Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2017


ЭIЄ
 
Η ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΤΟΥ ΑΧΙΛΛΕΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΒΡΙΣΗΙΔΑ 
(Μιὰ προχριστιανικὴ ὁμολογία τῆς ἀγάπης τοῦ ἀνδρὸς πρὸς τὴν γυναῖκα) 
Γράφει ὁ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

   Εἰς τὴν προϊστορικὴ ἐποχήν, ὅπου οἱ λαοὶ τῆς γῆς ἀνέπτυσσαν τὰ κοινωνικά τους δομικὰ στοιχεῖα, ἡ ἐκδήλωση τῆς ἀγάπης του ἄρρεν πρὸς τὸ θῆλυ, τότε, ἦταν ἄδηλη, ἴσως καὶ ἀνυπόστατη. 
 Ἐν τούτοις, στὸν Ἑλλαδικὸ χῶρο, ἄνθισε ἀπὸ νωρὶς τὸ βαθὺ ἐρωτικὸ στοιχεῖο. Ἀπὸ τὰ πρώιμα κιόλας χρόνια τοῦ πολιτισμοῦ οἱ σπαραξικάρδιοι ἔρωτες, ὅπως τοῦ Θησέα μὲ τὴν Ἀριάδνη, τοῦ Ὀρφέα μὲ τὴν Εὐρυδίκη, τοῦ Περσέα μὲ τὴν Ἀνδρομέδα, Ἀχιλλέα μὲ τὴν Βρισηίδα, τοῦ Ὀδυσσέα μὲ τὴν Πηνελόπη  καὶ τοῦ Λέανδρου μὲ τὴν Ἡρώ, ἔθεσαν τὶς θεωρητικὲς βάσεις τῆς παγκόσμιας ἐρωτικῆς - ρομαντικῆς ἀνθολογίας. 
 Συμφώνως μὲ τὴν διδασκαλία, ὅπου μας παρεδόθει ἀπὸ τῶν παλαιότατων ἐπικῶν ἀοιδῶν, ἡ φυσιολογικὴ σχέση τοῦ ἄνδρα μὲ τὴν γυναῖκα εἶναι ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ νὰ γίνει ἐκτὸς ἀπὸ καρδιακὴ καὶ σαρκική, ὅταν δὲν ὑφίστανται ἐξ αἵματος συγγένεια. Μόνο τότε, δύναται ἡ συνένωση τοῦ ζεύγους καὶ γίγνεται πιὸ δυνατὴ κι ἡ ἀγάπη πιὸ μεγάλη. 
Λαμπρὸν παράδειγμα, ὁ Ἀχιλλεύς, ὁ μέγιστος ἥρωας τοῦ τρωικοῦ πολέμου ποὺ κατέκτησε μὲ τὸ δόρυ του την Βρισηίδα ἀφοῦ ἐκεῖνος πρῶτα κατακτήθηκε ἀπὸ τὰ πανώρια κάλλη της. 
ΕΥΕΙΔΗΣ ΑΧΙΛΛΕΥΣ ΜΕ ΟΚΤΑΚΤΙΝΑ ΑΣΤΕΡΙΑ
ΤΟΥ ΑΣΤΡΟΥ ΣΕΙΡΙΟΥ ΣΤΙΣ ΕΠΩΜΙΔΕΣ ΤΟΥ
(ΕΡΥΘΡΟΜΟΡΦΟΣ ΑΜΦΟΡΕΑΣ 450 π.Χ. 
ΡΩΜΗ ΜΟΥΣΕΙΟ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ)
  
 Παρ' ὅτι, ἡ Βρισηίς, ἦταν αἰχμάλωτη τοῦ πιὸ ἀτρόμητου πολεμιστῆ, δὲν ζημιώθηκε ἡ ὑπόσταση της. Δὲν τὴν εἶδε ἐκεῖνος ὡς σκλάβα, ἀλλά, ὡς ἴση πρὸς ἴσο. Ὁ ἔρωτας μὲ τὴν πρώτη ματιά του γλύκανε τὴν πολεμική του καρδιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασε νὰ τῆς ὑποσχεθεῖ ὅτι θὰ τὴν καταστοῦσε σύντροφο τῆς ζωῆς του γιὰ νὰ μοιράζεται μαζί της, κάθε νύχτα, τὴν ἴδια κλίνη. Αὐτά μας περιγράφει ὁ ἐπικὸς ἡμῶν ποιητής, Ὅμηρος, τοποθετῶντας καὶ τὸν συγγενῆ τοῦ Πάτροκλο ὡς ἐγγυητῆ τῆς ἱερᾶς αὐτῆς ὑποσχέσεις τοῦ γάμου! 
 Συνάμα, ὁ Ἀχιλλεύς, τιθασεύοντας τὸν ἐγωισμό του, τόλμησε νὰ παραδεχθεῖ δημοσίως τὴν ἀγάπη ποὺ αἰσθάνθηκε γιὰ τὴν κόρη τοῦ ἱερέα Βρίση
Τὰ ἐν λόγῳ, διατυπώθηκαν ἀπὸ τοῦ Ὁμήρου, τοῦ σώφρωνος διδάσκαλου τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων τοῦ ἀπαγγελόμενου νουθεσιῶν περὶ τοῦ συζυγικοῦ βίου. Ἰδοὺ καὶ τὰ λεχθέντα του: 
ἐπεὶ ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων
τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται, ὡς καὶ ἐγὼ τὴν ἐκ θυμοῦ φίλεον δουρικτητήν περ ἐοῦσαν.
(ραψωδία Ι, στίχ. 341-343) 
μετάφραση: 
[ὅποιος ἄνδρας εἶναι καλὸς καὶ γνωστικός 
ἀγαπάει καὶ νοιάζεται τὴ δική του (γυναῖκα) ὅπως κι ἐγὼ τὴν ἀγαποῦσα μέσα ἀπὸ τὴν ψυχή μου, παρ' ὅλο ποὺ τὴν κατέκτησα μὲ τὸ κοντάρι μου (ὑπονοῶντας ὅτι δὲν κέρδισε μὲ τὸ φυσιολογικὸ τρόπο τῆς φιλικῆς γνωριμίας ἢ τοῦ συνοικεσίου)]. 

  Ἡ διδαχὴ τοῦ Ἀχιλλέως, ἄγνωστη σὲ πολλοὺς σήμερα, ἐφώτισε γενεὲς ἀνδρῶν, κατὰ τοὺς μεταγενέστερους αἰῶνες. Ἦταν οἱ γενιὲς ἐκείνων τῶν ἀνδρείων ἀνδρῶν ποὺ παρήγαγαν τὸ θαῦμα τοῦ κλασσικοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῶν δημοκρατικῶν ἀξιῶν στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ στὴν ὑπόλοιπη Ἑλλάδα. 
 Στὴν ἰοστεφανωμένη Ἀθήνα, τὰ ὁμηρικὰ ἔπη, ὑπήρξη ἡ μαθησιακὴ ὕλη ὅλων τῶν ἐφήβων. Οἱ ὁμηρικοὶ στίχοι μετουσιώθηκαν σὲ πυλωρὸ τῆς ρομαντικῆς διαπαιδαγώγησης τῆς ἀθηναϊκῆς νεολαίας. 
  Τὸ μήνυμα τῆς ἀγάπης καὶ τῆς φροντίδας τοῦ συζύγου πρὸς τὴν σύζυγο δὲν εἶχε μέχρι τότε ἐκφρασθεῖ, ἀπὸ κανέναν ἄλλο λαό. Ὅλοι ἄλλοι λαοὶ ὑποτιμοῦσαν τὴν γυναῖκα καὶ τὴν θεωροῦσαν ὡς τρόπαιο. 
 Προκύπτει λοιπὸν ὅτι, ἡ ρήση τοῦ Ἀχιλλέως παρομοιάζει μὲ τὴν "χριστιανικὴ" διδαχή του ἀγαπᾶτε καὶ φροντίζεται, ἕκαστος, τὶς κατὰ κόσμον συζύγους ξαναεμφανίστηκε στὴ νουθεσία τῆς πρωτοχριστιανικῆς κοινότητας ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος μετασχηματίστηκε σὲ σκεῦος ἐκλογῆς τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
 Ὡς ἔπος εἰπεῖν, στὴν πρὸς Ἐφεσίους ἐπιστολὴ ἐπισημαίνονται τὰ ἑξῆς: «καθ' ἕνας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν (κεφ. ε', 33) & οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ·» (κεφ. ε'  28).
   Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ἀγάπη τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ τὴν Βρισηίδα ἦταν τόσο μεγάλη, ὥστε, μετὰ τὴν ἄδικη ἁρπαγή της ἀπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα, ἀποσύεθηκε ἀπὸ τὰ πεδία τῶν μαχῶν ποὺ τόσο ποθοῦσε. 
  Ὁ θυμός του γιοῦ τοῦ Πηλέα ἦταν ἱκανὸς νὰ ἀνατρέψει ἀκόμα καὶ τὰ θεϊκὰ σχέδια. Τόσο πολὺ τὴν ἀγάπησε, τὴν Βρισηίδα. Ἡ ὀδύνη τοῦ ἀποχωρισμοῦ, μεταφραζόμενη σὲ θυμό, ἔσβυνε τὶς ὧρες ποὺ ὁ πληγωμένος ἥρωας ἔπαιρνε τὴν κιθάρα του καὶ τραγουδοῦσε ἡρωικὰ ἄσματα. 
 Τῆς ἄξιζε, ὅμως, ὅλη αὐτὴ ἡ ἀγάπη; Σύμφωνα μὲ τὸν Ὅμηρο ἦταν ἕνα θεῖο πλάσμα ποὺ ἔτρεφε ἁγνὰ συναισθήματα. Εἶχε ἐρωτευτεῖ καὶ ἐκείνη τὸν Ἀχιλλέα. Κάθονταν πολλὲς φορὲς μὲ τὸν Πάτροκλο, καὶ σχεδίαζαν τὸν γάμο της μὲ τὸν Ἀχιλλέα στὸ Πήλιο
 Ὁ Πάτροκλος ἦταν ὁ ἀγαπημένος ξάδερφος τοῦ Πηλεΐδη κι ὁ καλύτερος φίλος ἐκείνου κι ἐκείνης ὅμοιος μὲ συγγενῆ της. Διὰ τοῦτο ὅταν σκοτώθηκε ὁ Πάτροκλος, ἡ Βρισηίς, τὸν πένθησε σὰν ἀδερφό της. 
 Μιὰ ἑτέραν περιγραφή, γιὰ τὰ ἐξωτερικὰ χαρακτηριστικά της ἱέρειες τοῦ Ἀπόλλωνος, ἔχει διασωθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Μαλάλα, κατὰ τοὺς πρῶτος χριστιανικοὺς αἰῶνες. Τὸ κείμενο ἐνέχει τὰ ἑξῆς σχόλια: «δὲ Ἱπποδάμεια ἡ καὶ Βρισηὶς ἦν μακρή, λευκή, καλλίμασθος, εὔστολος, σύνοφρυς, εὔρινος, μεγαλόφθαλμος, κεχολλαϊσμένα ἔχουσα βλέφαρα, οὐλόθριξ, ὀπισθόκομος, φιλόγελως, οὖσα ἐνιαυτῶν καʹ. ἥντινα ἑωρακὼς ὁ Ἀχιλλεὺς ἐπόθησε· καὶ πεσὼν εἰς ἔρωτα αὐτῆς, λαβὼν ἀποκρύβει αὐτὴν ἐν τῷ ἰδίῳ παπυλεῶνι, μὴ ἀγαγὼν αὐτὴν εἰς τὸ πλῆθος τῶν Ἑλλήνων·»(Λόγος πέμπτος χρόνων Τρωικῶν, παρ. 101).

 
Ὁ θυμὸς τοῦ Ἀχιλλέα γιὰ τὴν ἁρπαγή της Βρισηίδα ἀπὸ τὸν Ἀγαμέμνονα. Ἕτοιμος νὰ τραβήξει τὸ σπαθί του καὶ νὰ τὸν ἐξόντωση ἀλλὰ τὸν σταματάει ἡ θεὰ Ἀθήνα. Στὴ μέση βρίσκεται ἡ πρωταγωνίστρια τῆς σκηνῆς. Πίνακας τοῦ Ζὰκ Λουὶ Νταβίντ 

  Κλείνοντας, ἐνδείκνυται δὲ νὰ παρατεθεῖ καὶ ἡ ὁμολογία τοῦ Δαναοῦ ἄνακτος, Ἀγαμέμνων, διὰ τὴν φυσικὴν ἐπιλογὴν τοῦ ἄνδρα νὰ σὺν κοιμᾶται μὲ τὴν γυναῖκα καὶ νὰ σμίγει ἐρωτικῶς. Τὰ λεγόμενα τοῦ Ἀτρεείδη ραψωδοῦνται ἀπὸ τὸν Ὅμηρο, στοὺς ἑξῆς στίχους: «δώσω δ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας Λεσβίδας, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλεν αὐτὸς ἐξελόμην, αἳ κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν. τὰς μέν οἱ δώσω, μετὰ δ' ἔσσεται ἣν τότ' ἀπηύρων κούρη Βρισῆος· ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι, ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν».
 Μετάφραση: [ἑπτὰ γυναῖκες θὰ τοῦ δώσω ποὺ ἐργάζονται ἐξαιρετικὰ ὅπως οἱ γυναῖκες ἀπ' τὴν Λέσβο μὲ γνωστικὸ μυαλό, αὐτὲς ποὺ ὅταν κυρίεψε τὴ Λέσβο, τὶς πῆρε ὡς λάφυρο καὶ τὶς ἔδωσε σὲ μένα, γιατί τὰ κάλλη τους ξεπερνοῦσαν κάθε ἄλλη γυναῖκα. Αὐτές του δίνω, καὶ μαζὶ μ' αὐτὲς καὶ τὴν κόρη του Βρισέα. Ἐπιπλέον μέγα ὅρκο πέρνω ὅτι ποτὲ στὴν κλίνη της ξάπλωσα μαζί της κι οὔτε ἔσμιξα μαζί της ἐρωτικῶς, ὅπως ἡ δικαιοσύνη τῶν ἀνθρώπων τὸ ὅρισε ὡς συνήθειο νὰ συνευρίσκονται ἐρωτικὰ ὁ ἄνδρας μὲ τὴν γυναῖκα]. 
 Ἐν τέλει, κατανοοῦμε ἐκ τῶν συμφραζομένων, τὴν ἰδιαίτερη ὑπόσταση τοῦ ἥρωος Ἀχιλλέως, ὅπου, ἐκτὸς ἀπὸ τέλειος πολεμιστὴς ὑπῆρξε καὶ ἀγαθὸς κατακτητὴς τῆς γυναικείας καρδιᾶς γιατί ἤξερε νὰ διακρίνει καὶ νὰ ἀγαπᾶ ὅτι ὡραῖο ἀξίζει σὲ τούτη τὴν ζωή... καὶ ἡ Βρισηίδα ἦταν τὸ... ὡραῖο!!!
ΧΑΙΡΕΤΕ



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ὁμήρου, Ἰλιάς 
-Καινὴ διαθήκη, ἐπιστολὲς Παύλου 
-Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία 


Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017



ЭIЄ
Ὁ γυναικονόμος στὴν ἀρχαία Ἀθήνα καὶ ἐν Ἑλλάδι 
Συγγράφει ὁ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 


 Οἱ γυναικονόμοιγυναικοκόσμοι εἶναι ἄγνωστοι στὸν σημερινὸ ἀναγνωστικὸ κοινὸ ὅπως ἀκόμα καὶ ἀπὸ τοὺς ἐπαΐοντες. 
  Οἱ ἐν λόγῳ νόμοι θεσπίστηκαν στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἀλλὰ καὶ σὲ ἄλλες πόλεις τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Σκοπός τους ὑπῆρξε ἡ πρόνοια τῶν γυναικείων ἠθῶν. 
  Τὰ σεπτὰ ἤθη τῆς ἑλληνίδας γυναίκας, κατὰ τὴν μακρινὴ ἀρχαιότητα, βασίζονταν στὴν σεμνότητα, τὴν εὐγένεια καὶ τὴν εὐρέπεια τῆς κοσμικῆς ἐξωτερικῆς ἐμφάνισεως της. 
  Τὴν ἐπιστασία τοῦ γυναικονόμου την ἀναλάμβανε ἕκαστος ἐκ τῶν ἐννέα ἀρχόντων τῶν Ἀθηνῶν ποὺ ἔφερε τὸν τίτλο του γυναικονόμου. 
 Ὁ γυναικονόμος ἄρχοντας εἶχε τὸ δικαίωμα νὰ συντηρεῖ τὸ καλὸ ἦθος στὴν καθημερινὴ ζωὴ τῶν γυναικῶν, κάτι τὸ ὁποῖον ταιριάζει κι ὁμοιάζει μὲ τὴν σημερινὴ μόδα ἤτοι ἀγγλιστὶ life style - τὸ ὁποῖον σήμερα ἀπὸ καλοήθη ἔχει μετατραπεῖ σὲ κακοήθη. 
  Ὁ νόμος οὗτος παρεῖχε τὸ δημοκρατικὸ δικαίωμα, στὸν τοποτηρητή, νὰ τιμωρεῖ κάθε ἀκοσμία καὶ ἀκολασία ποὺ συσχετίζονταν ἄμεσα μὲ τὴν ἀμφίεση καὶ τὴν κοινωνικὴ συμπεριφορά. 
 Ἡ γυναικονομία ὡς ἀξίωμα τοῦ γυναικονόμου εἶχε τὴν ἁρμοδιότητα, τῆς διατήρησης τῶν καλῶν τρόπων καὶ τῆς κοσμιότητας τῶν γυναικῶν. 
   Περαιτέρω λεπτομέρειες, γιὰ τὸ ἔθος του γυναικονόμου συναντᾶμε λεπτομερῶς ἐθς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία. Ἰδού, ὁρισμένα ἀποσπασμάτια, στὶς κάτωθι ἀναλυτικὲς παραγράφους: 
    Φύλαρχος δ᾽ ἐν τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν εἰπὼν ὅτι παρὰ Συρακοσίοις νόμος ἦν τὰς γυναῖκας μὴ κοσμεῖσθαι χρυσῷ μηδ᾽ ἀνθινὰφορεῖν μηδ᾽ ἐσθῆτας ἔχειν πορφυρᾶς ἐχούσας παρυφάς, ἐὰν μή τις αὐτῶν συγχωρῇ ἑταίρα εἶναι κοινή, καὶ ὅτι ἄλλος ἦν νόμος τὸν ἄνδρα μὴ καλλωπίζεσθαι μηδ᾽ ἐσθῆτι περιέργῳ χρῆσθαι καὶ διαλλαττούσῃ, ἐὰν μὴ ὁμολογῇ μοιχεύειν ἢ κίναιδος εἶναι, καὶ τὴν ἐλευθέραν μὴ ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότος, ἐὰν μὴ μοιχευθησομένην: ἐκωλύετο δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῇ μιᾶς θεραπαινίδος. (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΙΒ, 201).

    Χαιρεφῶν δέ, φησίν, ὁ παράσιτος εἰς γάμον ἄκλητος εἰσελθὼν καὶ κατακλιθεὶς ἔσχατος καὶ τῶν γυναικονόμων ἀριθμούντων τοὺς κεκλημένους καὶ κελευόντων αὐτὸν ἀποτρέχειν ὡς παρὰ τὸν νόμον ἐπὶ τοῖς τριάκοντα ἐπόντος, «Ἀριθμεῖτε δή», ἔφη, «πάλιν ἀπ´ ἐμοῦ ἀρξάμενοι»...Ὅτι δ´ ἦν ἔθος τοὺς γυναικονόμους ἐφορᾶν τὰ συμπόσια καὶ ἐξετάζειν τῶν κεκλημένων τὸν ἀριθμὸν εἰ ὁ κατὰ νόμον ἐστί, Τιμοκλῆς ἐν Φιλοδικαστῇ φησὶν οὕτως· (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, 45).

    ...ἀνοίγετ᾽ ἤδη τὰς θύρας, ἵνα πρὸς τὸ φῶς ὦμεν καταφανεῖς μᾶλλον, ἐφοδεύων ἐὰν βούληθ᾽ ὁ γυναικονόμος λαβεῖν ἀριθμόν, κατὰ τὸν νόμον τὸν καινὸν ὅπερ εἴωθε δρᾶν, τῶν ἑστιωμένων. ἔδει δὲ τοὔμπαλιν τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας. (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, παραγρ. 461).

    ...πρόσκειται δὲ τοῖς ἡμετέροις ζημιοῦσθαι τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑπὸ τῶν γυναικονόμων, ὡς ἀνάνδροις καὶ γυναικώδεσι τοῖς περὶ τὰ πένθη πάθεσι καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεχομένους. (Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι-Σόλων, 21 5:3).

    εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν, ἢ πάντων τῶν πολιτῶν πρός τινα πρᾶξιν, οἷον στρατηγὸς στρατευομένων, ἢ κατὰ μέρος, οἷον ὁ γυναικονόμος ἢ παιδονόμος· (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Βιβλίο 4ο, 1299a, 20).

    παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος, καὶ εἴ τις ἄλλος ἄρχων κύριός ἐστι τοιαύτης ἐπιμελείας, ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ᾽ οὔ (πῶς γὰρ οἷόν τε κωλύειν ἐξιέναι τὰς τῶν ἀπόρων;), οὐδ᾽ ὀλιγαρχικόν (τρυφῶσι γὰρ αἱ τῶν ὀλιγαρχούντων).  (Αριστοτέλη, Πολιτικά, βιβλίο 4, 1300a. 5).


    Ἀθηναῖες μαρμάρινες κόρες, ντυμένες μὲ εὐρέπεια, κοσμιότητα καὶ σοβαρὸ παρουσιαστικό, εὑρισκόμενες σήμερα στὸ μουσεῖο Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 


    Βιβλιογραφία 
    • Ἐτυμολογικὸ λεξικὸ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας LIDDEL & SCOTT 
    • Νεότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ 
    • Ἀθήναιος, Δειπνοσοφιστές 
    • Ἀριστοτέλης, Πολιτικά 
    • Πλουτάρχου, βίοι παράλληλοι-Σόλων 

    Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2017

                 
      
      ЭIЄ

     Ὁ Ἀθηνόδωρος καὶ τὸ φάντασμα τοῦ ἁλυσοδεμένου νεκροῦ
    (Μιὰ ἀληθινὴ ἱστορία τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας)
    Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης

        Ἀθηνόδωρος ὁ Σολεὺς ὑπῆρξε στωικὸς φιλόσοφος τοῦ 3ου αἰῶνος π.Χ. στὴν ἀρχαία Ἀθήνα. Γενέτειρα τοῦ θεωροῦνταν οἱ Σόλοι της Κιλικίας. Οἱ Σόλοι ὑπῆρξαν στὰ κλασσικὰ χρόνια ἀποικία τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων. 
     Ἡ ἱστορία μας ξεκινάει ἀπὸ κάποιο ἰδιαίτερο χρονικὸ σημεῖο τῆς ζωῆς τοῦ φιλοσόφου, ἴσως πολὺ μετὰ τῆς ἐνηλικιώσεως του, ὅπου ἀποφάσισε μετὰ τοῦ ἀδερφοῦ του Ἄρατου νὰ μεταβεῖ εἰς τὴν Ἀθήνα γιὰ νὰ παρακολουθήσει τὴν φιλοσοφικὴ διδασκαλία τοῦ Ζήνωνα τοῦ Κιτιέως
     Ὁ Ζήνων, ἐκεῖνο τὸν καιρό, εἶχε δημιουργήσει εἰς τὴν πόλη τῆς σοφίας ἕνα νέο ρεῦμα διδασκαλίας ἀναγόμενο στὴ σφαῖρα τῆς στωικῆς φιλοσοφίας. 
      Θεωρῶντας τὴν Ἀθήνα ὡς δεύτερη τοῦ πατρίδα, καὶ γόνος παλαιοτάτων Ἀθηναίων ἀποικιστὼν καὶ ἱδρυτῶν τῆς πόλεως τῶν Σόλων, δὲν δυσκολεύτηκε νὰ πάρει τὴν ἀπόφαση τῆς μόνιμης μετεγκαταστάσεως στὴν πόλη τῶν τεχνῶν, τῆς φιλοσοφίας καὶ τῶν γραμμάτων. 
      Ὅταν ἔφτασε στὸ κλεινὸν ἄστυ ἀντίκρυσε μιὰ ὡραιότατη διόροφη οἰκία κι ἀποφάσισε ἀμέσως νὰ τὴν ἀγοράσει. Παρόλες τὶς φῆμες ποὺ κυκλοφοροῦσαν ἀπὸ τοὺς τριγύρω κατοίκους, γιὰ ὁρισμένα παραφυσικὰ φαινόμενα ποὺ συνέβαιναν στὸ ἐσωτερικὸ τοῦ σπιτιοῦ, ὁ Ἀθηνόδωρος ἀδιαφόρησε κι ἐπίσπευσε τὴν ἀγορά του. 
      Ἡ ἐγκατάσταση τοῦ πραγματοποιήθηκε ταχέως χωρὶς οὐδεμία καθυστέρηση.  Ὡστόσο, οἱ περίοικοι συνέχιζαν νὰ ὁμιλοῦν μὲ φόβο γι' αὐτὸ τὸ σπίτι, ὑποστηρίζοντας ὅτι, κατὰ τὴν διάρκεια τῆς νυκτὸς ἐμφανίζονταν ἕνα ἀλόκοτο φάντασμα. Αὐτὸς ἦταν κι ὁ λόγος ποὺ κανεὶς ἄλλος δὲν ἤθελε νὰ τὸ κατοικήσει. 
     Τὴν πρώτη νύκτα τῆς διαμονῆς του, ὁ Ἀθηνοδῶρος, καθὼς ἔγραφε καθήμενος κι ἀτάραχος τὰ πονήματα του, ἄκουσε ἕνα τρομακτικὸ θόρυβο παραγόμενο ἀπὸ βαριὲς συρόμενα σιδερικά. Σὺν τῷ χρόνῳ εἶδε ἕναν γέροντα φορτωμένον μὲ ἁλυσίδες ποὺ τὸν πλησίασε. 
     Ὁ Ἀθηνόδωρος παραμένοντας ἀτάραχος συνέχισε νὰ γράφει. Ὅμως τὸ ἀλόκοτο φάντασμα τοῦ γέροντα, μ' ἕνα νεῦμα τοῦ δαχτύλου του, τὸν προέτρεπε νὰ τὸν ἀκολουθήσει. Ὁ φιλόσοφος, τότε, τοῦ ἔγνεψε νὰ τὸν περιμένει λιγάκι ἐὼς ὅτου τελειώσει τὴν ὕλη του συγγράματος. 
     Μετ' ὀλίγον, τὸ φάντασμα, τὸν πλησίασε σὲ ἀπόσταση ἀναπνοῆς καὶ κρότησε τὶς ἁλυσίδες κοντὰ στ' αὐτιά του Ἀθηνοδώρου. Διεγειρώμενος ἀπὸ τὴν ἐπιμονὴ τοῦ γέροντος, ἔλαβε τὴν λυχνία του, ὁ στωικὸς φιλόσοφος, ἀκολουθῶντας τὸν ὁδοιπορῶντας μέχρι τὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας του. 
     Κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς ἐλεύσεως τοὺς στὸ χωμάτινο χῶρο τῆς αὐλῆς, τὸ φάντασμα εἰσῆλθε κάτω ἀπὸ τὸ ὑπόστρωμα τῆς αὐλῆς, ἐξαφανιζόμενο. 
       Μὴ θορυβηθεῖς, ὁ Ἀθηνόδωρος, ἔκοψε μιὰ μικρὴ ποσότητα, ὅσο τῆς παλάμης του, ἀπ' τὴν χλωρίδα τῆς τοποθεσίας ἐκείνης, γιὰ νὰ σημαδέψει τὴν περιοχὴ κι ἐπέστρεψε στὸ δῶμα του. 
       Ἐφόσον ξημέρωσε ἡ ἐπερχόμενη ἡμέρα, ὁ Ἀθηνόδωρος φρόντισε νὰ συναντήσει τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν καὶ νὰ τοὺς διηγηθεῖ καταλεπτῶς τὰ νυχτερινὰ συμβάντα. 
      Ἐκεῖνοι ἐπιλαμβανόμενοι τῶν γεγονότων ἔσπευσαν στὴν αὐλὴ τῆς οἰκίας καὶ ἔσκαψαν στὸ σημεῖο ὑπόδειξης τοῦ Ἀθηνοδώρου. 
      Μετὰ ἀπὸ λίγα λεπτὰ ἐκ τῆς ἀνασκαφῇς ἐφανερώθηκαν τὰ ὀστᾶ ἑνὸς νεκροῦ ἡλικιωμένου ἀνδρὸς περιδεδεμένα ἀπὸ βαριὲς ἁλυσίδες. Φαίνεται ὅτι,  ὁ νεκρὸς δολοφονήθηκε βασανιζόμενος ἀδίκως καὶ ὑπὸ ἀντίξοες συνθῆκες βαλμένος κάτω ἀπ' τὸ χῶμα. Τὸ πνεῦμα του περιπλανόνταν στὸ χῶρο αὐτὸ μέχρι νὰ βρεθοῦν τὰ ὀστᾶ καὶ κηδευθοῦν μὲ τὰ τοπικὰ ἐθιμοτυπικὰ δρώμενα. 
      Ἀφ' ὅτου, λοιπόν, ἔγινε τὸ τελετουργικὸ τῆς παραδοσιακῆς - θρησκευτικῆς τελετῆς ἐνταφιασμοῦ κι ἀπεδόθηκαν οἱ τιμὲς στὸν νεκρόν, ἔκτοτε, ἡ οἰκία αὐτὴ παρέμεινε ἐς ἀεὶ ἥσυχος καὶ ἀνενόχλητος. 
                                   


    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
    •Πλίνιος ὁ νεότερος, Ἐπιστολὲς Γουσταύου •Παζίνη, Μέγας προφητικὸς ὀνειροκρίτης,εκδ. Ἀνατολή, Ἀθῆναι 

    Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2017

                                                            
     
    ЭIЄ
      ΘΗΣΕΥΣ Ο ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΕΣΙΩΝΗΣ
           (Ἑλληνορωμαϊκὲς καλένδαι )
          Ἔρευνα & συγγραφὴ ὁ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 
     
      Εἰς τὴν σύγχρονη νεοελληνικὴ μουσικὴ παράδοση ἐπιβιώνει ἕνα πολυδιάστατο ἀειθαλὲς ἐτήσιο δρώμενο, παρόμοιο καὶ συγγενὲς μὲ τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς, τῶν Θεοφανίων καὶ τοῦ Λαζάρου. Οι σύγχρονες λαογραφικὲς μελέτες ὁδηγήθηκαν μὲ σιγουριὰ στὸ συμπέρασμα τῆς κοινῆς ρίζας τῶν καλάντων μὲ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνορωμαϊκὲς καλένδες.  
     Ὁρισμένοι ἐμβριθεῖς μελετητὲς προσέδωσαν μία πιὸ οὐσιώδη διάσταση τοῦ σύγχρονου ἔθους τῶν καλάντων, ἀναγάγωντας τὶς ἀπαρχὲς τῶν δρωμένων στὴν ἐτήσια τέλεση τῆς εἰρεσιώνης τῶν ἀρχαϊκῶν ἤτοι καὶ ἐποχῆς Θησέως χρόνων, μολονότι, ἡ ἀρχαία εἰρεσιώνη ἦταν ἕνα ἐνιαύσιο δραματοποιημένο ἔθιμο τῶν Ἑλλήνων μὲ πανάρχαιες καταβολές. 
     Πρωτοπόρος ὅλων, ὁ συγγραφεὺς καὶ ἱερέας τῶν Δελφῶν Πλούταρχος, ὑποστήριξε ἱστορικῶς τὴν δημιουργία τῆς εἰρεσιώνης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θησέα, βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν. Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ τὰ γραφόμενα του: «θάψας δὲ τὸν πατέρα, τῷ Ἀπόλλωνι τὴν εὐχὴν ἀπεδίδου τῇ ἑβδόμῃ τοῦ Πυανεψιῶνος μηνὸς ἱσταμένου· ταύτῃ γὰρ ἀνέβησαν εἰς ἄστυ σωθέντες. ἡ μὲν οὖν ἕψησις τῶν ὀσπρίων λέγεται γίνεσθαι διὰ τὸ σωθέντας αὐτοὺς εἰς ταὐτὸ συμμῖξαι τὰ περιόντα τῶν σιτίων καὶ μίαν χύτραν κοινὴν ἑψήσαντας συνεστιαθῆναι καὶ συγκαταφαγεῖν ἀλλήλοις. τὴν δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν, παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες·
    εἰρεσιώνη σῦκα φέρει καὶ πίονας ἄρτους
    καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀποψήσασθαι
    καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.
    καίτοι ταῦτά τινες ἐπὶ τοῖς Ἡρακλείδαις γίνεσθαι λέγουσιν, οὕτως διατρεφομένοις ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων· οἱ δὲ πλείονες ὡς προείρηται.
    » 
    (Βίοι Παράλληλοι, Θησεὺς 22).
    Ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ δημιουργοῦ τῆς εἰρεσιώνης Λυρωδοῦ Θησέα ἀντίκρι τῆς Ἀριάδνης ἄδοντας κάποιο ἐρωτικὸ ἆσμα - ὕμνο ἀποδεικνύοντας ὅτι, ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀθηνῶν εἶχε μουσικὸ γονίδιο ἀπὸ τὴν γενιὰ τῶν Ἐρεχθειδῶν. Ἡ ἀπεικόνιση προέρχεται ἀπὸ ἀττικὸ μελανόμορφο αγγείο του 5ου αἰῶνα π.Χ. ποὺ βρίσκεται στὸ Βρετανικὸ μουσεῖο. 

     Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου ὁ ἐμπνευστὴς τῆς Ειρεσιώνης ήταν ὁ Θησέας. Ὁ Θησεύς εκτός ἀπὸ τὶς ἡρωικές του ἱκανότητες διέθετε καὶ καλλιτεχνικὸ τάλαντο, ἐξασκοῦσε τὴν λυρωδική - κιθαρωδικὴ τέχνη  τὴν διδαχθεῖσα ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος, καθότι, ὁ μουσηγέτης παρέδωσε τὴν τέχνη τοῦ κιθαρωδεὶν στούς Ίωνες απογόνους του, τοὺς διαβιώσαντες  στὴν Ἀττικὴ γῆ. Αὐτοὶ ἑνώθησαν μὲ τοὺς γηγενεῖς δημιουργῶντας τὶς πρῶτες τέσσερις φυλὲς τῶν Ἀθηνῶν.  
      Ἀργότερα ἐρχόμενος, ὁ Θησέας, εἰς τὸν θρόνο τῆς πόλεως, ἀναίρεσε τὶς τοπικὲς ἐξουσίες τῶν πέριξ πολισμάτων ἐγκαθιδρύοντας μὶα πόλη ὑπὸ μίαν ἀρχὴν ὅπου καὶ εἰς τὸν πληθυντικὸ ἡ φερωνυμία "αἱ Ἀθῆναι" .  
     Παράλληλα, στοὺς χρόνους τῆς βασιλίας του, διάρκειας ἄνω τῶν τριάντα χρόνων, θέσπισε νόμους καὶ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. 

    Ἀπὸ μαρμάρινο ἀνάγλυφο, ἕνας μικρὸς Ἀθηναῖος φέρει στὸν ὦμο του τὴν εἰρεσιώνη περιφερόμενος από σπίτι σὲ σπίτι στοὺς δρόμους τῆς πόλης τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν τελῶντας τὸ ἔθιμο. Δίπλα του κάποιος νοικοκύρης του προσφέρει φιλοδώρημα
     Ὁ Θησέας θέσπισε κάθε ἑβδόμη Πυανεψίωνος νὰ ἀποδίδεται ἡ εὐχὴ πρὸς τὸν Ἥλιο Ἀπόλλωνα, ἐτησίως, ὑπὲρ τῆς μνήμης τοῦ πατέρα του Αιγέα, κι ἀφοῦ ἔψηνε ὄσπρια τελοῦσε τὴν Εἰρεσιώνη.  
    Ἔπειτα, ψάλλοντας αὐτοπροσῶπος, εὐχετήριον ἆσμα ἐν τοῖς ὁδοῖς, περιφέρονταν κρατῶντας κλαδὶ ἐλιᾶς τυλιγμένο μὲ ἀρνήσιο μαλλὶ (λένε πὼς τὸ σχῆμα του ἔμοιαζε μὲ χριστουγεννιάτικο δένδρο). Τὸ τραγούδι τῆς εἰρεσιώνης ἦταν εὐφορικό, ὅπως καὶ τὰ σημερινὰ κάλαντα, ποὺ τοὺς ἀποδίδονται θρησκευτικὲς κι ἀποτροπαϊκὲς δοξασίες. 
     Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἐθίμου ἐντοπίζεται στὴν πανάρχαια πόλη τῶν Ἀθηνῶν, τὴν κοιτίδα ὅλων τῶν τεχνῶν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατίας. Τὸ ἔθος τοῦτο βασίζονταν στὴν λεγόμενη ἱκετηρία, ὅπου, ὁμοθυμαδὸν ἱκέτευαν οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀποτροπὴ πάσας νόσου, τινὸς κακοῦ καὶ θεομηνίας. 
    ΥΓ: Στὴν προσπάθεια ἀναβίωσης του ἀρχαίου λυρωδικοῦ μέλους τῶν ἀρχαίων ἀθηναϊκῶν καλενδῶν ποὺ μεταγγίσθηκαν εἰς τὸ πανελληνίο μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων παρουσιάζω μιὰ διασκευὴ τῶν παραδοσιακῶν καλάντων τῆς πρωτοχρονιᾶς μὲ συνοδεία τῆς ἐφτάχορδης λύρας τοῦ Ἀπόλλωνος:
                                    
                               https://youtu.be/t-Xrvz7Y6fE


                             
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
    -Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι - Θησεὺς