Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021


ЭIЄ
Ο ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ ΕΡΕΧΘΕΥΣ 
ΒΑΣΙΛΕΥΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΕΠΙΓΟΝΟΙ
ΕΡΕΥΝΑ & ΣΥΓΓΡΑΦΗ: ΙΩΑΝΝΗΣ Γ. ΒΑΦΙΝΗΣ

  Ὁ Ἐρεχθεύς, ὑπῆρξε ἕνας ἀπὸ τοὺς ἐνδοξότερους βασιλεῖς τῆς Ἀθήνας καὶ τοῦ προϊστορικοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου. Ἡ γέννηση τοῦ ὑπῆρξε ὑπερβατικὴ ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Ἡφαίστου καὶ τὴν ἐπιστημονικὴ παρέμβαση τῆς Ἀθηνᾶς, ὥστε, ἐν τέλει τὸ θεϊκὸ σπέρμα νὰ ριχθεῖ στὴν γήινη μήτρα, ἤτοι καὶ Γαῖα ἐπονομαζόμενη, καὶ νὰ γεννήσει ἕναν ἄνδρα εὐγενῆ καὶ λαμπρὸν εἰς τὸ παράστημα. 
  Ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡρωικῶν καὶ λαμπρῶν κατορθωμάτων του, εἰς τὰ πολεμικὰ καὶ πολιτειακὰ ζητήματα, παράλληλα, ὑπῆρξε κι ὁ πρωταίτιος τῆς μουσικοποιητικῆς, ἀλλὰ, κυρίως τῆς κιθαρωδικῆς τέχνης, τοῦ βασιλικοῦ εἰς τὸ γενεαλογικὸν δένδρο τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀθηνῶν. 

Οἱ ἀρχαιολόγοι - ἱστορικοὶ Salvatore Settis καὶ Vinzenz Brinkmann, 
κατέληξαν στὸ συμπέρασμα ὅτι, εἷς ἐκ τῶν δύο πολεμιστῶν ποὺ βρέθηκαν 
στὸ Ρήγιον(Ριάτσε) τῆς Κ. Ἰταλίας ἤτοι καὶ Μεγάλης Ἑλλάδος ἀπεικονίζει 
τὸν Ἀθηναῖο ἄνακτα Ἐρεχθέα. Μάλιστα, το διάδημα ποὺ φέρει στὴν κεφαλὶ τοῦ 
ἔχει τὸν συμβολισμὸ τοῦ νικητῆ ἢ ὅτι προέρχεται ἀπὸ βασιλικὴ γενιά. Ἐπίσης, 
οἱ ἀρχαιολόγοι παρατήρησαν μιὰ διαφορετικὴ συμμετρία στὰ χαρακτηριστικά της διάπλασης τοῦ ἀπὸ ἐκείνη τοῦ κοινοῦ ἀνθρώπου. Ἴσως ὁ ἀγαλματοποιός, 
μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο νὰ θέλησε νὰ περιγράψει τὴν θεϊκὴ καταγωγή του Ἐρεχθέως. 

  Μοναδικὲς πληροφορίες γιὰ τὸν ψαλτωδό - βασιλέα - ἄνακτα κιθαρωδὸ διασώζονται στὰ Διονυσιακὰ τοῦ Νόννου. Στὸ κεφάλαιο ἰθ' ὁ Νόννος περιγράφει τὴν νεκρώσιμη γιορτὴ πρὸς τιμὴν τοῦ ἀποθανόντα Στάφυλου, στὴν ὁποία διοργανώθηκε μουσικὸς διαγωνισμός, μὲ συμμετέχοντες σπουδαίους ἄνακτες βασιλεῖς τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς στὴν Ἑλλάδα. 
Σὲ αὐτὸ τὸ κεφάλαιο, ὁ ποιητής, ἐξιστορεῖ λεπτομεριακὰ τὶς σκηνὲς τοῦ διαγωνισμοῦ καὶ μᾶς πληροφορεῖ ὅτι τελικά, πρῶτος εἰς τὸν κιθαρωδικὸ διαγωνισμὸ ἀνακηρύχθηκε ὁ Οἴαγρος βασιλιᾶς τῆς Θράκης[1] καὶ δεύτερος ὁ Ἐρεχθεὺς βασιλιᾶς τῆς Ἀθήνας. 
  Παρεμπιπτόντως, ἡ κύρια φράση, ποὺ ἀποκαλύπτει τὴν καλλιτεχνικὴ ἰδιότητα τοῦ ἥρωα ἄνακτα Ἐρεχθέως, ἀνεβρίσκεται εἰς τὸν ἑξῆς σημαίνοντα στίχο: «Κεκροπίης ναέτης κιθάρην ἐλέλιζεν Ἐρεχθεὺς» μετάφραση: [ὁ κατοικῶν στὴν Κεκροπία (ἐδῶ ἐννοεῖ τὴν Ἀθήνα πρὶν λάβει τὸ ὄνομα τῆς Ἀθηνᾶς) Ἐρεχθεύς, μὲ τὴν κιθάρα του ὑμνωδοῦσε μὲ λαρυγγισμοὺς ἤτοι φωνητικοὺς καλλωπισμούς].   
 Εἰς τὶς πολυδαίδαλες λεμπτομερεὶς περιγραφές του Νόννου ἀνευρίσκονται σχόλια γιὰ τὴν κιθαρωδικὴν τέχνη τοῦ Ἐρεχθέως. Συγκεκριμένα, στὴν φράση «Ἀττὶκὸν ἐνθάδε κῶμον ἐγείρομεν» σηματοδοτεῖτε τὸ εἶδος τῆς ἀσματικῆς ἁρμονίας ποὺ ἐκτελοῦσε ὁ Ἐρεχθεύς, ὅπου ἐπρόκειτο διὰ τὴν μελωδικὴ ὠδικὴν γραμμὴ τοῦ ἀρχαίου κώμου. 
 Ὁ κῶμος, θεωρεῖται, κατὰ τὶς ἐγκυκλοπαιδικὲς ἐνδείξεις, ἕνα προστάδιο τῆς ὑμνωδικῆς - θὰ λέγαμε καντάδας - ποὺ ἄνθισε πάλι κατὰ τὴν περίοδο τῆς μουσικῆς προόδου τοῦ ἑλληνικοῦ κράτους, κατὰ τὴν μεταοθωμανικὴ περίοδο, δηλαδή, τὸν 19ο καὶ 20ο αἰῶνα μ.Χ. δηλαδὴ, κάτι τὸ παρόμοιο μὲ τὴν ὑπαίθρια παραδοσιακὴ πατινάδα
 Ἰδοὺ καὶ τὸ ἀπόσπασμα, κατὰ τὸ ὁποῖον περιγράφεται ἡ στιγμὴ τοῦ διαγωνισαμένου Ἄνακτα τῶν Ἀθηνῶν Ἐρεχθέα μετὰ τῶν ὑπολοίπων μετεχόντων: 
Νόνος Διονυσιακά ιθ'
Ἀττικὸν ἐνθάδε κῶμον ἐγείρομεν·
 ἀθλοφόρῳ γὰρ
ἀνέρι νικήσαντι λιπόχροα ταῦρον ὀπάσσω,
ἀνδρὶ δὲ νικηθέντι δασὺν τράγον ἐγγυαλίξω.’
ὣς φαμένου Βρομίοιο λυροκτύπος ἄνθορεν ἀνήρ,
70 Βιστονίης Οἴαγρος ἀθαλπέος ἀστὸς ἀρούρης,
πλῆκτρον ἔχων φόρμιγγι παρήορον· αὐτὰρ ἐπ᾽ αὐτῷ
Ἀτθίδος ὑμνοπόλου ναέτης ἀνόρουσεν Ἐρεχθεύς.
ἄμφω δ᾽ εἰς μέσον ἦλθον ἀεθλητῆρες ἀγῶνος [p. 96]
φορμίγγων ἐλατῆρες· ἐμιτρώσαντο δέ χαίτην
75 δαφναίοις πετάλοισιν· ἀνεζώννυντο δέ πέπλους.
ἀρχόμενοι δ᾽ ἐλέλιζον ἐθήμονι δάκτυλα παλμῷ
ἐκταδίης θλίβοντες ἀμοιβαίην στίχα νευρῆς

ἄκρα περισφίγγοντες, ὅπως μήτ᾽ ὄρθιος εἴη,
μή ποτε θηλύνειε παρειμένος ἄρσενα μολπήν.
80 καὶ πρότερος κλήροιο τυχὼν τεχνήμονι ῥυθμῷ
Κεκροπίης ναέτης κιθάρην ἐλέλιζεν Ἐρεχθεύς,
μέλπων πάτριον ὕμνον, ὅτι ‘ζαθέαις ἐν Ἀθήναις
καὶ Κελεὸς ξείνισσε Βίου παμμήτορα Δηὼ
Τριπτολέμῳ σὺν παιδὶ καὶ ἀρχαίῃ Μετανείρῃ,
   85 καί σφισι καρπὸν ὄπασσεν, ὅτε χθονὸς αὔλακα νίφων
Τριπτόλεμος σπόρον εὗρε φερεσταχύων ἐπὶ δίφρων,
καὶ Κελεοῦ φθιμένοιο νεοδμήτῳ παρὰ τύμβῳ
ὄμμασιν ἀκλαύτοισι θαλυσιὰς ἔστενε Δηώ,
ἀλλὰ παρηγορέουσα πάλιν θελξίφρονι μύθῳ
   90 Τριπτολέμου Βαρὺ πένθος ἀπέσβεσε καὶ Μεταιείρης·
οὕτω καὶ Διόνυσον ἑῷ ξείνισσε μελάθρῳ
Ἀσσυρίων σκηπτοῦχος· ἄναξ δέ οἱ ἀντὶ τραπέζης
ὤπασεν Εὔια δῶρα καὶ ἀμπελόεσσαν ὀπώρην,
καὶ Σταφύλου φθιμένοιο, φιλακρήτου βασιλῆος,
95 υἱέα Βότρυν ἔπαυσε φιλοθρήνοιο μερίμνης,
καὶ κινυρῆς ἀλόχοιο Μέθης εὔνησεν ἀνίην.’
τοῖα σοφὸς φόρμιζε λυροκτύπος· ἀμφὶ δὲ ῥυθμῷ
πάντες ὁμοῦ θέλγοντο· σὺν εὐθύρσῳ δὲ Λυαίῳ
ἅρμενον ἱμερόφωνον ἐθάμβεον Ἀτθίδα μολπήν.

  Πέραν τούτου, ὅμως, γνωρίζουμε ὅτι, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἐρεχθέως, ἄνακτες καὶ ἐκεῖνοι ὁμοίως, ἔγιναν ἄξιοι συνεχιστὲς τῆς καλλιτεχνικῆς κληρονομιᾶς τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀθηνῶν ἐξελίσσοντας ἀνοδικὰ τὴν Ἀττικὴ ὠδικὴ τέχνη. 
  Πρῶτος κληρονόμος τοῦ μουσικοῦ γονιδίου ἀναγράφεται, ὁ γιὸς ἢ ἐγγονός του Ἐρεχθέα, ὁ ἐπονομαζόμενος Εὐπάλαμος. Ἡ γενιά του εὐπάλαμου, προερχόμενη ἐκ τῆς Ἐρεχθηίδος φυλῆς, ἀνέπτυξε τὴν ὑμνωδικὴν τέχνη φτάνοντας τὴν στὰ ὑψηλότερα ἐπίπεδα ἐντεχνότητος. Οἱ εὐπαλάμου ὕμνοι, ἐγκαθίστατο δημοφιλὴς στὸ πανελλήνιο καὶ ἀργότερα ἀποκόμισαν τὴν διαχρονικότητα. 
  Ὁ Ἀριστοφάνης, ὅπως ἔχω σημειώσει σὲ παλιότερη ἀνάρτηση, ἀναφέρετε στὴν σπουδαιότητα τῶν εὐπαλάμων ὕμνων στοὺς "Ἱππεῖς", τὴν ἑξῆς πρόταση: «τέκτονες εὐπαλάμων ὕμνων» μετάφραση: (καλοσχηματισμένοι ὕμνοι του Εὐπαλάμου). 
   Ἡ φράση αὐτή, ξεκάθαρα, ἐπισημαίνει τὴν ὑψηλὴ δεξιοτεχνία τῶν ὕμνων τοῦ Εὐπάλαμου, ὅπου, ἡ ἐξαίρετως φήμη τούτων διατηροῦνταν ἕως καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀριστοφάνη, δηλαδή, τοὐλάχιστον τρεῖς χιλιάδες χρόνια. 
  Συνεχιστὴς τοῦ Εὐπαλάμου καὶ τοῦ Ἐρεχθέως ὑπῆρξε ὁ Δαίδαλος, ἐκ τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου, ἐξορίστηκε εἰς τὴν μεγαλόνησον Κρήτη καὶ ἐκεῖ δίδαξε τὴν ἱερὴ ὄρχηση τοῦ βασιλικοῦ ἱερατικοῦ - οἴκου τῶν Ἀθηνῶν, στὴν ἁγνὴ παρθένο, κόρη τοῦ Μίνωα, ἈριάδνηἈριάγνη
  Ὁ Ὅμηρος διασώζει στὴν Ἰλιάδα (ραψωδία Σ 590-592) τοῦτο τὸ συμβὰν καὶ μάλιστα λέγει ὅτι, τὸ χορόδραμα, αὐτούσιο, ἀποθανατίστηκε ἀπὸ τὸν Ἥφαιστο στὴν ἀσπίδα τοῦ ἈχιλλέωςἸδοὺ καὶ τὰ συμφραζόμενα: 
 Ἐν δὲ χορὸν ποίκιλλε περικλυτὸς ἀμφιγυήεις,
τῷ ἴκελον οἷόν ποτ᾽ ἐνὶ Κνωσῷ εὐρείῃ
Δαίδαλος ἤσκησεν καλλιπλοκάμῳ Ἀριάδνῃ.
 Ἔπειτα ἀπὸ μερικὲς γενιὲς στὸ κατάλογο τοῦ βασιλικοῦ οἴκου, καταχωρεῖτε, ἕνας ἀπὸ τοὺς σπουδαιότερους ἄνακτες τῆς Ἀθήνας μὰ καὶ τοῦ Πανελληνίου, ὁ ἡλιακὸς ἥρωας Θησέας. Οὗτος ὁ μέγιστος ἔκγονος τῆς ἐρεχθηίδος φυλῆς, παρουσιάζεται εἰς τὴν ὁμηρικὴν ποίηση παρόμοιος μὲ θεό: «Θησέα τ’ Αἰγεΐδην, ἐπιείκελον ἀθανάτοισι·» μετάφραση: [Θησέας ὁ γιὸς τοῦ Αἰγέα παρόμοιος μὲ τοὺς ἀθανάτους θεούς]. 
 Ὁ Ἀθηναῖος ἥρωας Θησεύς, εἰς στὴν μικρὴ βιωτή του, χρίστηκε βασιλέας Ἀθηνῶν ἀλλὰ καὶ βασιλέας τῆς Κρήτης μετὰ τὴν νίκη τοῦ ἐπὶ τοῦ μινωταυρικοῦ θηρίου(δες λεξικό της Σούδας). Ἐν ὀλίγοις, ὁ ἥρως μεταβαίνοντας εἰς τὴν μεγαλόνησο, μὲ τὴν ἐπτάχορδη λύρα τοῦ Ἀπόλλωνος, πείθει τὴν Ἀριάδνη νὰ τὸν μυήσει στὰ ὀρχηστρικὰ μυστήρια τοῦ δαιδάλειου λαβυρίνθου, ἀφοῦ πρῶτα μὲ τὸ ἐρεχθηιδικὸ παράστημα τοῦ καὶ τὶς ἐρωτικὲς ὠδές του σαγηνεύει ἐρωτικά την κρητικιὰ βασιλοπούλα. 
  Ἔτσι ὁ ἔρωτας τῆς Ἀριάδνης γιὰ τὸν ἥρωα Θησέα συνδέεται μὲ τὶς ἐρωτικὲς ὠδὲς τῶν Ἀθηνῶν, τὶς συνταυτιζόμενες μὲ τὴν ὀρφικὴ ὑμνωδικὴ φράση «εὐπάλαμος ἔρως», συναινόντας στὴν ἐξήγηση ποὺ θέλει νὰ προέρχεται ἐκ τῆς δεξιοτεχνίας τοῦ λυρικοῦ ὑμνωδοῦ Εὐπαλάμου. 
  Ἡ τοιαύτη ἐτυμολόγηση συμφωνεῖ μὲ τὶς συνώνυμες λέξεις: ἐπιδέξιος, ἱκανός, ἐπιτήδειος, πολυμήχανος, ἐπινοητικός, ἐφευρετικός. Αὐτό, ὅμως, χρειάζεται γιὰ νὰ προκληθεῖ ὁ θεὸς Ἔρως καὶ νὰ ἀνταποκριθεῖ ἄμεσα τὸ ἐνδιαφερόμενο πρόσωπο. 
  Ἔπειτα, ἀπὸ τὴν νίκη ἐπὶ τοῦ μινωταυρικοῦ θηρίου, ὁ Θησέας, ἱκανοποιημένος, φεύγει μὲ τοὺς 14 ἡμιθέους διασωθέντες Ἀθηναίους, νέους καὶ κόρες, γιὰ τὴν Δῆλο γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν θεὸ τοῦ φωτός, Ἥλιο - Ἀπόλλωνα. Παρὰ τῷ πλευρόν του βρίσκεται συνέχεια ἡ ἐρωτοχτυπημένη Ἀριάδνη. 
  Εὑρισκόμενος ἐκεῖ, στὸν ἱερὸ χῶρο τῆς Δήλου, συνθέτει χορικὸ ἆσμα μὲ χορογραφία ποὺ ἐκτελεῖται κυκλικὰ γύρω ἀπὸ τὸ βωμὸ τοῦ Θεοῦ. Πρῶτος ἐκεῖνος μὲ τὴν κιθάρα ἢ τὴν λύρα του καὶ ἀκολούθως ἡ Ἀριάδνη, ἐνῷ πίσω ἀκολουθοῦν οἱ ὑπόλοιποι διασωθέντες ἀπὸ τοῦ μινωταύρου παῖδες καὶ κόρες ἐξ Ἀθηνῶν! 

Ἀναπαράσταση τῆς ἱστορικῆς 
μονομαχίας δύο βασιλέων 
μὲ καλλιτεχνικὴ ὑπόσταση. 
Ὁ Ἐρεχθέας κιθαρωδὸς(δεξιά μὲ τὰ γένια) 
καὶ ὁ Εὔμολπος ἀοιδός(αριστερά). 
Οἱ βασιλεῖς, τότε, ἔπρεπε νὰ ἔχουν 
μουσικὴ παιδεία. Ἡ μουσικότητα
 θεωροῦνταν ἐπιστήμη. 
ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ 

  Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ὑμνωδικὴ γενιά των Ἐρεχθειδῶν, μὲ πρωτοστάτη τον Ἐρεχθέα, ἔδρασε ἐπὶ τοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου γιὰ πολλὰ χρόνια χαρακτηρίζοντας μιὰ χρυσῆ ἐποχὴ τῆς προϊστορικῆς μουσικῆς μνήμης. 
   Ἡ κληρονομικὴ συνέχεια ἴσως νὰ χάθηκε ἀπὸ τὸν βασιλικὸ οἶκο τῶν Ἀθηνῶν, μετὰ τὸν Θησέα, ὡστόσο, εἶναι πιθανόν, τὸ μουσικὸ γονίδιο νὰ ἄφησε ἀνεξίτηλα τὰ ἴχνη τοῦ εἰς τὶς ἐπερχόμενες γενιές, ὅπως τοῦ προομηρικοῦ μεγάλου Ἀθηναίου κιθαρωδοῦ Πάμφου ποὺ δὲν ἀνῆκε, ὡστόσο, σὲ βασιλικὴ γενιά. 
  Ἔτσι, λοιπόν, ἡ μουσικὴ τέχνη καὶ ἡ ἑρμηνεία της, λίγο πρὶν νὰ ἔρθει ὁ μυκηναϊκὸς κόσμος φεύγει λίγο - λίγο ἀπ' τὰ χέρια τῶν Ἑλλήνων βασιλέων τῶν πόλεων κρατῶν, ὅπερ καὶ ἐπέρχεται διακοπὴ τῆς βασιλικῆς κληρονομικότητας καὶ υἱοθετεῖτε πλέον ἡ καλλιτεχνικότητα ἀπὸ τὰ χαμηλότερα κοινωνικὰ στρώματα ποὺ ἔχουν τὴν βάση τους στὸν λαό. 
 Ὡστόσο, ἡ ἱερότητα αὐτῆς τῆς νέας συντεχνείας ἀοιδῶν τῆς ἐποχῆς τοῦ μυκηναϊκοῦ κόσμου, ποὺ διαβιοῦσε στὶς αὐλὲς τῶν ἀρχόντων, διατηρήθηκε καὶ τὸ εὐγενὲς ἀκροατήριον σέβονταν ἀπόλυτα τὴν παρουσία τους καὶ τοὺς παρακολουθοῦσε σιωπηρὸ (δὲς περὶ Δημόδοκου καὶ Φήμιου στὰ ἔπη τοῦ Ὁμήρου). 
 Ἐν τέλει, εἶναι πιθανὸν ἡ μουσικὴ κληρονομιὰ τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀθηνῶν νὰ μετέβει εἰς στὸν Ἱππόλυτο, ποὺ ναὶ μὲν ἔλαβε ἄριστη ἐκπαίδευση, ὅμως, δυστυχῶς, βρέθηκε πρόωρα ἀντιμέτωπος μὲ τὴν κακιά του μοῖρα μὴ δυνάμενος νὰ προβάλλει τὰ καλὰ στοιχεῖα της ἀριστείας του. 
   Οἱ ὑπόλοιποι γιοὶ τοῦ Θησέα, ὁ Ἀκάμας, ὁ Δημοφὼν καὶ ὁ Μελάνιππος (παραταύτα οὗτος δὲν ἔζησε εἰς τὴν Ἀθήνα) ἴσως νὰ ἔκαναν κάτι ἁπλούστερο, νὰ μετέφεραν τὸ μουσικὸ γονίδιο τῶν Ἐρεχθειδῶν στοὺς πολῖτες τῶν Ἀθηνῶν, ὡς γενάρχες, κληροδοτῶντας ἔτσι, γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὴν μουσικὴ τέχνη τῶν Εὐπαλάμων ὕμνων... 
    Συνελλόντι εἰπεῖν, ὁ κύκλος τῶν μουσικῶν - κιθαρωδὼν τῆς βασιλικῆς οἰκογένειας τοῦ Ἐρεχθέως, ἔκλεισε μὲ τὴν παρουσία τοῦ τελευταίου ἐνδόξου βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν καὶ προφητάνακτα Θησέα ἀφήνοντας ξοπίσω του μόνο τὶς μνῆμες τῶν μεγάλων ὑμνωδικῶν στιγμῶν, ἀνεξίτηλες σὲ κάθε γωνιὰ καὶ κάθε ἱερὸ μνημεῖο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν.     Δυστυχῶς, δὲν εὐρέθει κάποια μουσικὴ γραφὴ ἤτοι σημειογραφία, οὕτως ὥστε νὰ ἔχουμε μιὰ ἀκουστικὴ ἀντίληψη γιὰ τὴν μελωδική τους ἀξία! 

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1Πρόκειται γιὰ τὸν πατέρα τοῦ Ὀρφέα τοῦ γνωστοῦ κιθαρωδοῦ καὶ ὑμνολόγου - θεολόγου τῆς Θράκης. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Νόννου Διονυσιακά 
-Ἀριστοφάνης Ἱππεῖς 
-Ὀρφικοὶ ὕμνοι 
-Ὁμήρου Ἰλιάς 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου