Τρίτη 11 Ιουλίου 2017

  

Ο ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ ΕΘΝΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΠΡΩΤΟΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ ΩΣ ΣΕΡΕΝΑΔΑ - ΝΥΚΤΩΔΙΑ
-
έρευνα & συγγραφή: Ιωάννης Γ. Βαφίνης
-
  Στη Ζάκυνθο του 18ου αιώνα, διατηρούνταν η φλόγα της εθνεγερσίας κι αποτίναξης του τυραννικού ζυγού, περισσότερο από κάθε άλλη περιοχή της σκλαβωμένης Ελλάδος. Μάλιστα, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, στο διήγημα του "Ρηγγίνα Λέζα", κατονομάζει την Ζάκυνθο ως υπερελληνικοτάτη νήσος.
   Στην Ζάκυνθο γεννήθηκε κι ο εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός. Ο Διονύσιος, ήταν η αρχή του θεμέλιου λίθου για την ανασυγκρότηση των εκπροσώπων της Α' Αθηναϊκής ρομαντικής ποιήσεως. Στην Αθήνα, μετά την απελευθέρωση της από τους Οθωμανούς, έγινε γνωστό το ποίημα του "Ύμνος εις την ελευθερία". Μετά από χρόνια, το μακροσκελές του ποίημα, θα μελοποιηθεί από τον Μάντζαρο και θα ανακηρυχθεί ως εθνικός ύμνος της Ελλάδος.
   Η μελωδική γραμμή στηρίχτηκε στον μείζονα τρόπο ενώ ο ρυθμός σε τρίσημο ηρωϊκόν πόδα (3/4). Το ποιητικό μέτρο του Ύμνου εις την ελευθερία, όπου χρησιμοποίησε ο Σολωμός,  ήταν ο δεκαπεντασύλλαβος. Ο δεκαπεντασύλλαβος θεωρείται ένα δημώδες συλλαβικό μέτρο που έλκει την καταγωγή του στο ομηρικό επίτριτο πόδα ήτοι και ηρωικώς πόδας.
   Ωστόσο, στην ποιητική γραφή του Σολωμού είναι τόσο εμφανές το  ρομαντικό στοιχείο, που δεν χωρεί καμία αμφισβήτηση. Η επιβεβαίωση της ρομαντικής διάθεσης του εθνικού μας ποιητή επισφραγίζεται  με την μαρτυρία του Γρηγορίου Ξενόπουλου που υποστηρίζει ότι, ο εθνικός μας ύμνος πρωτοπαρουσιάστηκε στον λαό ως Σερενάδα* (Νυκτωδία). Ιδού και το απόσπασμα, από σχόλιο του διηγήματος "Ρηγγίνα Λέζα": <<Από πολλούς γέρους Ζακυνθινούς, όταν ήμουν παιδί, άκουσα πως μια νύχτα βγήκε μεγάλη "σερενάδα" με τους καλλίτερους τραγουδιστές και με πολλά όργανα, για να τραγουδήση τον " Ύμνο". Επικεφαλής ήταν ο ίδιος ο Σολωμός, που τραγουδούσε κι' αυτός με την ωραία φωνή του. Κι' απ' όπου περνούσαν, τον έραιναν με λουλούδια...>>
 Παράλληλα στο κυρίως μέρος του διηγήματος, όπου δίδεται ως υποσημείωση το άνωθεν απόσπασμα, παραδίδονται τα εξής επουσιώδη σχόλια περί της χρήσης του Ύμνου εις την ελευθερία σε νυκτωδίες - σερενάδες: "Η χαρά του κι' η συγκίνηση ήταν μεγαλύτερη, όταν αυτές τις νύχτες άκουγε συχνά, από σπίτια, από ταβέρνες, από μποτέγες, από βάρκες να τραγουδούν στίχους από τον "Ύμνο", ταιριασμένους πρόχειρα σε κάποια άρια, ή και τονισμένους από Ζακυνθινούς μουσουργούς. Μιά μάλιστα απ' αυτές τις συνθέσεις είχε γίνει πολύ δημοτική, και δεν έβγαινε "σερενάδα" χωρίς να τραγουδήση μ' αυτήν το "Σε γνωρίζω από την κόψη". Έτσι ο εθνικός ύμνος στη Ζάκυνθο πρωτοτραγουδήθηκε, και με μουσική, λένε, όχι πολύ διαφορετική από την κατοπινή του Μαντζάρου".

Εικόνα από το δραματοποιημένο δοκίμιον της ΕΡΤ
με θέμα την ζωή του Διονύσιου Σολωμού. Τον ποιητή
ενσάρκωσε ο ηθοποιός Κώστας Καστανάς. Εδώ τον βλέπουμε
στην σκηνή όπου συνομιλεί με τον μουσικοσυνθέτη
Νικόλαο Μάντζαρο. Τον Μάντζαρο υποκρίνονταν ο 
αείμνηστος συνθέτης Δημήτρης Λάγιος. 

  Συμπληρώνει λοιπόν στα σχόλια του, ο πολυγραφότατος λογοτέχνης μας, ότι, μερικές φορές στην ομύγηρη των καφενείων τραγουδούσαν επιλεκτικά, στιχάκια από τον Ύμνο του Σολωμού. Συγκεκριμένα, βάζει αυτά τα δύο, λόγω της αναφοράς στον ένδοξο λυρικό ποιητή και κιθαρωδό Πίνδαρο:
Μεσ' τα χόρτα, στα λουλούδια
το ποτήρι μου βαστώ
φιλελεύθερα τραγούδια
σαν τον Πίνδαρο εκφωνώ

Απ' τα κόκαλα βγαλμένη 
των Ελλήνων τα ιερά
και σαν πρώτα αντρειωμένη
χαίρε, ω, χαίρε Ελευθεριά!

  Η αναφορά του Διονύσιου Σολωμού στο πρόσωπο του Πινδάρου δεν είναι τυχαία. Ο Πίνδαρος θεωρείται, εάν όχι ο μεγαλύτερος, ένας απ' τους μεγαλύτερους υμνωδούς της αρχαίας Ελλάδας. Έτσι, ο Ύμνος εις την ελευθερία δεν θα μπορούσε να παραλείψει την μορφή του Πινδάρου, που ενέπνευσε γενιές και γενιές ποιητών και μουσικών. Ο Πίνδαρος, με το αθηναϊκό λυρωδικό ύφος του έθεσε τις βάσεις της υμνωδικής μουσικής που εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες στην μορφή της σερενάδας - νυκτωδίας.

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ 
* Η γραφή του Γρ. Ξενόπουλου στην λέξη σερενάδα (και όχι σερενάτα) είναι πολύ σημαντική για να εννοήσουμε την ετυμολογία της που εκπηγάζει από τις λέξεις: σειρός > σείριος > ξερός > ξηρός > θερμός > καυτός & άδω > αοιδός > τραγουδώ. 

 ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
- Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ρηγγίνα Λέζα




Τετάρτη 5 Ιουλίου 2017



Η ΛΥΡΙΚΗ ΜΟΥΣΙΚΟΠΟΙΗΤΙΚΗ ΔΟΜΗ
ΤΗΣ ΚΑΝΤΑΔΑΣ

έρευνα και συγγραφή: Ιωάννης Γ. Βαφίνης

 Η μουσικοποιητική δομή της καντάδας, καταφανώς έλκει της ρίζες της από την αρχαιοελληνική λυρική και θεατρική ποίηση. Αρκετά ενδεικτικά παραδείγματα αποδεικνύουν αυτή τη μακραίωνη παράδοση.
 Πιο συγκεκριμένα, τα κανταδόρικα τραγούδια: "Απόψε την κιθάρα μου", "Εις τον αφρό της θάλασσας" "Η Δημητρούλα" "Κελαϊδήστε ωραία μου πουλάκια" κλπ εμφανίζουν στους στίχους τους μελωδικές και λεκτικές επαναλήψεις προς χάριν εννοιολογικής πληθωρικής έμφασης. Επί παραδείγματι, στο δίπλωμα του πρώτου στίχου στο "Απόψε την κιθάρα μου" εμφανίζεται η επαναλαμβανόμενη φράση: "και στα και στα καντούνια τραγουδώ"  ενώ στον επόμενο στίχο το εξής δίπλωμα εκτελείται με μια τμηματική επανάληψη: "ν' ακού- ν' ακούσεις την κιθάρα μου και ύστερα να πέσεις". Επίσης, οι μελωδικές και λεκτικές επαναλήψεις εμφανίζονται στους εξής στίχους των προαναφερθέντων τραγουδιών: "Εις τον αφρό εις τον αφρό της θάλασσας η αγάπη μου η αγάπη μου κοιμάται..." & "Βιάσου Δημητρούλα μ' τρούλα μ' τρούλα μ'....και στην αγκαλιά σου αγκαλιά σου αγκαλιά σου..." & "Κέλαϊδήστε ωραία μου πουλάκια κελαϊδήστε, τραγουδήστε, κελαϊδήστε τραγουδήστε τον ωραίο τον ωραίο σας σκοπό".
 Το ίδιο φαινόμενο μελικών επαναλήψεων και φράσεων συναντάμε στην αρχαία αθηναϊκή τραγωδία στις ωδές και αντωδές του χορού. Τα λυρικά τραγούδια της διονυσιακής τραγωδίας εκτελούνταν ως μονωδίες ή διωδίες. Στις διωδίες πολύ πιθανόν να συνέβαινε το γεγονός της διφωνίας σε τρίτες, όπως και στις αθηναϊκές καντάδες. Επιπλέον, στην λευκαδίτικη διάλεκτο, όπου το κανταδόρος θεωρείται προερχόμενο από το λατινικό cantatore δηλ. τον τραγουδιστή της πολυφωνίας, οδηγούμαστε στην ιδιότητα του cantor = χοροδιδάσκαλος της ευρωπαϊκής θρησκευτικής υμνωδίας. Ο κάντορ (από το canto > αρχ. αείδω > αοιδός) της ευρωπαϊκής μουσικής προήλθε από του χοροδιδάσκαλους της αρχαίας αθηναϊκής τραγωδίας - κωμωδίας. Κάντορες, δηλαδή χοροδιδάσκαλοι ήταν ο Αισχύλος, ο Σοφοκλής, ο Ευριπίδης, ο Αριστοφάνης κ.α.
  Επιπλέον, παρόμοια μελικά φαινόμενα επαναλήψεων στίχων, ημιστιχίων λέξεων ή συλλαβών εμφανίζονται στις ωδικές στροφές των Πινδαρικών ωδών (ο Πίνδαρος ήταν χοροδιδάσκαλος - κάντορ) αλλά και στα χορικά των αρχαίων τραγωδιών, όπως λέγει ο αξιομνημόνευτος ερευνητής Γεώργιος Παχτίκος στο βιβλίο του "260 Δημώδη Ελληνικά άσματα", σελ. νγ'.
 Με λίγα λόγια υπενθυμίζουμε ότι, η ονομασία της καντάδας, όπως διαμορφώθηκε ως σήμερα, προέρχεται από το ρήμα κατάδω. Σύμφωνα με το ετυμολογικό λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσης των Liddel & Scott, η λέξη κατάδω σημαίνει: τραγουδώ, θέλγω ή κατευνάζω τραγουδώντας, σε κείμενο του Λουκιανού του Σαμοσατεύς με δοτική σημαίνει τραγουδώ ξόρκι ή επωδό (επωδή) σε κάποιον άλλο σύμφωνα με τον Ηρόδοτο. Επίσης, ξεκουφαίνω με το τραγούδι μου και πάλι σε έργο του Λουκιανού.
 Στην πορεία το κατάδω, ιωνιστί καταείδω (από το αείδω κατά, προς), μεταφέρθηκε στην λατινική γλώσσα ως κάντο (canto). Από το κάντο, που σημαίνει τραγουδώ, η πρόσθεση του γράμματος (n δηλαδή εν) μεταφέρθηκε όταν εμείς ως αντιδάνειο επαναχρησιμοποιήσαμε την λέξη κατάδω με αποτέλεσμα να προσφωνείται καντάδα.
 Ο Σοφοκλής, στην τραγωδία του "Τραχίνιαι", δίδει μια περαιτέρω διάσταση στην ετυμολόγηση της λέξεως κατάδω, όταν λέγει: "...βάξιν[1] κατήδη τώνδε..." (στιχ. 87). Εδώ, ο αθηναίος τραγωδός, με την φράση κατήδη(ιωνικός τύπος του κατάδω), επισημαίνει την χρήση φωνητικής απόδοσης στους χρησμούς και τις προφητείες. Είναι γνωστό ότι οι χρησμοί αυτοί δίδονταν πάνω σ' ένα εξάμετρο στίχο, τραγουδιστά. Οπότε, ο Σοφοκλής, αναφέρεται σ' έναν τραγουδιστό χρησμό ή μια φήμη.
 Παραδόξως θα λέγαμε, πως οι καντάδες εμπεριείχαν καιμια μελλοντολογία για το τι θα συμβεί στην κόρη αν δεν δεχτεί τον έρωτα του ενδιαφερόμενου ή γενικά ανέπλαθε στο ποιητικό θέμα διάφορες κοινωνικές φήμες.
 Πασιφανείς λοιπόν είναι η μακραίωνη επιβίωση αυτού του τραγουδιστικού είδους από την μακρινή αρχαιότητα που φτάνει έως την εποχή του Θησέα και της Αριάδνης. Φαίνεται επίσης ότι είχε την ιδιότητα του τραγουδιστικού κατευναυσμού, του θεληματικού άσματος, που πείθει θέλγοντας τις ψυχές των γυναικών. Τούτη η ερωτική ιστορία των προϊστορικών χρόνων αναπλάστηκε απο τον Βιντζέτζο Κορνάρο στα πρόσωπα δύο νέων αθηναϊκής καταγωγής, του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας.
  Όπως ο Ερωτόκριτος έκανε καντάδες στην Αρετούσα στα μέρη της Αθήνας, έτσι κι ο Θησέας με την λύρα του τραγουδούσε ερωτικά χορικά άσματα στην Αριάδνη, η οποία τον είχε ερωτευτεί με την πρώτη ματιά.

Ο Ερωτόκριτος κάνει καντάδα στην Αρετούσα των Αθηνών.
Μάλιστα στον Πειραιά υπάρχει ακόμα η σπηλιά της Αρετούσας ή Αρέθουσας νύμφης της αρχαιοελληνικής μυθολογίας 


 Η καντάδα ίσως είναι μια πολύ παλιά ιστορία, από τότε που ο άνθρωπος έμαθε να τοποθετεί την φωνή του μουσικά και να αντιλαμβάνεται την δύναμη της τέχνης. Αυτό το καλλιτεχνικό χάρισμα της φύσης, που χρησιμοποιείται ακόμα κι από τα ωδικά πτηνά ή και άλλα έμβια όντα του ζωικού βασίλειου που διαθέτουν γονίδιο ωδικής ερμηνείας, το απομιμήθηκε ο πολιτισμένος άνθρωπος για να δημιουργήσει ύμνους τρυφερής κι αγνής αγάπης.


Ο μεγάλος Αθηναίος κανταδόρος Νίκος Γούναρης
εκφραστής ενός πανάρχαιου είδους τραγουδιού που 
άνθισε στις γειτονιές της παλαιάς Αθήνας



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ο Βάξις από το Βάκις. Ο Βάκις ήταν ένας παμπάλαιος Βοιωτός προφήτης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Γεωργίου Δ. Παχτίκου, 260 ΔΗΜΩΔΗ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΑΙΣΜΑΤΑ, εκδ. Π. Δ. Σακελλαρίου, Εν Αθήναις, 1905
  • ΕΠΙΤΟΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΛΕΞΙΚΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ LIDDELL & SCOTT