Τρίτη 26 Φεβρουαρίου 2019




Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΑΟΙΔΟΣ ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΔΙΣ ΕΚ ΘΕΙΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ
Έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης


  Κατά το πέρας της αρχαϊκής περιόδου και εις την αρχήν της κλασσικής εποχής εμφανίζεται στον ελληνικό κόσμο μια ιδιαιτέρως λαμπρή φυσιογνωμία της λυρικής ποιήσεως. Ούτως ειπείν, η ιστορία την οποία θα αναμοχλεύσουμε, εν τάχει, αφορά τον λυρικό ποιητή Σιμωνίδη Λεωπρεπούς. Οι γονείς του τον ονόμασαν Σιμωνίδη, φερωνυμία προερχόμενη εκ του πατέρα του πατρός του Λεωπρέπη.
Ο έξοχος τούτος ανήρ, γεννιέται στην νήσο Κέα των Κυκλάδων το 556 π.Χ. και ως εκ τούτου προσέλαβε και το καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, ο Κείος. Πιο συγκεκριμένα η γενέτειρα του ονομάζονταν Ιουλίδα και αποτελούσε ένα ελάσσων πόλισμα της Κέας. Εκεί έμαθε ποίηση και μουσική με ιδιαίτερη κλήση προς την σύνθεση παιάνων, ένα είδος τραγουδιού προς τιμήν του Απόλλωνος. Φαίνεται δε, ότι, η αφιέρωση του εις την απολλώνια λατρευτική μουσική τον κατέστησε μουσοπόλο και δι' αυτό έχαιρε της προστασίας του θεού της μουσικής, όπως θα αποκαλύψουμε στις κάτωθι διηγήσεις.
  Όπως όλοι οι σπουδαστές και αναζητητές της γνώσης, έτσι κι ο Σιμωνίδης μετακόμισε στην περισπούδαστη πόλη των Αθηνών. Το κάλεσμα το εδέχθει εκ του Ιππάρχου, επιφανή πολιτικού άνδρα της Αθήνας. Έτσι, ευρισκόμενος υπό την αιγίδα του άρχοντος Ιππάρχου εργάσθηκε ως δημιουργός μουσικών ειδών επί παραγγελία. Επιπλέον, έλαβε περαιτέρω γνώση από τις καθημερινές επιστημονικές συναθροίσεις των Αθηνών.
Κατόπιν, της δολοφονίας του Ιππάρχου, ο Σιμωνίδης σε ηλικία 42 ετών αναγκάζεται να μεταβεί στην Θεσσαλία, αφού πλέον έχει χάσει τον ισχυρότατον προστάτη του στην Αθήνα. Δεν ξέχασε, όμως, ποτέ την Αθήνα και επέστρεψε μετά την νικηφόρα μάχη του Μαραθώνα, για να εξυμνήσει μ' ένα εξαίσιο λυρικό ύμνο τους Αθηναίους μαχήτες που κατατρόπωσαν τα Περσικά βαρβαρόφωνα στίφη.       
Ο Σιμωνίδης υπήρξε δεινός αοιδός, σύμφωνα με τις ιστορικές πηγές, κάτι που σημαίνει ότι τραγουδούσε με επιδεξιότητα, όπως οι σύγχρονοι τραγουδιστές της λυρικής σκηνής. Ήταν τόσο καλός που κατάφερε έστω και για μια φορά να νικήσει τον Αθηναίο τραγωδό Αισχύλο, σε διαγωνισμό τραγουδιού.
Δια αυτήν την καλλιτεχνική ιδιαιτερότητα και την φιλοπατρία του, εξέχοντες προσωπικότητες των Αθηνών, όπως ο Αριστείδης, ο Θεμιστοκλής, ο Παυσανίας, τον θεωρούσαν φίλον τους και τον εκτιμούσαν δεόντως.
  Στην Θεσσαλία, όταν μετέβει δια ολίγον χρόνο, εισήλθε στην αυλή του βασιλικού οίκου των Αλευάδων και Σκοπάδων εργαζόμενος κυρίως ως λυρωδός ή βαρβιτωδός των δημοσίων διασκεδάσεων ενώ παράλληλα έκλεινε δουλειές ως επί χρήμασι συνθέτης (επιγραμματοποιός). Στην Θεσσαλία, ο Σιμωνίδης, συνδέθηκε με βαθιά αδελφική φιλία με τον Αλευά τον Β' γιο του Σίμου.
  Ωστόσο, κατά την εξιστόρηση του Οβίδιου, ο Σκόπας, κάποιος ταγός εκ του βασιλικού οίκου, παρήγγειλε στο Σιμωνίδη έναν επινίκιο ύμνο, για τους Διόσκουρους, Κάστορα και Πολυδεύκη. Όταν ο ποιητής, κρούωντας την βάρβιτον, το παρουσίασε σ' ένα συμπόσιο που παρέθεται ο Σκόπας στην οικία του, ο οικοδεσπότης δυσαρεστήθηκε, επειδή στους στίχους αναφέρωνταν και οι θεοί ή ο Θεός [1].
  Έτσι, ο Σκόπας με ιδιαίτερα απρεπή κι αφιλόξενο τρόπο εξεδίωξε τον ποιητή αοιδό από το αρχοντικό του. Σημειωτέον, κανείς απ' τους καλεσμένους δεν υπερασπίστηκε το δίκαιο του ποιητή αλλά συμπαρατάχτηκε αβούλως με το μέρος του ανίερου άρχοντα.
  Ωστόσο, η θεία δίκη δεν άργησε να κάνει την εμφάνιση της. Λίγο μετά την απομάκρυνση του Σιμωνίδη, από το χώρο της συναθροίσεως, ένας δυνατός σεισμός προκάλεσε την κατάρρευση του κτιρίου και τον θάνατο του Σκόπα μετά των λοιπών συμπαρευρισκομένων. Βλέποντας τούτο, ο Σιμωνίδης, ευχαρίστησε τον Θεό δια την θεία παρέμβαση, στην ροή των γεγονότων, που απέβει μοιραία για τους ασεβείς και σωτήρια δια εκείνον. Ταυτόχρονα, η καλλιτεχνική ευαισθησία της ψυχής του τον ώθησε, λίγο αργότερα, να εμπνευστή ένα λυρικό ποίημα, με το οποίο εξιστορούσε, μ' ένα βαθή φιλοσοφικό στοχασμό, την μεταβλητή μοίρα των ανθρώπων.
   Ιδού το ποίημα που θεωρείται ως απόρια της εμπειρίας του ποιητή Σιμωνίδη:

29. ἄνθρωπος ἐὼν (6 D, 355P)
ἄνθρωπος ἐὼν μή ποτε φάσηις ὅ τι γίνεται αὔριον,
μηδ’ ἄνδρα ἰδὼν ὄλβιον ὅσσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ τανυπτερύγου μυίας
οὕτως ἁ μετάστασις.

Μεταφράση H. Βουτιερίδης
Άνθρωπος όντας μην ειπείς ποτέ σου το τι αύριο 
Γίνεται, μήτε κι αν ιδείς ευτυχισμένον άντρα
να ειπείς πόσον καιρό θε νά ’ναι τέτοιος. 
Γιατί το άλλαγμα γλήγορο τόσο δεν είναι μήτε 
Της μύγας της γοργοπετούσας.
               

  Ωστόσο, ο Κικέρων, στη ρητορική πραγματεία του De Oratore, μας διηγείτε μια ελάσσων παραλλαγή της ιστορίας. Σ' αυτήν, ο Σιμωνίδης, ευρισκόμενος στην έπαυλη του Σκόπα στην Κραννώνα της Θεσσαλίας γλίτωσε από την κατάρρευση της στέγης του κτιρίου, καθώς, δύο υπηρέτες του είπαν να εξέλθει της επαύλεως καθότι τον αναζητούσε κάποιος.
  Έτσι, μοιραία, σώθηκε. Η σωτηρία του αποδόθηκε στους Διόσκουρους, που μεταμφιέστηκαν ως υπηρετικό προσωπικό του Σκόπα. Εκείνοι φυγάδευσαν τον ποιητή από το σημείο κατάρρευσης της στέγης. Λέγεται δε ότι, έπραξαν τούτο ως ανταπόδοση για τον επαινετικό ύμνο που τους είχε συνθέσει ο σοφός ποιητής και λυρωδός. Το ιστορικό διασώζεται και στο Λεξικό της Σούδας, στο λήμμα Σιμωνίδης ο Κείος.


Οι Διόσκουροι Κάστωρ και Πολυδεύκης σώζουν τον 
Σιμωνίδη, καθότι, λίγο πιο πριν τους είχε εξυμνήσει
 με έναν ύμνο του.

 Μια δεύτερη περίπτωση διάσωσης, του πνευματικού διδασκάλου της λυρικής ποιήσεως, συνέβη κατά την χρονική στιγμή της απόφασης του Σιμωνίδη να ταξιδέψει εις άλλον τόπο, δια θαλάσσης. Ο βυζαντινός συγγραφέας Ιωάννης Τζέτζης, στο σύγγραμμα του «Βιβλίον ιστορικής δια στίχων πολιτικών» μας πληροφορεί περί της ιστορίας τούτης, γράφοντας:
«Πλέων φησ γρ νρ ταφον ερε νέκυν,
νπερ τιμήσας θαψαν. ναρ φανες δ΄ νέκυς
Λέγει, μ πλεύσς, νθρωπε. ναυτν δ μ πεισθέντων,
Μόνος Σιμωνίδης μν συμπλέειν πελείφθη·
Ο δ πάντες πώλοντο τυχόντες ναυαγίας.
Εχάριστο δ' πίγραμμα γράψας Σιμωνίδης
Τ στήλ παρενέγραψε νεκρο το σεσωκότος·
,,Οτος Κείου Σιμωνιδέω στ σαωτήρ,
,, ς κα τεθνεις ζντι παρέσχε χάριν.»

Μετάφραση του συγγραφέως:
[Καθώς ταξίδευε (ο Σιμωνίδης) λέγεται ότι βρήκε (κάπου στην στεριά)
έναν άταφον άνδρα τον οποίον τίμησε θάβοντας τον.
Όταν (το βράδυ) φάνηκε ο νεκρός στο όνειρο του (Σιμωνίδη)
του λέει: μη ταξιδέψεις (με το πλοίο). Οι ναύτες (του πλοίου)
δεν το πίστεψαν (όταν προφανώς τους το είπε).
Έτσι, μόνο ο Σιμωνίδης (απ' όλους τους συνταξιδεύσαντες)
έμεινε πίσω ( στο λιμάνι).
(Έπειτα από λίγο) το πλήρωμα και οι ταξιδιώτες χάθηκαν
ύστερα από την καταβύθιση του πλοίου.
(Δια την σωτηρία του) ο Σιμωνίδης έγραψε ένα ευχαριστήριο
επίγραμμα (πάνω στο τάφο του νεκρού):
,,αυτός είναι ο σωτήρας του Σιμωνίδη του Κείου

ο οποίος νεκρός ως ζωντανός μου χάρισε την σωτηρία..]
Περί της εν λόγου ιστορίας, του Σιμωνίδη, διασώζονται λοιπές εξιστορήσεις στον ονειροκρίτη του Γουσταύου Παζίνη. Ο Παζίνης παραθέτοντας πληροφορίες προς πάσα ονειρευόμενο που έτυχε να δει εις το ενύπνιον του στιγμιότυπο θαλάσσιας ταραχής, δίδει ως παράδειγμα την ιστορία του Σιμωνίδη, εξιστορώντας την περιπέτεια του, με τα εξής σχόλια, στο λήμμα ΤΡΙΚΥΜΙΑ: «Το 464 π.Χ. ὁ ποιητὴς Σιμωνίδης, καθ' ἥν στιγμὴν ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύσει, παρημποδίσθη ὑπὸ ὀνείρου προειπόντος αὐτῷ ἐπικειμένην τρικυμίαν. Πράγματι, ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἐπρόκειτο νὰ συντροφεύση εἰς τὸ ταξίδιον, κατεποντίσθησαν ἐν τῇ θαλάσσῃ πρὸ τῶν οφθαλμῶν του. Ἐξ εὐγνωμοσύνης δὲ πρὸς τὴν μοῖραν του ὁ Σιμωνίδης ἀπηθανάτισε τὸ ὄνειρον τοῦτο εἰς ἕν ἀπὸ τὰ ὡραιότερα ποιήματά του.».
Αυτές οι δύο περιπτώσεις διάσωσης του Σιμωνίδου, με τρόπο μεταφυσικό, μπορούν κι αναδεικνύουν μια προσωπικότητα που η φήμη της είχε φτάσει έως τα ουράνια πέρατα. Εκεί, είχε αποκτήσει ουράνιους αγγέλους φύλακες, όπως θεωρούνταν εις την αρχαία ελληνική παράδοση οι Διόσκουροι που ονομάζονταν άγγελοι Σωτήρες αλλά και ο Ζεύς που είχε το προσωνύμιο Σωτήρ.
  Άλλωστε, ο χαρακτήρας του ποιητή περιγράφεται ως ακέραιος με ελληνική πατριωτική συνείδηση και επιμέρους ο ποιητικός του λόγος εκδήλωνε απέριττα έναν βαθύ στοχασμό ο οποίος αναδείκνυε καθ' ολοκληρίαν τον υψηλό δείκτη νοημοσύνης του.
   Επί τούτου, κι ο Αθηναίος φιλόσοφος Πλάτων δεν δίστασε να τον κατατάξει εις το σύνολο των επτά σοφών. Μάλιστα, σ' έναν διάλογο του Σωκράτους με τον Πολέμαρχο, καταγράφει την φράση που επιβεβαιώνει τα προλεχθέντα, με τον εξής τρόπο: «...Σιμωνίδη γε οὐ ῥάδιον ἀπιστεῖν - σοφὸς γὰρ καὶ θεῖος ὁ ἀνήρ.» [...δέν είναι εύκολο να μήν πείθεται κάποιος στο Σιμωνίδη, γιατί εκείνος είναι, όχι μόνο σοφός, αλλά και άγιος άνδρας.]
Έτεροι συγγραφείς έγραψαν ότι, εκτός από εξαιρετικός αοιδός ήταν και μουσικός εφευρέτης. Το λεξικό της Σούδας, ισχυρίζεται την επί του Σιμωνίδου πρόσθεση της όγδοης χορδής στην ήδη επικρατούσα επτάχορδη λύρα του Απόλλωνα. Επιπλέον, λέγεται πως είχε εφεύρει νέα είδη ωδικής ποιήσεως, όπως  φερειπείν, ο επίνικος, ενώ παράλληλα καθιέρωσε την μνημονική τέχνη. Στα περαιτέρω σχόλια της Σούδας γράφετε ότι, ο Σιμωνίδης, συμπλήρωσε τα εκατό έτη έχοντας την μνήμη του ακμάζουσα.

  Τέλος, να ειπωθεί, πάραυτα, η συμπάθεια που ανέπτυξε ο Σιμωνίδης προς την πόλη των Αθηνών. Γι' αυτό, όταν οι Αθηναίοι νίκησαν τους Πέρσες στον Μαραθώνα, κατήλθε εκ της Θεσσαλίας εις τον ιερό τόπο του πνεύματος, της σοφίας και των πολεμικών άθλων κι έγραψε το εξής πασίγνωστο επίγραμμα:

«Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν»
μετάφραση:
Υπέρ των Ελλήνων οι Αθηναίοι μαχόμενοι στον Μαραθώνα
συνέτριψαν τη δύναμη των χρυσοφόρων Μήδων


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
  [1] Στην ποιητική έκφραση του Σιμωνίδου συναντάμε την λέξη θεός στον ενικό αριθμό και στον πληθυντικό. Πιο συγκεκριμένα, στους στίχους που τραγούδησε στην έπαυλη του Σκόπα, ο ποιητής, αναφέρεται στην εξουσία που έχει ο Θεός στην ζωή και τον θάνατο του ανθρώπου, λέγοντας την φράση: «Θεὸς ἂν μόνος τοῦτο ἔχοι τὸ γέρας, ἄνδρα δ' οὐκ ἔστι μὴ οὐ κακὸν ἔμμεναι ὃν ἀμήχανος συμφορὰ καθέληι·». Αυτή η φράση του Σιμωνίδου, μπορεί εν μέρη να αντιπαρατεθεί με την χριστιανική διδαχή που λέγει: «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μόνος ἒχει κυρίως τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν, καὶ μόνος·κρατεῖ τὰς κλεῖς διὰ νὰ ἀνοίγη καί νὰ κλείη τὰς πύλας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Στην αρχή ξεκινάει με την λέξη θεός στον ενικό αριθμό, άρα μιλάει ξεκάθαρα για έναν Θεό. Για τους αρχαίους Έλληνες ξ λέξη θεός παράγονταν εκ του θέω=τρέχω/ρέω. Με αυτήν την αντιπαράθεση  οδηγούμαστε στην άποψη, της παραδοχής του Σιμωνίδους, περί της ύπαρξης Ενός Θεού Παντοκράτωρ και δημιουργού. Παράλληλα οφείλουμε να πούμε ότι, στα ίδια συμπεράσματα είχαν φτάσει και οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, από τους οποίους διατηρήθηκαν γραπτές μαρτυρίες δια την μονοθεϊστική τους αντίληψη.Η πεποίθηση των φιλοσόφων ήταν ξεκάθαρη. Όταν μιλούσαν στον πληθυντικό για θεούς, εννοούσαν τις ενέργειες του Ενός Τριαδικού Θεού . Την υπόθεση αυτή μπορούμε να την ξεδιαλύνουμε αντιπαραβάλλοντας τα λεγόμενα του Αγίου Γρηγορίου Παλαμά. Ο ζηλωτής της Ελληνορθόδοξης πίστης, ερχόμενος αντιμέτωπος με τον αιρετικό Βαρλαάμ έγραψε μια επιμέρους θεολογική εργασία υπό τον τίτλο: "Περί Θείων ενεργειών". Παραθέτω ένα μεταφρασμένο απόσπασμα από την μελέτη του, που λέγει τα εξής: «Όπως ο ήλιος μεταδίδει αμείωτα το φώς και την ζέστη σε όσους εκτίθενται στις ακτίνες του έτσι και οι ενέργειες του Θεού μεταδίδονται στον άνθρωπο που επιθυμεί να κοινωνήσει μαζί Του. Μονάχα εκείνοι που άγγιξαν αυτό το θείο φώς  μπορούν να μετέχουν της χάριτος η οποία θεοποιεί τον άνθρωπο και με αυτή να ενωθούν με το Θεό. Εμείς διδαχθήκαμε από τους πατέρες ότι όλες οι ενέργειες του Θεού είναι άκτιστες. Το όνομα Θεός είναι όνομα ενεργείας, «από το ρήμα Θέειν (τρέχειν) και διακυβερνά τα πάντα ή αίθει, δηλαδή καίει». Από τα συμφραζόμενα του Γρηγορίου Παλαμά, προκύπτει μια επιμέρους ανάλυση της Θεϊκής οντότητας. Εκείνης, που προσπαθούσαν να συλλάβουν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι και ποιητές. Οι Θείες ενέργειες, για τους αρχαίους Έλληνες θεολόγους, έπαιρναν μορφή μέσα από τις λεκτικές έννοιες των ιδιοτήτων τους. Έτσι, ο Απόλλων ήταν ο εκφραστής του μοναδιαίου ηλιακού φωτός, εκ του στερητικού Α- και των πολλών (αποδεικνύεται με τον μαθηματικό τύπο x^2 + y^2 = 1). Ο Δίας και ο Ζεύς, το πρώτο εκ του δια και το έτερον εκ του ζευγνύω, δηλαδή διαχωρίζω και ενώνω, όπου επεξηγείτε μέρος της οργανικής χημείας των στοιχείων της κοσμικής δημιουργίας. Έπειτα πάλι, η Ήρα, αναγραμματισμός του αήρ ή αιθήρ, ένα από τα πέντε βασικά στοιχεία το οποίο διαχέεται σε όλο το σύμπαν. Η Αθηνά, εκ της ηθονόης, δηλαδή όπως ετυμολογεί την λέξη ο Σωκράτης η ηθική νόηση ωσαύτως και σοφία του θεού. κλπ κλπ.  

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Ιωάννου Τζέτζη, «Βιβλίον ιστορικής δια στίχων πολιτικών άλφα δε καλουμένης», instruxit Theophilus Kiesslingius, Lipsiae
-Κικέρων,  «De Oratore»
-Γουσταύος Παζίνης, «ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ»
-Νικολάου Καραβιά Γρίβα Ιθακήσιου, «ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΑΝΔΡΩΝ», εν Κωνσταντινούπολη 1842
-Πλάτωνα, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 331e
-Λεξικό της Σούδας