ЭIЄ
ΦΑΣΜΑ ΓΕΝΕΙΟΦΟΡΟΥ ΑΝΔΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΠΟΛΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ
Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
25-09-2015
Ἕνα περίεργο φαινόμενο, συνέβη κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου τὸ 2000 μὲ 2001. Ἐρασιτέχνης φωτογράφος, μὲ φακὸ ὑπέρυθρης ἀκτῖνας, φωτογραφίζει τὸν βράχο τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἀλλαγῆς τοῦ χρόνου. Ὅταν ἀργότερα ἐκτυπώνει τίς εἰκόνες ποὺ τράβηξε, διαπιστώνει τὸ ἑξῆς παράδοξο. Ἡ Ἀκρόπολη τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας σκεπάζεται ἀπὸ ἕνα φωτεινὸ νέφος καὶ στὰ ἀνατολικὰ τοῦ βράχου ὑψώνεται ἕνα ὑπερμεγέθης φάσμα (γενειοφόρου;) ἀνδρός, μὲ μακριὰ μαλλιά. Στὸ ἀριστερό του χέρι φαίνεται ὅτι βαστάει ποιμενικὴ ράβδο ἢ κάποιο δόρυ -(ὅπλο;).
Ἡ φωτογραφία παρουσιάστηκε στὴν ἐκπομπὴ τοῦ δημοσιογράφου Σόλων Ἀμπατζῆ, στὸ κανάλι Μακεδονία, μὲ θέμα συνομιλίες μὲ ἐξωγήινους, ἀπ' ὅπου προῆλθε ἡ κάτωθι εἰκόνα. Ἡ δημοσιογραφικὴ παρουσίαση τοῦ κ. Ἀμπατζῆ, ἐμπεριεῖχε κάποιον ὁμιλητὴ ποὺ ἐπεξηγοῦσε τὸ παράδοξο τῆς εἰκόνας, λέγοντας ὅτι, ἡ φωτογραφία δὲν θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι πλαστῆ καθόσον εἶχε ἤδη τεθεῖ ὑπὸ τὸ πρίσμα τῆς τεχνολογικῆς ἀνάλυσης, διὰ τὴν ἐξακρίβωση ἐὰν ὑπῆρξε ἐπιπλέον παρέμβαση συναρμολόγησης (μοντάζ)!!
Ὁ τεχνικὸς ποὺ κλήθηκε νὰ ἐξηγήσει τὸ φαινόμενο στὴν ἐκπομπὴ ὑποστήριξε πὼς πρόκειται περὶ ἑνὸς φαινομένου θερμικῆς ἀποτύπωσης, διότι τὸ φιλμ τραβήχτηκε σὲ κανονικὴ ταχύτητα χωρὶς νὰ ὑπάρξει ἡ πρόθεση νὰ ἀποτυπωθεῖ κάποια ἀπεικόνιση.
Στὴν διάρκεια τῆς συζήτησης ἐλέχθη, ἐπίσης, ὅτι, μπορεῖ νὰ ὑπάρχει στὸ ἐσωτερικό του βράχου τῆς Ἀκροπόλεως, ὑπογείως του Παρθενῶνα, κάποιο ἄγαλμα ποὺ νὰ δημιουργεῖ αὐτὸν τὸν εὐφάνταστο ἀντικατοπτρισμό...
Τὸ συγκεκριμένο φαινόμενο, θὰ μποροῦσε νὰ παραλληλιστεῖ μὲ τίς ἱστορικὲς παρουσίες φασμάτων, ἐν καιρὸ πολέμου, στὴν Ἀθἠνα - Ἀττική, ὅπως οἱ ἐμφανίσεις: τοῦ Θησέα, τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τοῦ Ἐχετλαίου...
Ὁ Πλούταρχος, στὸν βίο τοῦ Θησέα, ἀναφέρει σὲ κάποιο στιγμιότυπο τὴν ἐμφάνιση τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνα, ὑπὸ τὴν μορφὴ φάσματος. Λέει λοιπόν, ὅτι, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ὁπλῖτες εἶδαν ἔνοπλο τὸν Θησέα νὰ πολεμάει τοὺς Πέρσες. Ἰδοὺ καὶ τὰ λεγόμενα τοῦ Πλουτάρχου: «...χρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλὰ τὲ παρέστησεν ὡς ἥρωα τὶμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν ὁὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοῖς καθορᾶν πρὸ ἄὐτῶν ἐπὶ τὸὺς βαρβάρους φερόμενον.»
μετάφραση: [χρόνια μετὰ οἱ Ἀθηναῖοι, ἄλλα τοὺς ἔκαναν, νὰ τιμοῦν τὸν ἥρωα Θησέα, καὶ στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνα ἐναντίον τῶν Μήδων εἶπαν πολλοὶ ὅτι εἶδαν τὸ φάντασμα τοῦ Θησέα, ἔνοπλο νὰ ἐπιτίθενται κατὰ τῶν βαρβάρων] (Βίοι Παράλληλοι - Θησεύς, παραγρ. 35).
Ὁ Πλούταρχος, λόγῳ τῆς ἱερωσύνης του, διασώζει κάποιες λεπτομέρειες ποὺ συσχετίζονται μὲ τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν καὶ τὸν ἥρωα Θησέα. Κατ' ἀρχήν, ὁ Θησεὺς ἦταν θεοσεβεῖς κι ὅταν ἀνέλαβε τὰ καθήκοντα τοῦ βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν, ἔστειλε ἀπόκριση στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἡ Πυθία τοῦ ἀπάντησε τὰ ἑξῆς: «Ἂἰγείδη Θησεῦ, Πιτθηΐδος ἔκγονε κούρης, πολλαῖς τοὶ πολίεσσι πάτὴρ ἐμὸς ἐγκατέθηκε τέρματα καὶ κλώστῆρας ἐν ὑμετὲρῳ πτολιέθρῳ. ἀλλὰ σὺ μὴ τί λίην πεπονημένος ἔνδοθι θὺμὸν βουλεύειν· ἀσκὸς γὰρ ἐν ὁἴδματι ποντοπορεύσει. τὸῦτο δὲ καὶ Σίβυλλαν ὕστερον ἀποστοματίσαι πρὸς τὴν πόλιν ἱστοροῦσιν, ἀναφθεγξαμένην· ἀσκὸς βαπτὶζῃ· δῦναι δὲ τοὶ ὁὐ θέμις ἐστίν.»
μετάφραση: [Θησέα γιε του Αἰγέα καὶ τῆς Πιτθηΐδος Αἴθρας, σὲ πολλὲς πόλεις ὁ πατέρας μου ἔθεσε ὅρια καὶ νήματα καὶ στὴν δική σας πόλη. Ἀλλὰ ἐσὺ ἀρκετὰ καταπονημένος μὴν κουράζεις πιὰ τὴν σκέψη σου γιατί ὡς ἀσκὸς σὲ ταραγμένη θάλασσα ἡ πόλη αὐτὴ δὲν θὰ βυθιστεῖ ἀλλὰ θὰ διαπλέει τὴν θάλασσα. αὐτὸ δὲ εἶπε καὶ ἡ Σίβυλλα γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, λέγοντας: ὡς ἀσκὸς μπαίνεις στὸ νερὸ ἀλλὰ οὐδέποτε θὰ βυθιστεῖς] (ο.π. Βίοι Παράλ. παραγρ. 24).
Ἡ ἑπόμενη περιγραφὴ τοῦ Πλούταρχου, σχετίζεται μὲ τὴν περίοδο τοῦ 5ου αἰῶνα π.Χ. στὴν Ἀθήνα, ὅταν ὁ Ἄρχοντας τῶν Ἀθηνῶν ἔλαβε τὴν ἐντολή, ἀπὸ τὴν Πυθία τῶν Δελφῶν, νὰ γίνει ἀρχαιολογικὴ ἔρευνα γιὰ τὴν ἀνακάλυψη τῶν ὀστῶν τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα Θησέα. Ὁ Κίμων, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τῆς πόλεως, πῆγε στὴν Σκῦρο, ὅπου διέμεινε τὰ τελευταῖα του χρόνια ὁ Θησεὺς κι ἄρχισε τὴν ἐπιτόπια ἔρευνα χωρὶς ὅμως θετικὰ ἀποτελέσματα. Ξαφνικὰ ὅμως ἕνα θεϊκὸ σημάδι, ξεδιάλυνε τὴν κατάσταση. Ἕνας ἀετός, ἄρχισε νὰ κτυπάει μὲ τὸ ράμφος του ἕνα χωμάτινο ὕψωμα καὶ τότε κατάλαβαν ὅτι κάτι ὑπάρχει ἐκεῖ. Πράγματι, σκάβοντας βρῆκαν ἕνα τάφο μὲ μεγάλα στὸ μέγεθος ὀστᾶ καὶ δίπλα μιὰ αἰχμὴ καὶ ἕνα ξίφος.
Ὁ Κίμων, πῆρε τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ μετέφερε μὲ σεβασμὸ πάνω στὴ τριήρη. Ὅταν ἔφτασε στὴν Ἀθήνα ὅλη ἡ πόλη γιόρταζε μὲ λαμπρὲς πομπὲς καὶ θυσίες τὸ γεγονὸς λὲς καὶ ἐρχότανε ὁ ἴδιος ὁ Θησέας καὶ τὰ ὀστᾶ του τέθηκαν στὸ κέντρο τῆς πόλης, στὸ γυμναστήριο. Στὸ σημεῖο αὐτὸ προσέφευγαν ἱκέτες ὅλοι οἱ ἀδύνατοι πολῖτες γιατί ὅταν ζοῦσε ὁ Θησέας ἦταν προστάτης, βοηθὸς καὶ φιλάνθρωπος σὲ κάθε παράκληση τῶν ἀδυνάτων. Ἰδοὺ καὶ τὰ ἄνωθεν λεγόμενα στὸ ἀρχαῖο κείμενο: «μετὰ δὲ τὰ Μηδικὰ Φαίδωνος ἄρχοντος μαντευομένοις τόῖς Ἀθηναίοις ἀνὲῖλεν ἡ Πυθία τὰ Θησέως ἀναλαβεῖν ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ᾽ ἂὑτοῖς φυλάττειν. ἦν δὲ καὶ λαβεῖν ἀπορία καὶ γνῶναι τὸν τάφον ἀμιξὶᾳ καὶ χαλεπότητι τῶν ἐνοικούντων Δολόπων. ὁὐ μὴν ἀλλὰ Κίμων ἑλὼν τὴν νῆσον, ὡς ἐν τὸῖς πέρὶ ἐκείνου γέγραπται, καὶ φιλοτιμούμενος ἐξανευρεῖν, ἀἐτοῦ τινα τόπον βουνοειδῆ κόπτοντος, ὥς φασι, τῷ στόματι καὶ διαστέλλοντος τόῖς ὄνυξι θεῖᾳ τὶνὶ τὺχῃ συμφρονήσας ἀνέσκαψεν. [36.2] ἔὑρέθη δὲ θήκη τὲ μεγάλου σώματος ἂἰχμή τὲ παρακειμένη χὰλκῆ καὶ ξίφος. κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, ἡσθέντες ὁἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς τὲ λαμπραῖς ἐδέξαντο καὶ θυσίαις ὥσπὲρ ἄὐτὸν ἐπανερχόμενον ἔἰς τὸ ἄστύ. καὶ κὲῖται μὲν ἐν μὲσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ νῦν γυμνάσιον, ἔστὶ δὲ φύξιμον ὁἰκέταις καὶ πᾶσι τὸῖς ταπεινοτέροις καὶ δεδιόσι κρείττονας, ὡς καὶ τὸῦ Θησέως προστατικοῦ τινος καὶ βοηθητικοῦ γενομένου καὶ προσδεχομένου φιλανθρώπως τὰς τῶν ταπεινοτέρων δεήσεις.» (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι - Θησεύς, παραγρ. 36).
Ο Κίμων, πήρε τα οστά και τα μετέφερε με σεβασμό πάνω στη τριήρη. Όταν έφτασε στην Αθήνα όλη η πόλη γιόρταζε με λαμπρές πομπές και θυσίες το γεγονός λες και ερχότανε ο ίδιος ο Θησέας και τα οστά του τέθηκαν στο κέντρο της πόλης, στο γυμναστήριο. Στο σημείο αυτό προσέφευγαν ικέτες όλοι οι αδύνατοι πολίτες γιατί όταν ζούσε ο Θησέας ήταν προστάτης, βοηθός και φιλάνθρωπος σε κάθε παράκληση των αδυνάτων. Ιδού και τα άνωθεν λεγόμενα στο αρχαίο κείμενο: «μετὰ δὲ τὰ Μηδικὰ Φαίδωνος ἄρχοντος μαντευομένοις τοῖς Ἀθηναίοις ἀνεῖλεν ἡ Πυθία τὰ Θησέως ἀναλαβεῖν ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ᾽ αὑτοῖς φυλάττειν. ἦν δὲ καὶ λαβεῖν ἀπορία καὶ γνῶναι τὸν τάφον ἀμιξίᾳ καὶ χαλεπότητι τῶν ἐνοικούντων Δολόπων. οὐ μὴν ἀλλὰ Κίμων ἑλὼν τὴν νῆσον, ὡς ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου γέγραπται, καὶ φιλοτιμούμενος ἐξανευρεῖν, ἀετοῦ τινα τόπον βουνοειδῆ κόπτοντος, ὥς φασι, τῷ στόματι καὶ διαστέλλοντος τοῖς ὄνυξι θείᾳ τινὶ τύχῃ συμφρονήσας ἀνέσκαψεν. [36.2] εὑρέθη δὲ θήκη τε μεγάλου σώματος αἰχμή τε παρακειμένη χαλκῆ καὶ ξίφος. κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, ἡσθέντες οἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς τε λαμπραῖς ἐδέξαντο καὶ θυσίαις ὥσπερ αὐτὸν ἐπανερχόμενον εἰς τὸ ἄστυ. καὶ κεῖται μὲν ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ νῦν γυμνάσιον, ἔστι δὲ φύξιμον οἰκέταις καὶ πᾶσι τοῖς ταπεινοτέροις καὶ δεδιόσι κρείττονας, ὡς καὶ τοῦ Θησέως προστατικοῦ τινος καὶ βοηθητικοῦ γενομένου καὶ προσδεχομένου φιλανθρώπως τὰς τῶν ταπεινοτέρων δεήσεις.» (Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι - Θησεύς, παραγρ. 36).
Βέβαια, ἄλλοι ἀρχαῖοι συγγραφεῖς ἀναφέρονται στὸν Πάνα, ἕναν θεὸ ποὺ ἄρχισαν νὰ τιμοῦν οἱ Ἀθηναῖοι ἔπειτα ἀπὸ τίς σωτήριες παρεμβάσεις του σὲ θέματα πολεμικῶν συγκρούσεων... ἀλλά αὐτό, ἴσως εἶναι ἕνα ἄλλο κεφάλαιο. Ὡστόσο, ἡ κυριάρχη μορφὴ στὴν κορυφὴ τῆς ἀκροπόλεως ὑπῆρξε ἀνέκαθεν ἡ θεᾶ Ἀθηνᾶ καὶ σύμφωνα μὲ μιὰ ἀπεικόνιση τοῦ περιοδικοῦ κλασσικὰ εἰκονογραφημένα φαίνεται νὰ ὁμοιάζει μὲ τὸ φάσμα τῆς Ἀκροπόλεως πάνω στὴν ἀλλαγὴ τοῦ χρόνου....(βλέπε κάτωθι εἰκόνες)