Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2017


  Ӿ   
 Ο όρκος των Αθηναίων στον Άγνωστο Θεό  κι ο ναός που έκτισε ο Απόλλων
(Η πρεσβεία των Ελλήνων ενώπιον του Ιησού Χριστού)

έρευνα και συγγραφή κειμένου
 Ιωάννης Γ. Βαφίνης

 Στην αρχαία Αθήνα των αρχαϊκών χρόνων, συνηθίζονταν οι λατρευτικές εκδηλώσεις προς τις πατρώες θεότητες. Ωστόσο, πέραν της λατρείας των δώδεκα θεών κι άλλων δευτερευόντων θεοτήτων, λάτρευαν και τον Άγνωστο Θεό.  Γι' αυτό, σε αρκετά σημεία της πόλεως των Αθηνών, είχαν τοποθετηθεί βωμοί με την επιγραφή «Τω αγνώστω Θεώ». Είχαν δε την συνήθεια να ορκίζονται λέγοντας τη φράση «Νη τω αγνώστω» (Δες Λουκιανός, Φίλοψ 9), δηλαδή "Μα τον Άγνωστο Θεό".
 Η αγάπη των Αθηναίων για την υπέρτατη ιδέα του Αγνώστου - Υψίστου Θεού ήταν βαθύτατα ριζωμένη, στην νοητική τους σκέψη, γι' αυτό και καθημερινά αναζητούσαν κάποια νέα πληροφορία. Τούτο δε επισημαίνεται στις Πράξεις των αποστόλων, στην εξής περικοπή: «᾿Αθηναῖοι δὲ πάντες καὶ οἱ ἐπιδημοῦντες ξένοι εἰς οὐδὲν ἕτερον εὐκαίρουν ἢ λέγειν τι καὶ ἀκούειν καινότερον.» (κεφ. ΙΖ). Μάλιστα, στο προοιμιακό λόγο του κηρύγματος του, ο Παύλος, εξαίρει τους Αθηναίους πολίτες, λέγοντας ότι είναι οι πιο θεοσεβούμενοι από πάντες των ανθρώπων: «ἄνδρες ᾿Αθηναῖοι, κατὰ πάντα ὡς δεισιδαιμονεστέρους ὑμᾶς θεωρῶ.»(ο.π. κεφ. ΙΖ, 22).


Το ελληνικό γραμματόσημο, με την απεικόνιση
 του βωμού στην αρχαία Αθήνα, που φέρει 
την επιγραφή "τω Αγνώστω Θεώ",  που
 κυκλοφόρησε το 1951.
- 
 Σύμφωνα λοιπόν με την εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου, το προσωνύμιο Άγνωστος Θεός αποδίδεται εις το Θείον ή εις οιανδήποτε θεότητα αγνοούμενη στο όνομα και την μορφή της. Τούτος δε είναι ο ορισμός του Όελχερ που κατατέθηκε στην ''Πραγματογνωστική Εγκυκλοπαίδεια''. 
 Παράλληλα, οι χριστιανοί θεολόγοι, Θωμάς Σκοτ & Βαν ντερ Αα, υποστήριξαν επισήμως ότι ο αναξερεύνητος Θεός της Παλαιάς Διαθήκης, δηλαδή ο Ύψιστος Θεός, πρέπει να θεωρηθεί έννοια ταυτόσημη με τον Άγνωστο Θεό των Ελλήνων. Κανείς δεν γνωρίζει, επακριβώς, την απαρχή αυτής της συγκεκριμένης λατρείας των Ελλήνων προς τον Άγνωστο Θεό. 
  Πρώτος, ο ιστορικός Ηρόδοτος αναφέρει ότι, οι Αθηναίοι, κατά την περίοδο των περσικών πολέμων,  ξέχασαν να αποδώσουν τιμές στο θεό Πάνα με αποτέλεσμα να εμφανισθεί ο θεός υπερβατικώς παραπονούμενος δια την παράλειψη της λατρείας του. Έτσι λοιπόν, επινόησαν την λατρεία ενός αγνώστου θεού δια να μη παραλειφθεί, εφεξής, οιοσδήποτε αγνώστος προς αυτούς θεός. Δηλονότι όμως γνωρίζουμε ότι, ο πανάρχαιος λαός των Ελλήνων είχε άγνοια θεού, αδυνατούμε δε να πιστέψουμε τούτη την αφελή εξιστόρηση του Ηροδότου. Άλλωστε, κι ο απόστολος Παύλος το λέγει καθαρά, αυτόν που εσείς αγνοείται τούτον εγώ αναγγέλω (ο.π. Πραξ. Αποστ. ΙΖ 24).
 Εάν βεβαίως ξετυλίξουμε το κουβάρι της ιστορικής πλοκής, θα αποκαλυφθεί η κεκρυμμένη οδός της αληθείας. Η αρχή του νήματος επιζητάτε στα χρόνια του Βούτη, του πρώτου ιερέα των Αθηνών. Ο Βούτης ήταν αδερφός του Ερεχθέα και γιος του βασιλέα των Αθηνών, Πανδίωνα. Όταν πέθανε ο Πανδίων, ο Ερεχθέας κληρονόμησε την βασιλεία και ο Βούτης[1] την ιεροσύνη του Ποσειδώνα και της Αθηνάς πολιάδος.
 Σε κάποια άγνωστη προς εμάς εποχή, ο Βούτης, μαζί με τον Μίνωα, τον βασιλιά της Κρήτης, ταξίδεψαν στην Αίγυπτο. Κατά την παραμονή τους στην Αίγυπτο οδηγήθηκαν στην ανακάλυψη αρχαίων παπύρων με ιερογλυφική γραφή. Ανάμεσα στους παπύρους βρέθηκε και η θεολογική βίβλος του Ερμού του Τρισμεγίστου. Αυτά τα χειρόγραφα, ο Βούτης, που ως Αθηναίος ήταν πιο μορφωμένος από τον κρηταγενή Μίνωα, τα μετάφρασε από τα ιερογλυφικά στην ιερατική γραφή και τα μετέφερε στην Αθήνα, διαφυλάττωντας τα ως ιερά κείμενα (μαρτυρία του γραμματολόγου Ιωάννου Στοβαίου).
   Επί τω πλείστων, οι βίβλοι του Ερμού, ονομάζονταν και νόμοι. Ο Αισχύλος, στην τραγωδία του Ικέτιδες, αναφέρεται ξεκάθαρα στα ιερατικά κείμενα του Ερμού, λέγοντας τα εξής: «Ἑρμῆς ὅδ᾽ ἄλλος τοῖσιν Ἑλλήνων νόμοις» (στιχ. 220) μετάφραση[Εδώ, επίσης, είναι ο Ερμής, σύμφωνα με τους παλαιούς Ελληνικούς εθιμοτυπικούς νόμους].
Σύμφωνα με το λεξικό των Liddel & Scott η λέξη νόμος, εκ του ρήματος νομίζω, δηλώνει την διοίκηση και διακυβέρνηση μιας πολιτείας σύμφωνα με παλαιούς νόμους και έθιμα.
Οι παλαιοί νόμοι του Ερμού του τρισμεγίστου στηρίζονταν πάνω σ' ένα θεολογικό περιεχόμενο. Το κεντρικό πρόσωπο αυτής της θεολογίας ήταν ο Ποιμάνδρης, ο δημιουργός των πάντων, δηλαδή ο Παν-δημιουργός. Παρά ταύτα, ο Ποιμάνδρης με την τριαδική ομοούσιο υπόσταση ήταν ένα άγνωστο Ον για την ανθρωπότητα.
Ο άνθρωπος, μετά την πτώση απ' την πρωτόπλαστη φύση του, δεν μπορούσε να διακρίνει το πρόσωπο του Πλάστη του. Έτσι λοιπόν, ο Θεός δημιουργός θεωρούνταν πλέον άγνωστος για τον άνθρωπο.
Ο Ερμής ήταν ο πρώτος, από το γένος των ανθρώπων, που δέχθηκε μετά θείας αποκαλύψεως την επίσκεψη του Τριαδικού Θεού. Η νουθεσία του Ποιμάνδρη καταγράφηκε σε παπύρους στην ιερογλυφική γραφή και μεταφράστηκε, όπως είπαμε, από τον Αθηναίο ιερέα Βούτη. Τα κείμενα αυτά χρησιμοποίησαν στις θεολογικές τους διδασκαλίες, ο Ορφέας, ο εξ Αθηνών Μουσαίος, ο εξ Αιγύπτου Μωυσής αλλά και πληθώρα άλλων Ελλήνων φιλοσόφων.
Η σημαντικοτέρα μαρτυρία των ερμητικών κειμένων ήταν η αναφορά της ενανθρώπησης του υιού του Θεού δια την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Μέχρι τότε οι άνθρωποι είχαν άγνοια Θεού κι αυτο έκανε τους θεοσεβείς Αθηναίους να αναγείρουν βωμούς εις τον Ένα Άγνωστο Θεό.
Έναν από αυτούς τους βωμούς, περί τω Αγνώστω Θεώ, συνάντησε κι ο απόστολος Παύλος, κατά τον ερχομό του στην Αθήνα των ελληνορωμαϊκών χρόνων. Το εδάφιο της Αγίας γραφής λέει τα εξής: «διερχόμενος γὰρ καὶ ἀναθεωρῶν τὰ σεβάσματα ὑμῶν εὗρον καὶ βωμὸν ἐν ᾧ ἐπεγέγραπτο, ἀγνώστῳ Θεῷ. ὃν οὖν ἀγνοοῦντες εὐσεβεῖτε, τοῦτον ἐγὼ καταγγέλλω ὑμῖν».
(Πράξεις των Αποστόλων, ΙΖ' 23).













Η πρώτη αγιογραφία δείχνει τον Απόστολο Παύλο στην Αθήνα δίπλα στο βωμό με την επιγραφή ΤΩ ΑΓΝΩΣΤΩ ΘΕΩ, ενώ γύρω από το πλαίσιο της εικόνας ειπικάθηνται περιμετρικά οι επιφανείς άγιοι εξ Αθηνών. Στην δεύτερη αγιογραφία εμφανίζεται και πάλι ο απόστολος των εθνών στον Άρειο Πάγο να κηρύττει την Χριστιανική πίστη ενώ στις υπώρειες της Ακροπόλεως διακρίνεται ο βωμός του Αγνώστου Θεού. Η τοποθέτηση του βωμού στο σημείο αυτό δεν είναι τυχαία καθότι μια διασωζόμενη μαρτυρία Καπουτσίνων μοναχών, που δρούσαν στην Αθήνα κατά τον 17ο αιώνα, θέλει τον βωμό του Αγνώστου Θεού τοποθετημένο στον Παρθενώνα, με εγχάρακτη την εξής επιγραφή: «Στούς θε­οὺς τῆς Ἀ­σί­ας καὶ τῆς Εὐ­ρώ­πης καὶ τῆς Ἀ­φρι­κῆς, στοὺς ἀ­γνώ­στους καὶ ξέ­νους Θε­οὺς» (Εγκυκλοπαίδεια ΓΙΟΒΑΝΗ, τόμος Α, λήμμα «Άγνωστος Θεός»).
-
Ο βωμός ήταν τοποθετημένος στην Πνύκα, εκεί που γίνονταν όλες οι δημοκρατικές συνελεύσεις. Άλλες πηγές υποστηρίζουν πως βρίσκονταν στο Φάληρο ή στην Ακρόπολη, ο περιηγητής Παυσανίας περιγράφει την ύπαρξη ναού κι όχι απλά ενός βωμού αφιερωμένου στον Άγνωστο Θεό. Αυτός ο ναός ή βωμός βρίσκονταν στην περιοχή του Φαλήρου.
Επιμέρους στοιχεία, για το ναό του Αγνώστου Θεού στην Αθήνα, μας παρέχει το βιβλιογραφικό έργο του Αγίου Αθανασίου. Η ιστορική περιγραφή, για την ανέγερση του εν λόγω ναού από τον Απόλλωνα, είναι η μοναδική. Δια τούτο, αμφισβητείται η γνησιότητα των λεγομένων, αν και συνδέεται με τα λεγόμενα του Παυσανία.
Ωστόσο, φαίνεται εντελώς αδιανόητη για έναν ιεράρχη, της του Χριστού αλήθειας, και σχεδόν απίθανη η καταμαρτύρηση ενός ψεύδους, ειδικά σε μια εποχή που το αρχαίο ελληνικό πνεύμα θεωρούνταν ακάθαρτο και ειδωλολατρικό.
Εν ολίγοις, θα πρέπει να θεωρηθεί αρκετά παρακινδυνευμένη η πρωτοβουλία διάσωσης μιας τόσο σημαίνουσας πληροφορίας, που θα άλλαζε αντισυμβατικά την ροή της εκκλησιαστικής ιστορίας. Το μόνο σίγουρο είναι πως θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για την περαιτέρω σταδιοδρομία του Αγίου Αθανασίου, αφού οι εχθροί του ελληνισμού καιροφυλακτούσαν ανά πάσα στιγμήν. Δεν δείλιασε, όμως, ο μεγάλος ιεράρχης και παρέδωσε εις τους αιώνας την κεκρυμμένη αλήθεια, που κάποιοι θέλησαν επιβούλως κι ασυνειδήτως να αποκρύψουν.
Επιπλέον, στα επιμέρους σχόλια, παρατίθενται μαρτυρίες περί των προφητικών λεχθέντων των Ελλήνων φιλοσόφων δια την ενανθρώπιση του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και την σταυρική Του θυσία, για την λύτρωση του ανθρωπίνου γένους. Τα γραφόμενα βρίσκονται στο βιβλίο, ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ/ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ, και πιο συγκεκριμένα στο κεφάλαιο ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΝΑΟΥ. Ιδού και τα σχόλια του κειμένου: «Καί ταῦτα μέν πρὸς τούς ἀφελεστέρους τῶν Ἑλλήνων ἠγοῦν ἀγραμμάτοις, εἰς θεογνωσίαν φέροντα ὑποδείγματα, πρός δέ τούς παρά αὐτοῖς σοφούς, ἐκ φιλοσόφων ἀρχαίων δυνατῶν, μαρτυρίας πολλάς περί θεοσέβειας τινές Ἑλλήνων σοφοί ἔφασαν, ἀλλά καί τήν τοῦ Χριστοῦ οἰκονομίαν ἀμυδρῶς προεμήνυσαν. καί γάρ πρό πολλῶν χρόνων ταῆς Χριστοῦ ἐπιδημίας, σοφός τίς ὀνόματι Ἀπόλλων, θεόθεν, ὡς οἶμαι, ἐπικινηθείς, ἔκτισε τόν ἐν Ἀθήναις ναόν, γράψας ἐν αὐτῷ βωμῷ, ἀγνώστῳ θεῷ· ἐν αὐτῷ τοίνυν συνήχθησαν οἱ πρώτοι τῶν Ἑλλήνων φιλόσοφοι, ἵνα περί τοῦ ναοῦ ἐρωτήσωσιν αὐτόν, καί περί προφητείας καί θεοσέβειας, ὧν τά ὀνόματα ἐροῦμεν ταῦτα. Πρῶτον Τίτων, δεύτερος Βίας, τρίτος Σόλων, τέταρτος Χείλων, πέμπτος Θουκυδίδης, ἑκτός Μένανδρος, ἕβδομος Πλάτων. οὗτοι οἱ ἑπτά φιλόσοφοι ἔφησαν τῷ Ἀπόλλωνι· Προφήτευσον ἡμῖν, προφῆτα, ὦ Ἄπολλον, τίς ἐστιν ὅδε εἶπον. τίνος ἔτι ὁ μετά σέ βωμός οὗτος; πρὸς οὕς ὁ Ἀπόλλων ἔφη· Ὅσα μέν πρὸς ἀρετήν καί κόσμον ὀρώρετε ποιεῖν, ποιεῖτε. ἐγώ γάρ ἐφετμεύω τρισένα ὑψιμέδοντα. οὗ λόγος ἄφθεγκτος ἐν ἀδείω κόρη ἔγκυμος ἔσται, ὥσπερ πυροφόρον τόξον ἅπαντα κόσμον ζωγρήσας, πατρί, προσάξει δῶρον. Μαρία δέ τό όνομα αὐτῆς.» Είναι φανερό ότι, Ο Απόλλων, σύμφωνα με τα γραπτά του Αγίου Αθανασίου προφητεύει Ένα Τριαδικό Θεό «ἐφετμεύω τρισένα ὑψιμέδοντα».
(Επίσης, δείτε στο κάτωθι εικονίδιο, τα λεχθέντα του Αγίου Αθανασίου περί του ναού του Αγνώστου Θεού στην αρχαία Αθήνα από τον Απόλλωνα, από την έκδοση που βρίσκεται στην εθνική βιβλιοθήκη της Αθήνας.)
Φωτογραφία από την έκδοση
 της μελέτης του Αγίου Αθανασίου ευρισκόμενη
 στην εθνική βιβλιοθήκη της Αθήνας
-
   Η μονοθεϊστική θεώρησης των αρχαίων Ελλήνων θεολόγων υποδηλώνει την παρουσία του μονοθεϊσμού στην Ελλάδα από την εποχή του Ορφέα και του Μουσαίου. Οι δύο αυτοί μεγάλοι γραμματοδιδάσκαλοι μετέδωσαν την θεωρία του μονοθεϊσμού σε όλη την μεσόγειο με κέντρο την Ελλάδα. Κυρίως δε στην Αθήνα όπου ο Μουσαίος εγκαθίδρυσε τα Ελευσίνια μυστύρια μαζί με τον υιό του Εύμολπο. Υπήρξαν τόσο λαμπρά τα έργα των προαναφερθέντων Ελλήνων θεολόγων - λυρικών ποιητών όπου έφτασαν στην θέωση. Μάλιστα, ο Ορφέας, εμφανίζεται σε εικονογραφία εκκλησιαστικού κώδικα, της αγιορείτικης μονής Αγ. Παντελεήμονος, με φωτοστέφανο αγίου. Ιδού και η εικόνα:
(κώδικας 6, φ.165β)
«Εις την κάτω σκηνήν, έμπροσθεν λόφου, κάθηται ο Ορφεύς, 
περιέργως με φωτοστέφανον, ως εις την ανάλογον 
παράστασιν ο Δαβίδ, και παίζει την κιθάραν του. 
Τον περβάλλουν άγρια ζώα, τα οποία εξημέρωσεν η μουσική. 
Βάθος βαθυκύανον (Ομιλία 10 : Εις τα άγια Φώτα).
 [Θησαυροί του Αγίου Όρους εικονογραφημένα χειρόγραφα, 
τόμος 2 | μέρος Α & Β]. Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε η Λεοντίδα φυλή προερχόμενη από τον μυθικό Λέοντα, γιο του Ορφέα.»
-
   Κατά την πορεία των αιώνων, η κοινότητα των Ελλήνων μονοθεϊστών θα πρέπει να διαβιούσε παράλληλα με τους πολυθεϊστές, πέριξ της ακτογραμμής της Μεσογείου και κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα, από την εποχή του Ορφέα μέχρι και την εποχή της ενανθρώπισης του Σωτήρα Χριστού. Την εμφάνιση τους στην Παλαιστίνη καταγράφει το Ευαγγέλιο του Ιωάννη του Θεολόγου στην εξής περικοπή: «῏Ησαν δέ τινες ῞Ελληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ.  οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν ᾿Ιησοῦν ἰδεῖν.  ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ ᾿Ανδρέᾳ, καὶ πάλιν ᾿Ανδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ ᾿Ιησοῦ·  ὁ δὲ ᾿Ιησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.» (κεφ. ΙΒ', 20-23),  μετάφραση: [Ήταν τότε μερικοί Έλληνες από εκείνους που ανέβαιναν για να προσκυνήσουν στην εορτή. Αυτοί λοιπόν πλησίασαν το Φίλιππο, που ήταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας, και τον παρακαλούσαν λέγοντας: «Κύριε, θέλουμε να δούμε τον Ιησού». Έρχεται ο Φίλιππος και το λέει στον Ανδρέα. Έρχονται ο Ανδρέας και ο Φίλιππος και το λένε στον Ιησού. Τότε ο Ιησούς τούς αποκρίνεται λέγοντας: «Έχει έρθει η ώρα να δοξαστεί ο Υιός του ανθρώπου».].
   Εσφαλμένες απόψεις, σύγχρονων θεολόγων - μεταφραστών, της συγκεκριμένης περικοπής του Ευαγγελίου, οδήγησαν στην παρανοημένη εξήγηση της Ιουδαϊκής καταγωγής των Ελλήνων που ζήτησαν να συναντήσουν τον Χριστό. Ωστόσο, σε παραπομπή του Μέγα Συναξαριστή της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ευρισκόμενη στο αγιολόγιο του Αγίου μάρτυρος Κορνηλίου του εκατόνταρχου, δίδεται λεπτομερώς η προέλευση αυτής της ελάσσονος ομάδας που κινήθηκε με θεία περιέργεια προς τον Θεάνθρωπο δια την αναζήτηση της αληθούς του ταυτότητας. Την ερμηνεία τούτη και τον ιστορικό συσχετισμό, που αποδεικνύει την ελληνικότητα των προσκυνητών της εορτής του Πάσχα εις τα Ιεροσόλυμα, παρέδωκε βιβλιογραφικός ο Κύριλλος ο Αθηναίος, ο επονομαζόμενος εξ Αλεξανδρείας. 
 Τα συμφραζόμενα εκ του Μηνολογίου είναι ταύτα: «Ο Αλεξανδρείας θεσπέσιος Κύριλλος ερμηνεύων το δωδέκατο κεφάλαιον του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, και ερχόμενος εις την περικοπήν την λέγουσαν «Ήσαν δε τίνες Έλληνες εκ των αναβαινόντων, ίνα προσκυνήσωσιν εν τη εορτή», λέγει, ότι οι Έλληνες ούτοι δεν ήσαν πολύθεοι και ειδωλολάτραι, καθώς ήσαν οι άλλοι Έλληνες και Εθνικοί. διότι πως ηδύναντο να αναβούν εις τα Ιεροσόλυμα δια να εορτάσουν το των Εβραίων Πάσχα και να προσκυνήσωσιν εν τω Ναώ του Σολομώντος; Αλλ' ούτε πάλιν ήσαν περιτετμημένοι και πάντα τα των Ιουδαίων παραδεχόμενοι. Αλλά την μεν πολυθεΐα των Ελλήνων και Εθνικών απεστρέφοντο, την δε μοναρχίαν του ενός Θεού, την από των Ιουδαίων κηρυττόμενην, απεδέχοντο. ομοίως και πολλά ηθικά εκ του Ιουδαϊκου νόμου εφύλαττον, όσα ήσαν εις τον φυσικόν νόμον σύμφωνα, ουχί δε και πάντα, όσα δηλαδή περιέχει το τελετουργικόν μέρος αυτού. Εις δε εξ αυτών ήτο και ο θείος Κορνήλιος ο Εκατόνταρχος, περί ου γράφουσιναι πράξεις των Αποστόλωνεν Κεφαλαίω δεκάτω» (Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Σεπτεμβρίου ΙΓ, Άγιος Κορνήλιος)[2].
  Οι Έλληνες λοιπόν αυτοί, οι άριστοι των αρίστων, μια κάστα διανοουμένων, η αφρόκρεμα του αριστοκρατικού πνεύματος των φιλοσόφων της Ελλάδος, οι αναζητούντες την αλήθεια, προσέγγισαν τον Ιησού Χριστό. Άραγε, τι να ήταν αυτό που έκανε άμεσα τον Θεάνθρωπο, τον πλάστη του κόσμου, να τους εγκωμιάσει και κατά τα λεγόμενα του Ευσέβιου Παμφιλίας να επαινέση την Ελληνική φυλή; Ένα είναι βέβαιο. Η προφητεία του Θεανθρώπου για το γένος των Ελλήνων, ότι θα δοξάσει τον Θεό δια της κραταιάς πίστεως στο όνομα του Ιησού Χριστού, βγήκε αληθινή. Χονδρικά, σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά ποσά των μαρτύρων από τους βίους διωγμούς, εκ των 11.000.000 εκατομυρίων μαρτύρων της χριστιανικής πίστεως τα 10.000.000 εκατομύρια ήταν Έλληνες, πάνω στο άνθος της ηλικίας τους, καθώς λέγει ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπαιδινός.
  Παρά ταύτα, γεννάται η εύλογη απορία ότι, ίσως, να μη μάθουμε ποτέ τον διάλογο μεταξύ των δύο πλευρών. Παράλληλα όμως, μια επιπλέον σημαντική μαρτυρία, διασωζόμενη στην βιογραφία του Αγίου Τίτου, ξεδιαλύνει τινά τον γρίφο της προέλευσης των επονομαζομένων Ελλήνων.
  Στο Συναξαριστή (τόμος Η', Αυγούστου ΚΕ') όπου υπάρχει ο βίος του Αγίου Τίτου, αναφέρεται εκ πρώτης η Ελληνική του καταγωγή και πιο συγκεκριμένα ότι προέρχεται απ' το γένος του πανάρχαιου βασιλέα της Κρήτης Μίνωα. Νεαρός όντας, ο Τίτος, με ιδιαίτερη επιμέλεια σπούδασε τα ελληνικά γράμματα. 
   Την περίοδο εκείνη, ανθύπατος και ηγεμών της Κρήτης, ήτανε ένας θείος του Τίτου. Κάποια χρονική στιγμή, ο ανθύπατος - ηγεμών της Κρήτης, πληροφορείται ότι έχει επέλθει η σωτήριος γέννηση του Ιησού Χριστού στην Παλαιστίνη και ότι πληρώσας την ηλικία τριων δεκαετιών άρχισε να διδάσκει και να ποιεί θαύματα εις τα Ιεροσόλυμα και στα πέριξ αυτής. 
  Τότε ο ηγεμών, αφού συμβουλεύθηκε την γερουσία των πρώτων αρχόντων της Μεγαλονήσου, απέστειλε τον ανιψιό του Τίτο, που είχε ήδη ενηλικιωθεί. Τον θεωρούσε τον πιο άξιο για να του μεταφέρει λεπτομερώς όσα θα του γίνονταν αντιληπτά.    Ταξιδεύοντας λοιπόν ο Τίτος στην Παλαιστίνη συναντά τον Δεσπότη Χριστό και χωρίς καμία αμφιβολία τον προσκυνάει ως μοναδικό Θεό και Σωτήρα, καθόσον πρώτα αντιλήφθηκε ιδίοις όμμασι τα θαυμαστά της παρουσίας του Θεανθρώπου. Αξιώθηκε ακόμη να δει τα πολλά Του θαύματα, τα θεία πάθη την Σταύρωση και την Ανάσταση Του. Πιστεύσας στον Ιησού Χριστό συναριθμήθηκε μετά των εκατών είκοσι μαθητών που έλαβαν το Άγιον Πνεύμα κατά την ημέρα της πεντηκοστής. 
       
Ο Έλληνας Άγιος απόστολος Τίτος με την 
καταγωγή από το γένος του Μίνωα.
-
  Το ενδιαφέρον, στην εν λόγω βιογραφία είναι η συνταύτιση του σημείου συνάντησης του Τίτου με τον Χριστό στα Ιεροσόλυμα, όπως παραδίδεται και στο κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο. Η διαφορά έγκειται στην παράλειψη του ευαγγελιστή να κάνει ονομαστική αναφορά προσώπου κι αντ' αυτού αναφέρεται σ' ένα αόριστο αριθμό ατόμων που τους προσδιορίζει εθνολογικά ως Έλληνες. 
  Αφού λοιπόν ο προσδιορισμός δηλεί ξεκάθαρα την εθνολογική προέλευση των ατόμων από την Ελλάδα, είναι επίσης φυσικό, κάποιος που ταξιδεύει από τόσο μακριά, να μη ταξιδεύει μόνος του. Οι ακόλουθοι του Τίτου, Έλληνες βεβαίως κι αυτοί, είναι ο λόγος που ο Ιωάννης, αλλά και οι υπόλοιποι μαθητές του Χριστού, τους αναγγέλουν ως ομάδα ελληνικής πρεσβείας. Και πράγματι αυτό προκύπτει από τα συμφραζόμενα αλλά κι από την απεικόνιση μιας βυζαντινής μικρογραφίας που εμφανίζει τους Έλληνες με στρατιωτική περιβολή, ένδειξη πως πρόκειται για πρεσβευτική αποστολή εκπροσώπησης κάποιου ηγεμόνα.
     
Οι Έλληνες ζητούν να συναντήσουν τον Χριστό, 
Βυζαντινή μικρογραφία, Εθνική Βιβλιοθήκη Παρισίων.

-
  Το έτερον πρόβλημα είναι, γιατί στο ευαγγέλιο αναφέρονται οι Έλληνες ως προσκυνητές στα Ιεροσόλυμα, κατά την εορτή του πάσχα. Τούτο λύεται με την συμπληρωματική μαρτυρία εκ της βιογραφίας του Αγίου Τίτου. Εκεί, διαβάζουμε ότι ο άγιος όταν έγινε είκοσι χρονών και ενηλικιώθηκε άκουσε άνωθεν φωνή που του υπεδείκνυε να αναγνώση την Βίβλο δια την σωτηρία της ψυχής του. Στην αρχή δεν έδωσε την πρέπουσα σημασία γνωρίζοντας την πλάνη του κακοδαίμονος. Όταν όμως συνεχίστηκε το παράδοξο της φωνητικής παρότρυνσης, έσπευσε να βρει και να μελετήσει τα βιβλικά κείμενα. Τότε στη Βίβλο διάβασε για την προφητεία του Ησαΐα που έλεγε: «Εγκαινίζεσθε προς με, νήσοι. Ισραήλ σώζεται υπό Κυρίου σωτηρίαν αιώνιον» (Ησαΐας, με', 16- 17).
  Ο Ησαΐας, στα εδάφια (Ησ 24,15  41,1  42,10  42,12  45,16  49,1  49,22  51,1  60,9  66,19) κατονομάζει την Ελλάδα ως Νήσοι. Αυτή η ονομασία απευθύνεται στην πολυκατοικημένη θάλασσα της πολυνησίας του ελληνικού αρχιπελάγους.
 Διαβάζοντας το μεταφρασμένο στα ελληνικά, προφητικό κάλεσμα του Ησαΐα, ο Τίτος, κατενόησε ότι κάτι μεγάλο θα συμβεί στην Παλαιστίνη, για την σωτηρία του κόσμου, και μάλιστα ότι, το κάλεσμα ήταν προς το έθνος των Ελλήνων.
 Όταν λοιπόν, κλήθηκε να αναλάβει την αποστολή του γνώριζε ήδη ότι, ο άγνωστος Θεός των Ελλήνων ταυτίζονταν με το Ύψιστο Θεό της Παλαιάς Διαθήκης που υπήρχε ο ιερός ναός στα Ιεροσόλυμα (Σαλήμ) ιδρυθείς από τον Έλληνα Μελχισεδέκ. Αυτό το σκοπό είχαν οι Έλληνες, κατά την περίοδο της εορτής του εβραϊκού πάσχα, να προσκυνήσουν το ναό του Θεού του Υψίστου.
 Εν κατακλείδι, ύστερα από τα προλεγόμενα γίνεται σαφέστατος ο πανάρχαιος δεσμός του ελληνικού γένους με τον Ύψιστο Θεό τον οποίον αγνοώντες ελάτρευαν. Άλλωστε, ακόμα και σήμερα το πραγματικό όνομα του Θεού παραμένει άγνωστο, καθότι ο πανδημιουργός είναι ανέκφραστος, απερινόητος, αεί ων ως αύτως ον. 
 Η φέρουσα ονομασία του Θεανθρώπου Ιησού Χριστού, είναι μια συμβατική επωνυμία για τα γήινα όρια της ανθρώπινης αντιλήψεως. Ο Χριστός είναι ένα εκ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας. Για τον Πατέρα και για το Άγιο Πνεύμα δεν γνωρίζουμε ονόματα της ανθρώπινης διαλέκτου παρά μόνο ότι η Αγία Τριας είναι ομοούσιως, ζωοποιός κι αδιαίρετος. Τούτο δε, πρώτος κατέγραψε ο Ερμής ο Τρισμέγιστος όπως ο λέει ο όσιος Κύριλλος ο Αλεξανδρεύς (Αθηναίος στην καταγωγή): «ταῦτα  δὲ  καὶ  ἐν  τοῖς  κατὰ Ἰουλιανοῦ  τοῦ  βασιλέως  ὑπὸ  τοῦ  ὁσιωτάτου  Κυρίλλου  συναχθεῖσιν  ἐμφέρεται,  ὅτι  καὶ  ὁ Τρισμέγιστος  Ἑρμῆς  ἀγνοῶν  τὸ  μέλλον  τριάδα  ὁμοούσιον  ὡμολόγησεν» (Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία, λόγος δεύτερος, παραγρ. 27).
 Μάλιστα, εκ του ιδίου βυζαντινού συγγραφέως γίνεται η επεξήγησης της φερωνυμίας του Ερμού ως τρισμεγίστου, γράφοντας τα εξής: «Ἐν  τοῖς  χρόνοις  τῆς  βασιλείας  τοῦ  προειρημένου  Σώστρου  ἦν  Ἑρμῆς  ὁ Τρισμέγιστος  ὁ  Αἰγύπτιος,  ἀνὴρ  φοβερὸς  ἐν  σοφίᾳ·  ὃς  ἔφρασε  τρεῖς  μεγίστας  ὑποστάσεις εἶναι  τὸ  τοῦ  ἀῤῥήτου  καὶ  δημιουργοῦ  ὄνομα,  μίαν  δὲ  θεότητα  εἶπε·  διὸ  καὶ  ἐκλήθη  ἀπὸ τῶν  Αἰγυπτίων  Τρισμέγιστος  Ἑρμῆς.» (ο.π. Ιωαν. Μαλ. Χρονογρ. Λόγος δεύτερος, παρ. 2).
 Αυτά τα γραφόμενα είχε μεταφράσει ο ιερεύς των Αθηνών Βούτης από την ιερογλυφική στην ιερατική γραφή και φύλασσε εις στην Ακρόπολη των Αθηνών, εκεί όπου ήρθε αργότερα ο Απόλλων και τους είπε ότι, στο μέλλον πρόκειται να συμβεί η ενανθρώπιση του Υιού και Λόγου του Θεού, η οποία θα σημάνει την λύτρωση του ανθρώπινου γένους.
 Πάντα πρωτοστάτης το Αθηναϊκό γένος της πνευματικότητος. Δια τούτο χρίστηκε διδάσκαλος της ανθρωπότητας εις τους αιώνας. Αλλά γι' αυτό και μισήθηκε, όπως κι ο Χριστός, από το σκολιόν γένος. Ο νοών νοείτω...

Ο Έλλην ιερεύς Μελισεδέκ! υιός του Ποσειδώνα - Σίδου
 και της νύμφης Λιβύης, θεωρείται η προτύπωση της 
αρχιερωσύνης του Ιησού Χριστού. Το λεξικό του Σουΐδα λέγει 
   ότι ήταν ιερεύς του Θεού του Υψίστου και βασιλεύς των Ελλήνων Χαναναίων των γνησίων κατοίκων της Συροπαλαιστινιακής γης.
 Γράφει επίσης ότι, έκτισε την Σαλήμ που μετονομάσθηκε
 σε Ιερουσαλήμ λόγω του ιερού που υπήρχε εκεί. Η Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα ήταν ελληνική αποικία χτισμένη πάνω στο λόφο Σιών.
Η λέξη "Σιών" στα Δωρικά σημαίνει το Όσιον, το Άγιον. 


     

Υποσημειώσεις 
[1]. Από το Βούτη προήλθε ο κλάδος του ιερατικού γένους των Ετεοβουτάδων. Οι Ετεοβουτάδες είχαν λάβει το σχήμα της ιεροσύνης από τον Ποσειδώνα ή Σηθ. Ένας από του γιους του Σηθ-Ποσειδώνα ήταν ο Μελχισεδέκ. Σύμφωνα με τα κείμενα της Παλαιας Διαθήκης ο Μελχισεδέκ έκτισε την πόλη των Σολύμων που μετέπειτα μετονομάστηκε σε Ιεροσόλυμα γιάτι εκεί είχε ανεγείρει ναό. Ο Έλλην Μελχισεδέκ, ίσως κι αυτός εκ του γένους των ετεοβουτάδων, ήταν «ιερεύς του Θεού του Υψίστου», δηλαδή του αληθινού Θεού. Αργότερα, ευλόγησε τον Αβραάμ και εκ του απογόνου του Λευί προήλθε το εβραϊκό ιερατικό γένος. Όταν όμως ήλθε ο Ιησούς Χριστός και ανέλαβε ιερατικά καθήκοντα το λευιτικό ιερατείο καταργήθηκε ως ανίσχυρο κι ανωφελείς. Δι' αυτό ο αρχιερέας Ιησους Χριστός αναφέρεται στον 109ο ψαλμό ως ιερεύς εις τον αιώνα κατά την τάξιν Μελχισεδέκ. Η ελληνική καταγωγή του Μελχισδέκ καταμαρτυρείται από τον Άγιο Αθανάσιο.
[2]. Στη μερίδα των εθνικών μονοθεϊστών ανήκε κι ο εκατόνταρχος του ρωμαϊκου στρατού, Κορνήλιος. Με υπερβατικό τρόπο οδηγήθηκε στην αλήθεια της χριστιανικής πίστεως και βαπτίσθηκε από τον απόστολο Πέτρο κι έπειτα μαρτύρησε στο όνομα του Ιησού Χριστού.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ, ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ, ΤΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΠΑΝΤΑ, τόμος 4ος, κεφ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΕΞΗΓΗΤΙΚΟΝ ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ ΝΑΟΥ
-Αισχύλου, Ικέτηδες
-Λουκιανού, Φίλοψ
-Καινή Διαθήκη, Πράξεις των Αποστόλων
-Επιτομή του μεγάλου λεξικού της ελληνικής γλώσσας, LIDDEL & SCOTT
-Ο Μέγας Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκδοση έβδομη από του Βίκτωρος μοναχού & Ματθαίου Λάγγη επισκόπου Οινόης, Αθήναι, 2001, τόμος Θ'
-Ιωάννη Μαλάλα, Χρονογραφία
-Λεξικόν Σουΐδα (Σούδα) λήμμα Μελχισεδέκ