Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017


ЭIЄ
Τὸ εὐρωπαϊκὸ βὰλς εἶναι ὁ ἀρχαιοελληνικός 
χορευτικὸς βαλλισμὸς ἢ στρόβιλος μὲ τὸ βαλλιστικὸ ἆσμα 
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

 Ἀρχῆς γενομένης τῆς μουσικῆς ἐγκυκλοπαιδικῆς ὁρολογίας ὑπὸ τοῦ πρίσματος τῆς ἔρευνας καὶ τοῦ συγκριτισμοῦ παραθέτω τὴν μελέτη περὶ τῆς ἑλληνικότητας τοῦ ὀρχηστρικοῦ καὶ ὑπορχηματικοῦ εἴδους τοῦ βάλς. 
  Τὸ βάλς, ὅπως ἀναδεικνύετε ἐκ τῶν συμφραζομένων, εἶναι ἕνα μουσικοχορευτικὸ εἶδος ὀρχηστρικῆς τέχνης μὲ παλαιότατη προέλευση. 
  Οἱ σύγχρονες ἀναφορὲς τῆς ἱστορικῆς του προέλευσης περιορίζονται, δυστυχῶς, μόνον εἰς τὰ εὐρωπαϊκὰ ὅρια του. 
  Πράγματι, τὸ βάλς, ὡς γνωρίζετε, ἄνθισε κατὰ κόρον στὴν Εὐρωπαϊκὴ μουσικὴ τῶν τριῶν ἢ καὶ τεσσάρων τελευταίων αἰώνων. 
  Ἐν τούτοις, ἐντρυφόντας εἰς τὸ παρελθὸν τοῦ βὰλς ἀνακαλύπτουμε κοινὰ στοιχεῖα τόσο τοῦ ρυθμοῦ ὅσο καὶ τοῦ χοροῦ τῶν ὀρχηστρικῶν μελῶν τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς καὶ βυζαντινῆς μουσικῆς ἐποποιίας. 
  Ὁ ρυθμὸς τοῦ βάλς, κατὰ τὴν εὐρωπαϊκὴ σημειογραφία - κυρίως τὴν ρυθμική - δηλοῦτε ὡς τρίσημος ρυθμὸς ¾ κάτι τὸ ἀνάλογο πρὸς τὸν ἀρχαῖον ἰαμβικὸ τρίσημο πόδα ¾. 
  Ὁ ρυθμὸς καὶ ἡ μελικὴ συμπεριφορὰ τοῦ βὰλς συναντᾶτε συχνὰ σὲ ἀρχαῖα Ἑλληνικὰ λυρικὰ ἄσματα, στὴ χριστιανικὴ ψαλμωδία, στὸ παραδοσιακὸ καὶ τὸ ἑλληνικὸ ἐλαφρὸ καὶ λαϊκὸ τραγούδι. 
 Ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα σωζόμενα τραγούδια τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς - μὲ τρίσημη ἢ ἐξάσημη ρυθμικὴ ἀγωγή ὅπως, τὸ βὰλς ἢ τὸ συγγενικὸ εἶδος της βαρκαρόλας, εἶναι ὁ "ἐπιτάφιος τοῦ Σεικίλου"
 Στὰ κάτωθι εἰκονίδια βλέπουμε τὴ μελωδικὴ γραμμὴ σημειωμένη στὴν ἀλφαβητικὴ παρασημαντικὴ τοῦ ἀρχαιοελληνικοῦ μουσικοῦ συστήματος καὶ στὴν γραμμικὴ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ. 



 Ἐπιπλέον, στὴν χριστιανικὴ ὑμνωδία ἔχουμε ἀρκετὰ δείγματα τρισήμων ρυθμῶν, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι: "Τὸ κοντάκιο τῶν Χριστουγέννων", "Ἡ Παρθένος σήμερον" "Πλούσιοι ἐπτώχευσαν", "Ὁ Κύριος ἐβασίλευσεν", "Θοὺ Κύριε" & "Ἁγνὴ Παρθένε Δέσποινα". 

 
  Ἐπίσης, εἶναι ἐνδεδειγμένο ὅτι, οἱ βυζαντινοὶ ὑμνωδοὶ ἔκαναν ἰδιαίτερη χρήση τοῦ τρίσημου ρυθμικοῦ πόδα θεωρῶντας των, ὡς συνακόλουθο μὲ τὸν ἀριθμὸ τρία, ὅπου, συσχετίζονταν μὲ τὸν Ὕψιστον Τριαδικὸν Θέὸν
  Πράγματι, ὁ τρίσημος ρυθμός - ποὺ κατὰ τοὺς ἀρχαίους μετρικοὺς πόδες ταυτίζονταν μὲ τὸν τροχαϊκὸ καὶ τὸν δακτυλικὸ ἐξάμετρο - ἔχει μιὰ οὐράνια ρυθμοποιία. Διὰ τοῦτο τὸν λόγο, ὁ Ὅμηρος, χρησιμοποίησε τὸ δακτυλικὸ ἐξάμετρο στὰ ἔπη καὶ στοὺς ὕμνους του. 
 Οἱ χριστιανοὶ ψαλμωδοί - ὑμνωδοὶ στηριζόμενοι στὴν ὁμηρικὴ καὶ λυρικὴν τέχνη τῶν προγόνων τους Ἑλλήνων οἰκοδόμησαν σταδιακὰ τὴν μουσικοποιητική τους τέχνη. 
 Ὡς ἔπος εἰπεῖν, μὲ τὴν τοιαύτη καλλιτεχνικὴ μετάγγιση, ὁ τρίσημος ρυθμὸς μεταλαμπαδεύτηκε στὰ μουσικοχορευτικὰ δρώμενα τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου. 
 Ὡστόσο, σήμερα, ἡ πιὸ φημισμένη χορογραφικὴ ἔκφανση τοῦ τρίσημου ρυθμοῦ, στὴ σύγχρονη μουσική, θεωρεῖτε τὸ βάλς. 
  Τὸ βάλς, ἐν ὀλίγοις, περιγράφεται ὡς ἕνας περιστρεφόμενος - στροβιλιζόμενος ζευγαρωτὸς χορός. 
  Στὴν κυριολεξία ἡ εὐρωπαϊκὴ φερωνυμία τοῦ βὰλς προέρχεται ἀπὸ ἕνα ἀρχαιοελληνικὸ μουσικοχορευτικὸ δρώμενο ποὺ ἀποκαλοῦνταν, βαλισμός
  Ὁ βαλισμὸς ὑπῆρξε εἰς τὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μιὰ μουσικοποιητικοχορετικὴ μορφὴ ἔκφρασης ἐρωτικῶν συναισθημάτων, συναρτόμενη μὲ τὴν βαλιστικὴ πορεία ἑνὸς τοξευόμενου βέλους.  
 Κατὰ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ συμβολισμὸς τοῦ τόξου μὲ τὸ ὁπλισμένο βέλος, συσχετίζονταν μὲ τὴν μορφὴ τοῦ θεοῦ Ἔρωτα
  Ἐμφανῶς λοιπόν, οἱ ρίζες τοῦ χοροῦ βὰλς ἕλκονται ἀπὸ τὴν μακρινὴ ἀρχαιότητα. Λαμπρὸν παράδειγμα ἐντοπίζεται στὴν κωμωδία τοῦ Ἀριστοφάνη "Σφῆκες", ὅπου διαβάζουμε μιὰ ἐκτενὴς ἀναφορὰ γιὰ τοὺς στροβιλιζόμενους χορούς. 
Οἱ ἀναφορὲς γίνονται εἰς τοὺς ἑξῆς στίχους: 

Ξανθίας 
τάχα βαλλήσεις. (στίχ. 1482 σύμφωνα μὲ τὸ Aristophanis Comoediae. Accedunt perditarum fabularum fragmenta, Τόμος 4, ἡ λέξη βαλλήσεις ἐτυμολογεῖτε ὡς ὀρχούμενος χορευόμενος). 
                    Χορός
ἵν᾽ ἐφ᾽ ἡσυχίας ἡμῶν πρόσθεν βεμβικίζωσιν ἑαυτούς...
Μετάφραση:
                   [Χορός
στρόβει, παράβαινε κὺκλῳ καὶ γάστρισον σεαυτόν...]


  Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὸ ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ (λῆμμα Στρόβιλος, τοῦ τόμου 17) ἡ ἐτυμολόγηση ποὺ δίδεται γιὰ τὴν λέξη στρόβιλος εἶναι ἡ ἑξῆς: "ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ. Πᾶν τὸ συνεστραμμένον ἢ περιδινούμενον. Ὁ στρόβος ἢ βέμβιξ (κοινῶς σβούρα). Ἡ δίνη (ἀνέμου ἢ ὕδατος). Εἶδος ὀρχήσεως, συνισταμένης εἰς ταχεῖαν περιστροφὴν (βάλς). Ὁ κῶνος τῆς πίτυος (κοινῶς κουκουνάρα)" .
  Ὅπως προκύπτει, ἐκ τοῦ σχολιασμοῦ, τῆς ἐγκυκλοπαίδειας τοῦ ΗΛΙΟΥ, τὸ βὰλς εἶναι συνώνυμο τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν λέξεων: στρόβος, στρόβιλος, βέμβιξ, στρογγύλη, βάλλω, βαλισμὸς κλπ. 
  Ἐπιπλέον, μετὰ ταῦτα, ἰδοὺ τί λέγουν κι τὰ ἄλλα λεξικὰ τῆς ἑλληνικῆς καὶ γαλλικῆς γλώσσης περὶ τῆς ἐτυμολογίας τῆς λέξεως βὰλς (valse ἢ walse)
Βλέπε κάτωθι εἰκονίδια: 


Στὸ "Ἐπίτομον ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικόν της πρωΐας" ἀναλύεται διεξοδικὰ ἡ προέλευση καὶ ἡ ὀνοματολογία τοῦ χοροῦ προερχόμενη ἀπὸ τὴν ἀρχαία ἐτυμολογικὴ ρίζα τῶν λέξεων βαλλισμὸς (ἤτοι καὶ μπαλλάντα) καὶ στρόβιλος. 
Ἐπιπλέον, ἐξηγεῖται ἡ ἀλληλένδετη σχέση τοῦ χοροῦ βὰλς μὲ τὴν μπαλλάντα. Ἡ μπαλλάντα προέρχεται ὠσαύτως ἀπὸ τὸν βαλισμό, τοῦ ὁποίου οἱ ρίζες ἀνάγονται στὸν θρησκευτικὸ παιᾶνα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων. Εἰς τὴν καλλιτεχνικὴν πορείαν ὁ Παιᾶνας μετεξελίχθηκε σὲ βαλιστικὸ ἐρωτοτράγουδο, πρόδρομος τῆς μουσικοποιητικῆς γραμμῆς τοῦ βάλς. 


Ἰδοὺ τὸ Γαλλοελληνικὸν Λεξικὸν τῆς τσέπης, τοῦ ὁποίου ἡ ἐπεξήγηση τῆς λέξης βὰλς εἶναι ἡ ἑξῆς: Valse (βάλς) >στρόβιλος (χορός). 

Σκηνή απ' την ταινία "Πόλεμος και Ειρήνη (War and Peace) 1956
του Λέο Τολστόι, όπου η Όντρεϊ Χέπμπορν(Νατάσα) χορεύει 
στροβιλιζόμενη με τον συγχορευτή της Μελ Φίρερ (Αντρέι) στην μουσικοχορευτική μορφή του Βαλς.


Ὁ Σάτυρος καὶ ἡ Μαινάδα, ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση σὲ ἀττικὸ μελανόμορφο ἀγγεῖο τοῦ 4ου αἰῶνος π.Χ., παρουσιάζει ἕνα χορὸ ποὺ ἂν συγκριθεῖ τὸ χορογραφικὸ στιγμιότυπο ταιριάζει μὲ μιὰ κίνηση τοῦ χοροῦ  Μενουέτο, γαλλικοῦ χοροῦ πρόγονου τοῦ βάλς. 



Ἐδῶ παρατίθεται τὸ τηλεοπτικὸ ἀρχεῖο μὲ τὴν ὀμιλεία τοῦ τραγουδοποιοῦ κιθαρωδοῦ Ἰωάννη Γ. Βαφίνη, τὸ ἔτος 1998, στὴν ἐκπομπὴ τοῦ ἑλληνοαμερικανοῦ χορευτῆ ἀλλὰ καὶ δάσκαλου χοροῦ Σώκρατες, ἀπ' τὴν τηλεοπτικὴ συχνότητα τοῦ ΤΗΛΕΤΩΡΑ ποὺ σήμερα δὲν λειτουργεῖ. Παρ' ὅλο ποὺ ἡ ἔρευνα περὶ τῆς προέλευσης τοῦ βὰλς ἦταν σὲ πρώιμο στάδιο, δίδεται μιὰ ἐξήγηση, τὸ πὼς μεταλαμπαδεύτηκε τὸ βὰλς ἀπὸ τὸ βυζάντιο στὶς χῶρες τῆς κεντρικῆς καὶ βόρειας Εὐρώπης. Εἶναι δὲ γνωστὸ τὸ ὅτι, οἱ ἑλληνίδες βυζαντινὲς βασίλισσες, ποὺ μετανάστευσαν στὶς εὐρωπαϊκὲς χῶρες διὰ νὰ παντρευτοῦν ὁμότιτλους ἄρχοντες, μετέφεραν στὴν συνοδεία τους πλῆθος μουσικῶν ἀρίστων καλλιτεχνῶν. Αὐτοὶ καθιέρωσαν τὰ βυζαντινὰ δρώμενα στὰ ἤθη τῶν Βαυαρῶν καὶ Αὐστριακῶν πληθυσμῶν τὰ ὁποῖα ἐν συνεχείᾳ τὰ οἰκειοποιήθησαν συντοχρόνω. 





Οἱ τρεῖς μουσικὲς σημειογραφίες σὲ εὐρωπαϊκὸ πεντάγραμμο 
ποὺ παραθέτω εἶναι τοῦ ἀθηναίου μουσουργοῦ Νικόλαου 
Κόκκινου συντεθιμένες κατὰ τὴν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου 
1928 μὲ 1935. Καὶ τὰ τρία ἄσματα εἶναι σὲ τρίσημο ρυθμό 
καὶ ἀναγράφονται ὡς: "βὰλς" ἢ "στρόβιλος". Φαίνεται ὅτι, γνώριζαν 
οἱ τότε μουσικοὶ τὴν συγγένεια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ βὰλς μέ 
τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὄρχηση τοῦ στρόβιλου ἤτοι καὶ βαλισμοῦ. 
Ὁ πρῶτος ποὺ ἀποκάλυψε τὴν κοινὴ ρίζα τῶν δύο ὀρχήσεων, 
τοῦ βὰλς καὶ τοῦ ἀρχαίου στρόβιλου - βαλισμός 
ἦταν ὁ λόγιος πεζογράφος καὶ ποιητὴς Γεώργιος Βιζυηνός 
(8 Μαρτίου 1849 - 15 Ἀπριλίου 1896) 
Οἱ σημειογραφίες(παρτιρούρες) προέρχονται ἀπὸ τὰ ἀρχεῖα 
τῆς μουσικῆς βιβλιοθήκης Λίλιαν Βουδούρη. 

  Ὁλοκληρῶντας τὴν μικρὰ μελέτη αὐτή, παραθέτω ἐπί μέρους τὴν πληροφορία περὶ τῆς ἐτυμολογικῆς καταγραφὴ τῆς ἑλληνίδας λέξεως "στρόβιλος", ὅπως, ἐμπεριέχεται στὴν Ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας τῶν LIDDEL & SCOTT
 Ἐν πρώτοις, ἡ ἔννοια τοῦ λήμματος "στρόβιλος" προέρχεται ἀπὸ τὸ ρῆμα "στροβιλίζω", τὸ ὁποῖον καὶ ἐτυμολογεῖται μὲ τὶς φράσεις: περιστρέφω, περιδινίζω, στριφογυρίζω. 
 Ἡ ὀνομασία τοῦ χοροῦ "στρόβιλος" ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες πρόγονοι μᾶς χρησιμοποιοῦνταν καὶ ὡς στροβιλός, δηλαδή, αὐτὸς ποὺ περιδινίζεται, περιστρέφεται, ὁ περιστρεφόμενος καὶ στροβιλιζόμενος. 
 Ὁ στρόβιλος ὑπῆρξε μιὰ ὀνομασία ποὺ συναντᾶτε συχνὰ στὶς χορογραφίες τοῦ Ἀθηναίου κωμωδοῦ Ἀριστοφάνη καὶ ἐξηγεῖται ἀπὸ τὸ Μεγάλο Λεξικὸν ὡς χορὸς ὁ ὁποῖος χορεύεται μὲ πολλὲς περιστροφὲς τοῦ σώματος, ὅπως, τὴν μπαλλετικὴ πιρουέτα. 
 Ἐν κατακλεῖδι γίνεται ἐμφανές, ὅτι ἡ ἀρχή της χορογραφίας τοῦ Βὰλς βασίστηκε στὸν ἀρχαῖο χορὸ στρόβιλο ποὺ κατὰ μία ἔννοια σχετίζεται μὲ τὴν κλασσικὴ χορευτικὴ κίνηση τῆς πιρουέτα, ποὺ μὲ τὴν σειρά της, ὡς μπαλλετικὴ χορογραφία, ἔχει τὶς ρίζες της στὴν ἀρχαία κωμωδία τοῦ Ἀθηναίου κωμωδοῦ Ἀριστοφάνους...ὅπου κι ὁ Ἀριστοφάνης τὰ ἔλαβε ἀπὸ τοὺς παλαιότερους τοῦ και ούτω καθ' ἑξῆς! 
 
ΧΑΙΡΕΤΕ!
   

♩♩♩



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
•Ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ 
•Aristophanis Comoediae. Accedunt perditarum fabularum fragmenta, τόμος 4ος 
•Ἀριστοφάνης, Σφῆκες 
•Ἐπίτομον ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικόν της πρωΐας
•Λεξικὸν Γαλλοελληνικὸν  τῆς τσέπης, Κ.Α.
ΧΑΡΑΚΤΙΔΟΥ
•Ἐπιτομὴ τοῦ Μεγάλου Λεξικοῦ τῆς Ἑλληνικῆς Γλώσσας, LIDDEL & SCOTT, ΤΟΜΟΣ 6

Τρίτη 15 Αυγούστου 2017


ЭIЄ

ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ & 
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΑΡΕΥΡΕΘΗΣΑΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἔρευνα & συγγραφῇ: Ἰωάννης Γ.  Βαφίνης

 Ὀλίγον καιρὸν πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεανθρώπου καὶ εἰς τὴν μετάβαση τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, γεννιοῦνται στὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν,  δύο σημαντικὲς προσωπικότητες ὅπου τὴ σήμερον θεωροῦνται οἱ πρωτοπόροι πατριάρχες τοῦ ἑλληνορθόδοξου χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰν ἐπίσκοπος.
 Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος ὑπῆρξε γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας καὶ εὐγενὴς Ἀθηναῖος. Οἱ σπουδές του στὴν Πλατωνικὴ φιλοσοφία, ἡ μύηση τοῦ στὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ ὁ ἐνάρετος βίος του θεωρήθηκαν τὰ βασικὰ κριτήρια τῆς ἀνακήρυξης τοῦ σ' ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
   Ὁ συναξαριστὴς ἤτοι καὶ μηνολόγιον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας περιγράφει ἐνδεικτικὰ τὴν βαθυτάτην πίστη τοῦ Ἱεροθέου, εἰς τὸν Κυρίον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν κατόπιν τῆς κατηχήσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Παῦλος, ἀναγνωρίζοντας τὸ ψυχοπνευματικὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἀθηναίου ἐκκολαπτόμενου χριστιανοῦ φαίνεται ὅτι τὸν ἔχρισε πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῶν Ἀθηνῶν.
 Παράλληλα, εἰς τὴν θεολογικὴ διδασκαλία, ὁ Ἰερόθεος, κρίθηκε παραδεκτὸς ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους πατέρες κι ὀνομάστηκε ὁμοθυμαδὸν ὡς πανοσιολογιότατος ἕνεκα τῆς ἀνωτέρας σπουδῆς ὅπου κατεῖχε. Τοῦτο διότι, ὑπῆρξε σπουδαστὴς τῆς Πλατωνικῆς ἀκαδημίας ἢ γιατί τὰ συγγραφικά του ἔργα ἐμπεριεῖχαν τόσο βαθιὲς Θεολογικὲς ἔννοιες, οἱ ὁποῖες, δὲν ἠδύνατο νὰ γίνουν εὔληπτες στοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ καὶ στοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐποχῆς του; Ἴσως ἡ κρίσης ἐπῆλθε ἀπὸ κοινοῦ!
  Ἐπιπλέον, μιὰ ἀκόμη ἐπιβεβαίωση γιὰ τὴν μεγαλοσύνη τοῦ Ἱεροθέου φανερώνεται εἰς τὴν γνωριμίαν του μὲ τὴν μήτηρ τοῦ Θεοῦ τὴν Υπεραγία Θεοτόκο, η ὁποία ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἐκτίμηση στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου τῶν Ἀθηνῶν γιὰ τὸν λόγο τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης τοῦ Ἁγίου στὸν Τριαδικὸν Θεὸν καὶ γιὰ τὴν ἀκατοπόνητον προσπάθεια διάδοσης τοῦ λόγου Τοῦ Θεοῦ! 
 Διὰ τοῦτο, λέγει ἢ ἱερὰ παράδοση, ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Μητρός, ἡ ἴδια, ἀπέστειλε αἰθέριες νεφέλες, οἱ ὁποῖες, ἅρπαξαν κυριολεκτικὰ τὸν Ἀθηναῖο ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν τόπο διαμονῆς του, τὴν Ἀθήνα, καὶ τὸν μετέφεραν θαυματουργικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἐτελέσθει ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία της. Τότε, ὁμοῦ μὲ τά τῶν ἀποστόλων, κυρίως ὅμως ὡς πρωτοστάτης τῆς ἱερῆς ἐπιτάφιας πομπῆς, ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος, ἔψαλλε θεοληπτικοὺς καινοφανεῖς ὕμνους, ἀκατάληπτης ἁρμονίας, μελοποιημένους ἀπὸ τὸν ἴδιο πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
   Συνακόλουθος καί συναοιδός του Ἱεροθέου στήν ἐπιτάφια πομπή τῆς Θεοτόκου παρεβρέθηκε κι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἕνας ἀπ' τους πιό ὁ ἔνθερμους μαθητές του. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος πολιτογραφεῖται, ὁμοίως μετά τοῦ Ἱεροθέου, ὡς Ἀθηναῖος, ἀριστοκρατικῆς γενιᾶς, μέ πλούσια παιδεία πού ἀποκόμισε ἐκ τῆς σπουδῆς του στήν Πλατωνική Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ὑψηλή του μόρφωση καί ἡ ἐνάρετη ζωή του τόν ὁδήγησε, παρόμοια μέ τόν δάσκαλο τοῦ Ἰερόθεο, σέ μιά ἀπό τίς ἐννέα θέσεις τοῦ συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ὑπῆρξε, ἐάν ὄχι ὁ πρῶτος ὅπως λένε οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά, ἕνας ἀπ' τούς πρώτους Ἀθηναίους πού πίστεψε δημοσίως στό χριστιανικό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς - Κανῆς Διαθήκης καί πιό συγκεκριμένα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
  Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ σχόλια, ποὺ λέγονται γιὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς. Ὁ Διονύσιος, ὄντας πολυταξιδευμένος, εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν Παναγία, τὴν μητέρα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὀλίγα ἔτη προτοῦ τῆς θαυματουργικῆς της Κοιμήσεως. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς συνάντησης, ὁ Ἅγιος Διονύσιος, θέλησε νὰ παραθέσει μιὰ ὁμολογία θείας ἐμπνεύσεως. Ἡ ὁμολογία τοῦ Διονυσίου διαπίστωνε γιὰ τὴν μορφὴ τῆς Πάναγνης Θεοτόκου ὅτι: "...τὰ χαρακτηριστικά της, τὸ παρουσιαστικὸ της καὶ ὅλη ἡ ἐμφάνιση τῆς ἀποδεικνύουν πὼς εἶναι πράγματι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ"
  Συνάμα, μετὰ τὸ πέρας μερικῶν ἐτῶν ἀπὸ τῆς συναντήσεως, καὶ αὐτὸς ἀρπάχθει θαυματουργικὰ ἀπὸ τίς οὐράνιες νεφέλες, μετὰ τοῦ διδασκάλου τοῦ Ἱεροθέου, καὶ παρευρέθει στὸ θεῖο γεγονὸς τῆς ἐξόδιου ἀκολουθίας τῆς Κοίμησης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ἔτσι, ἡ ἰδιαιτέρα ἐκτίμηση τῆς Παναγίας στοὺς Ἀθηναίους ἱεράρχες φαίνεται ὅτι, δημιούργησε εἰς τὸ βάθος τοῦ χρόνου μιὰ βαθιὰ σχέση λατρείας τοῦ λαοῦ τῶν Ἀθηνῶν εἰς τὸ πρόσωπο της!
   Θεωρεῖται ὅτι συνδέεται τοῦτο, μὲ τὸ λαϊκὸ συναίσθημα τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία συσχέτισε κατὰ πατροπαράδοτο τρόπο τὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὴν πρώιμη λατρεία τῆς Ἀθηνᾶς Παρθένου, ποὺ διατηροῦσαν σὲ ἀνείπωτους καιροὺς στὸν βράχο τῆς Ἀθηναϊκῆς Ἀκροπόλεως. Ἔτσι, τροποτινὰ ἐκ τοῦ πάλαι προτυπώνονταν στὴν ἰδεατὴ μορφὴ τῆς Ἀθηνᾶς Παρθένου τὸ νοητὸν ἦθος της Τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Τὸ ἦθος τοῦτο, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τίς μαρτυρίες τῶν Ἀθηναίων φιλοσόφων, συσχετίζεται μὲ τὴν παρθενικὴ ἀρετήν, ἐξὸν καὶ ἡ φερωνυμία Αθηνά Παρθένος. Ἐξ αὐτοῦ ἐκτίστει εἰς τὴν Ἀκρόπολη ναὸς ἀφιερωμένος πρὸς τὴν Τοῦ Θεοῦ Σοφία κι ὀνομάσθηκε Παρθενῶν. Κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. λέγεται ὅτι, ἡ Ἀθηνᾶ Παρθένος παραχώρησε ἀδιαμαρτύρητα τὸν "δικό της" ναὸ στὴν Παναγία Παρθένο Θεοτόκο. Ἔκτοτε, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἔλαβε τὸ προσωνύμιο Αθηνιώτισσα ή Παντάνασσα ή Βασίλισσα τῶν Ἀθηνῶν λαμβάνοντας ξεκάθαρα στὶς καρδιὲς τῶν Ἀθηναίων τὴν θέσῃ τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς!
 Σύμφωνα μὲ τίς ἱστορικὲς πηγὲς τῶν περασμένων αἰώνων, ἡ Παναγία λατρεύτηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τόπο. Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἐκκλησίες της ἦταν ἑκατοντάδες. Λαμβάνοντας λοιπόν, ἀνεμπόδιστα τὴν θέσῃ τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς ἀνακηρύχθηκε, ἐπισήμως, ὡς Παντάνασσα - βασίλισσα καὶ πολιοῦχος τῶν Ἀθηναίων. Οἱ Ἀθηναῖοι πίστευαν ἀκράδαντα στὴν ὑπερπροστασία τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν πολιοῦχο Μήτηρ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ Παναγία Θεοτόκος, παρέμεινε πολιοῦχος τῆς πόλεως γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, μέχρις ὅτου ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Φράγκων καὶ διαφόρων ἄλλων ἑτερόδοξων δυτικῶν λαῶν. Παρὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς λατρείας της στὸν ναὸ τοῦ Παρθενῶνα, στὰ χρόνια τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ καταργήθηκε καὶ ἐπιβλήθηκε κσὶ πάλι ὁ μωαμεθανισμὸς ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως...!
   Ὡστόσο, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως ἀπ' τὸν τουρκικὸ ζυγό, ἐπῆλθε τὸ τελειωτικὸ χτύπημα. Ὁ Βαυαρὸς βασιλιᾶς, ἐπὶ τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων του, μετὰ τὴν δολοφονία του Καποδίστρια, φρόντισε μὲ ὕπουλο τρόπο νὰ ξεριζώσουν κυριολεκτικὰ τὴν παναθηναϊκή λατρευτικὴ συνήθεια τῶν ἐντοπίων πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ Μητέρας τοῦ φωτός, γκρεμίζοντας μοναστήρια κι ἐκκλησίες, ἀποδίδοντας, ἔτσι, τὸν Παρθενῶνα σὲ μιὰ παγανιστικὴ ἀντίληψη ποὺ οὔτε οἱ πρόγονοι μᾶς γνώριζαν γι' αὐτήν.
 Ἔτσι, σιγᾷ, σιγᾷ ἀνέτρεψαν μιὰ παράδοση αἰώνων ποὺ ἤθελε τοὺς παλαιότατους κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν νὰ λατρεύουν ἀνελλιπῶς την πολιοῦχο, καὶ βασίλισσα τῶν Ἀθηνῶν - ὅπως τὴν κατονομάζουν - τὴν Παναγία Θεοτόκο Μήτηρ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!



Ἁγιογραφίες τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου σε ἐκκλησίες τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης ὅπου διακρίνονται και οἱ παρουσίες τῶν Ἀθηναίων ἱεραρχῶν Ἱεροθέου & Διονυσίου. Μάλιστα, στὴν δεύτερη εἰκόνα, ὁ ἁγιογράφος, καταγράφει το ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου. Τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἡ Παναγία καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς,  παραλαμβάνει τὴν Ἁγία Ψυχή της. Τὸ μέγα θαῦμα εἶναι ὅτι, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴ ταφῇ της μετέστη στοὺς οὐρανούς. Ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου εἶναι ταυτόχρονα ἀνάσταση κι ἀνάληψη.


Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος Α' ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς κορυφαίους πνευματικοὺς ἱεράρχες τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ  ὁποῖος ἔγραψε ὑψηλῆς διανόησης θεολογικὰ θέματα ἀλλὰ καὶ ὑμνωδίες, δίχως ὅμως νὰ διασωθοῦν. Ἐγκύπτει ὅτι, οἱ ἐπιτάφιες ὠδὲς τῶν ὡρῶν τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι δικές του μελωδικὲς ἐπινοήσεις ποὺ πρωτακούσθηκαν στὴν ἐπιτάφιο πομπὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου!


Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης Β' ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
διαδεχθεὶς τὸν δάσκαλο τοῦ Ἰερόθεο. Ὑπάρχει ὑπόνοια γιὰ τὸν Διονύσιο ὅτι, κατὰ τὴν παραμονή του εἰς τὴν Ἠλιούπολη τῆς Αἰγύπτου συμμετεῖχε στὴν πρεσβεία τῶν Ἑλλήνων ποὺ συνάντησαν τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Λίγο ἀργότερα κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Αἴγυπτο, θὰ αἰσθανθεῖ τὴν μεγάλη σεισμικὴ δόνηση, ποὺ συνέβη στὴν διάρκεια τῆς Σταύρωσης Τοῦ Χριστοῦ  καὶ θὰ πεῖ τὸ ἑξῆς: " Ή Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται."


Βιβλιογραφία 
-Μέγας Συναξαριστὴς Ὀρθοδόξου πίστεως
-Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, Ἡ ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνες
-Νίκος Τσιφόρος, Ἡ ἱστορία τῆς Ἀθήνας