ЭIЄ
Ὁ ὅρκος τῶν Ἀθηναίων στὸν Ἄγνωστο Θεὸ κι ὁ ναὸς ποὺ ἔκτισε ὁ Ἀπόλλων
Εἶναι γνωστὸ ὅτι, εἰς τὴν Ἀθήνα, τῶν ἀρχαίων χρόνων, συνηθίζονταν ἡ θρησκευτικὴ λατρεία πρὸς τὶς πατρῶες θεότητες.
Συμφώνως λοιπὸν μὲ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου τὸ προσωνύμιο Ἄγνωστος Θεός, ἀποδίδεται εἰς τὸ Θεῖον ἢ εἰς οἱανδήποτε θεότητα ἀγνοούμενη στὸ ὄνομα καὶ τὴν μορφή της. Ὠσαύτως εἶναι κι ὁ ὁρισμὸς τοῦ θεολόγου Ὄελχερ, ὅπου, κατατέθηκε στήν ''Πραγματογνωστικὴ Ἐγκυκλοπαίδεια''.
(Ἡ πρεσβεία τῶν Ἑλλήνων ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ)
ἔρευνα καὶ συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Εἶναι γνωστὸ ὅτι, εἰς τὴν Ἀθήνα, τῶν ἀρχαίων χρόνων, συνηθίζονταν ἡ θρησκευτικὴ λατρεία πρὸς τὶς πατρῶες θεότητες.
Ὡστόσο, πέραν τῆς λατρείας τῶν δώδεκα θεῶν κι ἄλλων δευτερευόντων θεοτήτων ὑπῆρξε παράλληλα καὶ ἡ λατρεία εἰς τὸν Ἄγνωστο Θεό.
Ὡς ἐκ τούτου, σὲ ἀρκετὰ σημεῖα τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, εἶχαν τοποθετηθεῖ βωμοὶ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Τῷ ἀγνώστῳ Θεῶ». Ἐμφορούμενοι τὴ συνηθεία ταύτη ὁρκίζονταν εἰς αὐτὸν προσφωνῶντας τὴ φράση «Νὴ τῷ ἀγνώστῳ» , δηλαδὴ "Μὰ τὸν Ἄγνωστο Θεὸ"(Δες Λουκιανός, Φίλοψ 9).
Ἐνδεικτικὴ ἦταν ἀγάπη τῶν ἐλεύθερων Ἀθηναίων πολιτῶν γιὰ τὴν ὑπέρτατη ἰδέα τοῦ Ἀγνώστου ἤτοι καὶ Ὑψίστου Θεοῦ, -ποὺ εἰσήγαγε ὡς ἔννοια πρῶτος ὁ Κέκροψ Α'-οὕτως ὥστε νὰ ευρίσκετο βαθύτατα ριζωμένη στὴν διανόηση τους.
Ἐν τούτοις, κάθε ἡμέρα ποὺ ξημέρωνε ἀναζητοῦσαν κάποια νέα γεγονότα μιὰ καινούργια πληροφορία.
Ἡ συγκυρία ταύτη συμπίπτει μὲ τὴν ἐποχὴ τῆς διάδοσης τοῦ Ἁγίου Εὐαγγελίου ἤτοι καὶ Καῖνὴ Διαθήκη ἀπὸ τοὺς Ἀποστόλους τοῦ Χριστοῦ.
Μέσα στὴν Ἁγία Γραφή, καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὶς Πράξεις τῶν ἀποστόλων, στὴν ἑξῆς περικοπὴ γίνεταιη ἀναφορὰ περὶ τοῦ θέματος: «᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.» (κεφ. ΙΖ).
Ἐκεῖ, μάλιστα, εἰς τὸν προοιμιακό του λόγο, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐξαίρει τοὺς Ἀθηναίους πολῖτες, λέγοντας πὼς εἶναι οἱ πιὸ θεοσεβούμενοι ἅπαντες τῶν ἀνθρώπων: «ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.»(ο.π. κεφ. ΙΖ, 22).
Τὸ ἑλληνικὸ γραμματόσημο, μὲ τὴν ἀπεικόνιση τοῦ βωμοῦ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα, ποὺ φέρει τὴν ἐπιγραφὴ "τῷ Ἀγνώστω Θεῷ", ποὺ κυκλοφόρησε τὸ 1951.
Παράλληλα, δύο ἄλλοι χριστιανοὶ θεολόγοι, ὁ Θωμᾶς Σκὸτ καὶ ὁ Βὰν ντὲρ Ἀα, ὑποστήριξαν ἐπισήμως ὅτι ὁ ἀναξερεύνητος Θεὸς τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, δηλαδὴ ὁ Ὕψιστος Θεός, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἔννοια ταυτόσημη μὲ τὸν Ἄγνωστο Θεὸ τῶν Ἑλλήνων.
Κανεὶς βεβαια δὲν γνωρίζει, ἐπακριβῶς, τὴν ἀπαρχὴ αὐτῆς τῆς συγκεκριμένης λατρείας τῶν Ἑλλήνων πρὸς τὸν Ἄγνωστο Θεό, καθότι, χάνετε εἰς τὴν ἄχλην τοῦ χρόνου.
Πρῶτος ὁ ἱστορικὸς Ἡρόδοτος περιγράφει ὅτι, οἱ Ἀθηναῖοι, κατὰ τὴν περίοδο τῶν περσικῶν πολέμων, λησμόνησαν νὰ ἀποδώσουν τιμὲς στὸ θεὸ Πάνα μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐμφανισθεῖ ὁ ἴδιος ὁ θεὸς ὑπερβατικῶς διὰ νὰ παραπονεθεῖ γιὰ τὴν παράλειψη τῆς λατρείας του.
Οὗτοι λοιπόν, ἐπινόησαν τὴν λατρεία ἑνὸς ἀγνώστου θεοῦ διὰ νὰ μὴ παραλειφθεῖ, ἐφεξῆς, οἱοσδήποτε ἀγνῶστος πρὸς αὐτοὺς θεός. Δηλονότι ὅμως γνωρίζουμε πὼς ἡ πλειονότητα τῶν Ἑλλήνων, παρὰ τὴν ἄγνοια, ἠδύνατο νὰ ἀντιληφθεῖ τὴν ἔννοια τοῦ θεοῦ, περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο λαό, διὰ μέσῳ τῶν σοφῶν τῆς ἑκάστοτε ἐποχῆς, ἀδυνατῶ νὰ πιστέψω τούτη τὴν ἀφελῆ ἐξιστόρηση τοῦ Ἡροδότου. Ἄλλωστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος τὸ ἀναφέρει ξεκάθαρα - "αὐτὸν ποὺ ἐσεῖς ἀγνοεῖται τοῦτον ἐγὼ ἀναγγέλω" (ο.π. Πράξ. Ἄποστ. ΙΖ 24).
Ἐάν, βέβαια, ξετυλίξουμε ἀργά - ἀργὰ τὸ κουβάρι τῆς ἱστορικῆς πλοκῆς, θὰ ἀντικρίσουμε γυμνή την κεκρυμμένη ὁδὸ τῆς ἀληθείας.
Ἡ ἀρχὴ τοῦ νήματος ἐπιζητάτε εἰς ἐκεῖνα τὰ χρόνια του Πανδιονίδη Βούτη, τοῦ πρώτου ἱερέα τῶν Ἀθηνῶν. Ὁ Βούτης ἦταν ἀδερφός του Ἐρεχθέα καὶ γιὸς τοῦ βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Πανδίωνα. Ὅταν πέθανε ὁ Πανδίων, ὁ Ἐρεχθέας κληρονόμησε τὴν βασιλεία καὶ ὁ Βούτης[1] την ἱεροσύνη τοῦ Ποσειδῶνα καὶ τῆς Ἀθηνᾶς πολιάδος.
Σὲ κάποια ἄγνωστη πρὸς ἐμᾶς ἐποχή, ὁ Βούτης, μαζὶ μὲ τὸν Μίνωα, τὸν βασιλιᾶ τῆς Κρήτης, ταξίδεψαν στὴν Αἴγυπτο. Κατὰ τὴν παραμονή τους στὴν Αἴγυπτο ὁδηγήθηκαν στὴν ἀνακάλυψη ἀρχαίων παπύρων μὲ ἱερογλυφικὴ γραφή. Ἀνάμεσα στοὺς παπύρους βρέθηκε καὶ ἡ θεολογικὴ βίβλος τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ Τρισμεγίστου.
Μιὰ ἑτέραν ἐκδοχὴν θέλει τὸν βωμὸ τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ νὰ βρίσκονταν τοποθετημένος στὴν Πνύκα, ἐκεῖ ὅπου γίνονταν ὅλες οἱ δημοκρατικὲς συνελεύσεις.
Ἄλλες ἱστορικὲς καταγραφὲς ὑποστηρίζουν πὼς ὁ βωμὸς βρίσκονταν στὸ Φάληρο ἢ στὴν Ἀκρόπολη.
Τοῦτα τὰ χειρόγραφα, ὁ Βούτης, ποὺ ὡς Ἀθηναῖος ἱερεύς - γραμματικὸς εὑρίσκετο σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο μορφώσεως ἀπὸ τὸν κρηταγενῆ Μίνωα, τὰ μετάφρασε ἀπὸ τὰ ἱερογλυφικὰ στὴν ἱερατικὴ γραφὴ καὶ τὰ μετέφερε ἔπειτα εἰς τὴν Ἀθήνα φυλάττωντας τα, εἰς τὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ὡς ἱερὰ κείμενα (μαρτυρία τοῦ γραμματολόγου Ἰωάννου Στοβαίου).
Ἐπὶ τῷ πλείστων, οἱ βίβλοι τοῦ Ἑρμοῦ, ὀνομάζονταν καὶ νόμοι. Ὁ Αἰσχύλος, στὴν τραγωδία του "Ἱκέτιδες", ἀναφέρεται ξεκάθαρα στὰ ἱερατικὰ κείμενα τοῦ Ἑρμοῦ, λέγοντας τὰ ἑξῆς: «Ἑρμῆς ὅδ᾽ ἄλλος τοῖσιν Ἑλλήνων νόμοις» (στιχ. 220) μετάφραση: [Ἐδῶ, ἐπίσης, εἶναι ὁ Ἑρμῆς, σύμφωνα μὲ τοὺς παλαιοὺς Ἑλληνικοὺς ἐθιμοτυπικοὺς νόμους].
Συμφώνως μὲ τὸ λεξικὸ τῶν Liddel & Scott ἡ λέξη νόμος, ἐκ τοῦ ρήματος νομίζω, δηλώνει τὴν διοίκηση καὶ διακυβέρνηση μιᾶς πολιτείας σύμφωνα μὲ παλαιοὺς νόμους καὶ ἔθιμα.
Οἱ παλαιοὶ νόμοι τοῦ Ἑρμοῦ τοῦ Τρισμεγίστου στηρίζονταν πάνω σ' ἕνα θεολογικὸ περιεχόμενο. Τὸ κεντρικὸ πρόσωπο αὐτῆς τῆς θεολογίας ἦταν ὁ Ποιμάνδρης, ὁ δημιουργὸς τῶν πάντων, δηλαδὴ ὁ Πᾶν-δημιουργός.
Παρὰ ταῦτα, ὁ Ποιμάνδρης μὲ τὴν τριαδικὴ ὁμοούσιο ὑπόσταση ἦταν ἕνα ἄγνωστο Ὀν γιὰ τὴν ἀνθρωπότητα.
Ὁ ἄνθρωπος, μετὰ τὴν πτώση ἀπ' τὴν πρωτόπλαστη φύση του, δὲν μποροῦσε νὰ διακρίνει τὸ πρόσωπο τοῦ Πλάστη του. Ἔτσι λοιπόν, ὁ Θεὸς δημιουργὸς θεωροῦνταν πλέον ἄγνωστος γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Ὁ Ἑρμῆς ἦταν ὁ πρῶτος, ἀπὸ τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων, ποὺ δέχθηκε μετὰ θείας ἀποκαλύψεως τὴν ἐπίσκεψη τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ νουθεσία τοῦ Ποιμάνδρη καταγράφηκε σὲ παπύρους στὴν ἱερογλυφικὴ γραφὴ καὶ μεταφράστηκε, ὅπως εἴπαμε, ἀπὸ τὸν Ἀθηναῖο ἱερέα Βούτη.
Τὰ κείμενα αὐτὰ χρησιμοποίησαν στὶς θεολογικές τους διδασκαλίες, ὁ Ὀρφέας, ὁ ἐξ Ἀθηνῶν Μουσαῖος, ὁ ἐξ Αἰγύπτου Ἑβραῖος Μωυσῆς ἀλλὰ καὶ πληθώρα ἄλλων Ἑλλήνων φιλοσόφων.
Ἡ σημαντικοτέρα μαρτυρία τῶν ἑρμητικῶν κειμένων ἦταν ἡ ἀναφορὰ τῆς ἐνανθρώπησης τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ διὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Μέχρι τότε οἱ ἄνθρωποι εἶχαν ἄγνοια Θεοῦ κι αὐτο συντελοῦσε στὴν ἀνέγερση βωμῶν, ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς καὶ τοποτηρητὲς Ἀθηναίους, εἰς τὸν Ἕναν Ἄγνωστο Θεό.
Ἕναν ἀπὸ αὐτοὺς τοὺς βωμούς, περὶ τῷ Ἀγνώστω Θεῷ, συνάντησε κι ὁ ἀπόστολος Παῦλος, μὲ τὸν ἐρχομό του στὴν Ἀθήνα κατὰ τὴν ἐποχὴν τῶν ἑλληνορωμαϊκῶν χρόνων. Τὸ ἐδάφιο τῆς Ἁγίας γραφῆς περιγράφει τὰ ἑξῆς: «διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν». (Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ΙΖ' 23).
Ἡ πρώτη εἰκόνα εἶναι ἡ ἁγιογραφία ποὺ δείχνει τὸν Ἀπόστολο Παῦλο στὴν Ἀθήνα δίπλα στὸ βωμὸ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ, ἐνῷ γύρω ἀπὸ τὸ πλαίσιο τῆς εἰκόνας εἰπικάθηνται περιμετρικὰ οἱ ἐπιφανεῖς ἅγιοι ἐξ Ἀθηνῶν. Στὴν δεύτερη ἁγιογραφία ἐμφανίζεται πάλι ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν στὸν Ἄρειο Πάγο νὰ κηρύττει τὴν Χριστιανικὴ πίστη ἐνῷ στὶς ὑπώρειες τῆς Ἀκροπόλεως διακρίνεται ὁ βωμὸς τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ. Ἡ τοποθέτηση τοῦ βωμοῦ στὸ σημεῖο αὐτὸ δὲν εἶναι τυχαία καθότι μιὰ διασωζόμενη μαρτυρία Καπουτσίνων μοναχῶν, ποὺ δροῦσαν στὴν Ἀθήνα κατὰ τὸν 17ο αἰῶνα, θέλει τὸν βωμὸ τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ τοποθετημένο στὸν Παρθενῶνα, μὲ ἐγχάρακτη τὴν ἑξῆς ἐπιγραφή: «Στοὺς θεοὺς τῆς Ἀσίας καὶ τῆς Εὐρώπης καὶ τῆς Ἀφρικῆς, στὸὺς ἀγνώστους καὶ ξένους Θεοὺς» (Ἐγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ, τόμος Ἄ, λῆμμα «Ἄγνωστος Θεός»).
Ὁ περιηγητὴς Παυσανίας περιγράφει τὴν ὕπαρξη ναοῦ κι ὄχι ἁπλᾶ ἑνὸς βωμοῦ ἀφιερωμένου στὸν Ἄγνωστο Θεό. Αὐτὸς ὁ ναὸς ἢ βωμὸς βρίσκονταν στὴν περιοχὴ τοῦ Φαλήρου.
Ἐπί μέρους στοιχεῖα, γιὰ τὸ ναὸ τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ στὴν Ἀθήνα, μᾶς παρέχουν τὰ θεολογικὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου.
Ἡ ἀναφορὰ τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου ὁμιλεῖ, γιὰ τὴν ἀνέγερση τοῦ ἐν λόγῳ ναοῦ ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα, ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως ὡς μοναδική. Διὰ τοῦτο, ἐκ πολλῶν, ἀμφισβητεῖται ἡ γνησιότητα τῶν λεγομένων, ἂν καὶ ταυτίζεται ἀπολύτως μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ περιηγητοῦ Παυσανία. Ἄλλωστε, μοιάζει ἐντελῶς ἀδιανόητο, γιὰ ἕναν ἱεράρχη της τοῦ Χριστοῦ ἀλήθειας, ἡ μαρτυρία ἑνὸς ψεύδους, εἰδικὰ σὲ μιὰ ἐποχὴ ποὺ τὸ ἀρχαῖο ἑλληνικὸ πνεῦμα εἶχε στιγματιστεῖ ἀπὸ τὰ σκοτεινὰ κέντρα ὡς ἀκάθαρτο καὶ εἰδωλολατρικό.
Ἐν τούτοις, ἴσως πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἀρκετὰ παρακινδυνευμένη ἡ ἀπόφαση διάσωσης μιᾶς τόσο σημαντικῆς γνώσης, ἡ ὁποία θὰ ἄλλαζε ἀντισυμβατικὰ τὴν ροὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας. Τὸ μόνο σίγουρο εἶναι πὼς θὰ μποροῦσε νὰ ἀποβεῖ μοιραῖα γιὰ τὴν περαιτέρω σταδιοδρομία τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου, ἀφοῦ οἱ ἐχθροὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ καιροφυλακτοῦσαν ἀνὰ πᾶσα στιγμήν. Δὲν δείλιασε, ὅμως, ὁ μεγάλος ἱεράρχης καὶ παρέδωσε εἰς τοὺς αἰῶνας τὴν ἀποκρυπτόμενη ἀλήθεια, ποὺ κάποιοι θέλησαν ἐπιβούλως κι ἐνσυνειδήτως νὰ ἀποκρύψουν.
Ἐπιπλέον, στὰ ἐπί μέρους σχόλια, παρατίθενται μαρτυρίες περὶ τῶν προφητικῶν λεχθέντων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων διά την ἐνανθρώπιση τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν σταυρικὴ Τοῦ θυσία, γιὰ τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὰ γραφόμενα βρίσκονται στὸ βιβλίο, "ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ/ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ" καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ κεφάλαιο "ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΝΑΟΥ". Ἰδοὺ καὶ τὰ σχόλια τοῦ κειμένου: «Καί ταῦτα μέν πρὸς τούς ἀφελεστέρους τῶν Ἑλλήνων ἠγοῦν ἀγραμμάτοις, εἰς θεογνωσίαν φέροντα ὑποδείγματα, πρός δέ τούς παρά αὐτοῖς σοφούς, ἐκ φιλοσόφων ἀρχαίων δυνατῶν, μαρτυρίας πολλάς περί θεοσέβειας τινές Ἑλλήνων σοφοί ἔφασαν, ἀλλά καί τήν τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίαν ἀμυδρῶς προεμήνυσαν. καί γάρ πρό πολλῶν χρόνων ταῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας, σοφός τίς ὀνόματι Ἀπόλλων, θεόθεν, ὡς οἶμαι, ἐπικινηθείς, ἔκτισε τόν ἐν Ἀθήναις ναόν, γράψας ἐν αὐτῷ βωμῷ, ἀγνώστῳ θεῷ· ἐν αὐτῷ τοίνυν συνήχθησαν οἱ πρώτοι τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι, ἵνα περί τοῦ ναοῦ ἐρωτήσωσιν αὐτόν, καί περί προφητείας καί θεοσέβειας, ὧν τά ὀνόματα ἐροῦμεν ταῦτα. Πρῶτον Τίτων, δεύτερος Βίας, τρίτος Σόλων, τέταρτος Χείλων, πέμπτος Θουκυδίδης, ἑκτός Μένανδρος, ἕβδομος Πλάτων. οὗτοι οἱ ἑπτά φιλόσοφοι ἔφησαν τῷ Ἀπόλλωνι· Προφήτευσον ἡμῖν, προφῆτα, ὦ Ἄπολλον, τίς ἐστιν ὅδε εἶπον. τίνος ἔτι ὁ μετά σέ βωμός οὗτος; πρὸς οὕς ὁ Ἀπόλλων ἔφη· Ὅσα μέν πρὸς ἀρετήν καί κόσμον ὀρώρετε ποιεῖν, ποιεῖτε. ἐγώ γάρ ἐφετμεύω τρισένα ὑψιμέδοντα. οὗ λόγος ἄφθεγκτος ἐν ἀδείω κόρη ἔγκυμος ἔσται, ὥσπερ πυροφόρον τόξον ἅπαντα κόσμον ζωγρήσας, πατρί, προσάξει δῶρον. Μαρία δέ τό όνομα αὐτῆς.» Είναι φανερό ότι, Ο Απόλλων, σύμφωνα με τα γραπτά του Αγίου Αθανασίου προφητεύει Ένα Τριαδικό Θεό «ἐφετμεύω τρισένα ὑψιμέδοντα» (Ἐπίσης, δεῖτε στὸ κάτωθι εἰκονίδιο, τὰ λεχθέντα τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Ἀγνώστου Θεοῦ στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ἀπὸ τὸν Ἀπόλλωνα, ἀπὸ τὴν ἔκδοση ποὺ βρίσκεται στὴν ἐθνικὴ βιβλιοθήκη τῆς Ἀθήνας).
Φωτογραφία ἀπὸ τὴν ἔκδοση
τῆς μελέτης τοῦ Ἁγίου Ἀθανασίου εὑρισκόμενη στὴν ἐθνικὴ βιβλιοθήκη
τῆς Ἀθήνας
Ἡ μονοθεϊστικὴ θεώρηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων θεολόγων ὑποδηλώνει τὴν παρουσία τοῦ μονοθεϊσμοῦ στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὀρφέα καὶ τοῦ Μουσαίου.
Οἱ δύο αὐτοὶ μεγάλοι γραμματοδιδάσκαλοι μετέδωσαν τὴν θεωρία τοῦ μονοθεϊσμοῦ σὲ ὅλη τὴν μεσόγειο μὲ κέντρο τὴν Ἑλλάδα. Κυρίως δὲ στὴν Ἀθήνα ὅπου ὁ Μουσαῖος ἐγκαθίδρυσε τὰ Ἐλευσίνια μυστύρια μαζὶ μὲ τὸν υἱό του Εὔμολπο.
Ὑπῆρξαν τόσο λαμπρὰ τὰ ἔργα τῶν προαναφερθέντων Ἑλλήνων θεολόγων - λυρικῶν ποιητῶν ὅπου ἔφτασαν στὴν θέωση. Μάλιστα, ὁ Ὀρφέας, ἐμφανίζεται σὲ εἰκονογραφία ἐκκλησιαστικοῦ κώδικα, τῆς ἁγιορείτικης μονῆς Ἁγ. Παντελεήμονος, μὲ φωτοστέφανο ἁγίου. Ἰδοὺ καὶ ἡ εἰκόνα...
(κώδικας 6, φ.165β)
«Εἰς την κάτω σκηνήν, ἔμπροσθεν λόφου, κάθηται ὁ Ὀρφεύς, περιέργως μὲ φωτοστέφανον, ὡς εἰς τὴν ἀνάλογον παράστασιν ὁ Δαβίδ, καὶ παίζει τὴν κιθάραν του. Τὸν περβάλλουν ἄγρια ζῶα, τὰ ὁποῖα ἐξημέρωσεν ἡ μουσική. Βάθος βαθυκύανον
(Ὁμιλία 10 : Εἰς τὰ ἅγια Φῶτα).
[Θησαυροὶ τοῦ Ἁγίου Ὅρους εἰκονογραφημένα χειρόγραφα,
τόμος 2 / μέρος Α & Β]. Στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρχε ἡ Λεοντίδα φυλὴ προερχόμενη ἀπὸ τὸν μυθικὸ Λέοντα, γιὸ τοῦ Ὀρφέα.»
Ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Ὀρφέα μέχρι καὶ τὴν ἐποχὴ τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἡ κοινότητα τῶν Ἑλλήνων μονοθεϊστὼν θὰ πρέπει νὰ συμβίωνε παράλληλα μὲ τοὺς πλέον ἐντεταγμένους πολυθεϊστές, πέριξ των ἀκτογραμμῶν τῆς Μεσογείου θάλαττας ἀλλὰ κυρίως στὴν ἠπειρωτικὴ Ἑλλάδα.
Τὸν ἐμφάνιση τους εἰς τὴν Παλαιστίνη περιγράφει τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου στὴν ἑξῆς περικοπὴ ἡ ὁποία διαβάζεται τὴν Μεγάλη Ἑβδομάδα: «῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν. ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ· ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.» (κεφ. ΙΒ', 20-23), μετάφραση: [Ἦταν τότε μερικοὶ Ἕλληνες ἀπὸ ἐκείνους ποὺ ἀνέβαιναν γιὰ νὰ προσκυνήσουν στὴν ἑορτή. Αὐτοὶ λοιπὸν πλησίασαν τὸ Φίλιππο, ποὺ ἦταν ἀπὸ τὴ Βηθσαϊδᾶ της Γαλιλαίας, καὶ τὸν παρακαλοῦσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε νὰ δοῦμε τὸν Ἰησοῦ». Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ τὸ λέει στὸν Ἀνδρέα. Ἔρχονται ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος καὶ τὸ λένε στὸν Ἰησοῦ. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀποκρίνεται λέγοντας: «Ἔχει ἔρθει ἡ ὥρα νὰ δοξαστεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου».].
Ἐσφαλμένες ἀπόψεις, παλαιῶν καὶ σύγχρονων θεολόγων - μεταφραστῶν, τῆς συγκεκριμένης περικοπῆς τοῦ Εὐαγγελίου, ὁδήγησαν εἰς τὴν παρανοημένη ἐξήγηση ὅτι πρόκειται περὶ Ἰουδαϊκῆς καταγωγῆς Ἕλληνες ποὺ ζήτησαν νὰ συναντήσουν τὸν Χριστό.
Ὡστόσο, σὲ παραπομπὴ τοῦ Μέγα Συναξαριστῆ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, εὑρισκόμενη στὸ ἁγιολόγιο τοῦ Ἁγίου μάρτυρος Κορνηλίου του ἐκατόνταρχου, δίδεται λεπτομερῶς ἡ προέλευση αὐτῆς τῆς ἐλάσσονος ὁμάδας ποὺ κινήθηκε μὲ θεία περιέργεια πρὸς τὸν Θεάνθρωπο διὰ τὴν ἀναζήτηση τῆς ἀληθοῦς του ταυτότητας.
Τὴν ἑρμηνεία τούτη καὶ τὸν ἱστορικὸ συσχετισμό, ποὺ ἀποδεικνύει τὴν ἑλληνικότητα τῶν προσκυνητῶν τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, παρέδωκε βιβλιογραφικὸς ὁ Κύριλλος ὁ Ἀθηναῖος, ὁ ἐπονομαζόμενος ἐξ Ἀλεξανδρείας.
Τὰ συμφραζόμενα ἐκ τοῦ Μηνολογίου εἶναι ταῦτα: «Ὁ Ἀλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος ἑρμηνεύων τὸ δωδέκατο κεφάλαιον τοῦ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγελίου, καὶ ἐρχόμενος εἰς τὴν περικοπὴν τὴν λέγουσαν «Ἦσαν δὲ τίνες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων, ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ», λέγει, ὅτι οἱ Ἕλληνες οὗτοι δὲν ἦσαν πολύθεοι καὶ εἰδωλολάτραι, καθὼς ἦσαν οἱ ἄλλοι Ἕλληνες καὶ Ἐθνικοί. διότι πὼς ἠδύναντο νὰ ἀναβοὺν εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα διὰ νὰ ἑορτάσουν τὸ τῶν Ἑβραίων Πάσχα καὶ νὰ προσκυνήσωσιν ἐν τῷ Ναῷ τοῦ Σολομῶντος; Ἄλλ' οὔτε πάλιν ἦσαν περιτετμημένοι καὶ πάντα τὰ τῶν Ἰουδαίων παραδεχόμενοι. Ἀλλὰ τὴν μὲν πολυθεΐα τῶν Ἑλλήνων καὶ Ἐθνικῶν ἀπεστρέφοντο, τὴν δὲ μοναρχίαν τοῦ ἑνὸς Θεοῦ, τὴν ἀπὸ τῶν Ἰουδαίων κηρυττόμενην, ἀπεδέχοντο. ὁμοίως καὶ πολλὰ ἠθικὰ ἐκ τοῦ Ἰουδαϊκου νόμου ἐφύλαττον, ὅσα ἦσαν εἰς τὸν φυσικὸν νόμον σύμφωνα, οὐχὶ δὲ καὶ πάντα, ὅσα δηλαδὴ περιέχει τὸ τελετουργικὸν μέρος αὐτοῦ. Εἰς δὲ ἐξ αὐτῶν ἦτο καὶ ὁ θεῖος Κορνήλιος ὁ Ἑκατόνταρχος, περὶ οὐ γράφουσιναι πράξεις τῶν Ἀποστόλωνεν Κεφαλαίω δεκάτῳ» (Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, Σεπτεμβρίου ΙΓ, Ἅγιος Κορνήλιος) [2].
Οἱ Ἕλληνες, λοιπόν, αὐτοὶ οἱ ἄριστοι τῶν ἀρίστων, μιὰ κάστα διανοουμένων, ἡ ἀφρόκρεμα τοῦ ἀριστοκρατικοῦ πνεύματος τῶν φιλοσόφων τῆς Ἑλλάδος, οἱ ἀναζητοῦντες τὴν ἀλήθεια, προσέγγισαν τὸν Ἰησοῦ Χριστό.
Ἄραγε, τί νὰ ἦταν αὐτὸ ποὺ ἔκανε ἄμεσα τὸν Θεάνθρωπο, τὸν πλάστη τοῦ κόσμου, νὰ τοὺς ἐγκωμιάσει καὶ κατὰ τὰ λεγόμενα τοῦ Εὐσέβιου Παμφιλίας νὰ ἐπαινέση τὴν Ἑλληνικὴ φυλή; Ἕνα εἶναι βέβαιο. Ἡ προφητεία τοῦ Θεανθρώπου γιὰ τὸ γένος τῶν Ἑλλήνων, ὅτι θὰ δοξάσει τὸν Θεὸ διὰ τῆς κραταιᾶς πίστεως στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, βγῆκε ἀληθινή.
Χονδρικά, σύμφωνα μὲ τὰ συγκεντρωτικὰ ποσὰ τῶν μαρτύρων ἀπὸ τοὺς βίαιους διωγμούς, ἐκ τῶν 11.000.000 ἑκατομυρίων μαρτύρων τῆς χριστιανικῆς πίστεως τὰ 10.000.000 ἑκατομύρια ἦταν Ἕλληνες, πάνω στὸ ἄνθος τῆς ἡλικίας τους, καθὼς λέγει ὁ γέροντας Ἰωσὴφ ὁ Βατοπαιδινὸς σὲ μία ζωντανὴ ὁμιλία του ποὺ ἔχει ἀναρτηθεῖ στὸ διαδίκτυο.
Παρὰ ταῦτα, γεννᾶται ἡ εὔλογη ἀπορία. Ἴσως, νὰ μὴ μάθουμε ποτὲ τὸ τί διημείφθη μεταξὺ τῶν δύο πλευρῶν.
Ἐν τούτοις, μιὰ ἐπιπλέον σημαντικὴ μαρτυρία, διασωζόμενη στὴν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Τίτου, ξεδιαλύνει τινὰ τὸν γρῖφο τῆς προέλευσης τῶν ἐπονομαζομένων Ἑλλήνων.
Στὸ Συναξαριστὴ (τόμος Ἡ', Αὐγούστου ΚΕ') ὅπου ὑπάρχει ὁ βίος τοῦ Ἁγίου Τίτου, ἀναφέρεται ἐκ πρώτης ἡ Ἑλληνική του καταγωγὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένα ὅτι προέρχεται ἀπ' τὸ γένος τοῦ πανάρχαιου βασιλέα τῆς Κρήτης Μίνωα. Νεαρὸς ὄντας, ὁ Τίτος, μὲ ἰδιαίτερη ἐπιμέλεια σπούδασε τὰ ἑλληνικὰ γράμματα.
Τὴν περίοδο ἐκείνη, ἀνθύπατος καὶ ἡγεμὼν τῆς Κρήτης, ἤτανε ἕνας θεῖος του Τίτου. Ἐν εὐθέτῳ χρόνῳ, ὁ ἀνθύπατος - ἡγεμὼν τῆς Κρήτης, πληροφορεῖται ὅτι ἔχει ἐπέλθει ἡ σωτήριος γέννηση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὴν Παλαιστίνη καὶ ὅτι πληρώσας τὴν ἡλικία τριων δεκαετιῶν ἄρχισε νὰ διδάσκει καὶ νὰ ποιεῖ θαύματα εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ στὰ πέριξ αὐτῆς.
Τότε ὁ ἡγεμών, ἀφοῦ συμβουλεύθηκε τὴν γερουσία τῶν πρώτων ἀρχόντων τῆς Μεγαλονήσου, ἀπέστειλε τὸν ἀνιψιό του Τίτο, ποὺ εἶχε ἤδη ἐνηλικιωθεῖ. Τὸν θεωροῦσε τὸν πιὸ ἄξιο γιὰ νὰ τοῦ μεταφέρει λεπτομερῶς ὅσα θὰ τοῦ γίνονταν ἀντιληπτά.
Ταξιδεύοντας λοιπὸν ὁ Τίτος στὴν Παλαιστίνη συναντᾶ τὸν Δεσπότη Χριστὸ καὶ χωρὶς καμία ἀμφιβολία τὸν προσκυνάει ὡς μοναδικὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα, καθ' ὅσον πρῶτα ἀντιλήφθηκε ἰδίοις ὄμμασι τὰ θαυμαστὰ τῆς παρουσίας τοῦ Θεανθρώπου.
Ἀξιώθηκε ἀκόμη νὰ δεῖ τὰ πολλὰ Τοῦ θαύματα, τὰ θεῖα πάθη τὴν Σταύρωση καὶ τὴν Ἀνάσταση Του. Πιστεύσας στὸν Ἰησοῦ Χριστὸ συναριθμήθηκε μετὰ τῶν ἐκατὼν εἴκοσι μαθητῶν ποὺ ἔλαβαν τὸ Ἅγιον Πνεῦμα κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ὁ Ἕλληνας Ἅγιος κι ἀπόστολος Τίτος μὲ
καταγωγὴ ἀπὸ τὸ γένος τοῦ Μίνωα.
Ἡ ἐνδιαφέρουσα πτυχή, στὴν ἐν λόγῳ βιογραφία, εἶναι πιθανὴ συνάντηση τοῦ νεαροῦ τότε Τίτου μὲ τὸν Χριστό, εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα, ὅπως περιγράφεται στὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιο.
Ἐνδεικτικὴ εἶναι ἡ ἀπόκρυψη τῶν ὀνομάτων τῆς ὁμάδας τῶν Ἑλλήνων ἀπὸ τὸν θεόπνευστο εὐαγγελιστὴ ποὺ ἴσως νὰ ἦταν γνωστὰ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες. Ἡ προσωπική μου ἐκτίμηση συγκεντρώνει τρία πρόσωπα ἐκ τῆς ὁμάδος τῶν Ἑλλήνων ἐπισκεπτῶν ἤτοι οἱ δύο Ἀθηναῖοι Ἀρεοπαγῖτες, Ἅγιος Ἰερόθεος καὶ Ἅγιος Διονύσιος καὶ ὁ Ἅγιος Τίτος ἐκ Κρήτης (καὶ οἱ τρεῖς ἐκπροσώπησαν τὴν Ἑλλάδα ἅπασα εἰς τὴν Κοίμηση τῆς Παναγίας Θεοτόκου στὰ Ἱεροσόλυμα).
Ἀφοῦ λοιπὸν ὁ προσδιορισμὸς δηλεὶ ξεκάθαρα τὴν ἐθνολογικὴ προέλευση τῶν ἀτόμων ἀπὸ τὴν Ἑλλάδα, εἶναι ἐπίσης φυσικό, κάποιος ποὺ ταξιδεύει ἀπὸ τόσο μακριά, νὰ μὴ ταξιδεύει μόνος του.
Οἱ ἀκόλουθοι τοῦ Τίτου, Ἕλληνες βεβαίως κι αὐτοί, εἶναι ὁ λόγος ποὺ ὁ Ἰωάννης, ἀλλὰ καὶ οἱ ὑπόλοιποι μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, τοὺς ἀναγγέλουν ὡς ὁμάδα ἑλληνικῆς πρεσβείας. Καὶ πράγματι αὐτὸ προκύπτει ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα ἀλλὰ κι ἀπὸ τὴν ἀπεικόνιση μιᾶς βυζαντινῆς μικρογραφίας ποὺ ἐμφανίζει τοὺς Ἕλληνες μὲ στρατιωτικὴ περιβολή, ἔνδειξη πὼς πρόκειται γιὰ πρεσβευτικὴ ἀποστολὴ ἐκπροσώπησης κάποιου ἡγεμόνα.
Οι Έλληνες ζητούν να συναντήσουν τον Χριστό, Βυζαντινή μικρογραφία, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων.
Ἕνα ἕτερον πρόβλημα τίθεται, εἰς τὸ γιατί τὸ εὐαγγέλιο ἀναφέρει τοὺς Ἕλληνες ὡς προσκυνητὲς στὰ Ἱεροσόλυμα κατὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Πάσχα. Τοῦτο, ἴσως, ἐξηγεῖται μὲ τὴν συμπληρωματικὴ μαρτυρία ἀπὸ τῆς βιογραφίας τοῦ Ἁγίου Τίτου.
Στὴν ἐν λόγῳ βιογραφία, διαβάζουμε ὅτι, ὁ Τίτος ὅταν ἔγινε εἴκοσι χρονῶν καὶ ἔφτασε στὸ πρῶτο στάδιο ἐνηλικίωσης ἄκουσε ἄνωθεν μιὰ φωνὴ ποὺ τοῦ ὑπεδείκνυε τὴν ἀναγνώση τῆς Βίβλου διὰ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδωσε τὴν πρέπουσα σημασία γνωρίζοντας τὴν πλάνη τοῦ κακοδαίμονος.
Ὅταν ὅμως ἐπαναλήφθηκε τὸ παράδοξο τῆς φωνητικῆς παρότρυνσης, ἔσπευσε νὰ βρεῖ καὶ νὰ μελετήσει τὰ βιβλικὰ κείμενα. Τότε διάβασε στὴ Βίβλο γιὰ τὴν προφητεία του Ἠσαΐα ποὺ ἔλεγε τὰ ἑξῆς: «Εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι. Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον» (Ἠσαΐας, με', 16- 17).
Ὁ Ἠσαΐας, στὰ ἐδάφια (Ἠσ 24,15 41,1 42,10 42,12 45,16 49,1 49,22 51,1 60,9 66,19) κατονομάζει τὴν Ἑλλάδα μὲ τὴν λέξη "Νῆσοι". Αὐτὴ ἡ ὀνομασία ἀπευθύνεται στὴν πολυκατοικημένη θάλασσα τῆς πολυνησίας τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχιπελάγους.
Ὁ Τίτος, διαβάζοντας ἀπὸ τὴν μετάφραση των ἑβδομήκοντα(δια τῆς παροτρύνσεως τοῦ Πτολεμαίου Β' Φιλάδελφου) στὴν κοινὴ ἑλληνικὴ ἢ Ἀττικὴ διάλεκτο, τὸ προφητικὸ κάλεσμα τοῦ Ἠσαΐα, κατενόησε ὅτι κάτι μεγάλο θὰ συμβεῖ στὴν Παλαιστίνη, γιὰ τὴν σωτηρία τοῦ κόσμου, καὶ μάλιστα ὅτι, τὸ κάλεσμα αὐτὸ ἦταν πρὸς τὸ ἔθνος τῶν Ἑλλήνων.
Ὅταν λοιπόν, κλήθηκε ἀπὸ τὸν θεῖο του γιὰ νὰ ἀναλάβει τὴν ἀποστολὴ εἰς τὴν Παλαιστίνη, ἤδη γνώριζε ὅτι, ὁ ἄγνωστος Θεὸς τῶν Ἑλλήνων ταυτίζονταν μὲ τὸ Ὕψιστο Θεὸ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὅπου καὶ ὑπῆρχε ὁ ἱερὸς ναός Του στὰ Ἱεροσόλυμα (Σαλήμ) - πόλη ἱδρυθεῖς ἐκ τοῦ Ἕλληνος Μελχισεδέκ. Αὐτὸ τὸ σκοπὸ εἶχαν οἱ Ἕλληνες, κατὰ τὴν περίοδο τῆς ἑορτῆς τοῦ ἑβραϊκοῦ πάσχα, νὰ προσκυνήσουν τὸ ναὸ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου, ὅπου, χιλιάδες χρόνια πρὸ Χριστοῦ εἶχε θεσπίσει τὴν λατρεία του εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ὁ Κεκροπας.
Ἐν κατακλεῖδι, ὕστερα ἀπὸ τὰ προλεγόμενα γίνεται σαφέστατος ὁ πανάρχαιος δεσμὸς τοῦ ἑλληνικοῦ γένους μὲ τὸν Ὕψιστο Θεὸ τὸν ὁποῖον ἀγνοῶντες ἐλάτρευον.
Ἄλλωστε, ἀκόμα καὶ σήμερα τὸ πραγματικὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ παραμένει ἄγνωστο, καθότι ὁ πανδημιουργὸς εἶναι ἀνέκφραστος, ἀπερινόητος, ἀεὶ ὤν ὡς αὔτως ὀν. Ἡ φέρουσα ὀνομασία τοῦ Θεανθρώπου Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι μιὰ ἐπωνυμία γιὰ τὰ γήινα ὅρια τῆς ἀνθρώπινης ἀντιλήψεως ἡ ὁποία ὅμως εἶναι καθαγιασμένη.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ὁ Υἱὸς καὶ Λόγος Τοῦ Πατρὸς εἶναι τὸ δεύτερο προσῶπο τῆς Παναγίας Τριάδος. Γιὰ τὸν Πατέρα καὶ γιὰ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα δὲν γιγνώσκομε ὀνόματα ὅσον ἀφορᾶ τὴν ἀνθρώπινη διαλεκτικὴ παρὰ μόνο ὅτι ἡ Παναγία Τριὰς εἶναι ὁμοούσιως, ζωοποιὸς κι ἀδιαίρετος.
Τοῦτο δέ, πρῶτος κατέγραψε ὁ Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος ὅπως ὁ μαρτυρὰ ὁ ὅσιος Κύριλλος ὁ Ἀλεξανδρεὺς (Ἀθηναῖος στὴν καταγωγή): «ταῦτα δὲ καὶ ἐν τοῖς κατὰ Ἰουλιανοῦ τοῦ βασιλέως ὑπὸ τοῦ ὁσιωτάτου Κυρίλλου συναχθεῖσιν ἐμφέρεται, ὅτι καὶ ὁ Τρισμέγιστος Ἑρμῆς ἀγνοῶν τὸ μέλλον τριάδα ὁμοούσιον ὡμολόγησεν» (Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, λόγος δεύτερος, παραγρ. 27).
Μάλιστα, ἐκ τοῦ ἰδίου βυζαντινοῦ συγγραφέως γίνεται ἡ ἐπεξήγησης τῆς ἐπωνυμίας τοῦ Ἑρμοῦ ὡς Τρισμεγίστου, γράφοντας τὰ ἑξῆς σχόλια: «Ἐν τοῖς χρόνοις τῆς βασιλείας τοῦ προειρημένου Σώστρου ἦν Ἑρμῆς ὁ Τρισμέγιστος ὁ Αἰγύπτιος, ἀνὴρ φοβερὸς ἐν σοφίᾳ· ὃς ἔφρασε τρεῖς μεγίστας ὑποστάσεις εἶναι τὸ τοῦ ἀῤῥήτου καὶ δημιουργοῦ ὄνομα, μίαν δὲ θεότητα εἶπε· διὸ καὶ ἐκλήθη ἀπὸ τῶν Αἰγυπτίων Τρισμέγιστος Ἑρμῆς.» (ο.π. Ἴωαν. Μάλ. Χρονογρ. Λόγος δεύτερος, παρ. 2).
Αὐτά τα γραφόμενα εἶχε μεταφράσει ὁ ἱερεὺς τῶν Ἀθηνῶν Βούτης ἀπὸ τὴν ἱερογλυφικὴ στὴν ἱερατικὴ γραφὴ καὶ φύλασσε εἰς στὴν Ἀκρόπολη τῶν Ἀθηνῶν, ἐκεῖ ὅπου ἦρθε ἀργότερα ὁ Ἀπόλλων καὶ τοὺς εἶπε στοὺς ἑπτὰ σοφοὺς τῆς Ἑλλάδος ὅτι, στὸ μέλλον πρόκειται νὰ συμβεῖ ἡ ἐνανθρώπιση τοῦ Υἱοῦ καὶ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία θὰ σημάνει τὴν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπινου γένους.
Πάντα πρωτοστάτης, ἡγεῖται τῶν ἀνθρώπων τὸ Ἀθηναϊκὸ γένος, τῆς πνευματικότητος. Διὰ τοῦτο χρίστηκε διδάσκαλος τῆς ἀνθρωπότητας εἰς τοὺς αἰῶνας. Ἀλλὰ γι' αὐτὸ καὶ μισήθηκε, ὅπως κι ὁ Χριστός, ἀπὸ τὸ σκολιὸν γένος. Ὁ νοῶν νοείτω...
Ὁ Ἕλλην ἱερεὺς Μελχισεδέκ, υἱὸς τοῦ Ποσειδῶνα - Σίδου καὶ τῆς νύμφης Λιβύης, θεωρεῖται ἡ προτύπωση της
ἀρχιερωσύνης τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τὸ λεξικό του Σουΐδα λέγει ὅτι ἦταν ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου καὶ βασιλεὺς τῶν Ἑλλήνων Χαναναίων τῶν γνησίων κατοίκων τῆς Συροπαλαιστινιακῆς γῆς.
Γράφει ἐπίσης ὅτι, ἔκτισε τὴν Σαλὴμ ποὺ μετονομάσθηκε σὲ Ἱερουσαλὴμ λόγῳ τοῦ ἱεροῦ ποὺ ὑπῆρχε ἐκεῖ. Ἡ Ἱερουσαλὴμ ἢ Ἱεροσόλυμα ἦταν ἑλληνικὴ ἀποικία χτισμένη πάνω στὸ λόφο Σιῶν. Ἡ λέξη "Σιῶν" στὰ Δωρικὰ σημαίνει τὸ Ὅσιον, τὸ Ἅγιον.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ἀπὸ τὸ Βούτη προῆλθε ὁ κλάδος τοῦ ἱερατικοῦ γένους των Ἐτεοβουτάδων. Οἱ Ἐτεοβουτάδες εἶχαν λάβει τὸ σχῆμα της ἱεροσύνης ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα ἢ Σήθ. Ἕνας ἀπὸ τοῦ γιούς του Σήθ-Ποσειδῶνα ἦταν ὁ Μελχισεδέκ. Σύμφωνα μὲ τὰ κείμενα τῆς Παλαιας Διαθήκης ὁ Μελχισεδὲκ ἔκτισε τὴν πόλη των Σολύμων ποὺ ἀργότερα μετονομάσθη σὲ Ἱεροσόλυμα γιατί ἐκεῖ εἶχε ἀνεγείρει ἱερὸ ναό. Ὁ Ἕλλην Μελχισεδέκ, ἴσως κι αὐτὸς ἐκ τοῦ γένους των ἐτεοβουτάδων, ἦταν «ἱερεὺς τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου», δηλαδὴ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ὅταν μετέπειτα εὐλόγησε τὸν Ἀβραὰμ ὁ ἀπογόνο τοῦ Ἀβραάμ, ὁ Λευί, ἔλαβε τὴν ἱεροσύνη καὶ ἀπὸ ἐκεῖ προῆλθε τὸ ἑβραϊκὸ ἱερατικὸ γένος(μετάγγιση ἐκ τοῦ ἑλληνικοῦ). Ὅταν ὅμως ἦλθε ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ ἀνέλαβε ἱερατικὰ καθήκοντα Τοῦ τὸ λευιτικὸ ἱερατεῖο καταργήθηκε ὡς ἀνίσχυρο κι ἀνωφελεῖς(η συκιὰ ποὺ ἐκαταράσθει ὁ Κύριος γιατί δὲν ἔφερε καρπούς). Γι' αὐτὸ ὁ μέγας ἀρχιερεὺς Χριστὸς ἀναφέρεται στὸν 109ο ψαλμὸ ὡς ἱερεὺς εἰς τὸν αἰῶνα κατὰ τὴν τάξιν Μελχισεδέκ. Ἐπιπλέον ἡ ἑλληνικὴ καταγωγὴ τοῦ Μελχισδέκ, ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Ἀθανάσιο.
[2]. Στὴ μερίδα τῶν ἐθνικῶν μονοθεϊστών, τοὺς λεγόμενους καὶ ἐνοθεϊστές, ἀνῆκε κι ὁ ἑκατόνταρχος τοῦ ρωμαϊκου στρατοῦ, Κορνήλιος. Μὲ ὑπερβατικὸ τρόπο ὁδηγήθηκε στὴν ἀλήθεια τῆς χριστιανικῆς πίστεως καὶ βαπτίσθηκε ἀπὸ τὸν ἀπόστολο Πέτρο κι ἔπειτα μαρτύρησε στὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ, τόμος 4ος, κέφ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΝΑΟΥ
•Αἰσχύλου, Ἰκέτηδες
•Λουκιανοῦ, Φίλοψ
•Καινὴ Διαθήκη, Πράξεις τῶν Ἀποστόλων
•Ἐπιτομὴ τοῦ μεγάλου λεξικοῦ τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, LIDDEL & SCOTT
•Ὁ Μέγας Συναξαριστὴς τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδοση ἕβδομη ἀπὸ τοῦ Βίκτωρος μοναχοῦ & Ματθαίου Λάγγη ἐπισκόπου Οἰνόης, Ἀθῆναι, 2001, τόμος Θ'
•Ἰωάννη Μαλάλα, Χρονογραφία
•Λεξικὸν Σουΐδα (Σούδα) λῆμμα Μελχισεδέκ