Πέμπτη 10 Απριλίου 2025


ЭIЄ

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΙΕΡΕΥΣ ΚΑΙ ΧΟΡΟΔΙΔΑΣΚΑΛΟΣ (ΚΑΝΤΩΡ)
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

  Τὸ λεξικὸ Σουΐδα ἢ Σούδα, εἶναι τὸ ἀρχαιότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ ποὺ διασώζεται στὸν σύγχρονο κόσμο. Ἡ συγγραφή του συντελέστηκε στὸ Βυζάντιο κατὰ τὸν 9ο μ.Χ. αἰῶνα.
 Σήμερα, ὅλα τὰ πανεπιστήμια ἀνὰ τὸν κόσμο, θεωροῦν τὸ λεξικὸ Σουΐδα, τὴν πιὸ ἔγκυρη καὶ ἀληθοφανεῖς ἱστορικὴ καὶ φιλολογικὴ πηγή. Τὰ στοιχεῖα, ποὺ θὰ παρατεθοῦν σὲ τοῦτο δῶ τὸ μικρὸ κεφάλαιο, προέρχονται ἀπὸ τὸ λῆμμα «Ἰησοῦς Χριστός», τοῦ προαναφερθέντος λεξικοῦ. 


  Ἐν τάχει, σημειώνουμε ὅ,τι ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὁ υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ, πρὶν νὰ ἀρχίσει νὰ κηρύττει, κλήθηκε ἀπὸ τὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή, γιὰ νὰ ἀναλάβει ἱερατικὰ καθήκοντα, στὴν θέση ἑνὸς ἐκλιπόντος ἱερέως ἐκ τῶν εἴκοσι καὶ δύο  κληρωτῶν τῆς συναγωγῆς. 
  Ἐπειδή, ὁ εὐσεβεῖς πατριὸς τοῦ Ἰησοῦ ὁ  Ἰωσήφ, εἶχε πεθάνει, ἐξέλεξαν ἐκεῖνο γιὰ ἱερέα. Ὅλος ὁ λαός της Γαλιλαίας, θεωροῦσε τὸν Ἰησοῦ, τὸν πιὸ ἐνάρετο πολίτη. Κάλεσαν λοιπὸν τὴν μητέρα του Μαρία – Παναγία, γιὰ νὰ καταθέσει τὴν πατρότητα του. 
 Ὅταν ἡ Θεομήτωρ, παρουσιάσθηκε στοὺς Ἰουδαίους τῆς Συναγωγῆς, ἐρωτώμενη ἂν εἶναι γιός της ὁ «ἐνάρετος» Ἰησοῦς, τότε ἀπάντησε καταφατικά ὅ,τι τὸν γέννησε ἐκείνη ἔχοντας ὡς μάρτυρες τὶς γυναῖκες ποὺ τὴν ξεγέννησαν. Ὅσο γιὰ τὴν πατρότητα τοῦ παιδιοῦ, μαρτύρησε πὼς ὁ υἱός της δὲν ἔχει ἐπὶ τῆς γῆς πατέρα.
 Στὴν Γαλιλαία, συνέχισε νὰ λέει ἡ Παναγία, ἐνῷ διαβιοῦσα Παρθένος, Ἄγγελος Κυρίου ἦλθε στὴν οἰκεία μου καὶ μοῦ ἀνήγγειλε ὅτι, ἔξ Ἁγίου Πνεύματος θὰ τοκίσω υἱό, τὸν ὁποῖο θὰ πρέπει νὰ ὀνομάσω Ἰησοῦ. 
 Παρθένος καθὼς ἤμουν, παρθένος παρέμεινα καὶ μετὰ τὴν γέννηση τοῦ Ἰησοῦ. Ἔκπληκτοι, οἱ ἀρχιερεῖς κάλεσαν τὶς ἐξειδικευμένες μαῖες γιὰ νὰ τὴν ἐξετάσουν, ὅπου καὶ διαπιστώθηκε ἡ παρθενία τῆς Μαρίας Θεοτόκου. 
 Οἱ γραμματεῖς, ἔπειτα ἀπ’ ὅλα αὐτά, τὴν διαβεβαίωσαν γιὰ τὴν καταγραφὴ τῆς μαρτυρίας αὐτῆς εἷς τον κώδικα τῆς συναγωγῆς, περὶ τῆς Θεϊκῆς καταγωγῆς τοῦ Ἰησοῦ: «...κοινὴ ψῆφο πάντων ἡμῶν ἱερεὺς Ἰησοῦς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος καὶ Μαρίας τῆς παρθένου» (Λεξικὸ Σουΐδα, λῆμμα Ἰησοῦς Χριστός). 
  Γι’ αὐτὸ τὸν λόγο ὁ Ἰησοῦς, στὰ κηρύγματα του, κατηγοροῦσε τοὺς ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων ὡς τυφλοὺς ὁδηγοὺς τοῦ ποιμνίου τους, ἀφοῦ γνώριζαν κατὰ γράμμα πὼς ἦταν ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ. 
 Μάλιστα, ἀπὸ τὴν κενοδοξία καὶ τὴν σκληροκαρδία τους, οἱ Ἰουδαῖοι, τὸν σταύρωσαν ἰσχυριζόμενοι τὸν νόμο τοῦ Μωυσῆ, ποὺ ἔσυρε ποινὴ θανάτου σὲ ὅποιον ἰσχυρίζονταν ὅτι ἦταν υἱὸς Θεοῦ, ἐνῷ οἱ ἴδιοι μετὰ ἀποδείξεως κατέγραψαν τὴν ἀληθεῖς μαρτυρία περὶ τῆς γεννήσεως τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ στὸν κώδικα τους. Ὁ συγκεκριμένος κώδικας, διασώζονταν μέχρι καὶ τὴν ἐποχή του Ἰουστινιανοῦ στὴν Παλαιστίνη
  Ὁ αὐτοκράτορας ὅμως δὲν γνώριζε γιὰ τὴν ὕπαρξη αὐτοῦ τοῦ κώδικα, γιατί ἂν μάθαινε γιὰ τὴν δολιότητα τῶν Ἑβραίων – Ἰουδαίων, θὰ τοὺς ἀφάνιζε ἀπὸ προσώπου γῆς.
  Διὰ μέσου, λοιπὸν τοῦ Βυζαντινοῦ Λεξικοῦ του Σουΐδα, ἐνημερωνόμαστε γιὰ τὴν "ἄγνωστο" ἀνάληψη ἱερατικῶν καθηκόντων τοῦ Ἰησοῦ, στὴν Ἰουδαϊκὴ συναγωγή.
 Ἀμφότερα, λοιπόν, ἀποκαλύπτεται κι ὁ λόγος γιὰ τὸν ὁποῖο, ὁ Ἰησοῦς, δίδασκε στὶς ἐπιχώριες συναγωγές. Ἐπὶ τούτου ὁ εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς (Δ΄ 18 -21), σ’ ἕνα ἐδάφιο τοῦ εὐαγγελίου, περιγράφει τὴν ἄνοδο τοῦ Ἰησοῦ ἐπὶ τοῦ βήματος τῆς συναγωγῆς στὴν περιοχὴ τῆς Γαλιλαίας.
 Ἐκεῖ, γιὰ πρώτη φορὰ ὁ Θεάνθρωπος ἱερέας Χριστός, ἀνεβαίνει στὸ βῆμα, καὶ ἀπαγγέλει ὡς "ὁμηρικὸς κῆρυξ" τὴν πλέον ἐκπληρωμένη προφητεία του ἨσαΐαἩ προφητεία αὐτὴ ὁμιλοῦσε γιὰ τὴν ἔλευση τοῦ Μεσσία.   Δηλαδή, ἀνήγγειλε τὴν δική του ἔλευση στὸν πλανήτη γῆ διὰ τὴν ἐκπλήρωση τοῦ λυτρωτικοῦ καὶ σωτήριου ἔργου του ὑπὲρ τῆς ἀνθρωπότητας. 
  Ἐν τούτοις, λόγῳ τὸ ὅτι, μεγάλο μέρος τῶν Ἑβραίων, ἦσαν ἑλληνίζοντες, δηλ. ὁμιλητὲς καὶ σπουδαστές τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, τὰ ἱερὰ κείμενα τῆς Π. Διαθήκης θὰ πρέπει νὰ ἀποδίδονταν,  ἐκεῖνο τὸν καιρό, ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μετάφραση των ἑβδομήκοντα τῆς ἐποχῆς του ΠτολεμαίουἜτσι, ὁ Ἰησοῦς, ἀνερχόμενος εἰς τὸ βῆμα, διάβασε στὰ ἑλληνικὰ τὴν προφητεία του Ἠσαΐα! 
  Παράλληλα, ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Larousse Britannica, μαθαίνουμε γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς ἀρχαίου εἴδους μουσικοῦ τεχνίτη τοῦ ἐπιλεγόμενου «κάντορα» ἤτοι καὶ τραγουδιστῆ, μέσα στὶς λειτουργικὲς συνήθειες τῆς Ἰουδαϊκῆς συναγωγῆς.
 Ὁ κάντορας, στὴν ἰουδαϊκὴ γλῶσσα, ὀνομάζονταν Ἀζάν (hazzan). Ὁ ζάν, ἤτοι καὶ χοροδιδάσκαλος εἰς τὴν ἀρχαῖα ἑλληνικήν - ὅπως οἱ τραγωδοὶ Αἰσχύλος, Σοφοκλῆς καὶ Εὐριπίδης - ἀναλάμβανε τὴν μουσικὴ ἀπόδοση τῶν ὕμνων τῆς συναγωγῆς. 
 Παράλληλα ἡ ἔννοια τοῦ ραββὶ ποὺ συναντᾶμε συχνὰ στὰ εὐαγγέλια, προέρχεται ἀπὸ παραφθορὰ τῆς λέξεως ράβδος. Τὴν ἀρχιερατικὴ ράβδο τὴν βαστοῦσαν οἱ ἀρχιερεῖς, ἀλλὰ τὴν εἶχαν καὶ οἱ ἀρχαῖοι ραψωδοί, ἱερεῖς τῶν μουσῶν στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα. 
  Συνάμα, ἡ λέξη Ραββί, στὴν συμβατική της ὑπόσταση, σημαίνει διδάσκαλος καὶ ὁ διδάσκαλος στὴν ἑλληνικὴ σημειώνεται καὶ ὡς μαΐστωρ, δηλαδὴ ὁ σημερινὸς μαέστρος, ποὺ ἡγεῖται τῆς χορωδίας καὶ τῆς ὀρχήστρας. Ὁ Ἀζάν, ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ ρῆμα ἀσμαίω καὶ ἆσμα, ἦταν στὴν οὐσία ὁ ἀσματοποιός.
 Ἐξ αὐτοῦ προέκυψε κι ὁ διευθυντὴς ἄσματος, ποὺ συναντᾶτε ἀκόμη καὶ στὴν ἀρχαία Ἑλληνοπελασγικὴ Αἴγυπτο, στὴν αὐλὴ τῶν Φαραὼ ἀλλὰ καὶ στὰ διεσπαρμένα ἱερατεῖα. 
 Ὁ Ἰησοῦς, μέσα ἀπὸ τὴν ἀνάθεση τῶν ἱερατικῶν του καθηκόντων, ἔλαβε καὶ τὴν εἰδικότητα τοῦ διευθυντῆ ἄσματος ἢ χοροδιδάσκαλου ἢ κάντορα ἢ Ἀζάν, γι’ αὐτὸ καὶ συχνὰ μετὰ τὸ πέρας τοῦ κηρύγματος καὶ τῶν ἰάσεων, ὑμνοῦσε τὸν Θεὸ μὲ τοὺς μαθητές του ἐν χορῷ.
 Οἱ ὕμνοι, ποὺ ἔψαλλαν ὁ Ἰησοῦς καὶ οἱ μαθητές, ἀποδίδονταν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ δώρια κλίμακα, ἀπὸ τὸ ἔθος τῆς ἑρμηνείας τῶν ψαλμῶν, τῶν ἑλληνιζόντων Ἑβραίων τῆς συναγωγῆς (Ἡ μουσικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία της, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα, Β’ γυμνασίου, σελ. 76 -77). 
 Στὴν ἐξέλιξη τῆς ἱστορίας, οἱ χοροδιδάσκαλοι ἐμφανίστηκαν στὴν βυζαντινὴ περίοδο σὰν πρωτοψάλτες - λαμπαδάριοι ἐνῷ ἀργότερα στὸν εὐρωπαϊκὸ μεσαίωνα, ὡς ὑμνωδοὶ ἐν χορῷ οἱ ἐπονόματι κάντορες. 
 Οἱ κάντορες, ἦταν οἱ ὑπεύθυνοι τῆς μουσικῆς τῶν καθεδρικῶν ναῶν καὶ εἶχαν τὴν ἐποπτεία τῆς χορωδίας, ὀργανώνοντας τὴν ἑρμηνευτικὴ ἀπόδοση τῶν ψαλμῶν καὶ τῶν ὕμνων. 
 Τοὺς κάντορες – χοροδιδασκάλους πρωταρχικά, τοὺς συναντᾶμε κατὰ τὴν ἀρχαιότητα στὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στοὺς Δελφούς
 Ἐπίσης, χοροδιδάσκαλοι ὀνομάζονταν οἱ χορικοὶ ἢ οἱ τραγικοὶ ποιητὲς ἀλλὰ καὶ οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἀπόλλωνος στὸ Δελφικὸ μαντεῖο,  ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι ὁ ΠλούταρχοςΧαιρωνεὺς

  Στὴν ἄνωθεν εἰκόνα, τὴν εὑρισκομένη εἰς τὴν ἱερὰ μονὴ Ἁγίου Νικολάου στὰ Λεμόνια Σαλαμῖνος, βλέπουμε ἁγιογραφημένο τὸν ἔνθρονο Μέγα Ἀρχιερέα Χριστό
 Ὅπως μαρτυρεῖ, ὁ ἀπόστολος Παῦλος, στὴν πρὸς Ἑβραίους ἐπιστολή, τὸ ἀνώτατο ἀρχιερατικὸ ἀξίωμα τῆς τάξεως Μελχισεδέκ τὸ κατέχει ὁ Ἐσταυρωμένος Χριστὸς ἅπαξ καὶ διὰ παντός. 
 Ἐπιπλέον, εἰς τοὺς ὕμνους τῆς Μ. Δευτέρας, γίνεται ἀναφορὰ περὶ τοῦ ἀκούσματος τῆς φωνῆς τοῦ Νυμφίου Χριστοῦ δεδηλωμένης ὡς μακαρίας φωνῆς (δὲς «Ἰδού σοι τὸ τάλαντον...»). 
  Ἡ μακαρία φωνή, θεωρεῖται εἰς τὴν ὠδικὴν ἐπίπεδο μακρὰν & ὑψηλὸν καὶ κατὰ τὴν ἔκφραση - χροιὰ ἤρεμος καὶ γαλήνια. 
 Παράλληλα, στὴν Βυζαντινὴ ὁρολογία, συμπίπτει μὲ τὸ ἡσυχαστικὸ φώνημα, ἐνῷ, κατὰ τὴν δυτικὴν φωνητικὴ ἔκφραση δηλοῦτε ὡς κομόντο (comodo)
 Δεδομένου ὅτι, ἡ ὀξυφωνία ἑνὸς ἀρχιερέα ὑμνωδοῦ - χοροδιδασκάλου, συναντᾶτε καὶ στὴν ἀρχαία Αἴγυπτο, κατὰ τὴν Β' χιλιετηρίδα, εἰς τὸν ναό του Ἄμμωνος Διος, ὁ Will Durant, σημειώνει ὅτι: οἱ ἀρχιερεῖς – χοροδιδάσκαλοι τοῦ ναοῦ ὑμνωδούσαν τὸν θεό, μὲ τὸ μελωδικό τους τραγούδισμα. 
Ἐπακριβῶς δὲ γράφει: «Ὁ Σνεφροῦνοφρ καὶ Ρέμερυ – Πτὰχ ἦσαν οἱ Καροῦζο τῆς ἐποχῆς των...»
 Ὅπως μᾶς ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἱστορικὲς πηγὲς οἱ προαναφερθέντες δύο ὑμνωδοὶ ἦταν ἀρχιερεῖς τοῦ ἑλληνοπελασγικοῦ γένους τῆς Αἰγύπτου. 
 Ὅσο γιὰ τὸν ὀπερατικὸ Καροῦζο, τῆς σύγχρονης μουσικῆς ἐποποιίας, θεωρεῖται ὡς μία ἀπὸ τὶς πιὸ σημαντικὲς δραματικὲς (dramatico) τενόρο φωνὲς τῆς ὄπερας, στὶς ἀρχὲς τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνα, μὲ ἕνα σπάνιο ἠχόχρωμα ποὺ διατείνονταν στὸ ἐπίπεδο τῆς ὀξυφωνικῆς ἔκτασης. 
 Ἐπὶ τούτου, σύμφωνα μὲ τὸν Ντουράντ, ὀξύφωνοι – Τενόροι ἦταν καὶ οἱ ἀνατιθέμενοι δύο ὑμνωδοὶ ἱερεῖς του Ἄμμωνος Διός. 
 Ἐν κατακλεῖδι, συμπεραίνεται ὅτι ὑπῆρξε κοινὴ μουσικὴ παιδεία εἰς τὶς ἀκτὲς τῆς Ἀνατολικῆς Μεσογείου, ὅπου ἰδιαιτέρα ἀρχὴ εἶχε τὸν ἀρχαῖο ἑλληνικὸ στοιχεῖο. 
 Ὡς ἔπος εἰπεῖν, οἱ ἐγκατεστημένοι Ἕλληνες τῶν ἀκτογραμμῶν ἀλλὰ καὶ τοῦ ἐσώτερου χώρου διέδωσαν στοὺς ὅμορους λαοὺς τὸν τρόπο τῆς ὠδικῆς - κιθαρωδικὴς καὶ χορικὴς ἑρμηνείας. Αὐτὸν τὸν ἑλληνικὸ μελικὸ τρόπο χρησιμοποίησε καὶ ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς γιὰ νὰ μελοποίηση τοὺς ὕμνους τῆς πρώτης ἐκκλησίας Του! 
ΧΑΙΡΕΤΕ 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Ἡ μουσικὴ μέσα ἀπὸ τὴν ἱστορία της, Ο.Ε.Δ.Β., Ἀθήνα, Β’ γυμνασίου, σελ. 76 -77
•Λεξικὸν του Σουΐδα 
•Ἡ Καινὴ Διαθήκη 
Will Durant, «Παγκόσμια ἱστορία τοῦ πολιτισμοῦ» (τόμος Α΄ σελ. 210)


Τετάρτη 22 Ιανουαρίου 2025


ЭIЄ

     ΤΟ ΕΝΤΕΧΝΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΚΑΙ Η ΕΤΥΜΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΦΕΡΩΝΥΜΙΑΣ ΤΟΥ

ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

 Στὰ μεταοθωμανικὰ χρόνια, ὅπου ἡ ἀρχέγονος Ἑλλὰς κατάφερε νὰ ἀποκτήσει τὴν πολυπόθητη ἐλευθερία της, διενεργήθηκε εἰς τοὺς πνευματικοὺς κόλπους τῶν Ἀθηνῶν ἡ ἰδεολογική κίνηση τῆς ἐπανελληνήσεως. 
  Ἐν ὀλίγοις τὸ 1840 εἰς τὴν Ἀθήνα ἡ ἐν λόγῳ ἰδέα βρῆκε ἔφορο ἔδαφος στὶς μετερχόμενες γενιὲς τῶν ἐλεύθερων Ἑλλήνων ποὺ παρ' ὅτι ἔζησαν πλησίον τοῦ χρονικοῦ τέλους τις σκλαβιᾶς, δὲν δίστασαν ἄμεσα νὰ ἀποκοποῦν ἀπὸ τὴν πολιτιστικὴ ἐπιρροὴ τῆς ἀσιατικὴς περσικοοθωμανικὴς ἐπιρροῆς - ποὺ ἐπέδραμε καταλυτικὰ στὴν ἔκφραση τῶν σκλαβωμένων ρωμιῶν τὰ προηγούμενα 400 χρόνια - καὶ νὰ προσδεθοῦν στὸ ἅρμα τῆς Εὐρώπης ὅπου φωτισμένοι Ἕλληνες διδάσκαλοι μετανάστες εἶχαν συνδράμη στὴν ἀναγέννηση ἀλλὰ καὶ στὴν πρωτόφαντη ἄνθιση τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ. 
 Κάποιοι ἐξ αὐτῶν, ἐπανερχόμενοι στὴν ἡμετέρα πατρίδα, μεθόδευσαν τὴν ἐπαναφορὰ τοῦ ἀρχαίου ἑλληνικοῦ πνεύματος στὴν τέχνη καὶ τὰ γράμματα.   Ἐπικορωνίδα τῆς ἰδέας ἦταν ἡ ἐπιτηδευμένη μορφὴ οἱασδήποτε τέχνης βασιζόμενης στὴν ἰδέα τοῦ κλασσικοῦ θεωρητικοῦ συστήματος. Ἡ ὀνοματοθεσία τῆς ποιοτικῆς μουσικῆς προσδιορίστηκε μὲ 
τὴν λέξη ἔντεχνη μουσικὴ. 
 Ἡ ἔντεχνη μουσικὴ καὶ τὰ τραγούδια ἐμφανίζονται οὐσιαστικά στὴν Ἀθήνα κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ 20ου αἰῶνα δηλαδὴ ἀπὸ τὸ 1906 ἐὼς τὴν περίοδο τοῦ μεσοπολέμου. 
  Ὡστόσο, ὑπάρχουν ἐνδείξεις ὅτι τὸ ἔντεχνο τραγούδι ξεκίνησε πρὶν τὴν ἑλληνικὴ ἐξέγερση τοῦ 1821 ὅταν Ἕλληνες κιθαρωδοὶ σὲ εὐρωπαϊκὸ ἔδαφος παιάνιζαν ἄσματα τῆς παλλιγενεσίας τοῦ ἔθνους. 
 Συνάμα, στὴν ἠλεκτρονικὴ Βιβλιοθήκη Λίλιαν Βουδούρη οἱ ἀρχειοθετημένες παρτιτοῦρες τῶν σημαντικῶν συνθετῶν τῆς πολιτιστικῆς ἀκμῆς τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνα - ὅπως φερειπείν, τοῦ Νικόλαου Κόκκινου, τοῦ Δημήτρη Ρόδιου, τοῦ Νίκου Χατζηαποστόλου του Θεόφραστου Σακελλαρίδη - καταχωροῦνται μὲ τὴν ἐπωνυμία τοῦ ὅρου "ἔντεχνη μουσική". 
        ΕΙΚΩΝ ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΗΣ ΣΕΛΙΔΑΣ
  ΤΗΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗΣ ΛΙΛΙΑΝ ΒΟΥΔΟΥΡΗ

  Ὡς ἔπος εἰπεῖν, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἔντεχνης μουσικῆς στηριζόμενο ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον στὴν λόγια ἀθηναϊκὴ καντάδα καὶ τὸ ἐπονόμαστο ἐλαφρὸ ἆσμα, ἐπικράτησε στὰ μουσικὰ χρονικὰ τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς γιὰ ἕναν αἰῶνα, ἀπὸ τὸ 1860 ἐὼς τὸ 1960. 
 Αὐτὸς εἶναι ὁ πρῶτος κύκλος δημιουργίας ἔντεχνου τραγουδιοῦ, στὴν ἑλληνικὴ δισκογραφία ἤτοι καὶ μουσικὴ ἐποποιία, ὅπου παραμερίστηκε μὲ ὕπουλο τρόπο ἀπὸ τοὺς θρασύτατους, τότε, ρεμπέτες, ἀνθρώπους τοῦ περιθωρίου του χασισίου καὶ τῶν πορνικῶν καταγωγίων, (ἡ ἐπονομαζόμενη ρεμπέτικη σχολή - μιὰ μεγαλὴ παρασπονδία στὰ χρονικὰ τῆς ἑλληνικῆς μουσικῆς ποὺ θὰ ἀναπτύξω σὲ μίαν ἑτέραν μελέτη). 
 Ὁ δεύτερος κύκλος, μὲ ἀλλαγὲς στὰ μουσικὰ ἐκτελεστικὰ πρότυπα(εμφάνιση τοῦ ἐμβουζούχειου - μπουζούκι ὡς σολιστικοῦ ὀργάνου καὶ μοντέρνες ὀρχῆστρες), θὰ συντελεστεῖ μετὰ ἀπὸ δύο δεκαετίες ἀπὸ τὴν λήξη τοῦ Β' παγκόσμιου πολέμου εἰς τὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ '60 μέχρι καὶ τὸ πέρας τῆς δεκαετίας τοῦ '70. 
  Τὸ ἔντεχνο τοῦ '60 - '70 μὲ ἀρκετὰ στοιχεῖα ἀπὸ τὸ περιαστικὸ τραγούδι τῶν καταγωγίων, παραγκωνίσθηκε μὲ τὴν σειρά του ἀπὸ τὸ ὑποτιθέμενο λαϊκὸ τραγούδι, γνήσιος ἀπόγονος τοῦ τραγουδιοῦ των χαμαιτυπίων, ποὺ μαζὶ μὲ τὸν τρόπο διασκέδασης αὐτοῦ χαρακτηρίστηκε σὲ πὸλλὲς ἀπὸ τὶς ἐκφάνσεις του, ὡς σκυλάδικο. 
  Ὁ τρίτος κύκλος τοῦ ἔντεχνου τραγουδιοῦ ὑπῆρξε ὡσὰν προσπάθεια ἀναβίωσης τοῦ ὕφους τῶν δεκαετιῶν '60 - '70 ἡ ὁποία ὁλοκληρώθηκε μέσα σὲ μία δεκαετία, ἐκείνη τοῦ '90 ἀφοῦ, ἐπῆλθε ἕνα ἄλλο εἶδος ἔχον τὴν φερωνυμίαν ἔθνικ... μέχρις ὅτου οἱ ὁρίζοντες ἔφτασαν στὴν στιγμὴ τῆς ἀποκαθήλωσης τοῦ ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ μὲ τὸ τερματισμὸ τῆς παραγωγῆς βινυλίου. 
 Ἐν τούτοις, ἡ καταγραφὴ τῆς λέξεως ἔντεχνο, ὡς μουσικὸς ὅρος, συναντιέται γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία εἰς τὸ "ΠΕΡΙ ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΥ" πόνημα τοῦ Διόδωρου τοῦ Σικελιώτη

Ο ΤΕΡΠΑΝΔΡΟΣ
   
  Εἰς τὸ πόνημα αὐτό, ὁ Διόδωρος, σημειώνει ὅτι: "...καὶ δὴ τί μέλος Τέρπανδρος ἐντέχνως κιθαρίσας..."
  Ὁ Τέρπανδρος, λοιπόν, θεωρεῖται ἕνας ἀπὸ τοὺς κιθαρωδοὺς ποὺ ἐνεπλέκεται στὸ λύσιμο μιᾶς ἔριδας. Κατὰ τὸν καιρὸ ἐκεῖνο ἕνας χρησμὸς κατέστησε τὸν Μηθυμναῖο κιθαρωδὸ μουσικοθεραπευτὴ μιᾶς διχόνοιας μεταξὺ τῶν Λακεδαιμονίων. 
  Ὅταν ἐκεῖνος ἔντεχνα κιθαρώδησε τὸ ἆσμα ποὺ εἶχε συνθέση εἰδικὰ γι' αὐτὴ τὴν περίπτωση, οἱ Λακεδαιμόνιοι ἄρχισαν νὰ κλαῖνε ἀπὸ συγκίνηση καὶ μετανοημένοι ἄρχισαν νὰ ἀγκαλιάζονται συμφιλιωμένοι. 
Ιδού και το αρχαίο κείμενο: «Κιθαρωδὸς ὁ Τέρπανδρος, τῷ γένει Μηθυμναῖος στασιασάντων δὲ ποτὲ τῶν Λακεδαιμονίων, χρησμὸς αὐτοῖς ἐξέπεσε, πάλιν φιλιωθῆναι, ἂν ἐκ Μηθήμνης Τέρπανδρος ἐκείνους κιθαρίση καὶ δὴ τί μέλος Τέρπανδρος ἐντέχνως κιθαρίσας, αὐτοὺς πάλιν συνήρμοσε, Διόδωρος ὡς γράφει, τῆς ἁρμονίας τὴ ὠδή. καὶ γὰρ μετατραπέντες ἀλλήλους περιέβαλον, ἠσπάζοντο δακρύοις.» [Διοδώρου Σικελιώτου Ιστορική βιβλιοθήκη fragmenta "εκ της εβδόμης" ]
 Ἡ ἔννοια του "ἐντέχνως κιθαρώδησε" σημαίνει πώς, ἡ ὠδὴ ἑρμηνεύτηκε μὲ δεξιότητα ἤτοι καὶ δεξιοτεχνία. 
 Βεβαιοῦτε δὲ ὅτι, ἡ ἐπιτηδευμένη τέχνη ἔναντι τῆς ἀνεπιτήδευτης λαϊκῆς δημιουργίας ἐμφανῶς ἐνέχει στοιχεῖα ὑπεροχῆς! 


 Παράλληλα, στὴν ἐπιτομὴ τοῦ μεγάλου λεξικοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας τῶν Liddel & Scott ἡ λέξη ἔντεχνος ἐτυμολογεῖται ὡς ἑξῆς: «ἔντεχνος, -ὀν (τέχνη), αὐτὸς ποὺ εἶναι ἐντὸς τῶν ὁρίων τῆς τέχνης, ποὺ ἐμπίπτει στὸ πεδίο καλλιτεχνικό, σὲ Πλάτ.».
  Παράλληλα, στὸ Νεότερο Ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ Ἡλίου ἐπισημαίνετε ἡ ἔννοια τοῦ ἔντεχνου εἴδους στὴν μουσικὴ ἑρμηνεία μὲ τὰ ἑξῆς σχόλια: «ΕΝΤΕΧΝΟΣ. Ὁ συμφώνως πρὸς τοὺς κανόνας τῆς τέχνης κατασκευασμένος, ὁ τεχνικός. Τὸ ἐπίρρημα εἶναι: ἐντέχνως, ἤτοι μετὰ τέχνης, ἀλλὰ καὶ κατόπιν καταλλήλου προετοιμασίας, κατόπιν προλειάνσεως τοῦ ἐδάφους: πλῆγμα καταφέρει ἐντέχνως. Δημωδῶς: μὲ τρόπο»
   Ἐν κατακλεῖδι, γίνεται ἀντιληπτό, μέσα ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν μικρὴ διείσδυση στὸ θέμα τῆς ἐντεχνότητος, ὅτι, ἡ ἐντέχνως ἀπόδοση πάσας ἐνέργειας καὶ δὴ ἐν τὴν μουσικὴ ἑρμηνεία δεικνύει τὴν δεξιότητα ὠσαύτως καὶ τὴν δεξιοτεχνία συντελεσθεῖσα ἐκ τῆς προετοιμασίας, δηλαδή, τῆς ἐξασκήσεως διὰ τὴν ἐπίτευξη ὑψηλῆς ποιότητας κατὰ τὴν ἐκτέλεση.
 Οὕτως καὶ ἡ ποιοτικὴ μουσικὴ ὀνομασθεῖσα δικαίως ἔντεχνη καὶ τὸ ἔντεχνο τραγούδι μέρος αὐτῆς!! 
ΧΑΙΡΕΤΕ!!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
-Διοδώρου Σικελιώτου Ιστορική βιβλιοθήκη fragmenta "εκ της εβδόμης" 
-Liddel & Scott, Επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσης, Τόμος 2 Δ -Ζ
Νεότερο  Εγκυκλοπαιδικό λεξικό του Ηλίου
-Κώστας Μυλωνᾶς, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ τραγουδιοῦ 1, ἐκδόσεις Κέδρος, Ἀθήνα, 1984