Τρίτη 29 Αυγούστου 2017


Το ευρωπαϊκό βάλς είναι ο αρχαιοελληνικός 
χορευτικός βαλλισμός ή στρόβιλος με το βαλλιστικό άσμα
Έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Γ. Βαφίνης
 Το βαλς είναι ένα μουσικοχορευτικό είδος ορχηστρικής τέχνης με παλαιότατη προέλευση. Οι σύγχρονες αναφορές της ιστορικής του καταγωγής περιορίζονται, δυστυχώς, εις την πρόσφατη ευρωπαϊκή παρουσία των τριών με τεσσάρων τελευταίων αιώνων.
 Είναι αλήθεια ότι, το είδος αυτό του βαλς, άνθισε κατά κόρον στην Ευρωπαϊκή μουσική. Ωστόσο, ανιχνεύντας το παρελθόν του βαλς ανακαλύπτουμε τις ρίζες, τόσο του ρυθμού όσο και του χορού στην αρχαία ελληνική και βυζαντινή εποποιία.
 Ο ρυθμός του βαλς είναι ο τρίσημος πόδας ¾ ο οποίος συναντάτε συχνά στην χριστιανική ψαλμωδία αλλά και σε αρχαία Ελληνικά λυρικά άσματα. Ένα από τα αρχαιότερα σωζόμενα τραγούδια της ελληνικής μουσικής - με τρίσημη ή εξάσημη ρυθμική αγωγή όπως το βαλς ή το συγγενικό είδος της βαρκαρόλας - είναι ο επιτάφιος του Σεικίλου. Στα κάτωθι εικονίδια βλέπουμε τη μελωδική γραμμή σημειωμένη σε αλφαβητική παρασημαντική του αρχαιοελληνικού συστήματος και στην γραμμική του ευρωπαϊκού.


  Στην χριστιανική υμνωδία έχουμε πολλές περιπτώσεις τρισήμων ρυθμών, όπως επί παραδείγματι το κοντάκιο των Χριστουγέννων, " Η Παρθένος σήμερον".
 Επίσης, σε τρίσημο ρυθμό εγράφθησαν και οι υμνωδίες: "Πλούσιοι επτώχευσαν", "Ο Κύριος εβασίλευσεν", "Θου Κύριε" & "Αγνή Παρθένε Δέσποινα". Οι βυζαντινοί υμνωδοί έκαναν ιδιαίτερα χρήση του τρίσημου πόδα θεωρώντας ότι, ο αριθμός τρία συσχετίζεται με την Παναγία Τριάδα. Πράγματι, ο τρίσημος ρυθμός - που κατά τους αρχαίους μετρικούς πόδες ταυτίζονταν με τον τροχαϊκό και τον δακτυλικό εξάμετρο - έχει μια ουράνια ρυθμοποιία. Δια τούτο τον λόγο ο Όμηρος, χρησιμοποίησε τον δακτυλικό εξάμετρο στα έπη και στους ύμνους του. Οι χριστιανοί ψαλμωδοί - υμνωδοί στηριζόμενοι στην ομηρική και στην λυρική τέχνη των αρχαίων Ελλήνων οικοδόμησαν την μουσικοποιητική τους δημιουργία. Έτσι, με αυτή την μετάγγιση, ο τρίσημος ρυθμός πέρασε απευθείας στα μουσικοχορευτικά δρώμενα του βυζαντινού κόσμου.
  Ωστόσο, σήμερα, η γνωστότερη χορογραφική έκφανση του τρίσημου ρυθμού, στη σύγχρονη μουσική, είναι το βαλς. Το βαλς περιγράφεται ως ένας περιστρεφόμενος - στροβιλιζόμενος ζευγαρωτός χορός. Κατά κυριολεξία η ονομασία του προέρχεται από ένα αρχαιοελληνικό μουσικοχορευτικό δρώμενο που αποκαλούνταν, βαλισμός
Ο βαλισμός ήταν μια μουσικοποιητικοχορετική μορφή έκφρασης ερωτικών συναισθημάτων, συναρτόμενη με την βαλιστική πορεία του τοξευόμενου βέλους. Το τόξο με το οπλισμένο βέλος, ήταν το σύμβολο του θεού Έρωτα, κατά την ελληνική μυθολογία.
  Έτσι λοιπόν, διαφαίνεται ότι, οι ρίζες του χορού βαλς έλκονται από την μακρινή αρχαιότητα. Λαμπρό παράδειγμα ενυπάρχει στην κωμωδία "Σφήκες" του Αριστοφάνη, όπου βλέπουμε να γίνεται εκτενέστερη αναφορά για τους στροβιλιζόμενους χορούς. Οι περιγραφές γίνονται στους εξής στίχους:
Ξανθίας
τάχα βαλλήσεις. (στιχ. 1482 σύμφωνα με το Aristophanis Comoediae. Accedunt perditarum fabularum fragmenta, Τόμος 4, η λέξη βαλλήσεις ετυμολογείτε ως ορχούμενος χορευόμενος).
Χορός
ἵν᾽ ἐφ᾽ ἡσυχίας ἡμῶν πρόσθεν βεμβικίζωσιν ἑαυτούς...
στρόβει, παράβαινε κύκλῳ καὶ γάστρισον σεαυτόν,

 Σύμφωνα με το εγκυκλοπαιδικό λεξικό του ΗΛΙΟΥ (λήμμα Στρόβιλος, του τόμου 17) η εξηγήση που δίδεται για την λέξη είναι η εξής: 
"ΣΤΡΟΒΙΛΟΣ.Παν το συνεστραμμένον ή περιδινούμενον. Ο στρόβος ή βέμβιξ (κοινώς σβούρα). Η δίνη (ανέμου ή ύδατος). Είδος ορχήσεως, συνισταμένης εις ταχείαν περιστροφήν (βαλς). Ο κώνος της πίτυος (κοινώς κουκουνάρα)."
   Όπως προκύπτει, από τα σχόλια της εγκυκλοπαίδειας του ΗΛΙΟΥ, το βαλς είναι συνώνυμο των αρχαίων ελληνικών λέξεων: στρόβος, στρόβιλος, βέμβιξ, στρογγύλη, βάλλω, βαλισμός κλπ. 
  Μετά ταύτα, επιπλέον, ιδού τι λέγουν κι άλλα λεξικά περί της ετυμολογίας της λέξεως βαλς (valse ή walse):


Στο "Επίτομον εγκυκλοπαιδικό λεξικόν της πρωΐας" αναλύεται διεξοδικά η προέλευση και η ονοματολογία του χορού προερχόμενη από την αρχαία ετυμολογική ρίζα των λέξεων βαλλισμός (μπαλλάντα) και στρόβιλος. Επιπλέον, εξηγείται η αλληλένδετη σχέση του χορού βαλς με την μπαλλάντα. Η μπαλλάντα προέρχεται ωσαύτως από τον βαλισμό, του οποίου οι ρίζες ανάγονται στον θρησκευτικό παιάνα των αρχαίων Ελλήνων. Ο Παιάνας μετεξελίχθηκε σε βαλιστικό ερωτοτράγουδο, πρόδρομος της μουσικοποιητικής γραμμής του βαλς.


Το Λεξικόν Γαλλοελληνικό της τσέπης του οποίου 
η επεξήγηση της λέξης βαλς είναι η εξής:
Valse (βαλς) >στρόβιλος (χορός).


Σκηνή απ' την ταινία "Πόλεμος και Ειρήνη (War and Peace) 1956του Λέο Τολστόι, όπου η Όντρεϊ Χέπμπορν(Νατάσα) χορεύει στροβιλιζόμενη με τον συγχορευτή της Μελ Φίρερ (Αντρέι) στην μουσικοχορευτική μορφή του Βαλς.



Ο Σάτυρος και η Μαινάδα, σε αττικό μελανόμορφο αγγείο
του 4ου αιώνος π.Χ., παρουσιάζει ένα χορό που αν συγκριθεί
το συγκεκριμένο στιγμιότυπο με το σκηνικό του χορού
Μενουέτο, γαλλικού χορού πρόγονου του βαλς.



Παρατίθεται αρχείο με την ομιλεία του τραγουδοποιού κιθαρωδού Ιωάννη Γ. Βαφίνη, το έτος 1998, στην εκπομπή του ελληνοαμερικανού χορευτή Σώκρατες, απ' την τηλεοπτική συχνότητα του ΤΗΛΕΤΩΡΑ. Παρόλο που η έρευνα περί της προέλευσης του βαλς ήταν σε πρώιμο στάδιο, δίδεται μια εξήγηση, το πως  μεταλαμπαδεύτηκε το βαλς από το βυζάντιο στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης. Είναι δε γνωστό το ότι, οι βυζαντινές βασίλισσες, που μετανάστευσαν στις ευρωπαϊκές χώρες δια να παντρευτούν ομότιτλους άρχοντες, μετέφεραν στην συνοδεία τους και πλήθος καλλιτεχνών. Αυτοί καθιέρωσαν τα βυζαντινά δρώμενα στα ήθη των Βαυαρών και Αυστριακών πληθυσμών τα οποία εν συνεχεία τα οικειοποιήθησαν συντοχρόνω.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
-Εγκυκλοπαιδικό λεξικό του ΗΛΙΟΥ
-Aristophanis Comoediae. Accedunt perditarum fabularum fragmenta, τόμος 4ος
-Αριστοφάνης, Σφήκες

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017


ЭIЄ

ΟΙ ΙΕΡΑΡΧΑΙ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ ΙΕΡΟΘΕΟΣ & 
ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΠΑΡΕΥΡΕΘΗΣΑΝ ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΙΚΑ ΣΤΗΝ ΚΟΙΜΗΣΗ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Ἔρευνα & συγγραφῇ: Ἰωάννης Γ.  Βαφίνης

 Ὀλίγον καιρὸν πρὸ τῆς ἐλεύσεως τοῦ Θεανθρώπου καὶ εἰς τὴν μετάβαση τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων, γεννιοῦνται στὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν,  δύο σημαντικὲς προσωπικότητες ὅπου τὴ σήμερον θεωροῦνται οἱ πρωτοπόροι πατριάρχες τοῦ ἑλληνορθόδοξου χριστιανισμοῦ. Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος, πρῶτος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν καὶ ὁ Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης, ὁ δεύτερος κατὰ σειρὰν ἐπίσκοπος.
 Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος ὑπῆρξε γόνος ἀριστοκρατικῆς οἰκογένειας καὶ εὐγενὴς Ἀθηναῖος. Οἱ σπουδές του στὴν Πλατωνικὴ φιλοσοφία, ἡ μύηση τοῦ στὰ Ἐλευσίνια μυστήρια καὶ ὁ ἐνάρετος βίος του θεωρήθηκαν τὰ βασικὰ κριτήρια τῆς ἀνακήρυξης τοῦ σ' ἕνα ἀπὸ τὰ ἐννέα μέλῃ τοῦ συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
   Ὁ συναξαριστὴς ἤτοι καὶ μηνολόγιον τῆς ὀρθοδόξου ἐκκλησίας περιγράφει ἐνδεικτικὰ τὴν βαθυτάτην πίστη τοῦ Ἱεροθέου, εἰς τὸν Κυρίον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν κατόπιν τῆς κατηχήσεως τοῦ Ἀποστόλου Παύλου. Ὁ Παῦλος, ἀναγνωρίζοντας τὸ ψυχοπνευματικὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἀθηναίου ἐκκολαπτόμενου χριστιανοῦ φαίνεται ὅτι τὸν ἔχρισε πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς μικρῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῶν Ἀθηνῶν.
 Παράλληλα, εἰς τὴν θεολογικὴ διδασκαλία, ὁ Ἰερόθεος, κρίθηκε παραδεκτὸς ἀκόμη κι ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους πατέρες κι ὀνομάστηκε ὁμοθυμαδὸν ὡς πανοσιολογιότατος ἕνεκα τῆς ἀνωτέρας σπουδῆς ὅπου κατεῖχε. Τοῦτο διότι, ὑπῆρξε σπουδαστὴς τῆς Πλατωνικῆς ἀκαδημίας ἢ γιατί τὰ συγγραφικά του ἔργα ἐμπεριεῖχαν τόσο βαθιὲς Θεολογικὲς ἔννοιες, οἱ ὁποῖες, δὲν ἠδύνατο νὰ γίνουν εὔληπτες στοὺς ἀποστόλους ἀλλὰ καὶ στοὺς λοιποὺς χριστιανοὺς ἀναγνῶστες τῆς ἐποχῆς του; Ἴσως ἡ κρίσης ἐπῆλθε ἀπὸ κοινοῦ!
  Ἐπιπλέον, μιὰ ἀκόμη ἐπιβεβαίωση γιὰ τὴν μεγαλοσύνη τοῦ Ἱεροθέου φανερώνεται εἰς τὴν γνωριμίαν του μὲ τὴν μήτηρ τοῦ Θεοῦ τὴν Υπεραγία Θεοτόκο, η ὁποία ἔτρεφε ἰδιαίτερη ἐκτίμηση στὸ πρόσωπο τοῦ ἐπισκόπου τῶν Ἀθηνῶν γιὰ τὸν λόγο τοῦ σεβασμοῦ καὶ τῆς ἀμέριστης ἀγάπης τοῦ Ἁγίου στὸν Τριαδικὸν Θεὸν καὶ γιὰ τὴν ἀκατοπόνητον προσπάθεια διάδοσης τοῦ λόγου Τοῦ Θεοῦ! 
 Διὰ τοῦτο, λέγει ἢ ἱερὰ παράδοση, ὅταν πλησίασε ἡ ὥρα τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Μητρός, ἡ ἴδια, ἀπέστειλε αἰθέριες νεφέλες, οἱ ὁποῖες, ἅρπαξαν κυριολεκτικὰ τὸν Ἀθηναῖο ἐπίσκοπο ἀπὸ τὸν τόπο διαμονῆς του, τὴν Ἀθήνα, καὶ τὸν μετέφεραν θαυματουργικὰ στὰ Ἱεροσόλυμα ὅπου ἐτελέσθει ἡ νεκρώσιμος ἀκολουθία της. Τότε, ὁμοῦ μὲ τά τῶν ἀποστόλων, κυρίως ὅμως ὡς πρωτοστάτης τῆς ἱερῆς ἐπιτάφιας πομπῆς, ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος, ἔψαλλε θεοληπτικοὺς καινοφανεῖς ὕμνους, ἀκατάληπτης ἁρμονίας, μελοποιημένους ἀπὸ τὸν ἴδιο πρὸς τιμὴν τῆς Θεοτόκου.
   Συνακόλουθος καί συναοιδός του Ἱεροθέου στήν ἐπιτάφια πομπή τῆς Θεοτόκου παρεβρέθηκε κι ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης ἕνας ἀπ' τους πιό ὁ ἔνθερμους μαθητές του. Ὁ Ἅγιος Διονύσιος πολιτογραφεῖται, ὁμοίως μετά τοῦ Ἱεροθέου, ὡς Ἀθηναῖος, ἀριστοκρατικῆς γενιᾶς, μέ πλούσια παιδεία πού ἀποκόμισε ἐκ τῆς σπουδῆς του στήν Πλατωνική Ἀκαδημία τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ ὑψηλή του μόρφωση καί ἡ ἐνάρετη ζωή του τόν ὁδήγησε, παρόμοια μέ τόν δάσκαλο τοῦ Ἰερόθεο, σέ μιά ἀπό τίς ἐννέα θέσεις τοῦ συμβουλίου τῆς Γερουσίας τοῦ Ἀρείου Πάγου.
Ὑπῆρξε, ἐάν ὄχι ὁ πρῶτος ὅπως λένε οἱ Πράξεις τῶν Ἀποστόλων, ἀλλά, ἕνας ἀπ' τούς πρώτους Ἀθηναίους πού πίστεψε δημοσίως στό χριστιανικό κήρυγμα τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ὅπως ἐπιβεβαιώνεται μέσα ἀπό τά κείμενα τῆς Ἁγίας Γραφῆς - Κανῆς Διαθήκης καί πιό συγκεκριμένα στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων.
  Ἕνα ἀπὸ τὰ χαρακτηριστικὰ σχόλια, ποὺ λέγονται γιὰ τὸν Ἅγιο Διονύσιο, εἶναι καὶ τὸ ἑξῆς. Ὁ Διονύσιος, ὄντας πολυταξιδευμένος, εἶχε ἐπισκεφθεῖ στὰ Ἱεροσόλυμα τὴν Παναγία, τὴν μητέρα τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὀλίγα ἔτη προτοῦ τῆς θαυματουργικῆς της Κοιμήσεως. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἱερᾶς συνάντησης, ὁ Ἅγιος Διονύσιος, θέλησε νὰ παραθέσει μιὰ ὁμολογία θείας ἐμπνεύσεως. Ἡ ὁμολογία τοῦ Διονυσίου διαπίστωνε γιὰ τὴν μορφὴ τῆς Πάναγνης Θεοτόκου ὅτι: "...τὰ χαρακτηριστικά της, τὸ παρουσιαστικὸ της καὶ ὅλη ἡ ἐμφάνιση τῆς ἀποδεικνύουν πὼς εἶναι πράγματι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ"
  Συνάμα, μετὰ τὸ πέρας μερικῶν ἐτῶν ἀπὸ τῆς συναντήσεως, καὶ αὐτὸς ἀρπάχθει θαυματουργικὰ ἀπὸ τίς οὐράνιες νεφέλες, μετὰ τοῦ διδασκάλου τοῦ Ἱεροθέου, καὶ παρευρέθει στὸ θεῖο γεγονὸς τῆς ἐξόδιου ἀκολουθίας τῆς Κοίμησης τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καὶ Ἀειπαρθένου Μαρίας.
Ἔτσι, ἡ ἰδιαιτέρα ἐκτίμηση τῆς Παναγίας στοὺς Ἀθηναίους ἱεράρχες φαίνεται ὅτι, δημιούργησε εἰς τὸ βάθος τοῦ χρόνου μιὰ βαθιὰ σχέση λατρείας τοῦ λαοῦ τῶν Ἀθηνῶν εἰς τὸ πρόσωπο της!
   Θεωρεῖται ὅτι συνδέεται τοῦτο, μὲ τὸ λαϊκὸ συναίσθημα τῆς χριστιανικῆς κοινότητας τῶν Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία συσχέτισε κατὰ πατροπαράδοτο τρόπο τὴν Παρθένο Μαρία μὲ τὴν πρώιμη λατρεία τῆς Ἀθηνᾶς Παρθένου, ποὺ διατηροῦσαν σὲ ἀνείπωτους καιροὺς στὸν βράχο τῆς Ἀθηναϊκῆς Ἀκροπόλεως. Ἔτσι, τροποτινὰ ἐκ τοῦ πάλαι προτυπώνονταν στὴν ἰδεατὴ μορφὴ τῆς Ἀθηνᾶς Παρθένου τὸ νοητὸν ἦθος της Τοῦ Θεοῦ Σοφίας. Τὸ ἦθος τοῦτο, λοιπόν, σύμφωνα μὲ τίς μαρτυρίες τῶν Ἀθηναίων φιλοσόφων, συσχετίζεται μὲ τὴν παρθενικὴ ἀρετήν, ἐξὸν καὶ ἡ φερωνυμία Αθηνά Παρθένος. Ἐξ αὐτοῦ ἐκτίστει εἰς τὴν Ἀκρόπολη ναὸς ἀφιερωμένος πρὸς τὴν Τοῦ Θεοῦ Σοφία κι ὀνομάσθηκε Παρθενῶν. Κατὰ τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. λέγεται ὅτι, ἡ Ἀθηνᾶ Παρθένος παραχώρησε ἀδιαμαρτύρητα τὸν "δικό της" ναὸ στὴν Παναγία Παρθένο Θεοτόκο. Ἔκτοτε, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἔλαβε τὸ προσωνύμιο Αθηνιώτισσα ή Παντάνασσα ή Βασίλισσα τῶν Ἀθηνῶν λαμβάνοντας ξεκάθαρα στὶς καρδιὲς τῶν Ἀθηναίων τὴν θέσῃ τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς!
 Σύμφωνα μὲ τίς ἱστορικὲς πηγὲς τῶν περασμένων αἰώνων, ἡ Παναγία λατρεύτηκε στὴν Ἀθήνα περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλο τόπο. Τὰ μοναστήρια καὶ οἱ ἐκκλησίες της ἦταν ἑκατοντάδες. Λαμβάνοντας λοιπόν, ἀνεμπόδιστα τὴν θέσῃ τῆς Παρθένου Ἀθηνᾶς ἀνακηρύχθηκε, ἐπισήμως, ὡς Παντάνασσα - βασίλισσα καὶ πολιοῦχος τῶν Ἀθηναίων. Οἱ Ἀθηναῖοι πίστευαν ἀκράδαντα στὴν ὑπερπροστασία τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν ἀπὸ τὴν πολιοῦχο Μήτηρ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
 Ἡ Παναγία Θεοτόκος, παρέμεινε πολιοῦχος τῆς πόλεως γιὰ περισσότερο ἀπὸ ἑπτὰ αἰῶνες, μέχρις ὅτου ἔπεσε στὰ χέρια τῶν Φράγκων καὶ διαφόρων ἄλλων ἑτερόδοξων δυτικῶν λαῶν. Παρὰ τὴν ἐπαναφορὰ τῆς λατρείας της στὸν ναὸ τοῦ Παρθενῶνα, στὰ χρόνια τοῦ Μωάμεθ τοῦ Πορθητῆ, μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ καταργήθηκε καὶ ἐπιβλήθηκε κσὶ πάλι ὁ μωαμεθανισμὸς ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως...!
   Ὡστόσο, μετὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς πόλεως ἀπ' τὸν τουρκικὸ ζυγό, ἐπῆλθε τὸ τελειωτικὸ χτύπημα. Ὁ Βαυαρὸς βασιλιᾶς, ἐπὶ τῆς ἀναλήψεως τῶν καθηκόντων του, μετὰ τὴν δολοφονία του Καποδίστρια, φρόντισε μὲ ὕπουλο τρόπο νὰ ξεριζώσουν κυριολεκτικὰ τὴν παναθηναϊκή λατρευτικὴ συνήθεια τῶν ἐντοπίων πρὸς τὸ πρόσωπο τῆς Παναγίας καὶ Μητέρας τοῦ φωτός, γκρεμίζοντας μοναστήρια κι ἐκκλησίες, ἀποδίδοντας, ἔτσι, τὸν Παρθενῶνα σὲ μιὰ παγανιστικὴ ἀντίληψη ποὺ οὔτε οἱ πρόγονοι μᾶς γνώριζαν γι' αὐτήν.
 Ἔτσι, σιγᾷ, σιγᾷ ἀνέτρεψαν μιὰ παράδοση αἰώνων ποὺ ἤθελε τοὺς παλαιότατους κατοίκους τῶν Ἀθηνῶν νὰ λατρεύουν ἀνελλιπῶς την πολιοῦχο, καὶ βασίλισσα τῶν Ἀθηνῶν - ὅπως τὴν κατονομάζουν - τὴν Παναγία Θεοτόκο Μήτηρ τοῦ Θεοῦ καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ!



Ἁγιογραφίες τῆς κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου σε ἐκκλησίες τοῦ νομοῦ Ρεθύμνης ὅπου διακρίνονται και οἱ παρουσίες τῶν Ἀθηναίων ἱεραρχῶν Ἱεροθέου & Διονυσίου. Μάλιστα, στὴν δεύτερη εἰκόνα, ὁ ἁγιογράφος, καταγράφει το ὄνομα τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου. Τὸ κεντρικὸ θέμα τῆς εἰκονογραφίας εἶναι ἡ Παναγία καὶ ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός. Ὁ Χριστός, ὡς Θεὸς,  παραλαμβάνει τὴν Ἁγία Ψυχή της. Τὸ μέγα θαῦμα εἶναι ὅτι, τρεῖς μέρες μετὰ τὴν κοίμηση καὶ τὴ ταφῇ της μετέστη στοὺς οὐρανούς. Ἡ μετάσταση τῆς Θεοτόκου εἶναι ταυτόχρονα ἀνάσταση κι ἀνάληψη.


Ὁ Ἅγιος Ἰερόθεος Α' ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, θεωρεῖται ἀπὸ τοὺς κορυφαίους πνευματικοὺς ἱεράρχες τοῦ χριστιανισμοῦ, ὁ  ὁποῖος ἔγραψε ὑψηλῆς διανόησης θεολογικὰ θέματα ἀλλὰ καὶ ὑμνωδίες, δίχως ὅμως νὰ διασωθοῦν. Ἐγκύπτει ὅτι, οἱ ἐπιτάφιες ὠδὲς τῶν ὡρῶν τῆς Μ. Παρασκευῆς εἶναι δικές του μελωδικὲς ἐπινοήσεις ποὺ πρωτακούσθηκαν στὴν ἐπιτάφιο πομπὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου!


Ὁ Ἅγιος Διονύσιος ὁ Ἀρεοπαγίτης Β' ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν
διαδεχθεὶς τὸν δάσκαλο τοῦ Ἰερόθεο. Ὑπάρχει ὑπόνοια γιὰ τὸν Διονύσιο ὅτι, κατὰ τὴν παραμονή του εἰς τὴν Ἠλιούπολη τῆς Αἰγύπτου συμμετεῖχε στὴν πρεσβεία τῶν Ἑλλήνων ποὺ συνάντησαν τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστό. Λίγο ἀργότερα κατὰ τὴν παραμονή του στὴν Αἴγυπτο, θὰ αἰσθανθεῖ τὴν μεγάλη σεισμικὴ δόνηση, ποὺ συνέβη στὴν διάρκεια τῆς Σταύρωσης Τοῦ Χριστοῦ  καὶ θὰ πεῖ τὸ ἑξῆς: " Ή Θεὸς πάσχει ἢ τὸ πᾶν ἀπόλλυται."


Βιβλιογραφία 
-Μέγας Συναξαριστὴς Ὀρθοδόξου πίστεως
-Φερδινάνδος Γρηγορόβιος, Ἡ ἱστορία τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τοὺς μέσους αἰῶνες
-Νίκος Τσιφόρος, Ἡ ἱστορία τῆς Ἀθήνας