Παρασκευή 30 Ιουνίου 2017

   

Ο ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΑΘΗΜΕΝΟΣ ΣΕ ΘΡΟΝΟ 

ΣΧΗΜΑΤΟΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΥΡΑΣ
έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Γ. Βαφίνης


  Είναι παράλογο να ομιλούμε για συμβολισμούς και έννοιες, όταν αυτές δεν έχουν την απαιτούμενη πιστοποίηση. Στην προκειμένη περίπτωση το θέμα ερεύνης δραστηριοποιείται με τον συμβολισμό της απεικόνισης θρησκευτικών προσώπων. 
  Το σημαντικότερο πρόσωπο της χριστιανικής πίστεως είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, και ταυτόχρονα ένα από τα τρία πρόσωπα της Τριαδικής Θεότητας. Πέραν του κυρίου ονόματος, ο Ιησούς Χριστός, συναντάται κι με πλήθος από επωνυμίες. Μία εξ αυτών, κι απ' τις σημαντικότερες ίσως, είναι το Ιησούς Χριστός ο Λυτρωτής
  Η επωνυμία του λυτρωτή Χριστού αποδόθηκε λόγω της θυσίας του αμνού του Θεού για την σωτηρία του ανθρώπου. Η έννοια του Λυτρωτή, δια της ετυμολογίας, επεξηγείται ως "απελευθέρωση με την καταβολή λύτρων". Διαβάζουμε λοιπόν στην Αγία γραφή το εξής απόσπασμα  επιστολής του Αποστόλου Παύλου, που λέγει: "ὃς ἔδωκεν ἑαυτὸν ὑπὲρ ἡμῶν, ἵνα λυτρώσηται ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἀνομίας..." (Προς Τίτον, κεφ. β', 19). Παράλληλα σε πολλές ακόμη περικοπές του ευαγγελίου επισημαίνεται το λυτρωτικό έργο του κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Ιδού λοιπόν τι λέγεται: "ὥσπερ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθεν διακονηθῆναι ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν." (Κατά Ματθαίον, κεφ. Κ, 28).
 Μέσα από την Βίβλο δηλώνεται ευκρινώς ότι, η αμαρτία του πρωτόπλαστου Αδάμ κληροδοτήθηκε σε όλο το ανθρώπινο γένος. Έτσι, ο καθείς εξ ημών ερχόμενος στην ζωή ετούτη φέρει στο αίμα του το προπατορικό αμάρτημα. Ο Πλάστης Θεός, που αγάπησε το δημιούργημα του, υποσχέθηκε ότι, κάποια μέρα θα αποστείλλει τον Υιόν του τον μονογενή διά την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Ιδού λοιπόν τι λέγεται: "ὥσπερ γὰρ διὰ τῆς παρακοῆς τοῦ ἑνὸς ἀνθρώπου ἁμαρτωλοὶ κατεστάθησαν οἱ πολλοί͵ οὕτως καὶ διὰ τῆς ὑπακοῆς τοῦ ἑνὸς δίκαιοι κατασταθήσονται οἱ πολλοί." (Προς Ρωμαίους, κεφ. Ε', 19).
 Οι κάτωθι εικόνες ψηφιδωτών, στους ναούς Αγίου Απολλυνάριου στην Ραβέννα και στην Αγία Σοφία Κωνσταντινουπόλεως, αντίστοιχα, απεικονίζουν τον Ιησού Χριστό παντοκράτωρ καθίμενο επί θρόνου σε σχήμα λύρας.
Το ψηφιδωτό που απεικονίζει τον Ιησού Χριστό καθήμενο σε θρόνο με ερεισίνωτο σχήματος αρχαίας ελληνικής λύρας και προσκέφαλο τον ζυγό αυτής, ενώ τα πόδια του πατούν σε υποπόδιο. Το ψηφιδωτό βρίσκεται στο ναό του Αγίου Απολλυνάριου στη Ραβέννα. Δίπλα από τον παντοκράτωρ παρίστανται τέσσερις αρχάγγελοι. Ο ναός ξαναχτίστηκε επί κυριαρχίας των Ελλήνων βυζαντινών στην Ραβέννα γύρω στο 540 μ.Χ.


Η εικόνα της Δεήσεως που βρίσκετε στο νάρθηκα πάνω από τις Βασιλικές πύλες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Στην εικόνα εμφανίζεται ο Χριστός πάνω σε θρόνο με λυροειδή ερεισίνωτο και για προσκέφαλο τον ζυγό αυτής, ενώ τα πόδια πατούν σε υποπόδιον. Η επιβλητική απεικόνιση  δηλώνει  ευκρινώς την παρουσία Του ως Παντοκράτορας που κρατάει την Καινή Διαθήκη στο αριστερό χέρι και ευλογεί με το δεξί.  Δεξιά κι αριστερά από το Χριστό μέσα σε εγκόλπια είναι τοποθετημένες οι προτομές της Θεοτόκου και του Αρχάγγελου Μιχαήλ. Η κατασκευή του μωσαϊκού έγινε πιθανότατα του 7ου αιώνα όπου Αυτοκράτορας ήταν ο Βασίλειος ο Μακεδόνας. Τον αυτοκράτορα τον βλέπουμε γονυπετή εκ δεξιών του Κυρίου.

 Ο συσχετισμός του λυροειδούς σχήματος του θρόνου δείχνει να μην είναι διόλου τυχαία. Αν μεταφερθούμε στην αρχαία ελληνική μυθολογία, όπου κι ευρίσκοντο οι απαρχές του αρχαίου ελληνικού οργάνου που ονομάζεται λύρα, θα ανακαλύψουμε ότι, η ονομασία του οργάνου συσχετίζεται με την επωνυμία του Λυτρωτή Χριστού. 
 Η ονομασία λοιπόν της αρχαιοελληνικής λύρας προέρχεται ετυμολογικά από την λέξη λύτρο. Έλαβε δε, την ονομασία αυτή από την διένεξη του Ερμού μετά του Απόλλωνος. Όταν ο Ερμής έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα, ο δεύτερος για να ικανοποιηθεί έλαβε ως λύτρον το εφτάχορδο μουσικό όργανο που δια τούτο ονομάστηκε λύρα. 
  Την επαλήθευση της εν λόγου εξιστορήσεως βεβαιώνει το σχόλιο του διασωθέντος στίχου της τραγωδίας "Αντιόπη" του Ευριπίδη  που τα περαιτέρω σχόλια επί του διασωθέντος στίχου λένε τα εξής: 

 Έτσι, διαπιστώνεται το αίτιον που οδήγησε τους Έλληνες ψηφιδοποιούς στην απεικόνιση του Ιησού Χριστού επί θρόνου σχήματος λύρας - λύτρου. Το λύτρον - λύρα που πρόσφερε δια την σωτηρία του ανθρώπου. 
  Στο Μέγα Ετυμολογικό λεξικό (ETYMOLOGICON MAGNVM) στο λείμμα Λύτρον σημειώνονται τα εξής: Λύτρον, παρά το λύω λύσω. Όθεν και η λύρα τις ούσα. Εδόθη γαρ τω Απόλλωνι παρά του Ερμού, υπέρ  ων έκλεψε βοών του Απόλλωνος ο Ερμής (50. 572).
   Άραγε, είναι τόσο επιφανειακή η συνταύτιση της Λύρας με τον Ιησού ή έχει και άλλης μορφής προεκτάσεις; Αν λαβουμε υπόψιν μας ότι, στην Καινή Διαθήκη, οι ευαγγελιστές μετέφεραν τα λόγια του Ιησού Χριστού, τότε το λεχθέν του ιδίου "Εγώ ειμί το Α και το Ω" τι σημαίνει; 
  Πέραν της θεολογικής ερμηνείας οφείλουμε να δούμε ότι, το Α και το Ω είναι τα ακροτελεύτεια γράμματα των επτά ιωνικών φωνηέντων α, ε, η, ι, ο, υ, ω. Το επταγράμματο αλφαβητικό σύνολο που εμπεριέχεται στην ελληνική αλφαβήτα, είναι το μόνο που έχει φωνή, γι' αυτό και γράμματα αυτά ονομάστηκαν φωνήεντα ενώ τα υπόλοιπα σύμφωνα, δηλαδή συμφωνούντα. 
  Τα επτά φωνήεντα συγχροτίζονται με τις επτά χορδές της λύρας του Απόλλωνος που συμβολίζουν τις επτά ενεργειακές ακτίνες του σύμπαντος κόσμου. Ομοίως βλέπουμε ότι και το αστέρι της θείας γεννήσεως του Ιησού Χριστού στην Βηθλεέμ είναι επτάκτινο. Δια τούτο, συμπεραίνεται μεταφορικός η υπόσταση Παντοκράτορος και λυτρωτή. Καθότι, ως δημιουργός του κόσμου αφού λύτρωσε τον άνθρωπο θα ανάπλαση δια της επτακτίνου ενέργειας το κοσμικό σύμπαν για να βάλει τον νέο άνθρωπο να κατοικίσει σε νέο κόσμο.
  Ο αρχηγός του σύμπαντος κόσμου, ενσαρκωθείς εκ πνεύματος Αγίου και Μαρίας της Παρθένου, εμφανίζει κι άλλα δηλωτικά της δυνάμεως του. Αναλύοντας αριθμολογικά το όνομα ΙΗΣΟΥΣ, προκύπτει ο αριθμός 888. Ο αριθμός 888 υποδηλώνει το τρισδιάστατο του σύμπαντος σε σχέση με την οκτάβα της μουσικής αρμονίας, δηλαδή τρεις οκτάβες φωνή. Αυτή η φωνητική έκταση είναι η αρτιότερη της ανθρωπίνης φωνής. Σημαίνον είναι δε και η αριθμολόγηση της ελληνικής λέξεως ΤΡΑΓΟΥΔΙ που το άθροισμα της είναι στα 888. Ομοίως και η λέξη ΟΛΟΦΥΡΜΟΣ= 888.
  Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει μία παρόμοια μικρογραφία σε εικονογραφημένο χειρόγραφο ευρισκόμενο στην μονή Παντελεήμονος του Αγίου Όρους. Η μικρογραφία, όπου ονομάζεται "Η γέννησις του Διονύσου", απεικονίζει τον Ζεύς καθήμενο, όπως ο Ιησούς Χριστός, σε θρόνο με λυροειδή ερεισίνωτο  και προσκέφαλο με την μορφή του ζυγού της αρχαιοελληνικής λύρας. Ο Ζεύς είναι ενδεδυμένος με βυζαντινή αυτοκρατορική περιβολή, επισημαίνοντας την αρχηγετική του φυσιογνωμία εις τους αιθέρας του Ολύμπου.


Η βυζαντινής τέχνης μικρογραφία από την μονή Παντελεήμονος (κωδ. 6,φ. 163β), που επιγράφονται τα ονόματα Ζεύς και Διόνυσος.

 Εν κατακλείδι, γίνεται σαφές, η απ' αιώνος συνέχεια του αρχαιοελληνικού πνεύματος σε κάθε μορφή τέχνης του ελλαδικού χώρου. Παρά την εξέλιξη ή την διαφοροποίηση κάθε εποχής, οι συμβολικές αξίες παρέμειναν πιστές σε μια αρχέγονη θεώρηση της ουρανίου θεότητος.
 Ο Ύψιστος Τριαδικός Θεός, μέσα από τις διδαχές των αρχαίων Ελλήνων φιλοσόφων ή Αθηναίων φιλοσόφων, προτυπώθηκε με την έννοια του ενός κατ' ουσίαν Θεού. Εκείνος που τους εμφύτεψε τον σπερματικό λόγο, την πνευματική φύτρα της φιλοσοφίας και της επιστήμης, δεν ήταν άλλος από τον Υιόν και Λόγο του Πατρός που ενσαρκώθηκε δια την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Μάλιστα, ορισμένοι εκ των Αθηναίων φιλοσόφων, προφήτευσαν περί της ελεύσεως Του και την πορεία Του προς το εκούσιον πάθος.
  Σημαντική θεωρείτο η ομολογία του Απόλλωνος δια μέσου της εκπρόσωπου του Πυθίας "Χριστός εμός θεός εστίν". Την ομολογία του Απόλλωνος μαζί με επιπλέον προφητείες, παρουσίασε σε χειρόγραφο η Αγία Αικατερίνη στους πενήντα ρήτορες που απέστειλε ο αυτοκράτορας των Ρωμαίων Μαξιμίνος, για να της αλλάξουν την χριστιανική δοξασία.
 Ο Απόλλων, ως αρχηγέτης των Μουσών και φέρων εις χείρας την επτάχορδη λύρα, εμφανίζει πλήθος ομοιοτήτων με τον Ιησού Χριστό. Ωστόσο, με την δική του μαρτυρία αποδεικνύει περίτρανα ότι αυτοαποκαλείται ως εντολοδόχος Του Υιού του Υψίστου, κι ότι δεν είναι ταυτόσημος με Εκείνον δηλ. τον Χριστό, παρά μικρή μερίδα της ουράνιας ιεραρχίας.
 Εν κατακλείδι, ο Απόλλων, δια μέσου της Πυθίας, λέγει ότι ορισμένες προφητείες του δίδονται ακόμη και υπό την πίεση της Τριαδικής Θεότητος.

Βιβλιογραφία 
  1. Καινή Διαθήκη, Ευαγγέλια, Επιστολές Παύλου, Αποκάλυψη Ιωάννου
  2. EURIPIDES TRAGOEDIAE, EDIDIT A. NAUCK, LIPSIAE IN AEDIBUS B. G. TEUBNERI
  3. ΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ - ΕΙΚΟΝΟΓΡΑΦΗΜΕΝΑ ΧΕΙΡΟΓΡΑΦΑ, εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1975
  4. Μέγα Ετυμολογικό λεξικό (ETYMOLOGICON MAGNVM), opera Friderici SylbvrgII, LIPSIAE
  5. Ορθόδοξος Συναξαριστής 




Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017



ЭIЄ
Οι αμορόζοι ερωτοτραγουδιστές απόγονοι του Ίμερου - Πάρη

έρευνα και συγγραφή: Ιωάννης Γ. Βαφίνης

 Στα λογοτεχνικά κείμενα του Γρηγορίου Ξενόπουλου υπάρχουν άφθονες αναφορές για τα μουσικά δρώμενα της παλαιάς εποχής του ρομαντισμού. Πιο συγκεκριμένα, ο Ξενόπουλος, στο διήγημα του, "Ο ποπολάρος", διασώζει λεπτομέρειες του μουσικού πολιτισμού της Ζακύνθου, τούτου δε και αδελφοποιημένου με την πόλη των Αθηνών.
 Στην Αθήνα, την αιώνια πόλη και πρωτεύουσα του έθνους των Ελλήνων, είχε μετεγκατασταθεί από την γενέτειρα του Ζάκυνθο, ο λόγιος συγγραφεύς, όπου διέμεινε ως το τέλος της ζωής του. Στην Αθήνα, φαίνεται ότι συνέγραψε τα περισσότερα διηγήματα του κι ένα από αυτά ήταν κι ο ποπολάρος όπου συγκίνησε τα μάλα το αναγνωστικό του κοινό. 
  Μια λεπτομέρεια της απαρχής του διηγήματος αναφέρει τα εξής: «Το παλιό τραγούδι της κιθάρας, που το τραγουδούσαν οι ζακυνθινοί «αμορόζοι», έλεγε: Ο ανήφορος της Μπόχαλης είναι ωραίο σεργιάνι, κι 'όπ' αγαπάει μελαγχροινή το νου του τόνε χάνει. Κάθε απόγευμα που ο Ζέππος, ο γιος του Πεμπονάρη του σταφιδά, έπαιρνε τον ανήφορο της Μπόχαλης, θυμότανε και μουρμούριζε αυτό το τραγούδι· για να ταιριάζει όμως περισσότερο στην περίσταση του, εκεί που έλεγε  «μελαγχροινή», ο Ζέππος έβαζε «μια ξανθή»...»  (κεφ. Α, Ένα ειδύλλιο στην Μπόχαλη).
Οι αμορόζοι - κανταδόροι της Ζακύνθου στην μεταφορά του διηγήματος
 του Γρ. Ξενόπουλου "Ο Ποπολάρος" σε κινηματογραφική ταινία το 1971 
με πρωταγωνιστή τον Κώστα Πρέκα. Ο Κ. Πρέκας, υποδύονταν τον Ζέπο 
όπως τον βλέπουμε αριστερά, έξω από το παράθυρο της αγαπημένης του 
Έλντας (στην ταινία την ερμηνεύει η Μπέτυ Λιβανού), να τραγουδούν το 
κανταδόρικο άσμα "Απόψε την κιθάρα μου". 

  Όπως έχω παρατηρήσει, ομοίως, και στην έρευνα μου «Η αρχαιοελληνική προέλευση της καντάδας - σερενάτας - πατινάδας από τον κώμο και τον παρακλαυσίθυρον», οι αμορόζοι ήταν οι κανταδόροι της Ζακύνθου. Η ονομασία του αμορόζου - κανταδόρου - ερωτοτραγουδιστή, αρχικά, δεικνύει την ξενική και δη λατινική της ρίζα, εκ του λήμματος amor (αμόρ) ή amore (αμόρε) που μεταφράζεται με την λέξη έρως. Ωστόσο, η πραγματική προέλευση του λήμματος εντοπίζεται στην παραφθορά και τον αναγραμματισμό της ονομασίας του ακόλουθου οπαδού της Αφροδίτης που έφερε την ονομασία Ίμερος.
 Ο Ίμερος, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, ήταν ένας από τους πρώτους ερωτοτραγουδιστές το ανθρώπινου είδους. Το ερμηνευτικό του ήθος ήταν το συσταλτικό τραγούδισμα, που θεωρείται εράσμιο, ποθητό, αξιολάτρευτο. Έκ του πάλαι, λοιπόν, η χροιά της φωνής των ερωτοτραγουδιστών καθορίστηκε με την φράση ιμερόεις
  Ο Λουκιανός o Σαμοσατεύς, ένας από τους αρχαίους συγγραφείς της ελληνορωμαϊκής περιόδου, αναπαρήγαγε τον μύθο του Ίμερου, σε συνάρτηση με το ιστορικό πρόσωπο του Πάρη, που κέρδισε την Ελένη της Σπάρτης με το ερωτικό του τραγούδισμα και την εράσμια συμπεριφόρα του. Ιδού και τα γραφόμενα του Λουκιανού που επιβεβαιώνουν τα υπαινιχθέντα:
«Ἀφροδίτη
θάρρει τούτου γε ἕνεκα. παῖδε γάρ μοι ἐστὸν δύο καλώ, Ἵμερος καὶ Ἔρως, τούτω σοι παραδώσω ἡγεμόνε τῆς ὁδοῦ γενησομένω: καὶ ὁ μὲν Ἔρως ὅλος παρελθὼν εἰς αὐτὴν ἀναγκάσει τὴν γυναῖκα ἐρᾶν, ὁ δ᾽ Ἵμερος αὐτῷ σοι περιχυθεὶς τοῦθ᾽ ὅπερ ἐστίν, ἱμερτόν τε θήσει καὶ ἐράσμιον. καὶ αὐτὴ δὲ συμπαροῦσα δεήσομαι καὶ τῶν Χαρίτων ἀκολουθεῖν καὶ οὕτως ἅπαντες αὐτὴν ἀναπείσομεν.
Πάρις
ὅπως μὲν ταῦτα χωρήσει, ἄδηλον, ὦ Ἀφροδίτη: πλὴν ἐρῶ γε ἤδη τῆς Ἑλένης καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως καὶ ὁρᾶν αὐτὴν οἴομαι καὶ πλέω εὐθὺ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῇ Σπάρτῃ ἐπιδημῶ καὶ ἐπάνειμι ἔχων τὴν γυναῖκα — καὶ ἄχθομαι ὅτι μὴ ταῦτα ἤδη πάντα ποιῶ.» (Θεών κρίσις, Διάλογος - Το μήλον της έριδος).


Μετάφραση:

[Αφροδίτη 

Γι' αυτό μη σε μέλει. Έχω δυο ωραίους νέους,  τον Ίμερο και τον Έρωτα και σ' αυτούς θα σε παραδώσω για να σου γίνουν οδηγοί. Και ο μεν Έρως θα μπει μέσα στην καρδιά της Ελένης και θα την αναγκάσει να σε ερωτευθεί. Ο δε Ίμερος θα κάνει τέτοιο το παρουσιαστικό σου και την κορμοστασιά σου που να γίνεις σ' αυτήν ποθητός και αγαπητός. Θα είμαι δε κι εγώ εκεί και θα παρακαλέσω τις Χάριτες να ρθουν μαζί μου ως εκεί,  για να την καταφέρουμε όλοι μαζί.

Πάρις

Τι ξεμπερδέματα θα έχω Αφροδίτη από αυτή την περιπέτεια δεν ξέρω, νοιώθω όμως πως από τώρα είμαι ερωτευμένος με την Ελένη και δεν ξέρω πως μου φαίνεται  σαν να τη βλέπω κι όλας και πως ταξιδεύω τα ίσα για την Ελλάδα, και πως φθάνω στη Σπάρτη και ξαναγυρίζω έχοντας μαζί μου τη γυναίκα αυτή - και στεναχωριέμαι γιατί δεν τα κάνω όλα αυτά μια ώρα αρχύτερα].
  Με τα σχόλια του Λουκιανού αντιλαμβανόμαστε την αντίληψη του αρχαίου κόσμου δια την επιρροή που εξασκούσαν οι υιοί της Αφροδίτης, Ίμερος και Έρως. Πίστευαν δε πως ο Ίμερος ήταν μια θετική αύρα του εραστή που επιδρά στην ψυχολογία της γυναίκας. Η αύρα του Ίμερου, προσδόθηκε ετυμολογικά και στην έκφραση της ερωτικής φωνητικής χροιάς.
  Η ιμερόεις φωνητική χροιά του ερωτικού τραγουδιού ήταν το γνώρισμα του κωμάζειν, κατά την αρχαία ελληνική εθιμοτυπία. Το κωμάζειν, όπως ετυμολογείται από το Μέγα Ετυμολογικόν λεξικό (ETYMOLOGICON MAGNUM) που συντάχθηκε κατά τους βυζαντινουύς χρόνους, είναι μια μουσικοποιητικοχορετική τέχνη που ονομάζεται κώμος και εκτελείται βαδίζοντας στους δρόμους κατά τις νυχτερινές ώρες, τις ώρες του ύπνου.

Εικόνα από το "Μέγα ετυμολογικό Λεξικόν"

 Μια γλαφυρή περιγραφή ενός ερωτικού πάθους, εκφραζόμενου με τον τρόπο της νυκτωδίας - σερενάτας, δίδεται από τον Λουκιανό τον Σαμοσατεύς στο έργο του «Δις κατηγορούμενος». Η υπόθεση εξελίσσεται έξω από την θύρα της αγαπημένης ενός νεαρού. Ο νέος, γεμάτος πόθο και ορμή, μετά της παρέας του, μεθυσμένων απάντων, περπατούν στο δρόμο όπου οδηγεί στο σπίτι της κοπέλας. Αφότου φτάνουν στην πόρτα του σπιτιού της χτυπάει την πόρτα της για να την εκβιάσει να κατέβει κάτω ενώ, παράλληλα, της τραγουδάει μία κανταδόρικη ερωτική ωδή. Το αρχαίο κείμενο, προϊόν της ελληνορωμαϊκής περιόδου, το παραθέτω στην κάτωθι εικόνα, όπου διαπιστώνεται η μακραίωνη προέλευση του θυροκοπικού άσματος του επονόματι και κώμου όπου στην πορεία των αιώνων μετονομάσθηκε σε νυκτωδία ή καντάδα ή πατινάδα ή σερενάτα.

  Το παράδοξο είναι  η προέλευση της λέξης σερενάτα. Κατά την επισφαλέστερη εκδοχή, προέρχεται από τον Σερένο, ήτοι και Σειλινό ακόλουθο του Διονύσου. Ο Σειλινός - Σάτυρος θεωρείται οπαδός του Διονύσου και πρωτοστατούσε στις κωμαστικές εκδηλώσεις. Εκτός από πολύ καλός χορευτής, ο Σειλινός, συχνά παρουσιάζεται να βαστά λύρα ή βάρβιτο ή κιθάρα και να άδει ερωτικές ωδές του κώμο, δηλαδή του κωμάζειν κιθαρωδικός.
  Οι αμορόζοι λοιπόν, προέρχονται, εξ ονόματος, από τον Ίμερο αλλά η ονομασία της σερενάτας εκ του Σειληνού - Σερένου. Ωστόσο, το αστικό δρώμενο της Σερενάτας - Καντάδας, στην συνολική του παρουσίαση, ενδείκνυται ως ένας συνδυασμός προερχόμενος εκ των δύο "θεϊκών" οντοτήτων, του Ίμερου & του Σειληνού. Εξ αυτών των δύο προσώπων της ελληνικής μυθολογίας ώσμωσαν τα στοιχεία της ερωτικής μουσικοποιητικής τέχνης δίνοντας το ερέθισμα στον Έλληνα πρωτάνθρωπο να εκφράσει τα συναισθήματα του απροκάλυπτα προς το ωραιότατο πλασμα της φύσης...το θήλυ. Έπειτα, από τον πολιτιστικό έθος των Ελλήνων διαδόθηκε και στους υπόλοιπους πληθυσμούς της γης. Με το ερωτικό συναίσθημα, στην μουσικοποιητική τέχνη, άρχισε η εξανθρώπιση του ανθρώπου.
 Το πανάρχαιο αυτό έθος, της ερωτικής ωδής, όπου βασίστηκε η μελωδική γραμμή της παραδοσιακής καντάδας των Αθηνών, Επτανήσων και περιχώρων, συναντιέται αυτούσιο στο αρχαίο λυρικό ποίημα του Βακχυλίδη που εξιστορεί την κατανίκηση του μινωταυρικού θηριού από τον βασιλιά των Αθηνών Θησέα. Ο λυρικός ποιητής Βακχυλίδης στον διθύραμβο του περιγράφει τους Αθηναίους παίδες να τραγουδούν έναν παιάνα με εράσμια ποθεινή φωνή, την ερατά όπι: «ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.» (ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III ΗΙΘΕΟΙ 'Η ΘΗΣΕΥΣ ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟΝ). 
 Εν τοιαύτα, οι παιάνες, που εκτελούσαν οι Αθηναίοι προς τιμήν του Δηλίου Απόλλωνος, στην πορεία της μουσικοποιητικής δημιουργίας μεταλλάχθηκαν από θρησκευτικού περιεχομένου σε ερωτικού και εν τέλει στο τραγουδιστικό είδος της Σερενάτας - Καντάδας - Πατινάδας.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ο Ποπολάρος, εκδ. Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα 
  2. Λουκιανού, Θεών διάλογοι, Δις κατηγορούμενος
  3. Μεγα ετυμολογικόν λεξικό (ETYMOLOGICON MAGNVMZ)