Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018


Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΥΣ 
ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
Έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης


  Ο μεγάλος τραγωδός των Αθηνών, Σοφοκλής, γράφει σε κάποια χρονική στιγμή την τραγωδία του Οιδίπους επί Κολωνό.  Το έργο δεν προλαβαίνει να το ανεβάσει ο ίδιος γιατί πεθαίνει σε βαθύ γήρας. Ωστόσο, το 401 π.Χ. ο συνονόματος εγγονός του ανεβάζει το έργο του παππού του, εις τους πολίτες της Αθήνας, σε μια εποχή όπου η ηγεμονία των Αθηνών έχει καταλυθεί και η πόλη ζει την πρώτη παρακμή της. Η ευκαιρία να παιχτεί ένα έργο του Σοφοκλή, για να τονωθεί το ηθικό των πολιτών, μετά την ήττα της πόλης των Αθηνών από τους Σπαρτιάτες, είναι προφανής. Ιδιαίτερα στοιχεία της τραγωδίας, η παρουσία του  πάλαι ποτέ ήρωα και ελευθερωτή της πόλεως των Αθηνών Θησέα και ο λυρικός ύμνος προς τιμήν της πόλης της ευλογημένης από τον Θεό. 
Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ 
(Ρωμαϊκό αντίγραφο προτομής του 
270 π.Χ. ευρισκόμενη στην Γλυπτοθήκη
του Μονάχου)

 Ο ύμνος του Σοφοκλή είναι, ο λαμπρότερος και περιφημότερος λυρικός ύμνος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στην ομορφιά της πόλεως των Αθηνών. Θεωρείται, το καλύτερο δημιούργημα μέσα από πληθώρα ποιητικών έργων της αρχαίας λυρικής ποιήσεως. Δυστυχώς δεν διασώθηκε το μουσικό του μέλος. Η υμνωδία εκτελούνταν από χορωδία γερόντων που ανήκαν στους Αιγηΐδες, την αθηναϊκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή του Ιππίου Κολωνού. Στο 1ο & 2ο στάσιμο του χορού της τραγωδίας Οιδίπους επί Κολωνό, εκτελείται το τραγούδι - ύμνος προς τιμήν της Πόλεως των Αθηνών. Ιδού και οι στίχοι: 
Χορός
εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώρας
ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽    670
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν
χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν
καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ    675
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώτας
ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
θεαῖς ἀμφιπολῶν τιθήναις.    680
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄχνας
ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄϋπνοι    685
κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσσεται
ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ    690
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μουσᾶν
χοροί νιν ἀπεστύγησαν οὐδ᾽ ἁ
χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω    695
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτόποιον,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,    700
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας· ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν μορίου Διὸς    705
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω ματροπόλει τᾷδε κράτιστον
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, χθονὸς αὔχημα μέγιστον,    710
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν    715
πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς.
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΟΥ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Στροφή α’.
Στης αλογοθροφούσας τούτης χώρας
το μέρος τ’ ομορφότερο ήλθες, ξένε,
στον Κολωνό τον ασπροχώματ’ όπου
το γλυκόλαλο αηδόνι κελαδάει
συχνάζοντας στα δροσερά φαράγγια,
πάνω στο μαύρο τον κισσό πετώντας
και στου θεού τ’ απάτητο το δάσος,
που κάνει πλήθος τους καρπούς κι’ ούτ’ ήλιος
ούτε κανένας άνεμος το πιάνει·
όπου συχνάζει πάντοτ’ ο πατέρας
του μεθυσιού ο Διόνυσος, συντρόφους
πιστούς τις θείες έχοντας βυζάχτρες.
Αντιστροφή α’.
Και με την ουρανόσταλτη δροσιά μέρα τη μέρα
το φουντωτό μανούσι ανθίζει,
που δυο τρανών θεών παλιό στολίδ’ είναι, κι’ ο κρόκος,
που σαν χρυσάφι λαμπυρίζει·
και δε στερεύουν οι πηγές οι ακοίμητες, που θρέφουν
πλούσια του Κηφισού το ρέμα,
μα πάντα κάθε μέρα αυτός με τα νερά καθάρια
στης πλατοστήθας γης τους κάμπους
ξεχύνεται πιο γλήγορο το κάρπισμα να φέρη·
μήτε τη μίσησαν οι Μούσες,
μήτε κ’ η χρυσοχάλινη τήνε μισεί Αφροδίτη.
Στροφή β’.
Ανθίζει ακόμη δέντρο, που ως τα τώρα
μήτε και μέσ’ στη χώρα της Ασίας
μήτε και στο τρανό του Πέλοπα νησί
δεν άκουσα, πως μόνο του φυτρώνει,
χωρίς να φυτευτή από ανθρώπου χέρι,
όντας στων εχτρών τάρματα φοβέρα,
που πιο πολύ στη χώρα τούτη ανθίζει,
η ασημοφυλλ’ η ελιά, που θρέφει
τα παλληκάρια· αυτή κανένας νέος
ή γέρος αρχηγός δε θ’ αφανίση
με τους πολεμιστές του κόβοντάς τη,
γιατί το μάτι, που όλα γύρω βλέπει,
του Δία, που είναι της ελιάς προστάτης,
τη φυλάει κ’ η Αθηνά η γαλανομμάτα
Αντιστροφή β’.
Μα έχω για την πατρίδα μου να ειπώ και παίνεμ’ άλλο
πολύ καλλίτερο, που δώρο
είναι του δυνατού θεού και καύχημα μεγάλο
της χώρας μου, πως είναι πρώτη
στο να γυμνάζη τ’ άλογα και πρώτη στα καράβια.
Ω γυιέ του Κρόνου, Ποσειδώνα
αφέντη, εσύ τη σήκωσες σε τόσο τρανή δόξα,
γιατί σε τούτα εδώ τα μέρη
πρωτόφτιασε το χέρι σου τα γκέμια, που μερώνουν
τάλογα. Κι’ αλαφρά στο κύμα
το καλοχούφτιαστο κουπί με λάμνισμα πηδάει
ακολουθώντας τις Νεράιδες.
  Οι στίχοι της αθηναϊκής υμνωδίας του Σοφοκλή (668-719) εμπεριέχονται, όπως προείπαμε, στην τραγωδία του Οιδίπους επί Κολωνό. Η τραγωδία αυτή παρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό το 401 π. Χ. Η πλοκή της τραγωδίας εξελίσσεται στο ιερό άλσος του Ίππιου Κολωνού, λίγο έξω από το κλεινόν άστυ των Αθηνών. Το σημείο που επικάθεται ο γηραλέος και τυφλός πρωταγωνιστής, καθοδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη, είναι ένας επίπεδος βράχος. Ο τόπος θεωρείται ιερός και άγιος γιατί είναι αφιερωμένος στον ιππότη Αθηναίο ήρωα Κολωνό
  Σε αυτό το πανέμορφο σημείο των Αθηνών υπήρχε μια δασική περιοχή γεμάτη από ελαιόδενδρα. Στα δένδρα αυτά φώλιαζαν μέχρι κι αηδόνια. Καθημερινώς ακούγονταν το γλυκύλαλο θρηνητικό τους κελάηδημα. Το τοπίο όπως περιγράφεται από τον Σοφοκλή ήταν ειδυλλιακό. Ο τραγωδός και λυρικός ποιητής γνώριζε καλά τις λεπτομέρειες της περιοχής του Ιππίου Κολωνού καθότι είχε γεννηθεί και ζήσει εκεί, έως ως που άφησε την τελευταία του πνοή.  
  Μέσα σ' αυτό το παραδεισένιο άλσος του Κολωνού εξέτρεφαν και άλογα, τα οποία ο Ποσειδώνας τα είχε κάνει χάρισμα στους Αθηναίους. Έτσι, για πρώτη φορά ο άνθρωπος στη γη των Αθηνών συμφιλιώθηκε με τον ίππο, το μετέπειτα ονομασθέν άλογο και άτι. Λόγω της δωρεάς των ίππων, εκ μέρους του Ποσειδώνα οι Αθηναίοι ονόμασαν την περιοχή Ίππιο Κολωνό
  Το αργιλώδης χώμα ή ασπρόχωμα, όπως  σημειώνει ο ποιητής, κυριαρχούσε στην περιοχή όπου κατοικούσε ο Βακχευτής Διόνυσος. Πολύ καρποφόρα η περιοχή καθώς δεν την χτυπούσαν οι άνεμοι κι ο βαρύς χειμώνας. Το άσπρο χώμα της ήταν αυτό που ευνοούσε την καλλιέργεια της αμπέλου και του λευκού ξηρού οίνου (σημερινή ποικιλία Μαλαγουζία και Ντεμπίνα). Παράλληλα, στα βαθυστόλιστα από μαύρους Κισσούς φαράγγια φύονται νάρκισσοι κι ο χρυσοπέταλος κρόκος το αφροδισιακό λουλούδι που θεραπεύει και την μέθη. 
   Ύστερα, ο Σοφοκλής, επαινεί την πατρίδα του, την Αθήνα, για την Ελιά που δεν φύεται σε άλλη χώρα, παρά μόνο αν μεταφυτευτεί από ανθρώπου χέρι, γιατί εδώ πρωτοεμφανίστηκε με την ευλογία της Αθηνάς και την προστασία του Δία. Θεωρείται το ευλογημένο δένδρο με τα ασημένια φύλλα και το καρπό που θρέφει τα παλληκάρια της Αθήνας. Άλλωστε, είναι πλέον γνωστό ότι, ο καρπός της ελιάς εμπεριέχει τεράστια οφέλη για τον ανθρώπινο οργανισμό όπως και το παραγόμενο λάδι εκ της συνθλίψεως του καρπού.   
 Έπειτα, εξυμνεί τον Ποσειδώνα, γιατί, πρώτη φορά δίδαξε τους εκκολαπτόμενους Αθηναίους πως να μερώνουν τα άγρια άλογα και να τους φορούν χαλινάρια στο κεφάλι και στο στόμα, ως εξάρτημα, για να βοηθούν τον αναβάτη να κατευθύνει το ζώο. Οι Αθηναίοι είναι η πρώτοι αλογολάτες, ιππηλάτες, ιππείς, γι' αυτό και στην πομπή των Παναθηναίων πρωτοστατούσε το ιππικό των Αθηνών.  Επιπλέον, ο Σοφοκλής, παινεύει την πόλη του ως την μεγαλύτερη ναυτική δύναμη με τα γοργόφτερα καράβια που έχουν σειρές ευκολόπιαστων κουπιών. Αυτό είναι το ανίκητο αθηναϊκό ναυτικό.
  Εκεί λοιπόν, σ' αυτόν το τόπο, το επονόμαστο Ίππιο Κολωνό διαδραματίστηκε ο ερχομός του εξοστρακισμένου  Οιδίποδα, τέως βασιλέα των Θηβών, με τις δυο του κόρες. Σε εκείνο το ειδυλλιακό παράδεισο των Αθηνών, έγινε και η συνάντηση του Οιδίποδα με τον Βασιλιά Θησέα. Ο τραγικός Οιδίποδας επαινεί  τον βασιλέα των Αθηνών κι απόγονο του Αιγέα με τα καλύτερα λόγια. Οι χαρακτηρισμοί δείχνουν την φήμη της μεγαλοσύνης κι ευγένειας του αφηρωισμένου Θησέα που υπήρξε επί πολλούς αιώνες το μιμητικό πρότυπο για κάθε Αθηναίο πολίτη. 
 Ο Θησέας, το πρότυπο κάθε Αθηναίου Θησειίδη, χαρακτηρίζεται, από τον τραγικό Σοφοκλή, ως συμπονετικός προς τους ανθρώπους με ιδικές ανάγκες όπως ο τυφλός Οιδίποδας (...τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθορὰς...καί σ᾽ οἰκτίσας θέλω ᾽περέσθαι, δύσμορ᾽ Οἰδίπους... 550 - 557), άφοβος (τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ. 656), καλός (καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν, 1003) γενναίος & δίκαιος (ὄναιο, Θησεῦ, τοῦ τε γενναίου χάριν καὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἐνδίκου προμηθίας. 1042) ανίκητος (δεινὸς ὁ προσχώρων Ἄρης, δεινὰ δὲ Θησειδᾶν ἀκμά. 1065) πολέμαρχος (τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα 1054), σωτήρας (ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· 1117), γενναιόψυχος & ψύχραιμος (ὡς ἀνὴρ γενναῖος, οὐκ οἴκτου 1636), ταπεινόφρων (κομπεῖν δ᾽ οὐχὶ βούλομαι· 1209), αξιόπιστος ο έχων λόγο τιμής/μπέσα (οὔκουν πέρα γ᾽ ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις. 651),  έμπιστος (θάρσει τὸ τοῦδέ γ᾽ ἀνδρός· οὔ σε μὴ προδῶ. 649γνήσιος απόγονος της θεϊκής γενιάς του Αιγέως (ὦ φίλτατ᾽ Αἰγέως παῖ 607 & ὦ τέκνον Αἰγέως 940). Εκπροσωπεί τα ιδανικά του ανθρωπισμού, του δίκαιου, της γενναιότητας, της φιλοξενίας, της φιλίας κλπ. κλπ.
Η συνάντηση του Οιδίποδα και των θυγατέρων του Αντιγόνης και Ισμήνης 
με τον βασιλιά Θησέα στον Κολωνό.  
Ζωγραφική του Jean-Antoine-Théodore Giroust, 1788.

  Εν κατακλείδι, ο ύμνος του Σοφοκλή, προς τιμήν της Πόλεως των Αθηνών, θα πρέπει να ήταν κάλλιστος στην μελωδική του γραμμή και με ωραιότατο φωνητικό σχήμα του επιπέδου του βαρύτονου ήχου της χορωδίας των γερόντων. Η καλλιέπεια του Σοφοκλή επευφημείται από έναν άλλο μεγάλο της λυρικής ποίησης, ο οποίος τον κατονομάζει σ' ένα ποίημα του άνθος των αοιδών, δηλαδή λουλούδι των τραγουδιστών. Δια αυτό παραθέτω, ευθύς, τον ποιητικό στίχο του Σιμωνίδη προς τιμήν του Αθηναίου τραγωδού Σοφοκλή: 
"Εσβέσθης, γηραιὲ Σοφόκλεες, ἄνθος ἀοιδῶν,
 οἰνωπὸν Βάκχου βότρυν ερεπτόμενος."
μετάφραση:
[Έσβυσες, γέροντα Σοφοκλή λουλούδι των τραγουδιστών 
ο τρεφόμενος με τον καρπό των σταφυλιών του μελανόχρωμου Βάκχου
ή ο κοινωνός του μελανόχρωμου ζωμού των σταφυλιών του θεού Βάκχου][1]



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Το σημαντικό αυτής της ποιητικής στιχομυθίας αναζητάτε στην αναφορά του Σιμωνίδη, καθώς επισημαίνεται με μεταφορικό τρόπο η συμμετοχή του Σοφοκλέους σε μια πρώιμη μυστηριακή θεία κοινωνία του Αθηναίου ποιητή από τον οίνον της αμπέλου. Τούτο το συμπέρασμα εξάγεται εκ της βιβλικής φράσεως του Ιησού Χριστού: "ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα." (κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 15.5). Πράγματι, ο Σοφοκλής, είχε μυστηριακή ζωή και μάλιστα μέσα από τις τραγωδίες του ομίλησε με προφητικά λόγια για τον Ένα Τριαδικόν Θεόν...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Σοφοκλής, ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
-Sophoclis Quae exstant omnia cum veterum Grammaticorum Scholiis. Superstites Tragoedias VII, VOLUMEN I. Argetorati apud JOANNEM GEORGIUM TREUTELL.

Παρασκευή 22 Ιουνίου 2018


ЭIЄ

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ 

(ΤΟ ΕΠΟΝΟΜΑΣΤΟ ΘΗΣΕΙΟΝ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΧΤΙΣΜΕΝΟ ΠΑΝΩ ΣΕ ΤΥΜΒΟ)

Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης

   Στὴν περιοχὴ τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὸν ἐπονόμαστο Ἀγοραῖο Κολωνό, ὀρθώνεται ἕνας ἐξάστυλος περίπτερος ἀρχαῖος ναὸς τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο. Ὁ ναὸς κτίστηκε πρὶν τὸν Παρθενῶνα κατὰ τὸ 445 π.Χ. μὲ τὴν θέληση τῶν Μαραθωνομάχων καὶ κυρίως του γιοῦ τοῦ Μιλτιάδη, Κίμωνα
  Πρῶτος ὁ Θουκυδίδης κάνει ἀναφορὰ περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα καὶ τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἄσυλο τῶν φυγάδων καὶ τῶν οἰκετών. Ἔπειτα ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης κάνει ἐλάσσων ἀναφορὰ περὶ τούτου ἐνῷ ὁ περιηγητὴς Παυσανίας μᾶς πληροφορεῖ ἐκτενέστερα γιὰ τὴν ὕπαρξη ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Θησέα στὴν ἀρχαία ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν μὲ τοὺς ἑξῆς σχολιασμούς: 
 «πρὸς δὲ τῷ γυμνασίῳ Θησέως ἐστὶν ἱερόν· γραφαὶ δέ εἰσι πρὸς Ἀμαζόνας Ἀθηναῖοι μαχόμενοι. πεποίηται δέ σφισιν ὁ πόλεμος οὗτος καὶ τῇ Ἀθηνᾷ ἐπὶ τῇ ἀσπίδι καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἐπὶ τῷ βάθρῳ. γέγραπται δὲ ἐν τῷ τοῦ Θησέως ἱερῷ καὶ ἡ Κενταύρων καὶ [ἡ] Λαπιθῶν μάχη·» (Ἀττικὰ 17). μετάφραση: [πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ γυμνασίου εἶναι τὸ ἱερὸ τοῦ Θησέα ὅπου ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τῶν Ἀθηναίων νὰ μάχονται τὶς Ἀμαζόνες. τὸ ἴδιο θέμα τῆς μάχης λένε πὼς φτιάχτηκε καὶ στὴν ἀσπίδα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ στὸ βάθρο του Ὀλύμπιου Δία. Στὸ ἱερὸ τοῦ Θησέα ἀπεικονίζεται καὶ ἡ μάχη μὲ τοὺς Κενταύρους καὶ τοῦ Λαπίθες (ὅπου συμμετεῖχε καὶ ὁ Θησέας)].  
  Πράγματι, ἀκόμη καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ θαυμάσεις, στὴν ἀνατολικὴ πρόσοψη τοῦ ναοῦ, τὸν ἀνάγλυφο διάκοσμο τοὺς ἀετώματος ποὺ παριστάνεται μιὰ Κενταυρομαχία δηλαδὴ τὴν μάχη τοῦ Θησέα καὶ τῶν Λαπιθὼν ἐναντίον τῶν Κενταύρων σὲ γαμήλια τελετὴ στὸ Πήλιο. Ὅλα λοιπόν, μαρτυροῦν τὴν παρουσία τοῦ Θησέα στὸν χῶρο τοῦτο. 
 Κατὰ τὰ λεγόμενα, ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀνοικοδόμησης ἑνὸς λατρευτικοῦ ἱεροῦ ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ ἥρωος καὶ βασιλέως Θησέα δὲν γεννήθηκε ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς ἐποχῆς τοῦ χαλκοῦ ἢ τοῦ γένους τῶν ἡρώων, ἀλλά, πολὺ μετέπειτα, κατὰ τὴν ἐποχή της ἐμφάνισεως τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα στὸ πεδίο τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ὡς φάσμα παρουσιάστηκε πλάϊ στοὺς συγγενεῖς ἐκγόνους του ὁπλῖτες Ἀθηναίους, ἐνάντια στὰ ἐχθρικὰ στίφη τῆς πόλεως του, ἐπιτελέσθηκε ὁ ἀφηρωισμός του. 
  Ὡστόσο, μιὰ δεύτερη ἐκδοχὴ θέλει εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν τὴν ξαφνικὴ ἐμφάνιση μιᾶς λοιμογόνου ἀσθένειας ποὺ ὁδήγησε τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης νὰ ζητήσουν χρησμὸ ἀπὸ τοὺς Δελφούς. Τότε, ἡ Πυθία τους διαμήνυσε πὼς πρέπει νὰ γίνει ἡ μεταφορὰ τῶν ὀστῶν τοῦ Θησέα ἀπὸ τὴν νῆσο Σκῦρο εἰς τὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν γιὰ νὰ λυθεῖ ἡ κατάρα τοῦ ἥρωα ποὺ ἀπέστειλε λόγῳ τοῦ ἐξοστρακισμοῦ του ἀπὸ τὴν πόλη. 
  Τότε, ὁ στρατηγὸς Κίμωνας Μιλτιάδου, ὁδηγῶντας μερίδα τοῦ ἀθηναϊκοῦ στρατοῦ ἔφτασε διὰ τοῦ ναυτικοῦ στόλου στὴν νῆσο Σκῦρο. Στὸ νησὶ ἐτοῦτο, ὑπῆρξε μιὰ φήμη ποὺ ἤθελε τὸν Θησέα νὰ βρῆκε τὸν θάνατο ἀπὸ δόλο τοῦ ζηλόφθονα σκυριανὸ βασιλιᾶ Λυκομήδη. Ὁ Κίμων, ἀφοῦ ἀποβιβάστηκε μὲ τοὺς ὁπλῖτες του, ἄρχισε τὴν ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα γιὰ νὰ βρεῖ τὸ σημεῖο τῆς ταφῆς του. Ἡ ἀποστολὴ ἦταν πολὺ δύσκολη, γιατί, στὸ νησὶ κατοικοῦσαν οἱ ἡμιάγριοι Δόλοπες. Ἀφοῦ πρῶτα ἀπ' ὅλα, ὁ Κίμων, ὅρμησε μὲ τοὺς Ἀθηναίους ὁπλῖτες του καὶ ἐξολόθρευσε τὴν ἐπιτιθέμενη ὁμάδα των Δολόπων μετέπειτα κατέλαβε ἀπ' ἄκρου εἰς ἄκρον τὸ νησὶ κι ἄρχισε νὰ ψάχνει, γιὰ τυχὸν ἴχνη, τοῦ σημείου ἐνταφιασμοῦ τοῦ Θησέως. 
  Ἐν τέλει, οἱ πληροφορίες του Πλούταρχου, εἶναι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς παρέχουν μιὰ λεπτομερῆ ἔκβαση τῆς εὕρεσης τοῦ τάφου μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Λέγεται λοιπόν, ὅτι καθὼς διάβαιναν στὰ ἐρημικὰ μονοπάτια τῆς Σκύρου, ὁ Κίμων, εἶδε ἕναν ἀετὸ νὰ κάθεται πάνω σὲ ἕνα ὕψωμα καὶ νὰ σκάβει μὲ τὰ νύχια του τὴν κορυφή. Ἀμέσως, ὁ στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, τὸ θεώρησε ὡς οὐράνιο οἰωνὸ καὶ κατευθύνθηκε στὸ σημεῖο, ὅπου, ἔβαλε ἀμέσως μερικοὺς ἀπὸ τοὺς σκαπανεῖς νὰ ἀνασκάψουν. Ἐκεῖ, μετ' ὀλίγον, βρῆκαν ἕνα τάφο μὲ μεγάλα στὸ μέγεθος ὀστᾶ καὶ πλάϊ του μιὰ χάλκινη αἰχμὴν καὶ ξίφος. Γιὰ τοὺς ἀπιστοῦντες, ἰδοὺ καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Θησέα: «χρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον. μετὰ δὲ τὰ Μηδικὰ Φαίδωνος ἄρχοντος μαντευομένοις τοῖς Ἀθηναίοις ἀνεῖλεν ἡ Πυθία τὰ Θησέως ἀναλαβεῖν ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ᾽ αὑτοῖς φυλάττειν. ἦν δὲ καὶ λαβεῖν ἀπορία καὶ γνῶναι τὸν τάφον ἀμιξίᾳ καὶ χαλεπότητι τῶν ἐνοικούντων Δολόπων. οὐ μὴν ἀλλὰ Κίμων ἑλὼν τὴν νῆσον, ὡς ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου γέγραπται, καὶ φιλοτιμούμενος ἐξανευρεῖν, ἀετοῦ τινα τόπον βουνοειδῆ κόπτοντος, ὥς φασι, τῷ στόματι καὶ διαστέλλοντος τοῖς ὄνυξι θείᾳ τινὶ τύχῃ συμφρονήσας ἀνέσκαψεν. εὑρέθη δὲ θήκη τε μεγάλου σώματος αἰχμή τε παρακειμένη χαλκῆ καὶ ξίφος. κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, ἡσθέντες οἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς τε λαμπραῖς ἐδέξαντο καὶ θυσίαις ὥσπερ αὐτὸν ἐπανερχόμενον εἰς τὸ ἄστυ. καὶ κεῖται μὲν ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ νῦν γυμνάσιον, ἔστι δὲ φύξιμον οἰκέταις καὶ πᾶσι τοῖς ταπεινοτέροις καὶ δεδιόσι κρείττονας, ὡς καὶ τοῦ Θησέως προστατικοῦ τινος καὶ βοηθητικοῦ γενομένου καὶ προσδεχομένου φιλανθρώπως τὰς τῶν ταπεινοτέρων δεήσεις.» μετάφραση: [Μετὰ ἀπὸ χρόνια τοὺς Ἀθηναίους ἄλλα παριστάμενα γεγονότα τους ἔκαναν νὰ τιμοῦν των ἥρωα Θησέα, καὶ στὸν Μαραθῶνα ἐνάντια στοὺς Μήδους νὰ πολεμάει εἶδαν πολλοὶ σὰν φάσμα(οπτικό φαινόμενο) ἔνοπλο νὰ ἐπιτίθεται στοὺς βαρβάρους. Μετὰ ὅμως τὰ Μηδικὰ ποὺ ἦταν ἄρχοντας ὁ Φαίδωνας στοὺς Ἀθηναίους ἔστειλε χρησμὸ ἡ Πυθία νὰ παραλάβουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέως καὶ μὲ τιμὲς νὰ τὰ ἐνταφιάσουν στὴν πόλη καὶ νὰ τὰ φυλᾶνε κοντά τους. Ἦταν ὅμως δύσκολο νὰ βροῦν τὸν τάφο καὶ νὰ πάρουν τὰ ὀστᾶ γιατί οἱ Δόλοπες ἦταν ἀπόκοσμοι καὶ δυσάρεστοι. Ὅταν ὅμως ὁ Κίμων κατέλαβε την νῆσο, ὅπως ἔχω γράψει στὴν βιογραφία του γιὰ ἐκεῖνον, καὶ μὲ προθυμία ἐρευνοῦσε γιὰ τὸν τάφο, ἕνας ἀετὸς σ' ἕνα λόφο νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του καὶ νὰ σκάβει μὲ τὰ πόδια του τὸ χῶμα τότε ἀπὸ κάποια θεία τύχη κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο θεῖο σημάδι κι ἀμέσως ἀνάσκαψε τὸ σημεῖο τοῦ ὑψώματος. Καὶ τότε βρῆκε λάρνακα ποὺ εἶχε μέσα ὀστᾶ μεγάλου σώματος μιὰ χάλκινη αἰχμὴ (δόρατος) καὶ ἕνα ξίφος. Κι ἀφοῦ μεταφέρθηκαν αὐτὰ ἀπὸ τὸν Κίμωνα πάνω στὴν τριήρη, οἱ Ἀθηναῖοι τα ὑποδέχτηκαν χαρούμενοι μὲ λαμπρὲς πομπὲς καὶ θυσίες, ὅπως ἂν ἔρχονταν ὁ ἴδιος ὁ Θησέας στὴν πόλη. Τὰ εὑρεθέντα βρίσκονται στὴν μέση τῆς πόλης παράπλευρα ἀπὸ τὸ τωρινὸ γυμνάσιο(του Πτολεμαίου ὅπως ὀνομάζονταν μέχρι τὴν ἐποχή του Πλούταρχου), καὶ εἶναι τὸ καταφύγιον τῶν οἰκετὼν καὶ ὅλων τῶν ταπεινότερων ποὺ φοβοῦνται τους ἰσχυρότερους, γιατί ὁ Θησέας ἦταν καὶ βοηθὸς κι ἀντιμετώπιζε μὲ φιλανθρωπία τὶς παρακλήσεις τῶν ταπεινῶν καὶ καταφρονεμένων.] (Πλουτάρχου/Βίοι Παράλληλοι - Θησεὺς 36). 
  Ὁ Κίμων, λοιπόν, μετέφερε μὲ τὴν τριήρη του τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἥρωα στὴν Ἀθήνα, ὅπου τον ὑποδέχθηκε σύμπασα ἡ πόλις, μὲ λατρευτικὲς θυσίες καὶ πομπές, σὰν νὰ γύριζε ὁ ἴδιος ὁ Θησέας, ζωντανός, στὴν πόλη του. 
  Αὐτά, λέει ὁ Πλούταρχος ὅτι, βρίσκονταν στὸ κέντρο τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν, δηλαδὴ στὴν ἀγορά, κοντὰ στὸ σημερινὸ (κατὰ τὴν ἐποχή του) γυμναστήριο. Στὸ σημεῖο αὐτό, φαίνεται ὅτι, ἀνεγέρθηκε ἢ προυπῆρχε τύμβος ὅπου τέθηκαν τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ παλαιότατου βασιλέα τῆς Ἀθήνας καὶ πάνω του οἰκοδομήθηκε ναὸς ἀφιερωμένος σ' αὐτῶν καὶ στοὺς πργονικούς του θεοὺς Ἥφαιστο καὶ Ἀθηνᾶ Ἐργάνη. Συνάμα. ὁ ἐξάστυλος ναός, δωρικοῦ τύπου, ἦταν διακοσμημένος μὲ τοὺς ἄθλους τοῦ Θησέα καὶ τοῦ ἐξαδέλφου τοῦ Ἡρακλῆ
 Ὅλες ἐτοῦτες οἱ πληροφορίες προέρχονται καὶ πάλί ἀπὸ τὸν περιηγητὴ Παυσανία, κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπιβεβαιώνουν τὴν κατασκευὴ ταφικοῦ ναοῦ, ὑπὸ τὴν φροντίδα τοῦ Κίμωνος, γιὰ τὴν ἐναπόθεση τῶν ὀστῶν τοῦ νεκροῦ ἥρωα. Ἰδοὺ καὶ τὰ σχόλια τοῦ περιηγητοῦ:
  
«ὁ μὲν δὴ Θησέως σηκὸς Ἀθηναίοις ἐγένετο ὕστερον ἢ Μῆδοι Μαραθῶνι ἔσχον, Κίμωνος τοῦ Μιλτιάδου Σκυρίους ποιήσαντος ἀναστάτους—δίκην δὴ τοῦ Θησέως θανάτου—καὶ τὰ ὀστᾶ κομίσαντος ἐς Ἀθήνας·» μετάφραση: [ὁ μὲν σηκός - ναὸς τοῦ Θησέως ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους μετὰ ἀπὸ τὴν ἔλευση τῶν Μήδων στὸν Μαραθῶνα, ὅταν ὁ Κίμωνας τοῦ Μιλτιάδη ὁ γιὸς ἐτιμώρησε τοῦ Σκυριανούς - ἀποδίδοντας δικαιοσύνη γιὰ τὸν ἄδικο θάνατον τοῦ Θησέως - καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἥρωα τὰ μετεγκατέστησε στὴν Ἀθήνα].  (Παυσανίου Ἑλλάδος Περιήγησις-Αττικά 17)
   Ἐπὶ ἔτη μακρόν, ὅταν ὁ ἄγγλος περιηγητὴς Edward Dodwell ἦρθε στὴν Ἀθήνα, γύρω στὸ 1800 μ.Χ. κατέγραψε τὴν παρουσία ἑνὸς μαρμάρινου λέοντα δίπλα ἀπὸ τὸν ναό. Αὐτὸ πράγματι σημαίνει ὅτι, στὴν τοποθεσία αὐτὴ ἐτάφη κάποιος μεγάλος βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἄλλωστε ὁ ἥρωας Θησέας. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ κατατέθηκε στὸ βιβλίο τοῦ Edward Dodwell, ὑπὸ τὸν τίτλο: "classical and topographical tour throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806". Ἐν ὀλίγοις, τὸ βιβλίον του παρέχει σαφῆ ἐπιστημονικὰ στοιχεῖα ποὺ ἀποδεικνύουν την συνταύτιση τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα μὲ τὸν σημερινὸ ἐξάστυλο ναὸ ποὺ ὀνομάζεται Θησεῖον ἢ Ἠφαιστεῖον (δὲς τὴν κάτωθι εἰκόνα). 


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Edward Dodwell 
"classical and topographical tour 
throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806" 
in tow volumes VOL. I. 
CHAPTER XII. Temple of Theseus σελ. 371 

  Ὁ Ἐδουάρδος Ντόντγουελ (Edward Dodwell), κατὰ τὴν ταξιδιωτική του ἔρευνα στὴν περιοχή της τουρκοκρατούμενης Ἀθήνας, ἐπισήμανε τὴν συνταύτιση τοῦ διασωθέντος ἐξάστυλου ναοῦ μὲ τὸν ἀρχαῖο ναὸ ποὺ χτίστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ ἀφηρωισμένου βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Θησέα καὶ μάλιστα, θεωρεῖ ὅτι, τὸ μνημεῖο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, εὑρισκόμενο κοντὰ στὸ γυμνάσιο τοῦ Πτολεμαίου (δὲς κάτωθι εἰκόνα). 

Ἡ εἰκόνα μὲ τὴν ἀναπαράσταση τῆς ἀρχαίας 
ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὴν ἐποχή του Παυσανία. 
Τὸ κτίριο 1 εἶναι τὸ Θησεῖον καὶ τὸ 2 εἶναι τὸ γυμνάσιο 
τοῦ Πτολεμαίου. 

   Εἰς τὸ λεξικό της Σούδας, καταγράφονται ἀπὸ τοὺς φιλολόγους τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. ἐπιπρόσθετες μαρτυρίες γιὰ τὸ μνημεῖο ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν ἤτοι καὶ Ἀγοραῖος Κολωνός, ὅπου ὁ ναὸς ποὺ βρίσκεται στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου ὀνομάζεται Θησεῖον καὶ θεωρεῖται κτίριο ποὺ οἰκοδομήθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέα, δηλαδὴ ὁ ναὸς τοῦ Θησέα (The Temble of Theseus). Ἰδοὺ καὶ τὰ γραφθέντα: «καθῆσθαί μοι δοκῶ ἐπὶ τὸ θησεῖoν ἢ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν, τουτέστι τῶν ἐρινύων εἰς γὰρ ταῦτα τὰ ἱερὰ οἱ oἰκέται καθήμενοι ἀσυλίαν εἶχον. ἕστι δὲ τὸ θησεῖον τέμενος ἀνειμένoν τῳ Θησεῖ.» (δὲς κάτωθι εἰκόνα). 

Λεξικὸν Σουίδας 

Ἐπιπλέον, σὲ ἕνα ἄλλο ἀξιόπιστο παλαιὸ λεξικὸ τὸ "Lexicon graeco-prosodiacum" καταγράφεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ἡ ἄποψη περὶ τοῦ ἐξάστυλου ναοῦ τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, λέγοντας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ ναὸ ποὺ κατασκεύασαν πρὸς τιμὴ τοῦ Θησέα (δὲς τὴν κάτωθι εἰκόνα). Μήπως τυχαῖο κι αὐτό; 

Εἰκόνες  ἀπὸ τὸ Lexicon graeco-prosodiacum 
σελ. 1 & 394 

  Ἐπίσης, τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν (Etymologicon magnum lexicon), ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα βυζαντινὰ λεξικὰ ποὺ ἐκπονήθηκε τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. πιστοποιεῖ, ἐπίσης, τὴν ταυτότητα τοῦ μνημείου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀναλαμπῆς τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ. Στὸ λῆμμα "Θήσειον" ἐπισημαίνεται ξεκάθαρα πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τέμενος(ναός) ἀφιερωμένος στὸν Θησέα (δὲς κάτωθι εἰκονίδιο). 


   Ἐν κατακλεῖδι, σὲ ὅλα τὰ λεξικὰ καί τις ἐγκυκλοπαίδειες, ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ μέχρι σήμερον, στὴν ἀνεύρεση τοῦ λήμματος Θησεῖον ἀναφέρεται ὅτι, ὁ ναὸς οὕτως εἶναι ἀφιερωμένος στὴ λατρεία τοῦ Ἀθηναίου ἥρωος Θησέως. Ἐπιπλέον, ἕνα ἀκόμη παράδειγμα βρίσκεται στὸ "Ἐπίτομον ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικὸν τῆς Πρωίας", ὅπου τὸ Θησεῖον καταγράφεται ὡς ναὸς ποὺ λατρεύονταν στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὁ Θησέας. Ἰδοὺ καὶ τὸ σχόλιον τοῦ λήμματος: «Θησεῖον: Ἀρχαῖος ναὸς τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῷ ὁποίῳ ἐλατρεύετο ὁ ἐθνικὸς τῆς πόλεως ἥρως Θησεύς. Ἰδρύθη περὶ τὸ 474 π.Χ. ὑπὸ τοῦ Κίμωνος καὶ εἶναι ἐξάστυλον περίπτερον οἰκοδόμημα δωρικοῦ ρυθμοῦ, κείμενον ΒΔ τῆς Ἀκροπόλεως καὶ διατηρούμενον εἰς ἄριστην κατάστασιν. Ὑπὸ τινῶν ἀρχαιολόγων θεωρεῖται ὡς ναὸς τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἠφαιστείας Ἀθηνᾶς δι' ὃ καὶ καλεῖται Ἠφαιστεῖον».


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ 
ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ Α' τόμος σελ. 930 

   Ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἄποψη, καταμαρτυρεῖται κι ἀπὸ τὸ Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβὴ περὶ τοῦ Θησέα, όπου ἀναφέρεται ὡς ἔνοικος τοῦ ναοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ, ὅπως διακρίνουμε στὴν κάτωθι εἰκόνα ποὺ λέει: «...κατὰ χρησμὸν ἐπανέφερεν ὁ Κίμων τὰ ὀστᾶ του εἰς Ἀθήνας τῷ 465 π.Χ., καὶ ἐνταφιάσας αὐτά, ἤγειρεν ἐπ΄αυτών τὸ ἔτι σωζόμενον Θησεῖον (Θούκ, Ἄ, 98.- Πλουτ.Θησ. ΛΣΤ), ναὸν ὡραῖον ἐξάστυλον, δώριον, ἔχοντα εἰς τὰς 10 του μετόπας ἄθλους τοῦ Ἡρακλέους, εἰς 8 δὲ (ἀνα 4 ἑκατέρωθεν) ἄθλους Θησέως...». 

Εἰκόνα ἀπὸ τὸ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ 
του Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβὴ ἐκδοθὲν
 στὴν Ἀθήνα κατὰ τὸ ἔτος 1888
  Κατὰ τὴ ἴδια λογικὴν κινεῖται καὶ τὸ "Λεξικὸν τῶν ἀρχαίων Μυθολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν καὶ Γεωγραφικῶν κυρίων ὀνομάτων" του Νικόλαου Λωρέντη, ποὺ τυπώθηκε στὴν Βιέννη τὸ 1837 καὶ ἐπισημαίνει στὸ λῆμμα "Θησεῖος" τὴν παρουσία τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα ὡς ἑνὸς μεγαλειώδους μνημείου στὸ μέσον τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν (δὲς κάτωθι εἰκόνα). Ήτοι τα γραφόμενα: «Θήσειος, εία, είον. Του Θησέως ή εις τον Θησέα ανήκων, και, Θησέιον, τό, Ναός του Θησέως εν Αθήναις, ο περιφημότερος ην εν τω μέσω της πόλεως, όστις υπήρχε άσυλον των ενς Αθήναις δούλων και άλλων ευτελούς καταστάσεως ανθρώπων...».


  Ὡστόσο, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, μιὰ μερίδα ἀρχαιολόγων θέλησαν νὰ μετονομάσουν τὸ Θησεῖο, ἀπὸ ναὸ τοῦ Θησέα σὲ ναὸ τοῦ Ἡφαίστου. Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν ὁ Λ. Ρός, ὑποστήριξε ὅτι ὁ ναὸς οὗτος δὲν ἦταν τοῦ Θησέως ἀλλὰ τοῦ Ἄρεως. Ἀφελῶς βέβαια, μέχρι σήμερον, ὁδηγήθηκαν σὲ αὐτὴν τὴν ἐσφαλμένη ἐπινόηση καθότι δὲν ἐννόησαν τὴν πολυσύνθετη λατρεία ποὺ συντελοῦνταν στὸ ναὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ. Ὅπως βλέπουμε, στὸ "Ἐπίτομο Ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ Ἡλίου" διαβάζουμε αὐτὴ τὴν νεοτέρα ἄποψη γιὰ τὴν ἐπονομασία του Θησείου στὸ κάτωθι εἰκονίδιο: «Θησεῖον (το). Ἱερὸν ἱδρυθὲν διὰ νὰ ταφοῦν ἐν αὐτῷ τὰ ὀστᾶ τπὺ ἥρωος τῶν Ἀθηνῶν ἠσέως, μεταφερθέντα ὑπὸ τοῦ Κίμωνος τὸ 468 π.Χ. Ὡς τὸ Θησεῖον τοῦτο ἐκλαμβάνεται ὁ οὕτως ὀνομαζόμενος ἀρχαῖος ναός, ὁ ὁποῖος κεῖται ΒΔ. τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Σήμερον ὅμως ἐπικρατεῖ ἡ γν'ωμη, ὅτι πρόκειται ὄχι περὶ Θησείου, ἀλλὰ περὶ Ἡφαιστείου, ἤτοι ναοῦ τοῦ Ἡφαίστου».

   Ἐκ τοῦ συμπεράσματος, δύναται, σύμφωνα μὲ τὶς τόσες πληροφορίες, ὁ ἐξάστυλος ναὸς τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν νὰ χτίστηκε γιὰ τὸν Θησέα, ὡστόσο, παραλλήλως νὰ συνλατρεύονταν ὁ ἥρωας Θησέας μὲ τὸν πρόγονο τοῦ Ἥφαιστο καὶ τὴν πρόγονη τοῦ πολιοῦχο Ἀθηνᾶ. Ἄλλωστε, ὁ Παυσανίας, ἀναφέρεται σχετικὰ μ' αὐτὸ μὲ τὴν φράση "Θησέως σήκὸς Ἀθηναίοις" δηλαδὴ ὁ σηκός του Θησέα, ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι, ὁ σηκὸς τοῦ ναοῦ ὑπῆρξε ἀφιερωμένος στὸν ἥρωα ἐνῷ τὸ ἱερὸν στὸν προπάτορα τοῦ Ἥφαιστο καὶ τὴν Ἐργάνη ἢ Ἠφαιστεία Ἀθηνᾶ
Στὴν κάτωθι εἰκόνα βλέπουμε τὴν κάτοψη του ναοῦ, ὅπου, στὸ κέντρο μὲ ἔκταση 40 ποδῶν (περίπου 12 μέτρα), εἶναι ὁ σηκός, στὰ δυτικὰ ὁ ὀπισθόδομος καὶ ἀνατολικὰ ὁ πρόναος. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δ. Πανταζὴ "ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: ἤτοι περιγραφῆ τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀρχαιοτήτων", κατὰ τὸ ἔτος 1868. Μάλιστα, στὸ κεφάλαιο, "Ὁ ναὸς τοῦ Θησέα" σελ. 159, ὁ νεότερος περιηγητὴς τῶν Ἀθηνῶν ὁμιλεῖ περί της γνώμης, ὅτι, ὁ ναὸς τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν ἀνήκει στὸν Θησέα. Κτίτωρ τοῦ ναοῦ ὑπῆρξε ὁ ἀρχιτέκτων Ἰκτίνος χρησιμοποιῶντας γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πεντελικὸ μάρμαρο. Παράλληλα, περιγράφει τὸν στολισμὸ τοῦ ναοῦ μὲ ἐσωτερικὲς τοιχογραφίες τοῦ μεγάλου Ἀθηναίου ζωγράφου Μίκων, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν περιηγητὴ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, Παυσανία. 
Σκιαγραφῶντας, λοιπόν, τὴν προσωπικότητα τοῦ μεγάλου ἥρωα τῶν Ἀθηνῶν διαπιστώνουμε τὴν ἔμφυτη προδιάθεση τῆς κοινοκτημοσύνης καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Φαίνεται ὅτι, ἡ παιδεία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Κοννίδα ἢ τὸν Κένταυρο Χείρων κατὰ ἄλλους, μαζὶ μὲ τὴν εὐγενὴς ψυχοσύνθεση τοῦ τὸν ὁδήγησαν στὴν συλλογικότητα καὶ τὸν δίκαιο διαμοιρασμὸ τοῦ πλούτου ἢ ἀκόμη καὶ τῆς ἐξουσίας γιὰ νὰ ζοῦν ὅλοι μὲ εὐδαιμονία. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ναός του, τὸ Θησεῖον, προσέλκυε τοὺς ἱκέτας, τοὺς ἀδικημένους τοὺς πένητες κι ἀδυνάτους Ἕλληνες - Ἀθηναίους καὶ μή - πολῖτες. 
  Αὐτὸ διαπιστώνει καὶ ἡ ἔρευνα, τοῦ νεότερου περιηγητῆ τῶν Ἀθηνῶν Δημητρίου Πανταζή, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι, ὁ ναὸς ἦταν ἄσυλο τῶν οἰκετὼν καὶ τῶν φυγάδων ποὺ προσέφευγαν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἥρωα Θησέα ποὺ φαίνεται ὅτι θεωροῦνταν "ἀθάνατος". Ἰδοὺ τί λέγει περὶ αὐτοῦ, γράφοντας: 
 
«Ἦτο λοιπὸν τριάκοντα περίπου ἔτη ἀρχαιότερος τοῦ Παρθενῶνος (ο ναός του Θησέα). Εἶχε δὲ τὸ προνόμιον ἀσύλου, εἰς ὃ συνήθως κατέφευγον ἰδίως οἱ φυγάδες οἰκέται καὶ τότε ὁ δεσπότης αὐτῶν ὑποχρεοῦτο νὰ τοὺς πωλήση εἰς ἄλλον (Διόδ. ἔνθ. ἀνωτ. Πλουτ. Θησ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἡσύχ. καὶ Ἐτυμ. Μ. ἐν λ. Θησεῖον). Τὸ τέμενος δὲ αὐτοῦ ἦτο τοσοῦτον εὐρὺ, ὥστε ἐχρησίμευεν ἐνίοτε ὡς στρατιωτικἠ ἐκκλησία (Θουκ. ς'. 61) (συναθροιστήριον).»



  Εἰς στὰ κείμενα τῶν δοκιμιογράφων τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ἀπαντᾶμε σχόλια περὶ τοῦ ναοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξης μαρτυράτε ἀπὸ πλείστους συγγραφεῖς ὡς ναὸς τοῦ Θησέα. Ἐπὶ παραδείγματι, στὸ ἀφηγηματικὸ μυθιστόρημα "Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα" τοῦ Ἐμμανουὴλ Ροΐδη συναντᾶμε μίαν διηγηματικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὴν περιοχή του Θησείου εἰς τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ, ὅπως διηγεῖται ὁ Ροΐδης, ὁ ἀρχαῖος ναὸς τοῦ Θησέα εἶχε μετατραπεῖ τὰ βυζαντινὰ χρόνια σὲ χριστιανικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου ἀκολούθως:  «Ὁ ἥλιος ἀνέτελλεν ὄπισθεν τοῦ Ὑμηττοῦ στιλπνὸς καὶ ἀνέφελος ὡς ὁ ὡριμάσας τὰ μῆλα τῆς Ἐδέμ, ὅτε οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι παραμείψαντες τὸ Ποικίλον εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἀδριανοῦ. Πλῆθος Ἀθηναίων συνέρρεον πανταχόθεν εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἵνα πανηγυρίσωσι τὴν «Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας» ἤτοι τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων ὑπὸ τούτων φερόμενοι εἰσῆλθον οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι εἰς τὸ Θησεῖον, ὅπερ ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἀφιερωμένη τῷ Ἁγ. Γεωργίῳ. Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτῷ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσίν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας.» (Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα, σελ. 188-189). 
  Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπισήμανση, μὲ τὸν Ροΐδη κάνει καὶ ὁ Δημήτριος Καμπούρογλου, ὁ πιὸ ἔγκριτος ἀθηναιογράφος τοῦ 20ου αἰῶνα, ἀλλὰ μὲ μιὰ πιὸ ἱστορικὴ προσέγγιση, θέτοντας τὴν σφραγῖδα της ἐπιστημονικότητας. Στὸ τιτλοφορούμενο βιβλίο τοῦ "ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", παραθέτει τὴν ἄποψη ὅτι, τὸ μνημεῖο μὲ τοὺς 36 κίονες ποὺ στέκεται ἔξωθεν τῶν τειχῶν τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ὁ ἱερὸς ναὸς τοῦ Θησέα, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε, ἴσως, κατὰ τὸ 7ο αἰῶνα μ.Χ. σὲ χριστιανικὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀκάματου (δὲς εἰκονίδιο κάτωθι). Ου μην δε αλλά και το Θησείον έξω της πόλεωςτριάκοντα εξ κίονας γύρωθεν έχων, ήδη δε εστί ναός του Αγίου Γεωργίου Ακάματος λεγόμενος..

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ 
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΜΠΟΡΟΓΛΟΥ τόμος 2ος ἐν Ἀθήναις 1890. 
Διαβάζοντας τὶς λεπτομέρειες τοῦ κειμένου βλέπουμε ὅτι, 
ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔχει τὴν ἐπωνυμία Ἀκάματος ποὺ σημαίνει ἀκούραστος. 
Κατὰ παράξενο τρόπο τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ εἶχε καὶ ὁ πρῶτος γιὸς τοῦ Θησέα,
 μὲ τὴν Φαίδρα ἢ τὴν Ἀριάδνη, καὶ λέγονταν Ἀκάμας. 
Τὸ ἀρχαῖο ὄνομα Ἀκάμας ἢ Ἀκάμαντος ἔχει ἀκριβῶς 
τὴν ἴδια ἐτυμολογία δηλ. ἀκούραστος. 

  Ἐπιπλέον, περὶ τοῦ χώρου τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν ὅπου ἑδράζεται ὁ ἱερὸς ναοῦ τοῦ Θησέα, παραθέτω τις κάτωθι ζωγραφικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ 19ου αἰῶνα κατὰ τὰ χρόνια της Ὀθωμανοκρατίας καὶ τῶν πρώτων χρόνων τῆς ἀπελευθερωμένης Ἀθήνας. Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὶς ζωγραφικὲς εἰκόνες τὴν ὕπαρξη τοῦ Θησείου ἐπάνω σὲ ἕνα ὑπερυψωμένο λόφο - τύμβο. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι, κάπου ἐκεῖ-ἂν ὄχι κάτω ἀπὸ τὸν ναό-τέθηκε τὸ ὀστεοφυλάκιο μὲ τὰ μεγαλειώδη ὀστᾶ, τὸ σπαθὶ καὶ τὴν χάλκινη λόγχη τοῦ ἥρωα βασιλέα τῆς Ἀθήνας. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔχει ἀνευρεθεῖ τίποτα ἀπὸ αὐτά... 


Ὁ Ἠριδανὸς περνᾶ δίπλα ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἡφαίστου στὸ Θησεῖο. 
Ἀθήνα 1832 - ἔργο σκωτσέζου ζωγράφου Hugh William Grecian Williams 

Jean Nicolas Henri de Chacaton (1813-1857)-ΘΗΣΕΙΟ



  Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὶς τόσες μαρτυρίες, ὁ ἐξάστυλος ναὸς ὅπου οἰκοδομήθηκε στὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν καὶ πιὸ συγκεκριμένα πάνω στὸν ἱερὸ λόφο τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀφιερωμένος στὸ συνοικιστή, νομοθέτη, ἀπελευθερωτή, δημοκράτη βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα. Τὸ αὐτὸ ὑποστηρίζει μὲ ἀκράδαντα στοιχεῖα ὁ διαπρεπεῖς Ἀλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβὴς εἰς τὸ πρῶτο τόμο τοῦ βιβλίου τοῦ "ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑΣ"
  Ὡς ἀπὸ πολλὰ ἔτη ὑπάρχων Θησειοτρίψ, ὑποχρεοῦμαι νὰ θέσω ὑπόψιν τῶν ἀρχαιολόγων καὶ ἱστορικῶν τὴν ἐσφαλμένη κίνηση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ ναοῦ καὶ τὴν παραχάραξη τοῦ ἱστορικοῦ της ἀνεγέρσεως. 
  Συνελόντι εἰπεῖν, καθότι ὁ Θησέας, ὑπῆρξε ὁ μέγας εὐεργέτης τῆς πόλεως τῆς Ἀθήνας ἀλλὰ συνάμα κι ὁλάκερης τῆς ἀνθρωπότητας (ἦταν ὁ πρόδρομος κάθε ἀνθρωπιστικῆς προσπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐλευθερωτής), ὀφείλει ἀκόμη καὶ ἡ διεθνὴς κοινότητα νὰ τοῦ τὸ ἀναγνωρίσει μὲ ἰδιαίτερες τιμές!! 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Παυσανία, Ἑλλάδος Περιήγησις-Αττική 
-Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι-Θησεύς 
-Edward Dodwell "classical and topographical tour throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806" in tow volumes VOL. I. CHAPTER XII. Temple of Theseus σελ. 371, LONDON 1819 
-ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΜΠΟΡΟΓΛΟΥ, τόμος 2ος ἐν Ἀθήναις 1890 
-Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα, σελ. 188-189 
-Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ἀθῆναι, 1888 
-ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ Α' τόμος σελ. 930 
-Lexicon graeco-prosodiacum 
-Λεξικὸν Σουίδα 
-Νικολαου Λωρέντη, Λεξικὸν τῶν ἀρχαίων Μυθολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν καὶ Γεωγραφικῶν κυρίων ὀνομάτων, ἐκδ. Ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας, 1837 
-Μέγα ἐτυμολογικὸ λεξικὸ (Etymologicon magnum lexicon), Thomas Gaisford τόμος 2 
Δ. Πανταζὴ "ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: ἤτοι περιγραφὴ τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀρχαιοτήτων", Ἀθῆναι ἐν ἔτῃ 1868