ЭIЄ
Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΕΡΕΥΣ ΚΑΙ ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ (ΚΑΝΤΩΡ)
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Τὸ λεξικὸ Σουΐδα ἢ Σούδα, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ ποὺ διασώζεται στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἡ συγγραφή του συντελέστηκε στὸ Βυζάντιο κατὰ τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα.
Σήμερα, ὅλα τὰ πανεπιστήμια ἀνὰ τὸν κόσμο, θεωροῦν τὸ λεξικὸ Σουΐδα, τὴν πιὸ ἔγκυρη καὶ ἀληθοφανεῖς ἱστορικὴ καὶ φιλολογικὴ πηγή. Τὰ στοιχεῖα, ποὺ θὰ παρατεθοῦν σὲ τοῦτο δῶ τὸ μικρὸ κεφάλαιο, προέρχονται ἀπὸ τὸ λῆμμα «Ἰησοῦς Χριστός», τοῦ προαναφερθέντος λεξικοῦ.
Ἐν τάχει, σημειώνουμε ὅ,τι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ, πρὶν νὰ ἀρχίσει νὰ κηρύττει, κλήθηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή, γιὰ νὰ ἀναλάβει ἱερατικὰ καθήκοντα, στὴν θέση ἑνὸς ἐκλιπόντος ἱερέως ἐκ τῶν εἴκοσι καὶ δύο κληρωτῶν τῆς συναγωγῆς.
Ἐπειδή, ὁ εὐσεβεῖς πατριὸς τοῦ Ἰησοῦ ὁ Ἰωσήφ, εἶχε πεθάνει, ἐξέλεξαν ἐκεῖνο γιὰ ἱερέα. Ὅλος ὁ λαός της Γαλιλαίας, θεωροῦσε τὸν Ἰησοῦ, τὸν πιὸ ἐνάρετο πολίτη. Κάλεσαν λοιπὸν τὴν μητέρα του Μαρία – Παναγία, γιὰ νὰ καταθέσει τὴν πατρότητα του.
Ὅταν ἡ Θεομήτωρ, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἰουδαίους τῆς Συναγωγῆς, ἐρωτώμενη ἂν εἶναι γιός της ὁ «ἐνάρετος» Ἰησοῦς, τότε ἀπάντησε καταφατικά ὅ,τι τὸν γέννησε ἐκείνη ἔχοντας ὡς μάρτυρες τὶς γυναῖκες ποὺ τὴν ξεγέννησαν. Ὅσο γιὰ τὴν πατρότητα τοῦ παιδιοῦ, μαρτύρησε πὼς ὁ υἱός της δὲν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς πατέρα.
Στὴν Γαλιλαία, συνέχισε νὰ λέει ἡ Παναγία, ἐνῷ διαβιοῦσα Παρθένος, Ἄγγελος Κυρίου ἦλθε στὴν οἰκεία μου καὶ μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι, ἔξ Ἁγίου Πνεύματος θὰ τοκίσω υἱό, τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ὀνομάσω Ἰησοῦ.
Παρθένος καθὼς ἤμουν, παρθένος παρέμεινα καὶ μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ἔκπληκτοι, οἱ ἀρχιερεῖς κάλεσαν τὶς ἐξειδικευμένες μαῖες γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσουν, ὅπου καὶ διαπιστώθηκε ἡ παρθενία τῆς Μαρίας Θεοτόκου.
Οἱ γραμματεῖς, ἔπειτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, τὴν διαβεβαίωσαν γιὰ τὴν καταγραφὴ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἷς τον κώδικα τῆς συναγωγῆς, περὶ τῆς Θεϊκῆς καταγωγῆς τοῦ Ἰησοῦ: «...κοινὴ ψῆφο πάντων ἡμῶν ἱερεὺς Ἰησοῦς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ Μαρίας τῆς παρθένου» (Λεξικὸ Σουΐδα, λῆμμα Ἰησοῦς Χριστός).
Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἰησοῦς, στὰ κηρύγματα του, κατηγοροῦσε τοὺς ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ὡς τυφλοὺς ὁδηγοὺς τοῦ ποιμνίου τους, ἀφοῦ γνώριζαν κατὰ γράμμα πὼς ἦταν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ.
Μάλιστα, ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν σκληροκαρδία τους, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν σταύρωσαν ἰσχυριζόμενοι τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἔσυρε ποινὴ θανάτου σὲ ὅποιον ἰσχυρίζονταν ὅτι ἦταν υἱὸς Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἴδιοι μετὰ ἀποδείξεως κατέγραψαν τὴν ἀληθεῖς μαρτυρία περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κώδικα τους. Ὁ συγκεκριμένος κώδικας, διασώζονταν μέχρι καὶ τὴν ἐποχή του Ἰουστινιανοῦ στὴν Παλαιστίνη.
Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως δὲν γνώριζε γιὰ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ κώδικα, γιατί ἂν μάθαινε γιὰ τὴν δολιότητα τῶν Ἑβραίων – Ἰουδαίων, θὰ τοὺς ἀφάνιζε ἀπὸ προσώπου γῆς.
Διὰ μέσου, λοιπὸν τοῦ Βυζαντινοῦ Λεξικοῦ του Σουΐδα, ἐνημερωνόμαστε γιὰ τὴν "ἄγνωστο" ἀνάληψη ἱερατικῶν καθηκόντων τοῦ Ἰησοῦ, στὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή.
Ἀμφότερα, λοιπόν, ἀποκαλύπτεται κι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο, ὁ Ἰησοῦς, δίδασκε στὶς ἐπιχώριες συναγωγές. Ἐπὶ τούτου ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Δ΄ 18 -21), σ’ ἕνα ἐδάφιο τοῦ εὐαγγελίου, περιγράφει τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος τῆς συναγωγῆς στὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας.
Ἐκεῖ, γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Θεάνθρωπος ἱερέας Χριστός, ἀνεβαίνει στὸ βῆμα, καὶ ἀπαγγέλει ὡς "ὁμηρικὸς κῆρυξ" τὴν πλέον ἐκπληρωμένη προφητεία του Ἠσαΐα. Ἡ προφητεία αὐτὴ ὁμιλοῦσε γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία. Δηλαδή, ἀνήγγειλε τὴν δική του ἔλευση στὸν πλανήτη γῆ διὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωτήριου ἔργου του ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητας.
Ἐν τούτοις, λόγῳ τὸ ὅτι, μεγάλο μέρος τῶν Ἑβραίων, ἦσαν ἑλληνίζοντες, δηλ. ὁμιλητὲς καὶ σπουδαστές τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Π. Διαθήκης θὰ πρέπει νὰ ἀποδίδονταν, ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση των ἑβδομήκοντα τῆς ἐποχῆς του Πτολεμαίου. Ἔτσι, ὁ Ἰησοῦς, ἀνερχόμενος εἰς τὸ βῆμα, διάβασε στὰ ἑλληνικὰ τὴν προφητεία του Ἠσαΐα!
Παράλληλα, ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Larousse Britannica, μαθαίνουμε γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀρχαίου εἴδους μουσικοῦ τεχνίτη τοῦ ἐπιλεγόμενου «κάντορα» ἤτοι καὶ τραγουδιστῆ, μέσα στὶς λειτουργικὲς συνήθειες τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς.
Ὁ κάντορας, στὴν ἰουδαϊκὴ γλῶσσα, ὀνομάζονταν Ἀζάν (hazzan). Ὁ Ἀζάν, ἤτοι καὶ χοροδιδάσκαλος εἰς τὴν ἀρχαῖα ἑλληνικήν - ὅπως οἱ τραγωδοὶ Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς καὶ Εὐριπίδης - ἀναλάμβανε τὴν μουσικὴ ἀπόδοση τῶν ὕμνων τῆς συναγωγῆς.
Παράλληλα ἡ ἔννοια τοῦ ραββὶ ποὺ συναντᾶμε συχνὰ στὰ εὐαγγέλια, προέρχεται ἀπὸ παραφθορὰ τῆς λέξεως ράβδος. Τὴν ἀρχιερατικὴ ράβδο τὴν βαστοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ τὴν εἶχαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι ραψωδοί, ἱερεῖς τῶν μουσῶν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα.
Συνάμα, ἡ λέξη Ραββί, στὴν συμβατική της ὑπόσταση, σημαίνει διδάσκαλος καὶ ὁ διδάσκαλος στὴν ἑλληνικὴ σημειώνεται καὶ ὡς μαΐστωρ, δηλαδὴ ὁ σημερινὸς μαέστρος, ποὺ ἡγεῖται τῆς χορωδίας καὶ τῆς ὀρχήστρας. Ὁ Ἀζάν, ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ρῆμα ἀσμαίω καὶ ἆσμα, ἦταν στὴν οὐσία ὁ ἀσματοποιός.
Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κι ὁ διευθυντὴς ἄσματος, ποὺ συναντᾶτε ἀκόμη καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλληνοπελασγικὴ Αἴγυπτο, στὴν αὐλὴ τῶν Φαραὼ ἀλλὰ καὶ στὰ διεσπαρμένα ἱερατεῖα.
Ὁ Ἰησοῦς, μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάθεση τῶν ἱερατικῶν του καθηκόντων, ἔλαβε καὶ τὴν εἰδικότητα τοῦ διευθυντῆ ἄσματος ἢ χοροδιδάσκαλου ἢ κάντορα ἢ Ἀζάν, γι’ αὐτὸ καὶ συχνὰ μετὰ τὸ πέρας τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν ἰάσεων, ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ μὲ τοὺς μαθητές του ἐν χορῷ.
Οἱ ὕμνοι, ποὺ ἔψαλλαν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές, ἀποδίδονταν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ δώρια κλίμακα, ἀπὸ τὸ ἔθος τῆς ἑρμηνείας τῶν ψαλμῶν, τῶν ἑλληνιζόντων Ἑβραίων τῆς συναγωγῆς (Ἡ μουσικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία της, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα, Β’ γυμνασίου, σελ. 76 -77).
Στὴν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας, οἱ χοροδιδάσκαλοι ἐμφανίστηκαν στὴν βυζαντινὴ περίοδο σὰν πρωτοψάλτες - λαμπαδάριοι ἐνῷ ἀργότερα στὸν εὐρωπαϊκὸ μεσαίωνα, ὡς ὑμνωδοὶ ἐν χορῷ οἱ ἐπονόματι κάντορες.
Οἱ κάντορες, ἦταν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς μουσικῆς τῶν καθεδρικῶν ναῶν καὶ εἶχαν τὴν ἐποπτεία τῆς χορωδίας, ὀργανώνοντας τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση τῶν ψαλμῶν καὶ τῶν ὕμνων.
Τοὺς κάντορες – χοροδιδασκάλους πρωταρχικά, τοὺς συναντᾶμε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στοὺς Δελφούς.
Ἐπίσης, χοροδιδάσκαλοι ὀνομάζονταν οἱ χορικοὶ ἢ οἱ τραγικοὶ ποιητὲς ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ Δελφικὸ μαντεῖο, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι ὁ Πλούταρχος ὁ Χαιρωνεὺς.
Στὴν ἄνωθεν εἰκόνα, τὴν εὑρισκομένη εἰς τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου στὰ Λεμόνια Σαλαμῖνος, βλέπουμε ἁγιογραφημένο τὸν ἔνθρονο Μέγα Ἀρχιερέα Χριστό.
Ὅπως μαρτυρεῖ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, τὸ ἀνώτατο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα τῆς τάξεως Μελχισεδέκ τὸ κατέχει ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς ἅπαξ καὶ διὰ παντός.
Ἐπιπλέον, εἰς τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Δευτέρας, γίνεται ἀναφορὰ περὶ τοῦ ἀκούσματος τῆς φωνῆς τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ δεδηλωμένης ὡς μακαρίας φωνῆς (δὲς «Ἰδού σοι τὸ τάλαντον...»).
Ἡ μακαρία φωνή, θεωρεῖται εἰς τὴν ὠδικὴν ἐπίπεδο μακρὰν & ὑψηλὸν καὶ κατὰ τὴν ἔκφραση - χροιὰ ἤρεμος καὶ γαλήνια.
Παράλληλα, στὴν Βυζαντινὴ ὁρολογία, συμπίπτει μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ φώνημα, ἐνῷ, κατὰ τὴν δυτικὴν φωνητικὴ ἔκφραση δηλοῦτε ὡς κομόντο (comodo).
Δεδομένου ὅτι, ἡ ὀξυφωνία ἑνὸς ἀρχιερέα ὑμνωδοῦ - χοροδιδασκάλου, συναντᾶτε καὶ στὴν ἀρχαία Αἴγυπτο, κατὰ τὴν Β' χιλιετηρίδα, εἰς τὸν ναό του Ἄμμωνος Διος, ὁ Will Durant, σημειώνει ὅτι: οἱ ἀρχιερεῖς – χοροδιδάσκαλοι τοῦ ναοῦ ὑμνωδούσαν τὸν θεό, μὲ τὸ μελωδικό τους τραγούδισμα.
Ἐπακριβῶς δὲ γράφει: «Ὁ Σνεφροῦνοφρ καὶ Ρέμερυ – Πτὰχ ἦσαν οἱ Καροῦζο τῆς ἐποχῆς των...».
Ὅπως μᾶς ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἱστορικὲς πηγὲς οἱ προαναφερθέντες δύο ὑμνωδοὶ ἦταν ἀρχιερεῖς τοῦ ἑλληνοπελασγικοῦ γένους τῆς Αἰγύπτου.
Ὅσο γιὰ τὸν ὀπερατικὸ Καροῦζο, τῆς σύγχρονης μουσικῆς ἐποποιίας, θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς δραματικὲς (dramatico) τενόρο φωνὲς τῆς ὄπερας, στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, μὲ ἕνα σπάνιο ἠχόχρωμα ποὺ διατείνονταν στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀξυφωνικῆς ἔκτασης.
Ἐπὶ τούτου, σύμφωνα μὲ τὸν Ντουράντ, ὀξύφωνοι – Τενόροι ἦταν καὶ οἱ ἀνατιθέμενοι δύο ὑμνωδοὶ ἱερεῖς του Ἄμμωνος Διός.
Ἐν κατακλεῖδι, συμπεραίνεται ὅτι ὑπῆρξε κοινὴ μουσικὴ παιδεία εἰς τὶς ἀκτὲς τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, ὅπου ἰδιαιτέρα ἀρχὴ εἶχε τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ στοιχεῖο.
Ὡς ἔπος εἰπεῖν, οἱ ἐγκατεστημένοι Ἕλληνες τῶν ἀκτογραμμῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐσώτερου χώρου διέδωσαν στοὺς ὅμορους λαοὺς τὸν τρόπο τῆς ὠδικῆς - κιθαρωδικὴς καὶ χορικὴς ἑρμηνείας. Αὐτὸν τὸν ἑλληνικὸ μελικὸ τρόπο χρησιμοποίησε καὶ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς γιὰ νὰ μελοποίηση τοὺς ὕμνους τῆς πρώτης ἐκκλησίας Του!
ΧΑΙΡΕΤΕ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Ἡ μουσικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία της, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα, Β’ γυμνασίου, σελ. 76 -77
•Λεξικὸν του Σουΐδα
•Ἡ Καινὴ Διαθήκη
•Will Durant, «Παγκόσμια ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ» (τόμος Α΄ σελ. 210)