ЭIЄ
ΣΕΡΕΝΑΔΑ Ή ΣΕΡΕΝΑΤΑ ΕΝΑ ΑΥΤΟΥΣΙΟ ΑΡΧΑΙΟΕΛΛΗΝΙΚΟ
ΜΟΥΣΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Ἀτενίζοντας τὸν γαλανὸ Ἀττικὸ οὐρανό, τὴν ἔναστρη Ἀθηναϊκὴ νύχτα ἀντιλαμβανόμαστε, πάραυτα, τὴν ἐρωτικὰ φορτισμένη ρομαντικὴ διάθεση τῶν Ἀθηναίων ἀστῶν στὴν μακρὰν χρονικὴν τοὺς πορεία. Ἡ ἐπίδραση τοῦ φυσικοῦ κάλλους, ὅπως μᾶς γνωρίζει ὁ τραγωδὸς Σοφοκλῆς, ὑπῆρξε ἐφαλτήριο γιὰ τὴν καλλιτεχνικὴ διαδρομὴ τῶν ἐντοπίων - χθονίων κατοίκων ποὺ ὑπῆρξε πλούσια καὶ ἐπικοδομητική!
Πολλοὶ συγγραφεῖς καὶ δὴ ἀθηναιογράφοι θέλησαν νὰ ἀναδιπλώσουν τὸν ἱστορικὸ πλοῦτο τῆς ἱερᾶς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἀλλά, οὐδεὶς γνωρίζει ἂν ἔχει πλήρως ἀποδοθεῖ. Μέγα τὸ εὗρος καὶ ἡ σημασία του...
Ἐξ ἐπὶ τούτου ὁ Νῖκος Τσιφόρος ἀναφέρει, τὸ παράδοξον διὰ τοὺς πολλούς, στὸ βιβλίο τοῦ "Ἡ ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν" ὅτι, οἱ Ἀθηναῖοι ἔγραφαν ποιητικὰ ἄσματα τὴν ἐποχὴ τῆς τουρκοκρατίας παρόμοια μὲ τὶς καντάδες τῆς ἀκμῆς τοῦ ἐλαφροῦ ἀθηναϊκοῦ τραγουδιοῦ τῆς ἀρχῆς τῆς δεκαετίας τοῦ 1910 τοῦ ΄20 καὶ τοῦ ΄30.
Ἄρα, ἡ σερενάτα - καντάδα δὲν εἶναι εἶδος εὐρωπαϊκὸ ποὺ εἰσήχθη μετὰ τὴν ἀποτίναξη τοῦ ὀθωμανικοῦ ζυγοῦ. Ἂς δοῦμε, λοιπόν, κάτωθι τὰ συμφραζόμενα ξετιλύγοντας τὸν μίτο τῆς Ἀριάδνης...
Τὰ ποιητικὰ ἄσματα, τῶν Ἀθηναίων καλλιτεχνῶν, ὀνομάστηκαν ἐν καιρῷ, ὡς καντάδες ἢ σερενάτες. Σύμφωνα μὲ παλιὲς φιλολογικὲς μελέτες, ἡ σερενάτα, στὸ μακρινὸ παρελθόν, συνδέοντο μὲ τὰ ἀστρονομικὰ φαινόμενα τοῦ θέρους, ὅπως φερεπείν, τῆς ἐπιτολῆς τοῦ ἄστρου Σείριου. Φερειπείν, ὁ Γεώργιος Φαῖδρος, ἀναφέρεται διεξοδικὰ σὲ τοῦτο λέγοντας ὅτι, τὸ φαινόμενο συμπίπτει μὲ ἕνα κοινωνικὸ δρώμενο ποὺ συνάπτεται μὲ τὸ ἆσμα τοῦ Λίνου ἢ Αἴλινος, ὅπου πολὺ ἀρχαῖοι μουσουργοί, μελωδοί, κιθαρωδοὶ συνέστησαν, ὅπως ἐπὶ παραδείγματι
ὁ Ἀθηναῖος ἐπικολυρικός - προομηρικός ποιητὴς Πάμφως αλλά, καὶ ὁ Ευριπίδης, ο Ἀθηναῖος τραγωδός.
Κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς Μούσας Ουρανίας, ὅταν ἐκείνη ἐγκαθίδρυσε εἰς τὴν Ἀθήνα, ἐπὶ τοῦ λόφου τῶν Μουσῶν πέριξ του κλεινὸν ἄστεως, τὸ ἀστρονομικὸ παρατηρητήριο της, ἄρχισαν τότε νὰ διαρρέουν οἱ πρῶτες πληροφορίες τῆς ἐπίδρασης τῶν ἄστρων στὸν καθημερινὸ βίο τοῦ ἀνθρώπου. Ἔτσι, λοιπόν, τὰ θερμικὰ ρεύματα τοῦ καλοκαιριοῦ, ἐπονομαζόμενα ὡς κυνικά καύματα, εἶχαν πλέον τὴν πρώτη ἐπιστημονικὴ ἐξήγηση τους.
Ὡστόσο, ἡ μακραίωνη ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας, προσμετρῶντας διαφόρων εἰδῶν καταστροφές, εἶχε τὴν θέληση νὰ διατηρήσει ὁρισμένες ἀπὸ τὶς ἀνεπτυγμένες γνώσεις της μέσα στὴν χρονοκάψουλα τῆς λαϊκῆς παράδοσης. Οἱ λαικὲς παραδόσεις προερχόμενες ἀπὸ τὰ βάθη τῶν αἰώνων, μᾶς μεταφέρουν ἀκόμη καὶ σήμερα τὴν σπουδαιότητα μιᾶς μυστικῆς γνώσης τῶν Ἑλλήνων προγόνων μας. Ἡ συγκεκριμένη λαϊκὴ παράδοση, ποὺ ἀφορᾶ τὴν σερενάτα - καντάδα συνδέεται μὲ τὴν ἐπενέργεια τῆς ἀκτινοβολίας τοῦ ἄστρου Σείριου στὴν Γῆ καὶ τὰ ἔμβια ὄντα αὐτῆς. Ἐν τούτοις, ὁ Σείριος [1] είναι τὸ λαμπρότερο ἀστέρι στὸν νυχτερινὸ οὐρανὸ καὶ ἀνήκει στὸ σύμπλεγμα τοῦ ἀστερισμοῦ τοῦ Κυνός, ἐξὸν καὶ τὰ κυνικὰ καύματα.
Δεδομένου τῶν προαναφερθέντων, γίνεται ἀποδεκτὸ ὅτι, ἡ ἀκτινοβολία τοῦ ἄστρου Σειρίου, ἐπιδρῶντας καταλυτικὰ ἐπὶ τοῦ πλανήτου Γαῖα, ἐπιφέρει ὑψηλὲς θερμοκρασίες στὴν καρδιὰ τοῦ καλοκαιριοῦ καὶ ἐπηρεάζει, ἐν μέρει, τὴν γενετήσιαν συμπεριφορὰ τοῦ ἀνθρώπου. Κατ' ἀρχὰς τὸ θῆλυ, μετὰ τὸ πέρας τοῦ ψυχροῦ χειμῶνα καὶ τοῦ ἐκστατικοῦ ἔαρος, εἰσερχομένου τοῦ θέρους μετατρέπεται εἰς μίαν φλογερὴν ὕπαρξην ὅπου ξεμυαλίζει ἅπαντες τοὺς ἄρρενες.
Ὁ ἄρρεν ἀνταποκρίνεται ἄμεσα, στὴν ἐρωτικὴ μέθεξη τοῦ γήινου στοιχείου ποὺ προτάσει ἡ γυναικεία ὕπαρξη, δημιουργῶντας στὴν σκέψη του μιὰ καλλιτεχνικὴ ἔκφραση τῶν συναισθημάτων ποὺ προκαλοῦν οἱ εἰκόνες τῆς γυναικείας ὀμορφίας ποὺ μόνον μὲ τὴν φυσικὴ καλλονὴ τῶν τοπίων τῆς μεσογείου συγκρίνονται.
Ἔτσι, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τὸ διαβίωση τῶν ἀνθρώπων καὶ τὶς συνήθειες τοῦ ζωικοῦ βασιλείου, τὰ πρῶτα μελωδικὰ παιανίσματα δύνανται νὰ ὑπῆρξαν ἐρωτικά. Ὁ Έρως, ὁ ὁποῖος ὑπῆρξε θεὸς δημιουργὸς εἰς τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία - θεολογία, ἐθεωρεῖτο ἡ κινητήριος δύναμη τῶν ἐσωτερικῶν ψυχικῶν δυνάμεων τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν μετακύλιση βαθέων συναισθημάτων.
Ὁ ἄνθρωπος, ὡς ἔλλογο ὀν, κατάφερε νὰ φτάσει ἐν τέλει στὸ σημεῖο τῆς ἐπιτήδευσης τῶν καλλιτεχνικῶν του ἐκφράσεων μὲ ἀποτέλεσμα νὰ παραχθοῦν διάφορα εἴδη ποιητικῶν καὶ μελωδικῶν ἀκουσμάτων. Τὸ εἶδος τῆς σερενάτας, δηλαδή, τῆς καυτῆς ἤτοι καὶ θερμῆς ὠδῆς, ἀποτέλεσε, ἀκόμα κι ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων, ἕνα ἆσμα ἐρωτικὸ ἀπευθυνόμενο ξεκάθαρα ἀπὸ τὸν ἄνδρα πρὸς τὴ γυναῖκα θέλοντας, ἔτσι, νὰ κερδίσει τὴν ἀγάπη της ὁμοίως καὶ τὴν καρδιά της.
Τὸ δρώμενο αὐτὸ τῆς ἐρωτικῆς ἐκδήλωσης τοῦ ἄρρενος πρὸς τὸ θῆλυ, ἐκτελοῦνταν ἀπὸ τὰ ἀρχαιότατα χρόνια στὸν τόπο τὸν Ἑλληνικό, μὲ συνοδεία μουσικῆς, δηλαδή, ἀκολουθία μουσικῶν ὀργάνων, ὅπως τῆς κιθάρας καὶ τοῦ μαντολίνου. Περισσότερες λεπτομέρειες παρέχονται ἀπὸ τὸ "Ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τῆς Πρωίας" στὸ λείμμα ΣΕΡΕΝΑΤΑ ἢ σερενάδα: «Κατά κυριολεξίαν μουσικὸν τεμάχιον ἐκτελούμενον ὑπὸ γαλήνιον νύκτα. Κατ' ἐπέκτασιν, ἡ μουσικὴ ψυχαγωγία ἡ προσφερομλενη ὑπὸ ἐραστοῦ εἰς τὴν ἀγαπημένην του. Κατὰ κανόνα ἡ ἐκτέλεσις ἐγίνετο ὑπὸ μουσικῶν ὀργάνων εἰς τὰ ὁποῖα προσετίθετο ἐνίοτε ἡ φωνητικὴ μουσική. Τὸ ἔθιμον ὑφίστατο καὶ παρὰ τοῖς ἀρχαίοις Ἕλλησι καὶ τοῖς Ρωμαίοις. Εἰς ὄχι σπανίας περιπτώσεις τὸ κίνητρον τοιαύτης ἐκδήλωσεις δὲν ἦτο ἐρωτικὸν αἴσθημα, ἂλλ' ἔνδειξεις ἐκτιμήσεως καὶ σεβασμοῦ πρὸς τὴν προσωπικότητα εἰς τὴν ὁποία ἀπευθύνετο. Εἰς τὰς περιπτώσεις αὐτὰς ἐσχηματίζετο μακρὰ πομπὴ μὲ ἀνημμένας δᾶδας. Συνήθως ἡ σερενάτα εἶναι μονωδία συνοδευομένη ἀπὸ ὑπόκρουσιν κιθάρας, μανδολίνου, καὶ λαούτου. Ἄλλοτε ἐκτελεῖται ὑπὸ χορωδίας τραγουδιστῶν τὴ συνοδεία πλαγιαύλου, σαξοκέρατος, κλαρινέτου κλπ. Ὑπάρχουν σερενάται, ὅπως τοῦ Σοῦμπερτ, περιλαμβανόμεναι εἰς τὸ πρόγραμμα σοβαρᾶς μουσικῆς».
Ἡ ἐν λόγῳ παλαιά συνήθεια τῶν Ἀθηναίων, τῆς μεταοθωμανικῆς Ἀθήνας, νὰ κιθαρωδοὺν ἐν νυκτί, συναντᾶτε περιγραφικὰ στὴν ποιητικὴ συλλογή του Ιωάννη Καρασοῦτσα "Η Βάρβιτος" ἐν ἔτει 1860. Ὁ Καρασούτσας, διαμένοντας τὰ μεταοθωμανικὰ χρόνια εἰς τὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ζεῖ τὶς καθημερινὲς συνήθεις τῶν Ἀθηναίων συμπολιτῶν του καὶ μὲ γλαφυρὸ τρόπο τὶς εἰσάγει στὴν ποίηση τοῦ παραθέτοντας, ἀφελῶς, μιὰ σπάνια περιγραφὴ τοῦ εἴδους τῆς σερενάτας μὲ συνοδεία κιθάρας ὅπερ ἐλέγετο καὶ κιθαρωδείν. Σημαντικὴ εἶναι ἐπίσης καὶ ἡ ἐπισήμανση τῆς παρουσίας τοῦ ἄστρου ποὺ κλίνει ἐρωτικὰ καὶ ἀκούει τὴν κιθαρωδικὴ μελωδία τῆς σερενάτας. Ἰδοὺ καὶ ὁλόκληρο τὸ ποίημα τῆς συλλογῆς μὲ τὴν φερωνυμία "Ὁ κιθαρωδός":
Ο ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ
Ποία οὐράνιος μελῳδία!
Εἰς τῆς νυκτὸς τὴν γαλήνην ποία
Χεὶρ θελκτικὰ
Τὴν νυκτιλάλον κιθάραν κρούει;
Τὸ ἄστρον κλίνει καὶ τὴν ἀκούει
Ἐρωτικά.
Στροφαὶ γλυκεῖαι! ἐκφράσεις πάθους
Ἀντιλαλοῦσαι μέχρι τοῦ βάθους
Τῶν καρδιῶν.
Μινυρισμοὶ ὡς τῆς ἀηδόνος,
Λαρυγγισμοὶ ὡς οὶ τῆς τρυγόνος,
Τέρψεις θεῶν!
Τὸ πᾶν κοιμᾶται, ἄνθρωποι, φύσις.
Τὸ πᾶν κατέχει σιγὴ ἐπίσης
Νυκτερινή.
Καὶ μεταξὺ τῆς κοινῆς εἰρήνης,
Τῆς ἀναπαύσεως καὶ γαλήνης,
Μία φωνὴ,
Φωνὴ θρηνώδης ἄγρυπνος μένει,
Καὶ εἰς λιγείας ἐκρηγνυμένη
Παραφορὰς,
Κλαίει τὸν κόσμον, τὰς καλλονάς του,
Καὶ τὰς χαρὰς καὶ τὰς ἡδονάς του
Τὰς τρυφεράς.
Πῶς ὅλα φεύγουν, ὅλα περῶσι,
Ὅλα εἰς ἄγνωστον καταντῶσι
Τέρμα μαζῆ·
Καὶ ἀπὸ τόσον θόρυβον, οἴμοι!
Οὐδὲ ἡ ἔρημος μαύρη μνήμη
Δὲν ἐπιζῇ!
Οἱ λεκτικὲς περιγραφὲς τῆς ποίησης τοῦ Καρασοῦτσα δύνανται νὰ φανοῦν ἰδαιτέρως χρήσιμες, γιὰ τὰ λαογραφικὰ δρώμενα τῆς νεοελληνικῆς μουσικοποιητικὴς παραδόσεως, εἰς τὴν προσπάθεια εὕρεσης συνδέσμου μὲ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικό μας ἐθιμοτυπικὸ παρελθόν. Οἱ ἐπί μέρους ἀναφορὲς τοῦ εἰς κάποιο ἄστρο (πιθανὸν τοῦ Σειρίου), τῆς λιγείας φωνῆς, τῶν λαρυγγισμῶν καὶ τῶν μινυρισμάτων, μᾶς ὁδηγοῦν στὸ συμπέρασμα ὅτι, ὁ ποιητὴς θέλησε νὰ προσομοιάσει τὸ κιθαρωδικὸ δρωμένο του κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν μὲ κάποιο παρόμοιο ἀρχαῖο μυσταγωγικὸ δρώμενο τῆς κλασικῆς Ἀθήνας - ὅπως διακρίνουμαι στὸν κάτωθι ἀρχαῖο μελανόμορφο ἀμφορέα!
Ο Κώμος σε αττικό μέλανόμορφο αγγείο
Η Σερενάτα, στο "Εγκυκλοπαιδικό λεξικό της Πρωίας"
Διαφαίνεται λοιπόν, ἀπὸ κάποια συμφραζόμενα ὅτι, στην Ἀθήνα, ἀπὸ ἀρχαιοτάτων χρόνων ἤκμαζε ὁ ρομαντισμὸς τῶν κατοίκων τῆς πόλης, ὅπου κι ἐξέφραζαν τὸν ἐρωτικό τους πόθο μὲ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικὰ τῆς εὐπρέπειας καὶ τοῦ κιθαρωδικοῦ ἤθους.
Ὁ ἐρωτισμός, τῶν ἀρχαίων Ἀθηναίων γιὰ τὶς Αττικές ἤτοι κι Ἀτθίδες κόρες, ἐπέφερε τὴν ὤσμωση τῆς σύζευξης ἄρρενος καὶ θήλεως μέσα ἀπὸ ἕναν πατροπαράδοτο τρόπο προσδεδεμένο στὸ ἰδεῶδες τοῦ ουράνιου - πνευματικοῦ ἀλλὰ καὶ πάνδημου - ἀφροδισιακοῦ ἔθους. Τοῦτος ὁ ἰσορροπημένος συνδυασμός, τοῦ πνεύματος καὶ τῆς σαρκὸς στὰ κοινωνικὰ δρώμενα ἐπετεύχθει ἀρτίως κι ἀκραιφνῶς εἰς τὴν ἑλληνικὴ σκέψη μόνον εἰς τὸν τόπο τῆς σοφίας καὶ τῆς ἀρετῆς, στὴν ἱερὰν πόλην τῶν Ἀθηνῶν!
Οὕτως, λοιπόν, ὁ Κώμος των ἀρχαίων Ἀθηναίων, ὁ ὁποῖος τροποτινὰ θεωρεῖται ὁ πρόγονος τῆς Σερενάτας - Καντάδας τῶν Ἀθηναίων τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰῶνα ἤτοι καί Πατινάδα, καταβιβάζει τὸ πνεύμα εἰς τὴν νόμιμον σαρκικὴν συνένωση τοῦ ἄρρεν μὲ τὸ θῆλυ.
Κατὰ τοὺς τελευταίους δύο αἰῶνες αὐτὴ ἡ μορφὴ παραδοσιακοῦ ἐρωτικοῦ ἄσματος τῆς ἀρχαίας πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, ἡ κοινῶς λεγομένη Σερενάτα ἢ Καντάδα, ἐξελίχτηκε πάνω σὲ μιὰ λόγια ποιητικὴ μορφή. Ἡ καθαρεύουσα ἦταν, ὁρισμένες φορές, ἡ κύρια γλῶσσα τοῦ ποιητικοῦ λόγου ἐκφράζοντας μιὰ σοβαρότητα στὴν καλλιτεχνικὴ ὑπόσταση τοῦ δημιουργοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ προέλευσις δὲν ἦτο ἐκ τῆς λαϊκῆς τάξεως, ἀλλά, ἐκ τῶν ὑψηλῶν κοινωνικῶν στρωμάτων ποὺ ἔχαιραν ἀκόμη καὶ πανεπιστημιακῆς ἐκπαιδεύσεως.
Ἡ ἐπαλήθευση τῶν ἰσχυρισμῶν προκύπτει ἀπὸ μιὰ διασωστικὴ καταγραφὴ ἑνὸς παλαιότατου ἀθηναϊκοῦ ἄσματος, εἰς τὴν λόγια ἀττικὴ γλῶσσα, ὑπὸ τὴν μορφὴν σερενάτας - καντάδας, ἀπὸ παλαιοὺς ἐρευνητὲς ρακοσυλλέκτες τῶν ἐθνικῶν παραδοσιακῶν τραγουδιῶν τυπωμένη εἰς παλαιὸ βιβλιογραφικὸ λεύκωμα τοῦ γερμανοῦ λόγιου Arnoldus Passow εν ἔτει 1860:
DXXXII a.
ΤΟ ΒΡΑΔΥ.
Μ. Ι, 228.
ΑΘΗΝΑΙ.
Γιὰ δὲς τ΄ ὤριον φεγγάρι ΄ναί, τί ἥσυχη βραδυά,
Τί σιγανὴ ἑσπέρα ΄ναί, τί ἄστρη λαμπερά.
Μὲ ἕνα βλέμμα σου γλυκὺ παύουν τὰ δάκρυα μου,
Παύουν αἱ λῦπαι τῆς καρδιᾶς καὶ τὰ παραπονά μου.
Ἐλθὲ λοιπὸν ὦ φίλη μοῦ μαζύ μου νὰ συζήσης,
Καὶ στὸ ἑξῆς μὴν προσπαθεῖς τὰ πάθη μου ν΄αυξήσης.
1.Για ἰδὲς τί ὡραῖον Μ. Ι et 2, ΄ναὶ om M.
Εἰκόνα του ἐν λόγῳ ἀθηναϊκοῦ ἄσματος ἀπὸ τὴν παλαιά συλλογή τοῦ γερμανοῦ μελετητῆ Arnoldvs Passow, ποὺ διέσωσε τοὺς ερωτικούς στίχους ἀγνώστου δημιουργοῦ, εκείνης τῆς περιόδου, εἰς τὰς Ἀθήνας. Ὅπως προείπαμε τὸ ἐρωτικὸν ἆσμα, τύπου σερενάδας, που φέρει τὸν τίτλο, "Τὸ βράδυ", ἀνήκει στὴν ἐποχὴ τοῦ πρώιμου ρομαντισμοῦ τῆς Ἀθηναϊκῆς μουσικοποιητικὴς δημιουργίας καὶ τῆς ἀναγέννησης τοῦ ἀρχαίου λυρισμοῦ. Τὸ ποιητικὸν ἆσμα συγκαταλέγεται στὰ "ἐρωτικὰ τραγούδια" τοῦ καταλόγου τῆς συλλογῆς
Ἐπιπλέον, στὸ λογοτεχνικὸ ἄρθρο τοῦ Ἀλέξανδρου Παπαδιαμὰντ « Αἱ Ἀθῆναι ὡς ἀνατολικὴ πόλις» ποὺ δημοσιεύθηκε σὲ ἐφημερίδα τὸ 1896, διασώζεται μιὰ ἀκόμη περιγραφὴ τοῦ λαϊκοῦ δρώμενου τῆς σερενάτας - καντάδας στὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν μὲ λεπτομερεῖς στοιχεῖα:
«Ἐνθυμοῦμαι μίαν παλαιὰν οἰκίαν, μὲ μεγάλην αὐλήν, μὲ ἔξοχον μεγελοπρεπῆ θέαν πρὸς τὸν Ἐλαιῶνα, τὴν Πεντέλην καὶ τὸν Πάρνηθα. Ἐκεῖ ἤκουα, τὸν καιρὸν ἐκεῖνον, τακτικὰ πᾶσαν νύκτα κιθάραν καὶ ᾆσμα καὶ μανδολῖνον. Ἡ πατινάδα ἤρχετο κάθε βράδυ, περὶ τὴν ὥραν τοῦ μεσονυκτίου, καὶ ἔστεκε μισὴν ὥραν ἔξω τῆς αὐλῆς, σιμὰ εἰς τὴν βρύσιν, κάτωθεν τοῦ παραθύρου μὲ τὸ σιδηροῦν κιγκλίδωμα, καὶ ἔψαλλε ρωμαντικὰ τραγούδια. Ἐπάνω εἰς τὸ παραθυράκι, αἱ γάστραι μὲ τὰ βασιλικά, μὲ τοὺς μενεξέδες, καὶ μὲ πολλῶν λογιῶν φραγκολούλουδα, τῶν ὁποίων δὲν ἠξεύρω τὰ ὀνόματα, ἐφαίνοντο ὅτι ἐσείοντο ἴσως ἀπὸ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, ὁποὺ ἔπνεεν εἰς τὸ ὕψωμα ἐκεῖνο. Δὲν ἦσαν αἱ γάστραι ὁποὺ ἐσείοντο, ἦσαν δύο ὡραῖαι ξανθαί, κασταναὶ κεφαλαί, μὲ ἀναδεδεμένας τὰς κόμας, μὲ ἡδυπαθεῖς τακεροὺς ὀφθαλμούς. Δὲν ἠδύναντο νὰ κοιμηθῶσιν ἐνωρίς, καὶ εἶχον τὴν περιέργειαν νὰ ἐξέρχωνται διὰ ν᾿ ἀκούσωσι τὴν πατινάδαν. Ἤκουες μειλιχίους ψιθυρισμοὺς ν᾿ ἀναμειγνύωνται μὲ τὴν νυκτερινὴν αὔραν, καὶ ὅλα αὐτά, ἡ μελῳδία τῶν ᾀσμάτων, τῆς κιθάρας οἱ φθόγγοι, τὸ φύσημα τῆς αὔρας, οἱ ψιθυρισμοὶ εἰς τὸ σκότος, καὶ τῶν ἀνθέων τὸ ἄρωμα, ἀπετέλουν κρᾶμά τι ἡδυπαθές, ἀπερίγραπτον, ἄρρητον...».
Μακάρι νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ἀκούγαμε κι ἐμεῖς τὰ ἄσματα ποὺ ἄκουσε ὁ Παπαδιαμάντης τὴν ἐποχὴ τοῦ 19ου αἰῶνα γιὰ νὰ κάνουμε μιὰ πιὸ ἐμπεριστατωμένη μουσικολογικὴ σύγκριση μὲ τὴν ἐξέλιξη αὐτῆς τὴν περίοδου τοῦ πρώτου μισοῦ του 20ου αἰῶνα.
Ὡστόσο, ἡ σερενάτα ἢ σερενάδα τῶν Ἀθηνῶν ἔμελλε νὰ ἐξελιχθεῖ, κατὰ τὸν 20ο αἰῶνα σὲ μία πανελλήνια τραγουδιστικὴ ἔκφανση μὲ διάφορες μουσικὲς μορφές, ἐπικρατῶντας ὡστόσο τὸ ὕφος τῆς ἀστικῆς ἀθηναϊκῆς νοοτροπίας.
Παρ' ὅτι, πολλοὶ πιστεύουν ὅτι, τὸ εἶδος αὐτὸ εἶναι ξενόφερτο καὶ εἰσήχθη κατὰ τὴ περιόδο τῆς μεσαιωνικῆς φραγκοκρατίας, οἱ φιλολογικὲς πηγές μας ὁδηγοῦν στὴν βαθιὰ ἀρχαιότητά περί του ἤθους αὐτῆς τῆς ὠδικῆς συμπεριφορᾶς τῶν Ἑλλήνων καὶ δὴ τῶν Ἀθήναιων [2].
Ἐπιπλέον μιὰ ἀκλόνητος ἀπόδειξη, φιλολογικοῦ χαρακτῆρα, στηρίζεται στὴν ἐτυμολόγηση τῆς λέξης Σερενάτα, ἀπὸ τὸ λῆμμα σειρὸς = θερμός, καυτὸς ταυτώνυμο μὲ τὸ ἄστρο Σείριος, ἀλλά, καὶ τὴν ἐποχὴ τοῦ Θέρους - καλοκαίρι. Ἔπειτα, ἡ συνώνυμος λέξη Καντάδα έλκει τὴν ρίζα της ἀπὸ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ρῆμα Κατάδω.
Ὅπως διαβάζουμε στὸ παλαιὸν Λεξικόν τοῦ Κωνσταντίνου Μιχαὴλ Κουμά, τὸ ρῆμα Κατάδω είναι συνώνυμο μὲ τὶς ἔννοιες α) τοῦ ἐπάδω, ἄδω, ψάλλω ἔμπροσθεν τινός, τοῦ γεμίζω τὰ αὐτιά, (Αἰλιανοῦ ἰδιότητες ζώων ζ. 1,20.) τὸν βαρύνω μὲ τὰ ἄσματα, (Λόγγος, σ. 11). β)μαγεύω, ἰλαρύνω, ἰατρεύω (Εὐριπιδ. Λουκιαν. Ἠρόδοτ.) γ)το δεῖπνον, εὐφραίνω διὰ μουσικῆς. κατάδειν τόπου, ψάλλω εἰς τόπον τινά, (Αἰλιανοῦ ἰδιοτ. ζωων 1, 43.) Πρβ καταβλέω.
Στὴν ἐπάνω εἰκόνα βλέπουμε σὲ ἐρυθρόμορφη κύλικα
τοῦ 520 π.Χ. 500 π.Χ. τὸν Θησέα νὰ κρούει τὴν επτάχορδη λύρα(χέλυς)
καὶ νὰ τραγουδᾶ ἐρωτικὰ πρὸς τὴν Ἀριάδνη, τροποτινὰ κανταδόρικα.
Μὲ τά μακρυά του τὰ μαλλιά, στεφανωμένος και φορῶντας
ἱμάτιο ὡς διονυσιακὸς τελεστὴς τοῦ Κώμου παίζει τὴν λυρωδία
στέκοντας ἀντικρινὰ ἀπὸ τὴν ἀγαπημένη του Ἀριάδνη.
Ὁμοιάζει δὲ ὡς ένας πρώιμος κανταδῶρος της λυρικῆς τέχνης,
ἐὰν τὴν συγκρίνουμε τηναπεικόνιση με μιὰ ἀνάλογη
τῆς μεσαιωνικῆς ἐποχῆς με ἕναν τροβαδούρο ποὺ παίζει μὲ τὸ λαοῦτο
τοῦ τὰ ἐρωτικὰ ἄσματα του βιτσέντζου Κορνάρου.
Μιὰ μακραίωνη συνέχεια τοῦ μουσικοῦ ελληνικού πολιτισμοῦ
τῆς Ἀθηναϊκῆς καὶ Κρητικῆς σχολῆς
τοῦ ἐρωτικοῦ ἄσματος - τῆς καντάδας - σερενάτας
(τοῦτα τα μουσικοποιητικὰ μετέβησαν καὶ εἰς Παλαιστίνη
καὶ ἔχουμε το " Ἆσμα ἀσμάτων"
τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης)
Πέραν τούτου βλέπουμε ἐπίσης ἄλλο ἕναν σύνδεσμο τῆς σερενάτας μὲ τὸ παρόμοιο εἶδος τῆς κλασικῆς μουσικῆς ποὺ ὀνομάζεται νυκτωδία (λατινιστί νοτοῦρνο > notturno). Ωστόσο, ἡ βασικὴ διαφορὰ ἀνάμεσα στὴ σερενάτα καὶ τὸ νοτοῦρνο ἐντοπίζεται στὴν ὥρα ὅπου ἑρμηνεύονταν, δηλαδή, ἡ νυχτερινὴ σερενάτά περί τις 9 μ.μ., ἐνῷ ἡ νυκτωδία κοντὰ στὶς 11 μ.μ.
Ἡ νυκτωδία ἀποδίδονταν, εἰς τὰ παλαιότατα χρόνια, ὡς θρησκευτικὸ ἆσμα λατρείας πρὸς τὸν Θεό. Ἡ ἀπαρχή της φαίνεται νὰ ἔχει μακρὰν ἱστορία. Φερειπείν, ἕνας στίχος ἀπὸ τὸ Ψαλτήρι τοῦ Δαυίδ, τῆς 1ης χιλιετηρίδος π.Χ. μᾶς πληροφορεῖ γιὰ μιὰ νυκτερινὴ ὠδὴ πρὸς τὸν Θεὸ μὲ τοὺς ἑξῆς στίχους: «ἡμέρας ἐντελεῖται Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ, καὶ νυκτὸς ᾠδὴ αὐτῷ παρ᾿ ἐμοί, προσευχὴ τῷ Θεῷ τῆς ζωῆς μου» (Ψαλμός 41.9).
Παρ' ὅλο ποὺ ἡ σερενάτα εἶναι μιὰ νυχτερινὴ ὠδή, ὅπως ἐπισημαίνει καὶ τὸ Λεξικὸ τῆς Πρωίας, διαχωρίζεται σὲ βραδινὴ καὶ πρωινὴ ὑμνωδία. Ἡ πρωινὴ ὑμνωδία, ποὺ ταυτίζεται μὲ τὸν θρησκευτικὸ ὄρθρο, ἐκτελεῖται τὴν χαραυγὴ ἤτοι τὸ λυκαυγὲς καὶ ἐπονομάζεται ἑωθινὴ (καντάδα) ἢ πρωινὴ ἢ λευκή καντάδα serenata alba ταυτιζόμενη μὲ τὸ ἄστρο τῆς αὐγῆς τὸν πλανήτη Ἀφροδίτη τῆς θεᾶς τοῦ ἔρωτος. Ἔτσι λοιπόν, τοῦ ὄρθρου προηγοῦνται ὁ ἑσπερινὸς τὸ ἀπόδειπνο καὶ τὸ μεσονυκτικό, ὅπως, ἀνάλογα, ἡ σερενάτα - καντάδα, νυκτωδία καὶ ἡ λευκὴ σερενάτα. Ἔτσι, ὑποθέτουμε ὅτι, οἱ ὑμνωδίες τῶν κοσμικῶν ἐρώτων ἐμφανίζουν μιὰ συναλληλία μὲ τὰ θρησκευτικὰ τελετουργικὰ δρώμενα τῶν οὐράνιων ὑμνωδιῶν.
Πολλές, ἀπὸ τὶς κοσμικὲς ἐρωτικὲς ὑμνωδίες τῶν Ἀθηνῶν, ἔχοντας ὕφος λόγιο και ἠθικὸ χαρακτῆρα προσδίδοντας σεβασμὸ καὶ λατρεία στὴν γυναικεία ὕπαρξη τείνουν νὰ προσομοιωθοῦν μὲ τὶς οὐράνιες θρησκευτικὲς ὠδές.
Διαβάζουμε, λοιπόν, τὸ στοιχεῖο ποὺ μᾶς δίδει τὸ λεξικὸ τῆς Πρωίας: "σερενάτα (ιταλ. serenata, γάλλ. serenade). Ἐρωτικὸν ἆσμα αδόμενον τὴν νύκτα εν ὑπαίθρῳ, ἐν συνοδείᾳ κιθάρας ἢ μανδολίνου(κοινώς πατινάδα)".
Ἐν τέλει, βλέπουμε σὲ ὅλα τὰ παλιὰ λεξικὰ νὰ συνδέουν τὴν σερενάτα - καντάδα μὲ τὴν πατινάδα τῆς ἑλληνικῆς δημοτικῆς παραδόσεως ποὺ ἕλκει τὶς ρίζες της ἀπὸ τὸ ἀρχαιότατο ἑλληνικό μας παρελθόν.
Ὡστόσο, τὴν ὕπαρξη τῆς ἑλληνικῆς πατινάδας δὲν τὴν γνωρίζουν οἱ ξένοι καὶ θεωροῦν ἐσφαλμένα ὅτι, τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς σερενάτας - καντάδας εἶναι δικό τους. Ὅμως, οἱ ἱστορικὲς καὶ μουσικολογικὲς ἀποδείξεις δηλώνουν τὴν ἑλληνικότητα τοῦ δρωμένου.
Στοὺς ὀρφικοὺς ὕμνους του Καλλιμάχου, καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸν ὕμνο πρὸς τὴν Δῆλον, γίνεται μιὰ ἀναφορὰ στὸν χοροτράγουδο ποὺ εἶχε συνθέσει ὁ Θησέας γιὰ τὴν τελετὴ πρὸς τιμήν του Απόλλωνα. Ἐκεῖ γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἰμερόεσσα φωνή, ἡ ὁποία, μεταφράζεται ὡς γλυκιά - γαλήνια - ἐρωτικὴ φωνὴ μιᾶς ερωτικής ὑμνωδίας, τὴν συνταυτιζόμενη μὲ τὸ κανταδόρικο sotto voce τὸ χαμηλόφωνο καὶ ψιθυριστό.
Μὲ αὐτὴ τὴν λεπτομέρεια δύναται νὰ ἐννοήσουμε ὅτι, τὸ ἐρωτικὸν ἆσμα στὴν Ἑλλάδα ἄρχεται ἀπὸ τὴν προϊστορικὴ ἐποχὴ τοῦ Θησέα, τοῦ λυρωδοῦ ἄνακτος - καὶ κιθαρωδοῦ(κανταδώρου). Τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ εὐγενοῦς βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν, κάποιοι τυμβωρύχοι ἱστορικοὶ τὰ μεταβίβασαν αὐτούσια στὸν βασιλέα Δαυὶδ τῆς Παλαιστίνης ποὺ εἶναι κατὰ πολὺ μεταγενέστερος τοῦ Θησέως. Εἰδεμή, τὰ χαρακτηριστικὰ στοιχεῖα τοῦ Δαυὶδ, γνώρισμα τῆς εὐγενοῦς γενεᾶς τῶν Ἑλλήνων κιθαρωδών - μελωδῶν, Ὀρφέως, Θησέως καὶ λοιπῶν, εἶναι ξεκάθαρα ἀπομίμηση τοῦ Ἀθηναίου ἄνακτα ὅπερ σημαίνει ὅτι, καὶ ὁ Ἰουδαῖος βασιλεὺς ἐκπροσωπεῖ μιὰ μακραίωνη παράδοση τῆς γενιᾶς τῶν ἑλληνοπελασγὼν τῆς Παλαιστίνης.
Χαίρεται κι ἀγαλλιᾶσθε!!!
Ἕνα ἠχητικὸ παράδειγμα τοῦ πολιτιστικοῦ συνδέσμου τῆς σύγχρονης
σερενάτας - καντάδας μὲ τὸν ἀρχαῖο κῶμο, ἀλλά, καὶ τὴν βυζαντινή
πατινάδα(εκ του περιπατῶ καὶ ἄδω). Τὸ ἠχόραμα ἀποτελεῖ μέρος τῆς ταινίας
Ἔλα στὸ θεῖο" σὲ σκηνοθεσία Νίκου Τσιφόρου ἐν ἔτει 1950.
"Γιατί κρατᾶς κλειστὴ τὴ γρίλλια" ὁ τίτλος τῆς σερενάτας - καντάδας σὲ στίχους καὶ μουσικὴ τοῦ Γ. Μαλλίδη καὶ μὲ ἑρμηνευτές τους κιθαρωδούς, Φώτη Πολυμέρη Α' φωνὴ & Νῖκο Παπαδάκη Β' φωνή!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Συνεκδοχικά, ἀπὸ τὴν ὀνομασία Σείριος προκύπτει καὶ ἡ ὀνομασία τῶν Σειρήνων, γνωστὲς μυθολογικὲς μορφὲς μὲ μουσικὴ εὐφωνία καὶ ἑρμηνευτικὴ δεινότητα, ὅπου στὰ λατινικὰ ἔγιναν serenus καὶ ἐξὸν λέγουν οἱ δυτικοί, ἡ σερενάτα... ἑλληνικὰ παραφθαρμένα ὁμιλοῦν ἀλλὰ δὲν τὸ καταλαβαίνουν...
[2] Ἄλλωστε, καὶ στὸ ἔργο τοῦ ρομαντικοῦ Σαίξπηρ "Ένα ὄνειρο καλοκαιρινῆς νύχτας" ὅπου ἡ ὑπόθεση τοῦ ἔργου διαδραματίζεται στὴν ἀρχαία πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ὁ Φέλιξ Μέντελσον ἔγραψε μιὰ σερενάτα νυκτωδία (serenata notturna) ὅπου τὸ γαμήλειο ἆσμα ἐξελίσσονταν ὡς ἕναν δρομικὸ ἆσμα ἤτοι πατινάδα παρόμοιο μὲ ἐκεῖνο ποὺ περιγράφει ὁ Ὅμηρὸς στὴν Ἰλιάδα (ραψωδια Σ) πάνω στὴν ἀσπίδα τοῦ Ἀχιλλέα κατασκευῆς τοῦ Ἡφαίστου.
Ἐπιπλέον, ὁ Βιντσέντζος Κορνάρος, ἐμπνεύστηκε τὸν Ἐρωτόκριτο καὶ τὴν Ἀρετοῦσα ὡς Ἀθηναίους, ποὺ ζοῦν καὶ ἀναπνέουν στὴν αἰώνια πόλη τοῦ ἁγνοῦ κι ἀμόλυντου ἔρωτα μὲ τὰ ὑψηλὰ ἰδανικά, ποὺ τὰ βρίσκουμε καὶ πάλι στὶς καντάδες τοῦ ἐλαφροῦ ἀθηναϊκοῦ τραγουδιοῦ...Στην παλιὰ γειτονιά..."για ἕναν ἔρωτα ἁγνό..."(τραγούδι τοῦ Γ. Μουζάκη ποὺ τραγούδησε ἡ Ἄντζελα Ζήλια σὲ στίχους: Ἀσημακόπουλου Γιώργου, Σπυρόπουλου Βασίλη, Παπαδούκα Πάνου). Καὶ τί λέει ὁ Κορνάρος, γιὰ τὴν μεσαιωνικὴ Ἀθήνα;... ὅτι, ὃ Ἐρωτόκριτος ἔπαιρνε τὸ λαοῦτο του (ἕνα εἶδος ἀνατολίτικης κιθάρας) τὴν νύκτα καὶ σιγανοπερπάτει (πατινάδα ἐκ τοῦ πατῶ /περπατῶ) καὶ τὸ χτύπαγε γλυκὰ καὶ τραγουδοῦσε σὰν ἀηδόνι:
"Kι ὄντεν ἡ νύκτα ἡ δροσερὴ κὰθ' ἄνθρωπο ἀναπεύγει, καὶ κάθε ζὸ νὰ κοιμηθεῖ τόπο νὰ βρεῖ γυρεύγει, ἤπαιρνεν τὸ λαγοῦτο του, κ' ἐσιγανοπορπάτει, κ' ἐκτύπα-ν τὸ γλυκιά-γλυκιὰ ἀνάδια στὸ Παλάτι. Ἦτον ἡ χέρα ζάχαρη, φωνὴ εἶχε σὰν τ' ἀηδόνι· κάθε καρδιά, νὰ τοῦ γρικά, κλαίγει κι ἀναδακρυώνει. Ἤλεγεν κι ἀνεθίβανεν τῆς Eρωτιὰς τὰ Πάθη, καὶ πὼς σ' Aγάπη ἐμπέρδεσεν, κ' ἐψύγη κ' ἐμαράθη." (ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ στίχ. 375-380)
-ΡΩΜΑΙΙΚΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, Arnoldus Passow, DXXXII a. ΤΟ ΒΡΑΔΥ Μ, Ι. 228 ΑΘΗΝΑΙ, Χ. ΤΕΓΟΠΟΥΛΟΣ - Ν. ΝΙΚΑΣ, ATHENIS
-Λεξικόν, Κωνσταντίνου Μιχαὴλ Κουμά, τόμος πρῶτος Α- Λ
-Λεξικὸν τῆς Πρωίας, λῆμμα σερενάτα
-Ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικὸν τῆς Πρωίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου