερανῶν. 
  Ὡστόσο, ὕστερα πολλῶν αἰώνων, ἐποχῆς τοῦ Θησέως, ὁ λυρικὸς ποιητὴς Βακχυλίδης συνθέτη ἕναν παιᾶνα ἤτοι καὶ βαλισμὸ θέλοντας νὰ διανθίσει τὴν ἱστορικὴ νίκη τοῦ ἡμιθέου καὶ ἥρωος Θησέα κατὰ τοῦ Μινωταυρικοῦ θηρίου. 
  Ὡς ἔπος εἰπεῖν, ὁ παιᾶνας του Βακχυλίδη, ὅπου, ἐκτελέσθην εἰς νῆσον Κέα, παρουσία τῶν Ἀθηναίων ἀρχόντων καὶ πολιτῶν, ὑπῆρξε ἕνα ἆσμα ποὺ ἐμπεριεῖχε τὴν δομὴ τῆς ποιητικῆς στροφῆς - ἀντιστροφῆς κι ἐπωδοῦ. Ὡς χορόδραμα, ἐκτὸς ἀπὸ τὸ μουσικοποιητικὸ μέρος παρουσίαζε καὶ μιὰ σύνθετη χορογραφία. 
  Ἡ χορογραφία πάνω στὴν μελοποιητικὴ δομὴ ἑνὸς παιᾶνα ἦταν ἐκτὸς ἀπὸ κυκλικὴ καὶ ζευγαρωτὴ μὲ περιστροφικὲς κινήσεις καὶ ἐλαφριὰ χοροπηδήματα. Ἡ χορογραφία αὐτὴ ἦταν μιὰ πρώιμη μορφὴ χορογραφίας παρόμοια μὲ αὐτὴ τοῦ Βάλς. 
  Εἶναι γνωστὸ τὸ ὅτι, ὁ ρυθμὸς τοῦ ἀρχαίου βαλλίσματος ἤτοι καὶ παιᾶνας κυμαίνονταν ἀπὸ τρισήμους, ἄματι κυρίως πεντασήμους 5/4 ὅταν κυριολεκτικὰ τὸ θέμα ἀφοροῦσε τὸν Ἀπόλλωνα, τὸν ἀρχαῖο θεὸ καὶ προστάτη τῆς ἑλληνίδος μουσικῆς. 
 Κατὰ τὴν εὕρεση στοιχείων εἰς τὴν διαδικτυακὴ ἔρευνα περὶ τοῦ χοροῦ Βὰλς ἕκτος ἀπὸ τὰ πλείονα στοιχεῖα ποὺ ἀναδεικνύουν τὴν ἀρχαιοελληνικὴ καὶ δὴ Βυζαντινὴ προέλευση τοῦ χοροῦ, συναντᾶται καὶ ἡ μαρτυρία ὅτι, τὸ Βὰλς χορεύονταν ἐκτὸς ἀπὸ τοὺς γνωστοὺς ρυθμοὺς τῶν τρισήμων καὶ ἐξασήμων καὶ σὲ πεντασήμους πόδες ὅπως ὁ ρὺθμὸς τῶν πέντε τετάρτων 5/4. 
 Ἕνα ἄρθρο τῆς διαδικτυακῆς ἐγκυκλοπαίδειας, γνωστῆς ὡς Wikipedia, μᾶς παρέχει συνοπτικὰ τὴν πιστοποίηση περὶ τῆς ἀρχαίας προέλευσης τοῦ Βὰλς ὅπου ἀναγάγεται ἡ προέλευσης τοῦ εἰς τὴν ἐποχὴ τοῦ Θησέα, ποὺ πρωτοτραγουδήθηκε ὁμοῦ μετά της χορωδία τῶν ἑπτὰ νέων καὶ ἑπτὰ κορῶν. Τὸ χοροδραματικὸ παιᾶνα εἶχε συνθέσει ὁ πρίγκιπας τους, υἱὸς τοῦ Αἰγέως, καὶ κληρονόμος τῆς βασιλείας τῶν Ἀθηνῶν Θησεύς. 
  Ἐν ὀλίγοις, ὁ λυρικὸς ποιητὴς Βακχυλίδης, διαβάζοντας σὲ παλαιὰ ἀρχεῖα βιβλιοθηκῶν περὶ τοῦ χοροδραματικοῦ παιᾶνα τοῦ Θησέα, ἀνασύνθεσε καὶ νὰ ἀναβιῶσε ἐκεῖνο τὸ πανάρχαιο δρώμενο.        Τὰ σχόλια του, στὸ ποιητικό του κείμενο, εἶναι περιγραφικὰ καὶ ἀναδεικνύουν ὁρισμένες πτυχὲς τοῦ θησαϊκοῦ χοροδράματος - λυρικοῦ παιᾶνα. 
 Ἰδού, παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν θεωρία, περὶ τοῦ παιᾶνα ὡς ἐρωτικοῦ ἄσματος, καθότι, ἡ ἀρχαία λυρικοποιητικὴ ἐκφράση "ἐρατὰ ὀπὶ" ἐτυμολογεῖται μὲ τὴν ἔννοια τῆς ἐρωτικῆς - θελκτικῆς φωνῆς: 
«…θρονοί τε κοραι σν εθυμί νεοκτίτ
λόλυξαν, κλαγεν δ πόντος· ίθεοι δ γγύθεν
νέοι παιάνιξαν ρατ πί.
Δάλιε, χοροσι Κηων φρένα ανθείς
παζε θεόπομπον σθλν τύχαν.»
  Κοιτῶντας, λοιπόν, τὸ λυρικὸν ἆσμα του Βακχυλίδη, ἀντιλαμβανόμεθα μιὰ περιγραφὴ ἑνὸς χορικοῦ μέλους ἐν εἴδει χοροδράματος. 
  Τὸ χορόδραμα τῆς περιγραφικῆς σκηνῆς τοῦ Βακχυλίδους παριστάνει μία χορογραφία ἐκτελούμενη ἀπὸ τοὺς ἑπτὰ νέους καὶ τὶς ἑπτὰ νέες τῶν Ἀθηνῶν, ὕστερα ἀπὸ τὴ διάσωση τους ἀπὸ τὸν Θησέα. 
  Πρόκειται γιὰ τὸν χορὸ Γέρανο ἢ κάποιο ἄλλον παρεμφερῆ ὑπὸ τὴν μορφὴ παιᾶνος. Τὴν διδασκαλία τοῦ χοροῦ μὲ τὴν συνοδεία ἐρωτικοῦ ὕμνου ἀναλαμβάνει ὁ χοράρχης Θησεὺς μὲ ταίρι του τὴν Ἀριάδνη. 
 Ἄλλωστε, ὑπαινίχθησαν ὁρισμένοι ἱστορικοὶ ὅτι, ἡ Ἀριάδνη μαθητεύσασα εἰς τὸ χοροδιδασκαλεῖο τοῦ Ἀθηναίου Δαιδάλου, δίδαξε στὸν Θησέα κάποια χορογραφία, ἕνα χοροτράγουδο ἤτοι καὶ χορικὸν μέλος, τὸ ὁποῖον εἶχε μάθει ἀπὸ τὸν πολυσχιδῆ τεχνίτη Δαίδαλο. 
  Στὸ λεξικόν του Εὐσταθίου γνωρίζουμε διά την χοροδιδασκαλία τοῦ Ἀθηναίου Δαιδάλου στοὺς βασιλικοὺς κύκλους τοῦ ἀνακτόρου τῆς Κνωσσοῦ. Διαβάζουμε τοῦτο εἰς τὸ λῆμμα, ὅπου, γράφει: «Κνώσσια ὀρχήματα τὰ ὑπο Δαιδάλου ἐν Κνωσσῷ καταδειχθέντα. 1119, 19»
  Ἄρα, ὁ παιᾶνας αὐτὸς μὲ τὴν ἐρωτικὴ φωνή, ἴσως, κατὰ ἕνα μέρος νὰ ἕλκει τὶς ρίζες του ἀπὸ μιὰ πανάρχαια μουσικοχορευτικὴ παράδοση τῶν Ἐρεχθείδων τῆς Ἀθηναϊκῆς γῆς. 
 Συμπληρωματικὰ νὰ ποῦμε ὅτι, οἱ Ἐρεχθείδες ἦταν Ἴωνες τὸ γένος προερχόμενοι ἐκ τοῦ ἥρωος πολέμαρχου Ἴωνα, υἱοῦ τοῦ Ἀπόλλωνος. Συνάμα, οἱ παιᾶνες ἄδονταν πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνα καὶ μόνον εἰς τὴν νῆσο Δῆλο.   Στὴν Δῆλο, ὅπως λέει ὁ λυρωδὸς Βακχυλίδης, ἐκτελέστηκε ὁ ἐν λόγῳ χοροδραματικὸς παιᾶνας ἀπὸ τὴν ὁμήγυρη τοῦ Θησέως. 
   Ὁ παιᾶνας ὑπῆρξε, κατὰ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα, ἕνα χορικὸ ἆσμα ποὺ ἄδονταν καὶ σὲ ὁρισμένες περιπτώσεις, ταυτόχρονα, χορεύονταν. 
   Ὁ χορὸς τοῦ παιᾶνα λέγονταν βαλισμὸς κι ἀποτελοῦνταν ἀπὸ χορογραφικὲς περιστροφικὲς κινήσεις καὶ χοροπηδήματα. Ἀνάλογοι χοροὶ τῆς δυτικῆς Εὐρώπης τῶν ἀναγεννησιακῶν χρόνων, μὲ ρίζες στὸ ἀρχαιοελληνικὸ Βαλισμό, ἦταν: ἡ Βόλτα ἢ Λαβόλτα, ἡ Γκαλιάρντ, τὸ Σαλταρέλο κλπ. 
 Οἱ ἐν λόγῳ ζευγαρωτοὶ χοροὶ τῆς ἀναγεννήσεως χαρακτηρίζονταν γιὰ τὸ ἀθλητικό τους πνεῦμα μὲ ἁλματώδεις κινήσεις. Ὁ χορὸς Βόλτα, στηριζόμενος σὲ τρίσημο μουσικὸ ρυθμὸ 3/4, θεωρεῖται ὁ ἄμεσος πρόγονος τοῦ χοροῦ Βάλς. Παρεμφερής, θεωροῦνται καὶ οἱ ἐξασήμου χρόνου 6/4 χοροί, Γκαλιὰρντ (Γαλλία) καὶ Σαλταρέλο (Ἰταλία). 
 Ἐξαιρέτως, ὁ Βόλτα, γιὰ τὸν ὁποῖον γνωρίζουμε ὅτι, ἀρέσκονταν ἡ βασίλισσα τῆς Ἀγγλίας Ἐλισσάβετ Α' νὰ τὸν χορεύει, παρουσιάζει στὴν χορογραφία του ἑλικοειδὴς περιστροφὲς ἀλλὰ καὶ πλεῖστα ἅλματα. 
  Ἐξ ἄλλου, ἡ ὀνομασία τοῦ χοροῦ Βόλτα, φαίνεται νὰ θυμίζει τὶς ἑλικοειδὴς βόλτες τοῦ μηχανικοῦ κοχλία ἢ ἀλλιῶς τὶς περιστροφὲς τῆς βίδας. Ὁ κοχλίας εἶναι ἕνα μηχανικὸ ἐξάρτημα μὲ ἑλικοειδὴς σπείρωμα. Τὸ σπειροειδὴς σχῆμα τοῦ κοχλία ἀντέγραψε ὁ Δαίδαλος ἀπὸ τὸ ὀστρακόδερμο Κοχλία γιὰ νὰ κατασκευάσει τοὺς σπειροειδὴς θαλάμους τοῦ μινωικοῦ λαβυρίνθου. 
  Ὁ χορὸς λοιπόν, τοῦ Θησέα καὶ τῆς Ἀριάδνης, ὅπου ἡ χορογραφία τοῦ ὑπῆρξε ἀποτύπωμα τοῦ μινωικοῦ λαβυρίνθου, ὑπῆρξε ὡς ἕνας χορός, λαβυρινθικὸς μὲ σπειροειδὴς κίνηση, ὑπὸ τὴν μορφὴ χοροδράματος. 
  Τὸ χορόδραμα αὐτὸ ἐμπεριεῖχε διάφορες μορφὲς τέχνης ὅπου τὸ καθιστοῦσε περίπλοκο. Μία ἐξ αὐτῶν τῶν περιπλόκων κινήσεων ἦταν ἡ χορευτικὴ περιστροφὴ μὲ ἑλικοειδὴς φορά, ὠσαύτως, μὲ ἐκείνην τὴν ὁποίαν, συναντᾶμε τὴ σήμερον στὸν χορὸ τοῦ Βάλς. Γιὰ ὁρισμένους δὲ ἐπαΐοντες μελετητὲς τὸ βάλς, θεωρεῖται ἐξέλιξη τοῦ Βόλτα, τῆς Γκαλιὰρντ καὶ τοῦ Σαλταρέλο. 
  Ὡς ἔπος εἰπεῖν, περὶ τοῦ χοροδράματος τοῦ βάλς, πρόκειται γιὰ μιὰ ξεκάθαρη ἐπιβίωση τοῦ ἐρωτικοῦ - χορικοῦ μέλους τοῦ πρίγκιπα τῶν ἀθηνῶν Θησέα καὶ τῆς πριγκίπισσας Ἀριάδνης τῆς Κρήτης
 Μάλιστα, ὁρισμένοι συνθέτες τοῦ μελοδράματος, κατὰ τὴν περίοδο τῆς εὐρωπαϊκῆς ἀναγεννήσεως, ὅπως γιὰ παράδειγμα ὁ Χέντελ, προσπάθησαν νὰ γράψουν ἔργα μὲ τὶς μοιραῖες ἐρωτικὲς συναντήσεις ἡρωικῶν ζευγαριῶν τῆς ἑλληνικῆς μυθιστορίας. Αὐτοί, οἱ συνθέτες ὑπήραν μιμητὲς τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων λυρικῶν ποιητῶν ὅπως ἦτο ὁ Βακχυλίδης. 
  Ἐν τέλῃ ὁ ἁγνὸς ἔρως, ποὺ ἐπλημμύρισε τὶς καρδιὲς τῶν δύο ἡρώων, κατάφερε νὰ καταλύσει μιὰ ἄτεγκτη, δυναστικὴ καὶ τυραννικὴ ἀρχή, τὴν ὑποβασταζόμενη ἀπὸ τὴν ἐπήρεια τοῦ μινωταυρικοῦ θηρίου, μένοντας εἰς στοὺς αἰῶνας ὡς μιὰ ρομαντικὴ χορογραφία ποὺ ἐπέδρασε σημαντικὰ στὶς ὅποιες ἄλλες χορογραφίες τῶν ἐπερχόμενων παραδοσιακῶν δρωμένων ὅπου δημιουργήθηκαν κατὰ τὴν πορεία. 


Τὸ σχῆμα τοῦ λαβυρίνθου ὅπως φαίνεται παραδόξως νὰ ὁμοιάζει μὲ τὸν λαβυρίνθου τῶν αὐτιῶν 
ἀλλὰ καὶ τοῦ ἀνθρώπινου ἐγκεφάλου. Ἐπιπλέον τὸ σχῆμα τοῦ λαβυρίνθου 
θυμίζει τὸ συμβολικὸ γράμμα τοῦ ἀλγόριθμου, τὸ γράμμα G τοῦ χαλκιδικοῦ ἀλφαβήτου. 

Ὁ Θησέας ποὺ ὁδηγεῖ τὴν πομπὴ τῶν χορευτῶν ὡς λυρωδὸς κρατῶντας τὴν ἐπτάχορδη λύρα τοῦ Ἀπόλλωνος ἔχοντας πλησίον του τὴν παρουσία τῆς Ἀριάδνης, 
ποὺ τοῦ δίνει τὴν μπάλα τοῦ νήματος. Ὁ Θησέας εἶναι λυρωδὸς χοράρχης ποὺ μιμήθηκε ὁ Βακχυλίδης στὸ μικρὸ χορικό του. 

  Σημαντικὴ ἱστορικὴ καταγραφή, περὶ τοῦ Δηλίου χοροῦ τοῦ Θησέως μετὰ τῶν Ἀθηναίων συμπολιτῶν του, ἐνυπάρχει στὸν Πλούταρχον, εἰς τὸν βίο του. Ἰδοὺ καὶ τὰ ἑξῆς ἀναγραφόμενα: «κ δ τς Κρτης ποπλων ες Δλον κατσχε: κα τ θε θσας κα ναθες τ φροδσιον παρ τς ριδνης λαβεν, χρευσε μετ τν ϊθων χορεαν ν τι νν πιτελεν Δηλους λγουσι, μμημα τν ν τ Λαβυρνθ περιδων κα διεξδων, ν τινι υθμ παραλλξεις κα νελξεις χοντι γιγνομνην. [2] καλεται δ τ γνος τοτο τς χορεας π Δηλων γρανος, ς στορε Δικααρχος. χρευσε δ περ τν Κερατνα βωμν, κ κερτων συνηρμοσμνον εωνμων πντων. ποισαι δ κα γν φασιν ατν ν Δλ, κα τος νικσι ττε πρτον π κενου φονικα δοθναι» (Πλουτάρχου, ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ - ΘΗΣΕΥΣ, 21).
   Ἐπίσης, στὴν "Ἐπιτομὴ τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας" τοῦ Κωνσταντίνου Κοντογόνη, εἰς τὸ ἔτος 1847, δίδεται μιὰ περαιτέρω λεπτομέρεια γιὰ τὸν χορὸ τοῦ Θησέα. Ἰδοὺ καὶ γραφόμενα αὐτοῦ: «Εἰς μνήμην τῆς εἰς Κρήτην στρατείας εἰσήγαγεν ὁ Θησεὺς εἰς τὴν Δῆλον μεγαλοπρεπῆ χορόν, παριστῶντα τοὺς πλανητικοὺς δρόμους τοῦ λαβυρίνθου, καὶ καλούμενον γέρανον, ἐπειδὴ ἐχόρευαν πρῶτον κατὰ τινα τάξιν κυκλοειδῶς, ἔπειτα πάλιν ὀπίσω, καὶ τελευταῖον χωρὶς καὶ διεσταλμένως.»
(Κωνσταντῖνος Κοντογόνης, Ἡ Ἑλληνικὴ μυθολογία, κέφ. Γ΄ Ἤρωεσ Ἢ ΗΜΙΘΕΟΙ, σελ. 238- 239). 
 Βλέπουμε λοιπόν, στὴν ἄνωθεν φωτογραφία νὰ ἀποτυπώνεται, σὲ ἀρχαῖο μελανόμορφο ἀγγεῖο, ἡ χορογραφία του Γέρανου ἢ τῆς Δήλειας ὄρχησης παρόμοιας μὲ τὰ κλασσικὰ χοροδράματα. 
 Ἡ σύνθετος τριμερὴς χορογραφία ξεκινοῦσε μὲ κυκλικὸ σχηματισμό, ἔπειτα ὁ ἕνας πίσω ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ τέλος διαστελλόμενοι [1] καὶ καθίμενοι ἀντικριστὰ χόρευαν ζευγαρωτά. 
 Ὅτι, ἐπρόκειτο περὶ ἑνὸς μεικτοῦ χοροῦ, ἑπτὰ νεαρῶν ἠϊθέων καὶ ἑπτὰ παρθένων, τὸ ἐπιβεβαιώνει κι ὁ Πατριάρχης Εὐστάθιος στὴ μελέτη τοῦ "Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα", λέγοντας: «ὃθεν γίνεται δῆλον, ὃτι εἰς τὸν χορὸν τοῦτον ἐχόρευσαν κατὰ πρῶτον ἂνδρες καὶ γυναῖκες ἀναμίξ, ἐνῷ ἕως τότε ἐχόρευαν διακεχωρισμένως.».
 
Ἐδῶ βλέπουμε αὐτοκινούμενο βίντεο τοῦ χοροῦ βὰλς ἐκτελούμενου ἀπὸ αὐστριακὸ χορευτικὸ ὅμιλο σὲ σχηματισμὸ κύκλου, ὅπως ἡ περίμετρος τοῦ λαβυρίνθου, ἐνῷ στὴ συνέχεια δημιουργοῦν τὸ σχῆμα τοῦ σταυροῦ ὅπως καὶ τοῦ χιαστί. Ἡ μελωδία τοῦ χοροῦ εἶναι ἀπὸ τὸν "Γαλάζιο Δούναβη" τοῦ Γιόχαν Στράους. 


  Ἐν ὀλίγοις, ὁ πανάρχαιος χορὸς τοῦ Θησέα, δύναται νὰ θεωρηθεῖ ὡς μία πρώιμη μπαλλετικὴ χορογραφία μὲ μακρὰν ἱστορία καὶ συμβολισμούς. 
Τὸν μιμητικὸ αὐτόν χορὸ, μὲ τὴν μακρὰν ἱστορία χορευτικῆς τέχνης, δίδαξε ὁ Ἀθηναῖος Δαίδαλος στὴν Ἀριάδνη καὶ ἔπειτα ἐκείνη μὲ τὴν σειρά της στὸν Θησέα (Ὁ Γέρανος ἐπινοήθηκε ἀπὸ τὸν Θησέα καὶ ὁ Ὅρμος ἀπὸ τὸν θεῖο του τὸν Δαίδαλο).
  Ὁ Ἀθηναῖος ἱστορικός, Ξενοφῶν, εἰς τὸ σύγγραμμα τοῦ "Συμπόσιον" ἀφήνει νὰ συμπεράνομεν τὴν μεταγενεστέρα χρήση τοῦ μύθου "Θησέως κι Ἀριάδνης" ὡς θέμα χορευτικῆς σκηνῆς μπαλέτου (δὲς λῆμμα Ἀριάδνη - Νεότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ τόμος 3 σὲλ 506). 
 Σήμερα δυνάμεθα νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι, οἱ χορογραφικὲς κινήσεις τοῦ λαβυρινθικοῦ χοροῦ τῆς Δήλου ἔχουν διατηρηθεῖ στοὺς παραδοσιακοὺς εὐρωπαϊκοὺς χοροὺς Βόλτα, Γκαλιάρτε, Σαλταρέλο κλπ. Οἱ προαναφερόμενοι χοροὶ θεωροῦνται ἡ πρωτόλεια μορφὴ χορογραφίας τοῦ χοροῦ βάλς. 
 Συνάμα, στὴν λατινική - μεσαιωνικὴ ἰταλικὴ μετάφραση τοῦ Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι/Θησεύς, ἐνυπάρχει μιὰ λέξη ἰδιαίτερη γιὰ τὴν μελέτη μας. 
 Ἡ λατινικὴ ὀνομασία ballo, στὴν περιγραφὴ τῆς σκηνῆς τοῦ χοροῦ τοῦ Θησέα μὲ τὴν Ἀριάδνη, ἐτυμολογεῖται εἰς τὴν ἑλληνικὴν ὡς χορεύω/κουνῶ.   Ἐντρυφῶντας στὴν φιλολογικὴ προέλευση της, ἡ λατινικὴ ὀνομασία ballo ἐξηγεῖτε μὲ τὸ ρῆμα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς γλώσσης, βαλλίζω= σκιρτώ/χοροπηδώ/στριφογυρίζω/κωμάζω. 
 Παρεμπιπτόντως, ἀπ' τὴν λέξη ballo συνάγεται καὶ ἡ ὀνοματοθεσία τοῦ παραδοσιακοῦ χοροῦ μπάλλου. 
 Ὁ μπάλλος εἶναι ἕνας πανελλήνιος παραδοσιακὸς ἑλληνικὸς χορός, ὅπου οἱ ρίζες του ἑστιάζονται στὸ κεντρικὸ Αἰγαῖον πέλαγος (κυκλάδες). 
  Ἡ χορογραφία τοῦ ἐκτελεῖται ἀντικριστὰ ἀπὸ ἕνα ζευγάρι ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Ἐκεῖ στὴν Δῆλο, ὅπου πρωτοχόρεψε ὁ Θησέας τὸν χορὸ μὲ τὴν Ἀριάδνη καὶ τοὺς ἑπτὰ νέους καὶ νέες τῶν Ἀθηνῶν, μέχρι σήμερα ἐπιβιώνει αὐτὸς ὁ λαοφιλὴς χορὸς μὲ τὸν δίσημο ρυθμὸ ὀνομάζεται μπάλλος, συρτομπάλλοςσυρτός[2


   Ἀποσπασμάτιο ἀπ' τὸν Βίο τοῦ Θησέα ποὺ συνέγραψε ὁ Πλούταρχος. Πρόκειται 
γιὰ μιὰ μεταγενεστέρα μετάφραση στὴν Ἰταλικὴ γλῶσσα (LA VITA DE THSEO,  Bernardino di Bindoni, 1537, τόμος 1 ).

   Ἀνακεφαλαιώνοντας μὲ τὴν φερωνυμίαν ballo εἰς τὴν ἀναφορὰ τοῦ ξένου χειρόγραφου περὶ τοῦ χοροῦ του Θησεά, ἐξερευνοῦμε πᾶσαν πληροφορία ποὺ ὁδηγεῖ στὸν συγκερασμὸ τοῦ Βὰλς μὲ τὸν πολυσύνθετο ἀρχαῖο χορὸ Γέρανο. 
  Ἐπισημαίνετε δέ, πὼς ὁ χορός του Γέρανου δηλεῖτε ὡς πρῶτος χορὸς ποὺ χορεύτηκε μὲ τὴν σωματικὴ ἐπαφὴ μεικτῶν ζευγαριῶν, δηλαδή, τῶν ἑφτὰ νέων μετὰ τῶν ἑφτὰ ἀτθίδων κορῶν καὶ τοῦ Θησέως μετὰ τῆς Ἀριάδνης. 
  Παρόμοια καὶ στὴν χορογραφία τοῦ Βὰλς ἐκτελεῖται ὁ χορὸς μὲ σωματικὴ ἐπαφὴ τῶν ζευγαριῶν. Γι' αὐτὸ καὶ κάποια στιγμὴ στὴν Εὐρώπη, μὲ τὶς μεσσιανικὲς ἀντιλήψης, τέθηκε θέμα ἀπαγόρευσης τοῦ χοροῦ ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς κύκλους. Τότε, τὸ βάλς, πρὶν εἰσαχθεῖ στὴν ὑψηλὴ κοινωνία καὶ τὶς αἴθουσες χοροῦ, θεωροῦνταν ἕνας ἀγροτικὸς χορὸς μὲ χορογραφία στριφογυριστή. 
  Ἐν τούτοις, στὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ κόσμο, ἀνακαλύπτουμε μία ποικιλία τῶν κινήσεων τοῦ Δήλιου χοροῦ ἢ χοροῦ γέρανου ἢ χοροῦ τοῦ Θησέα, καὶ εἰς ἐξ αὐτῶν, μιὰ χορογραφία ὅπου ὁ Θησέας χορεύει μὲ ἀνοικτὰ τὰ χέρια σὲ σχῆμα σταυροῦ ὅπως τὸν σημερινὸ ζεϊμπέκικο. 
  Οἱ ἀπεικονίσεις, ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τα προλεγόμενα, βρίσκονται στὸ μουσεῖο τοῦ Κεραμεικοῦ, ὅπου ἐκτίθονται μελανόμορφα ἀττικὰ ἀγγεῖα μὲ ἀναπαραστάσεις τοῦ ἀθηναίου ἥρωα Θησέα ποὺ δείχνουν νὰ χορεύει μὲ τὰ χέρια διάπλατα εἰς τὸ ὕψος τῶν ὤμων. Βεβαίως, ὅμως, τὴν ἴδια στάση τῶν χεριῶν τὴν παρατηροῦμε καὶ στὸν εὐρωπαϊκὸ χορὸ Volta (Βόλτα), πρόγονο τοῦ βάλς. 
  Συνελόντι εἰπεῖν, ἡ χορογραφία τοῦ χοροῦ τοῦ Θησέα ποὺ ἐξελίσσονταν μὲ μιὰ ποικιλία θεάματος, ὠσαύτως, μὲ τοῦ ἐλαφροῦ χοροδράματος διέσπειρε σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα ἀλλὰ ἀκόμη καὶ τὴν Εὐρώπη τὰ πρωτόλεια στοιχεῖα γιὰ τὴν ἀνάπλαση τῶν λαϊκῶν παραδοσιακῶν μουσικοχορευτικῶν δομῶν!!! 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1Προκύπτει ἐκ τοῦ ρήματος διαστέλλω ποὺ κατὰ μίαν ἐκδοχὴ ἐπεξηγεῖται μὲ τὴν ἔννοια: "μεγαλώνω τὴν ἀπόσταση τῶν στοιχείων μεταξύ τους". Μὲ αὐτὸ τὸν ρηματικὸ τύπο, ὁ συγγραφεὺς ἤθελε νὰ περιγράψει τρόπον τινὰ τὰ ζευγάρια χορευτῶν ποὺ ἀπομακρύνονταν καὶ ἄρχιζαν μιᾶς ἐπί μέρους μορφῆς χορογραφία. 
[2Ἀπὸ τὸ βαλλίζω προκείπτουν οἱ λέξεις ballo, ballare, balletto, ballarine, valzer, vals, waltz, μπάλος κλπ. δὲς ἐδῶ πόσοι χοροὶ συνδέονται ἐτυμολογικὰ καὶ μορφολογικὰ μὲ τὸν βαλισμὸ https://it.wiktionary.org/wiki/ballo 
https://it.wiktionary.org/wiki/ballo 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Κ. Κοντογόνης, Ἡ Ἑλληνικὴ μυθολογία 
•Ἐγκυκλοπαίδεια JUNIOR 
•Νεότερη ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ ΗΛΙΟΥ 
•Πλουτάρχου, ΒΙΟΙ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΙ 
•Πατριάρχης Εὐστάθιος, "Παρεκβολαὶ εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα" 
LA VITA DE THSEO,  Bernardino di Bindoni, 1537, τόμος 1
•ΞΕΝΟΦΩΝ ΣΥΜΠΟΣΙΟΝ 9