Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

 Ӿ  
Η ομολογία της αγάπης του Αχιλλέα για την Βρισηίδα
      (Προχριστιανική ομολογία της αγάπης του ανδρός προς την γυναίκα)
                                              Γράφει ο Ιωάννης Γ. Βαφίνης
  Στην προϊστορική εποχή, όταν οι λαοί της γης ανέπτυσσαν τις κοινωνικές τους δομές, η εκδήλωση της αγάπης, του άρρεν προς το θήλυ, ήταν άδηλη, ίσως και ανυπόστατη. 
 Ωστόσο, στην Ελλάδα, άνθισε από νωρίς το βαθύ ερωτικό στοιχείο. Από τα πρώιμα κιόλας χρόνια του πολιτισμού οι σπαραξικάρδιοι έρωτες, όπως του Ορφέα με την Ευρυδίκη, του Λέανδρου με την Ηρώ και του Αχιλλέα με την Βρισηίδα, έθεσαν τις βάσεις της παγκόσμιας ερωτικής-ρομαντικής ανθολογίας.
 Σύμφωνα με την διδασκαλία, των παλαιότατων επικών αοιδών, η φυσιολογική σχέση του άνδρα με την γυναίκα είναι η μόνη που μπορεί γίνει εκτός από καρδιακή και σαρκική, όταν δεν υφίστανται εξ αίματος συγγένεια. Μόνο τότε, η συνένωση του ζεύγους γίνεται πιο δυνατή κι η αγάπη πιο μεγάλη. Επί παραδείγματι, ο Αχιλλεύς, ο μέγιστος ήρωας του τρωικού πολέμου, κατακτώντας με το δόρυ του την Βρισηίδα κατακτήθηκε από τα πανώρια κάλλη της.
 Παρότι ήταν αιχμάλωτη του πιο ατρόμητου πολεμιστή, εκείνος την είδε ως ίση προς ίσο. Ο έρωτας με την πρώτη ματιά τον έκανε να την καταστήσει σύντροφο της ζωής του και να μοιράζεται μαζί της, κάθε νύχτα, την ίδια κλίνη.
 Παράλληλα, τιθασεύοντας τον εγωισμό του, τόλμησε να παραδεχθεί δημοσίως την αγάπη που αισθάνθηκε για την κόρη του ιερέα Βρίση. Έτσι, δια στόματος του Ομήρου, παρουσιάζεται ως σώφρων διδάσκαλος του γένους των Ελλήνων απαγγελόμενος νουθεσίες περί του συζυγικού βίου. Ιδού και τα λεχθέντα του:
ἐπεὶ ὅς τις ἀνὴρ ἀγαθὸς καὶ ἐχέφρων
τὴν αὐτοῦ φιλέει καὶ κήδεται, ὡς καὶ ἐγὼ τὴν

ἐκ θυμοῦ φίλεον δουρικτητήν περ ἐοῦσαν.

(ραψωδία Ι, στιχ. 341-343)

μετάφραση: 

[όποιος άνδρας είναι καλός και γνωστικός 

αγαπάει και νοιάζεται τη δική του (γυναίκα) όπως κι εγώ την αγαπούσα μέσα από την ψυχή μου,

 παρόλο που την κατέκτησα με το κοντάρι μου

 (υπονοώντας ότι δεν κέρδισε με το φυσιολογικό τρόπο της φιλικής γνωριμίας ή του συνοικεσίου)].

  Η διδαχή του Αχιλλέως, άγνωστη σε πολλούς σήμερα, εφώτισε γενεές ανδρών, κατά τους μεταγενέστερους αιώνες. Ήταν οι γενιές εκείνων των ανδρείων ανδρών που παρήγαγαν το θαύμα του κλασσικού πολιτισμού και των δημοκρατικών αξιών στην αρχαία Αθήνα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
 Στην ιοστεφανωμένη Αθήνα, τα ομηρικά έπη, υπήρξαν  ως μαθησιακή ύλη όλων των εφήβων. Οι ομηρικοί στίχοι μετουσιώθηκαν σε φωτεινό πυλώνα της ρομαντικής διαπαιδαγώγησης της αθηναϊκής νεολαίας.
  Το μήνυμα της αγάπης και της φροντίδας του συζύγου προς την σύζυγο δεν είχε μέχρι τότε εκφρασθεί, από κανέναν άλλο λαό. Όλοι άλλοι λαοί υποτιμούσαν την γυναίκα και την θεωρούσαν ως τρόπαιο.
 Προκύπτει λοιπόν ότι, η ρήση του Αχιλλέως ήταν μία "χριστιανική" διδαχή προ Χριστού. Το αγαπάτε και φροντίζεται, έκαστος, τις κατά κόσμον συζύγους ξαναεμφανίστηκε στη νουθεσία της πρωτοχριστιανικής κοινότητας από τον απόστολο Παύλο. Φερειπείν, στην προς Εφεσίους επιστολή επισημαίνονται τα εξής: καθ' ἕνας ἕκαστος τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα οὕτως ἀγαπάτω ὡς ἑαυτόν (κεφ. ε', 33) & οὕτως ὀφείλουσιν οἱ ἄνδρες ἀγαπᾶν τὰς ἑαυτῶν γυναῖκας ὡς τὰ ἑαυτῶν σώματα. ὁ ἀγαπῶν τὴν ἑαυτοῦ γυναῖκα ἑαυτὸν ἀγαπᾷ· (κεφ. ε' 28).
   Εν κατακλείδι, η αγάπη του Αχιλλέα για την Βρισηίδα ήταν τόσο μεγάλη, ώστε, μετά την άδικη αρπαγή της από τον Αγαμέμνονα, να αποσυρθεί από τα πεδία των μαχών που τόσο τα ποθούσε. Ο θυμός του γιου του Πηλέα ήταν ικανός να ανατρέψει ακόμα και τα θεϊκά σχέδια. Τόσο πολύ την αγάπησε, την Βρισηίδα. Η οδύνη του αποχωρισμού, μεταφραζόμενη σε θυμό, έσβυνε τις ώρες που ο πληγωμένος ήρωας έπαιρνε την κιθάρα του και τραγουδούσε ηρωικά άσματα. 
  Της άξιζε, όμως, όλη αυτή η αγάπη; Σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν ένα θείο πλάσμα που έτρεφε αγνά συναισθήματα. Είχε ερωτευτεί και εκείνη τον Αχιλλέα. Κάθονταν πολλές φορές με τον Πάτροκλο, και σχεδίαζαν τον γάμο της με τον Αχιλλέα στο Πήλιο. Ο Πάτροκλος ήταν ο αγαπημένος ξάδερφος του Πηλεΐδη κι ο καλύτερος φίλος, όμοιος με συγγενή, της Βρισηίδας. Όταν σκοτώθηκε, η Βρισηίς, τον πένθησε σαν αδερφό της.
 Μια ετέραν περιγραφή, για τα εξωτερικά της χαρακτηριστικά, έχει διασωθεί από τον Ιωάννη Μαλάλα, κατά τους πρώτος χριστιανικούς αιώνες. Το κείμενο εμπεριέχει τα εξής σχόλια:
 ἡ  δὲ Ἱπποδάμεια  ἡ  καὶ  Βρισηὶς  ἦν  μακρή,  λευκή,  καλλίμασθος,  εὔστολος,  σύνοφρυς,  εὔρινος, μεγαλόφθαλμος,  κεχολλαϊσμένα  ἔχουσα  βλέφαρα,  οὐλόθριξ,  ὀπισθόκομος,  φιλόγελως, οὖσα  ἐνιαυτῶν  καʹ.  ἥντινα  ἑωρακὼς  ὁ  Ἀχιλλεὺς  ἐπόθησε·  καὶ  πεσὼν  εἰς  ἔρωτα  αὐτῆς, λαβὼν  ἀποκρύβει  αὐτὴν  ἐν  τῷ  ἰδίῳ  παπυλεῶνι,  μὴ  ἀγαγὼν  αὐτὴν  εἰς  τὸ  πλῆθος  τῶν Ἑλλήνων· (Λόγος πέμπτος χρόνων Τρωικών, παρ. 101).


 Ο θυμός του Αχιλλέα για την αρπαγή της Βρισηίδα από τον Αγαμέμνονα. Έτοιμος να τραβήξει το σπαθί του και να τον εξόντωση αλλά τον σταματάει η θεά Αθήνα. Στη μέση βρίσκεται η πρωταγωνίστρια της σκηνής. Πίνακας του Ζακ Λουί Νταβίντ 
  Κλείνοντας, ενδείκνυται δε να παρατεθεί και η ομολογία του Δαναού άνακτος Αγαμέμνων, δια την φυσικήν επιλογήν του άνδρα να συν κοιμάται με την γυναίκα και να σμίγει ερωτικώς. Τα λεγόμενα του Ατρεείδη ραψωδούνται, από τον Όμηρο, στους εξής στίχους:
  δώσω δ' ἑπτὰ γυναῖκας ἀμύμονα ἔργα ἰδυίας

Λεσβίδας, ἃς ὅτε Λέσβον ἐϋκτιμένην ἕλεν αὐτὸς
ἐξελόμην, αἳ κάλλει ἐνίκων φῦλα γυναικῶν. 
   
τὰς μέν οἱ δώσω, μετὰ δ' ἔσσεται ἣν τότ' ἀπηύρων
κούρη Βρισῆος· ἐπὶ δὲ μέγαν ὅρκον ὀμοῦμαι
μή ποτε τῆς εὐνῆς ἐπιβήμεναι ἠδὲ μιγῆναι,
ἣ θέμις ἀνθρώπων πέλει ἀνδρῶν ἠδὲ γυναικῶν.
 Μετάφραση: [επτά γυναίκες θα του δώσω που εργάζονται εξαιρετικά όπως οι γυναίκες απ' την Λέσβο με γνωστικό μυαλό, αυτές που όταν κυρίεψε τη Λέσβο, τις πήρε ως λάφυρο και τις έδωσε σε μένα, γιατί τα κάλλη τους ξεπερνούσαν κάθε άλλη γυναίκα. Αυτές του δίνω, και μαζί μ' αυτές και την κόρη του Βρισέα. Επιπλέον μέγα όρκο πέρνω ότι ποτέ στην κλίνη της ξάπλωσα μαζί της κι ούτε έσμιξα μαζί της ερωτικώς, όπως η δικαιοσύνη των ανθρώπων το όρισε ως συνήθειο να συνευρίσκονται ερωτικά ο άνδρας με την γυναίκα].

Ӿ
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ομήρου, Ιλιάς
Καινή διαθήκη, επιστολές Παύλου
Ιωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017


Ο  γυναικονόμος στην αρχαία Αθήνα και εν Ελλάδι
  Συγγράφει ο Ιωάννης Γ. Βαφίνης
     Οι γυναικονόμοι ή γυναικοκόσμοι θεσπίστηκαν στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδος δια την πρόνοια των γυναικείων ηθών. Τα ήθη, της ελληνίδας γυναίκας στην αρχαιότητα, βασίζονταν στην σεμνότητα, στην ευγένεια και στην ευρέπεια της κοσμικής  εμφάνισης της. 
  Την επιστασία του γυναικονόμου την αναλάμβανε ένας από τους εννέα άρχοντες των Αθηνών που ονομάζονταν γυναικονόμος. Ο άρχοντας είχε το δικαίωμα να συντηρεί το καλό ήθος στην καθημερινότητα των γυναικών, κάτι περίπου σαν την σημερινή μόδα ή το life style (το οποίον σήμερα από καλοήθη έχει μετατραπεί σε κακοήθη). Ο νόμος παρείχε το δημοκρατικό δικαίωμα να τιμωρείται κάθε ακοσμία και ακολασία που συσχετίζονταν άμεσα με την αμφίεση οπως και την συμπεριφορά.
   Η γυναικονομία ήταν το αξίωμα του γυναικονόμου του οποίου η αρμοδιότητα, επί το πλείστον, ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών.
   Περαιτέρω λεπτομέρειες, για τον γυναικονόμο συναντάμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ιδού, ορισμένα αποσπασμάτια, στις κάτωθι παραγράφους:

    Φύλαρχος δ᾽ ἐν τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν εἰπὼν ὅτιπαρὰ Συρακοσίοις νόμος ἦν τὰς γυναῖκας μὴ κοσμεῖσθαι χρυσῷ μηδ᾽ ἀνθινὰφορεῖν μηδ᾽ ἐσθῆτας ἔχειν πορφυρᾶς ἐχούσας παρυφάς,ἐὰν μή τις αὐτῶν συγχωρῇ ἑταίρα εἶναι κοινή, καὶ ὅτι ἄλλος ἦν νόμος τὸν ἄνδρα μὴ καλλωπίζεσθαι μηδ᾽ ἐσθῆτι περιέργῳ χρῆσθαι καὶ διαλλαττούσῃ, ἐὰν μὴ ὁμολογῇ μοιχεύειν ἢ κίναιδος εἶναι, καὶ τὴν ἐλευθέραν μὴ ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότος, ἐὰν μὴ μοιχευθησομένην: ἐκωλύετο δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῇ μιᾶς θεραπαινίδος. (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΙΒ, 201).

    Χαιρεφῶν δέ, φησίν, ὁ παράσιτος εἰς γάμον ἄκλητος εἰσελθὼν καὶ κατακλιθεὶς ἔσχατος καὶ τῶν γυναικονόμων ἀριθμούντων τοὺς κεκλημένους καὶ κελευόντων αὐτὸν ἀποτρέχειν ὡς παρὰ τὸν νόμον ἐπὶ τοῖς τριάκοντα ἐπόντος, «Ἀριθμεῖτε δή», ἔφη, «πάλιν ἀπ´ ἐμοῦ ἀρξάμενοι»...Ὅτι δ´ ἦν ἔθος τοὺς γυναικονόμους ἐφορᾶν τὰ συμπόσια καὶ ἐξετάζειν τῶν κεκλημένων τὸν ἀριθμὸν εἰ ὁ κατὰ νόμον ἐστί, Τιμοκλῆς ἐν Φιλοδικαστῇ φησὶν οὕτως· (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, 45).

    ἀνοίγετ᾽ ἤδη τὰς θύρας, ἵνα πρὸς τὸ φῶς ὦμεν καταφανεῖς μᾶλλον, ἐφοδεύων ἐὰν βούληθ᾽ ὁ γυναικονόμος λαβεῖν ἀριθμόν, κατὰ τὸν νόμον τὸν καινὸν ὅπερ εἴωθε δρᾶν, τῶν ἑστιωμένων. ἔδει δὲ τοὔμπαλιν τὰς τῶν ἀδείπνων ἐξετάζειν οἰκίας. (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, παραγρ. 461).

    πρόσκειται δὲ τοῖς ἡμετέροις ζημιοῦσθαι τοὺς τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑπὸ τῶν γυναικονόμων, ὡς ἀνάνδροις καὶ γυναικώδεσι τοῖς περὶ τὰ πένθη πάθεσι καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεχομένους. (Πλουτάρχου, Βίοι παράλληλοι-Σόλων, 21 5:3).

    εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν, ἢ πάντων τῶν πολιτῶν πρός τινα πρᾶξιν, οἷον στρατηγὸς στρατευομένων, ἢ κατὰ μέρος, οἷον ὁ γυναικονόμος ἢ παιδονόμος· (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Βιβλίο 4ο, 1299a, 20).

    παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος, καὶ εἴ τις ἄλλος ἄρχων κύριός ἐστι τοιαύτης ἐπιμελείας, ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ᾽ οὔ (πῶς γὰρ οἷόν τε κωλύειν ἐξιέναι τὰς τῶν ἀπόρων;), οὐδ᾽ ὀλιγαρχικόν (τρυφῶσι γὰρ αἱ τῶν ὀλιγαρχούντων).  (Αριστοτέλη, Πολιτικά, βιβλίο 4, 1300a. 5).


    Αθηναίες κόρες, ντυμένες με ευρέπεια, κοσμιότητα και σοβαρό παρουσιαστικό,
    ευρισκόμενες σήμερα στο μουσείο Ακροπόλεως των Αθηνών.

    Βιβλιογραφία 
    • Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας LIDDEL & SCOTT
    • Νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του ΗΛΙΟΥ
    • Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές
    • Αριστοτέλης, Πολιτικά
    • Πλουτάρχου, βίοι παράλληλοι-Σόλων

    Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

                 
         Ο Αθηνόδωρος και το φάντασμα του αλυσοδεμένου νεκρού
                         (Μια αληθινή ιστορία της αρχαίας Αθήνας)
                                          συγγράφει ο Ιωάννης Γ. Βαφίνης
        Ο Αθηνόδωρος ο Σολεύς ήταν ένας στωικός φιλόσοφος του 3ου αιώνος π.Χ. Γενέτειρα του θεωρούνταν οι Σόλοι της Κιλικίας. Οι Σόλοι υπήρξαν στα κλασσικά χρόνια αποικία των αρχαίων Αθηναίων. 
        Σε κάποιο χρονικό σημείο της ζωής του, ίσως πολύ μετά της ενηλικιώσεως του, θέλησε μετά του αδερφού του Άρατου να μεταβεί εις τας Αθήνας για να παρακολουθήσει την φιλοσοφική διδασκαλία του Ζήνωνα του Κιτιέως. Ο Ζήνων, εκείνο τον καιρό είχε δημιουργήσει ένα νέο ρεύμα διδασκαλίας αναγόμενο στη σφαίρα της στωικής φιλοσοφίας.
        Θεωρώντας την Αθήνα δεύτερη του πατρίδα, κι ως γόνος παλαιοτάτων Αθηναίων αποικιστών, δεν δυσκολεύτηκε να πάρει την απόφαση της μόνιμης μετεγκαταστάσεως στην πόλη των τεχνών, της φιλοσοφίας και των γραμμάτων.
        Όταν έφτασε στο κλεινόν άστυ αντίκρυσε μια ωραιότατη διόροφη οικία και θέλησε να την αγοράσει. Παρόλες τις φήμες, που κυκλοφορούσαν, από τους πέριξ κατοίκους για κάποια παραφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στο εσωτερικό του σπιτιού, ο ΑΘηνόδωρος αδιαφόρησε κι επίσπευσε την αγορά του. Η εγκατάσταση του έγινε ταχέως χωρίς ουδεμία καθυστέρηση.
     Όλοι οι περίοικοι μιλούσαν με φόβο γι' αυτό το σπίτι, υποστηρίζοντας ότι, κατά την διάρκεια της νυκτός εμφανίζονταν ένα φάντασμα. Αυτός ήταν κι λόγος που κανείς άλλος δεν ήθελε να το κατοικήσει. 
       Κατά την πρώτη νύκτα της διαμονής του, ο Αθηνοδώρος, καθώς έγραφε ατάραχος τα πονήματα του, άκουσε ένα τρομακτικό θόρυβο παραγόμενο από βαριές συρόμενες αλυσίδες. Συν τω χρόνω είδε έναν γέροντα φορτωμένον με αλυσίδες που τον πλησίασε. Ο Αθηνόδωρος ατάραχος συνέχισε να γράφει. Το φάντασμα του γέροντος μ' ένα νεύμα του δαχτύλου του τον προέτρεψε να τον ακολουθήσει. Ο φιλόσοφος, όμως, του έγνεψε να τον περιμένει λιγάκι εώς ότου τελειώσει την συγγραφή του.
        Τότε, το φάντασμα, τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και κρότησε τις αλυσίδες κοντά στ' αυτιά του Αθηνοδώρου. Διεγειρώμενος από την επιμονή του γέροντος, έλαβε την λυχνία του, ο Αθηνόδωρος, και τον ακολούθησε οδοιπορώντας μέχρι την αυλή της οικίας του. Απευθείας το φάντασμα εξαφανιζόμενο εισήλθε εις το χωμάτινο επίπεδο της αυλής.
      Μη θορυβηθείς, ο στωικός φιλόσοφος, έκοψε μια μικρή ποσότητα, όσο της παλάμης του, απ' την χλωρίδα της τοποθεσίας εκείνης, για να σημαδέψει την περιοχή κι επέστρεψε στο δώμα του.
       Εφόσον ξημέρωσε η επερχόμενη ημέρα, ο Αθηνόδωρος φρόντισε να συναντήσει τους άρχοντες της πόλης των Αθηνών και να τους διηγηθεί καταλεπτώς τα νυχτερινά συμβάντα. Εκείνοι επιλαμβανόμενοι των γεγονότων έσπευσαν στην αυλή της οικίας και έσκαψαν στο σημείο υπόδειξης του Αθηνοδώρου. 
        Μετά από λίγα λεπτά εκ της ανασκαφής εφανερώθηκαν τα οστά νεκρού περιδεδεμένα από βαριές αλυσίδες. Αφού έγινε αμέσως το τελετουργικό της επίσημης τελετής ενταφιασμού κι απεδόθηκαν τιμές εις τον νεκρόν, έκτοτε η οικία αυτή παρέμεινε ήσυχος και ανενόχλητος. 
                                     
    Βιβλιογραφία 
    Πλίνιος ο νεότερος, Επιστολές
    Γουσταύου Παζίνη, Μέγας προφητικός ονειροκρίτης,εκδ. Ανατολή, Αθήναι

    Τετάρτη 4 Ιανουαρίου 2017

                                                            
     
    ЭIЄ
      ΘΗΣΕΥΣ Ο ΠΡΩΤΟΥΡΓΟΣ ΤΗΣ ΕΙΡΕΣΙΩΝΗΣ
           (Ἑλληνορωμαϊκὲς καλένδαι )
          Ἔρευνα & συγγραφὴ ὁ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 
     
      Εἰς τὴν σύγχρονη νεοελληνικὴ μουσικὴ παράδοση ἐπιβιώνει ἕνα πολυδιάστατο ἀειθαλὲς ἐτήσιο δρώμενο, παρόμοιο καὶ συγγενὲς μὲ τὰ κάλαντα τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς, τῶν Θεοφανίων καὶ τοῦ Λαζάρου. Οι σύγχρονες λαογραφικὲς μελέτες ὁδηγήθηκαν μὲ σιγουριὰ στὸ συμπέρασμα τῆς κοινῆς ρίζας τῶν καλάντων μὲ τὶς ἀρχαῖες ἑλληνορωμαϊκὲς καλένδες.  
      Ὁρισμένοι ἐμβριθεῖς μελετητὲς προσέδωσαν μία πιὸ οὐσιώδη διάσταση τοῦ σύγχρονου ἔθους τῶν καλάντων, ἀναγάγωντας τὶς ἀπαρχὲς τῶν δρωμένων στὴν ἐτήσια τέλεση τῆς εἰρεσιώνης τῶν ἀρχαϊκῶν ἤτοι καὶ ἐποχῆς Θησέως χρόνων, μολονότι, ἡ ἀρχαία εἰρεσιώνη ἦταν ἕνα ἐνιαύσιο δραματοποιημένο ἔθιμο τῶν Ἑλλήνων μὲ πανάρχαιες καταβολές. 
     Πρωτοπόρος ὅλων, ὁ συγγραφεὺς καὶ ἱερέας τῶν Δελφῶν Πλούταρχος, ὑποστήριξε ἱστορικῶς τὴν δημιουργία τῆς εἰρεσιώνης ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θησέα, βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν. Ἰδοὺ λοιπὸν καὶ τὰ γραφόμενα του: «θάψας δὲ τὸν πατέρα, τῷ Ἀπόλλωνι τὴν εὐχὴν ἀπεδίδου τῇ ἑβδόμῃ τοῦ Πυανεψιῶνος μηνὸς ἱσταμένου· ταύτῃ γὰρ ἀνέβησαν εἰς ἄστυ σωθέντες. ἡ μὲν οὖν ἕψησις τῶν ὀσπρίων λέγεται γίνεσθαι διὰ τὸ σωθέντας αὐτοὺς εἰς ταὐτὸ συμμῖξαι τὰ περιόντα τῶν σιτίων καὶ μίαν χύτραν κοινὴν ἑψήσαντας συνεστιαθῆναι καὶ συγκαταφαγεῖν ἀλλήλοις. τὴν δὲ εἰρεσιώνην ἐκφέρουσι κλάδον ἐλαίας ἐρίῳ μὲν ἀνεστεμμένον, ὥσπερ τότε τὴν ἱκετηρίαν, παντοδαπῶν δὲ ἀνάπλεων καταργμάτων διὰ τὸ λῆξαι τὴν ἀφορίαν, ἐπᾴδοντες·
    εἰρεσιώνη σῦκα φέρει καὶ πίονας ἄρτους
    καὶ μέλι ἐν κοτύλῃ καὶ ἔλαιον ἀποψήσασθαι
    καὶ κύλικ᾽ εὔζωρον, ὡς ἂν μεθύουσα καθεύδῃ.
    καίτοι ταῦτά τινες ἐπὶ τοῖς Ἡρακλείδαις γίνεσθαι λέγουσιν, οὕτως διατρεφομένοις ὑπὸ τῶν Ἀθηναίων· οἱ δὲ πλείονες ὡς προείρηται.
    » 
    (Βίοι Παράλληλοι, Θησεὺς 22).
    Ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ δημιουργοῦ τῆς εἰρεσιώνης Λυρωδοῦ Θησέα ἀντίκρι τῆς Ἀριάδνης ἄδοντας κάποιο ἐρωτικὸ ἆσμα - ὕμνο ἀποδεικνύοντας ὅτι, ὁ βασιλιᾶς τῶν Ἀθηνῶν εἶχε μουσικὸ γονίδιο ἀπὸ τὴν γενιὰ τῶν Ἐρεχθειδῶν. Ἡ ἀπεικόνιση προέρχεται ἀπὸ ἀττικὸ μελανόμορφο αγγείο του 5ου αἰῶνα π.Χ. ποὺ βρίσκεται στὸ Βρετανικὸ μουσεῖο. 

     Σύμφωνα, λοιπόν, μὲ τὰ γραφόμενα τοῦ Πλουτάρχου ὁ ἐμπνευστὴς τῆς Ειρεσιώνης ήταν ὁ Θησέας. Ὁ Θησεύς εκτός ἀπὸ τὶς ἡρωικές του ἱκανότητες διέθετε καὶ καλλιτεχνικὸ τάλαντο, ἐξασκοῦσε τὴν λυρωδική - κιθαρωδικὴ τέχνη  τὴν διδαχθεῖσα ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος, καθότι, ὁ μουσηγέτης παρέδωσε τὴν τέχνη τοῦ κιθαρωδεὶν στούς Ίωνες απογόνους του, τοὺς διαβιώσαντες  στὴν Ἀττικὴ γῆ. Αὐτοὶ ἑνώθησαν μὲ τοὺς γηγενεῖς δημιουργῶντας τὶς πρῶτες τέσσερις φυλὲς τῶν Ἀθηνῶν.  
      Ἀργότερα ἐρχόμενος, ὁ Θησέας, εἰς τὸν θρόνο τῆς πόλεως, ἀναίρεσε τὶς τοπικὲς ἐξουσίες τῶν πέριξ πολισμάτων ἐγκαθιδρύοντας μὶα πόλη ὑπὸ μίαν ἀρχὴν ὅπου καὶ εἰς τὸν πληθυντικὸ ἡ φερωνυμία "αἱ Ἀθῆναι" .  
     Παράλληλα, στοὺς χρόνους τῆς βασιλίας του, διάρκειας ἄνω τῶν τριάντα χρόνων, θέσπισε νόμους καὶ ἑορταστικὲς ἐκδηλώσεις. 

    Ἀπὸ μαρμάρινο ἀνάγλυφο, ἕνας μικρὸς Ἀθηναῖος φέρει στὸν ὦμο του τὴν εἰρεσιώνη περιφερόμενος από σπίτι σὲ σπίτι στοὺς δρόμους τῆς πόλης τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν τελῶντας τὸ ἔθιμο. Δίπλα του κάποιος νοικοκύρης του προσφέρει φιλοδώρημα
     Ὁ Θησέας θέσπισε κάθε ἑβδόμη Πυανεψίωνος νὰ ἀποδίδεται ἡ εὐχὴ πρὸς τὸν Ἥλιο Ἀπόλλωνα, ἐτησίως, ὑπὲρ τῆς μνήμης τοῦ πατέρα του Αιγέα, κι ἀφοῦ ἔψηνε ὄσπρια τελοῦσε τὴν Εἰρεσιώνη.  
    Ἔπειτα, ψάλλοντας αὐτοπροσῶπος, εὐχετήριον ἆσμα ἐν τοῖς ὁδοῖς, περιφέρονταν κρατῶντας κλαδὶ ἐλιᾶς τυλιγμένο μὲ ἀρνήσιο μαλλὶ (λένε πὼς τὸ σχῆμα του ἔμοιαζε μὲ χριστουγεννιάτικο δένδρο). Τὸ τραγούδι τῆς εἰρεσιώνης ἦταν εὐφορικό, ὅπως καὶ τὰ σημερινὰ κάλαντα, ποὺ τοὺς ἀποδίδονται θρησκευτικὲς κι ἀποτροπαϊκὲς δοξασίες. 
     Ἐν κατακλεῖδι, ἡ ἀπαρχὴ τοῦ ἐθίμου ἐντοπίζεται στὴν πανάρχαια πόλη τῶν Ἀθηνῶν, τὴν κοιτίδα ὅλων τῶν τεχνῶν τοῦ πολιτισμοῦ καὶ τῆς δημοκρατίας. Τὸ ἔθος τοῦτο βασίζονταν στὴν λεγόμενη ἱκετηρία, ὅπου, ὁμοθυμαδὸν ἱκέτευαν οἱ Ἀθηναῖοι τὸν Θεὸ γιὰ τὴν ἀποτροπὴ πάσας νόσου, τινὸς κακοῦ καὶ θεομηνίας. 
    ΥΓ: Στὴν προσπάθεια ἀναβίωσης του ἀρχαίου λυρωδικοῦ μέλους τῶν ἀρχαίων ἀθηναϊκῶν καλενδῶν ποὺ μεταγγίσθηκαν εἰς τὸ πανελληνίο μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων παρουσιάζω μιὰ διασκευὴ τῶν παραδοσιακῶν καλάντων τῆς πρωτοχρονιᾶς μὲ συνοδεία τῆς ἐφτάχορδης λύρας τοῦ Ἀπόλλωνος:
                                    
                               https://youtu.be/t-Xrvz7Y6fE


                             
    ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
    -Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι - Θησεὺς