Σάββατο 22 Σεπτεμβρίου 2018



  ЭIЄ
ΑΓΙΟΣ ΛΕΩΝΙΔΗΣ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΟΣΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης


  Στην Αθήνα του 3ου αιώνα μ.Χ όπου είχε ήδη επικρατήσει στρατιωτικά ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός, διαβιούσε εν κρυπτώ η χριστιανική αδελφότητα των γηγενών Αθηναίων. Μολονότι, η Αθήνα, ήταν μια από τις πόλεις του ρωμαϊκού κράτους που της είχε παραχωρήθει μια υποτυπώδη πολιτειακή ελευθερία, η Pax Romana ως μεγάλος αδελφός επέβλεπε κατά τρόπον δυναστικό κάθε διαφορετική πρόθεση ιδεαλισμού. Μία εξ αυτών των επικίνδυνων προθέσεων ιδεαλισμού υπήρξε  κι ο χριστιανισμός. Οι Ρωμαίοι πίστευαν ότι ο χριστιανικός ιδεαλισμός είχε ως προορισμό την ανατροπή των σχεδίων της ρωμαϊκής κοσμοκράτορας. Γι' αυτό η ρωμαϊκή μηχανή εξεδίωκε μετά μανίας τους πεποιθότες του χριστιανικού δόγματος.
  Τον καιρό εκείνο, στην μικρή κοινότητα των χριστιανών της Αθήνας διατελούσε επίσκοπος της εκκλησίας του Χριστού ο Λεωνίδης εξ Αθηνών[1]. Λεπτομέρειες περί του βίου του Αθηναίου επισκόπου διασώθηκαν ελάχιστες έως και μηδαμινές.
  Οι μόνες έγκυρες πηγές, περί της βιοτής του Αγίου, είναι η περίοδος της ανάληψης του επισκοπικού θρόνου αλλά και το μαρτυρικό γεγονός της τελευτής του. Πως, πότε, που και γιατί συντελέσθηκε το γεγονός τούτο;
  Τα ελάχιστα ιστορικά κείμενα, γνώμονες της επιμέρους έρευνας, ρίχνουν φως  άγνωστες πτυχές του ιστορικού βίου του Αγίου επισκόπου των Αθηνών που δεν έχουν δημοσιευθεί. Άλλωστε, το οφείλομεν εις την μνήμη του!

Τοιχογραφία με την όψη του επισκόπου Αθηνών
Αγίου Λεωνίδα ευρισκόμενη
στον ναό Αγίας Τριάδας Μεθάνων

  Εκ πρώτης, σημειώνουμε την χρονική συνύπαρξη του Αγίου Λεωνίδη  με τον ρωμαίο αυτοκράτορα Δέκιο. Ο Λεωνίδας υπήρξε ο πιο ένθερμος οπαδός του Χριστού ενώ ο Δέκιος ίσως να υπήρξε ο πιο λυσσασμένος εχθρός του Χριστού και της χριστιανικής πίστεως. Ο Ρωμαίος συγκλητικός ανέλαβε την εξουσία κατά την περίοδο του 249 με 251 μ.Χ. τότε όπου ο Λεωνίδης ήταν ήδη επίσκοπος Αθηνών, ο έκτος κατά σειρά[2]. Το πρώτο μέλημα του τυράννου Δέκιου ήταν να εξεδώση διάταγμα εναντίων των χριστιανών.
  Ο Δέκιος, ως εγκάθετο αντιχριστιανικό πνεύμα, με την πρόφαση της συμμετοχής του στην μερίδα των δημοκρατικών θεσμών, θέλησε να ενισχύσει τον ψευτοϊδεατισμό της Pax Romana. Ωστόσο, η φασιστική του ταυτότητα, δείγμα στυγνός ολοκληρωτισμού, και τα πιστεύω του στο παγανιστική θρησκεία του ρωμαϊκού κόσμου τον ώθησε σε μια τυραννική νομοθεσία. Υποχρέωσε τους χριστιανούς να θυσιάζουν μια φορά τον μήνα στους ρωμαίους θεούς, πριν από την σειρά των δικαστικών της κοινότητας τους, για να τους δοθεί το πιστοποιητικό έγγραφο της κρατικής νομιμότητας (libellus). 
  Δίχως αυτό το πιστοποιητικό κάθε πολίτης, έχανε τα πολιτικά του δικαιώματα, διότι, κρίνονταν αντιεξουσιαστής, εχθρός των παγανιστικών θεών και της αυτοκρατορίας της Ρώμης. Όποιος λοιπόν αρνούνταν κινδύνευε με βαρύτατους βασανισμούς ή και μαρτυρικό θάνατο σε κοινή θέα.
  Αυτή η διαταγή του Δέκιου, ενώ θα πρέπει να κριθεί από τους ιστορικούς ως τυραννική, βάναυση και απολυταρχική δεν της έχει δοθεί η πρέπουσα ιστορική σημασία, δεδομένου ότι, με το πρόσχημα μιας φαινομενικής δημοκρατικότητας, ο Δέκιος, με σφαγιασμό, εξόντωσε χιλιάδες χριστιανούς που αντιστάθηκαν στις φαύλες, αλαζονικές κι απάνθρωπες φιλοδοξίες του. 
   Ένας εξ αυτών, των αντιδρώντων, ήταν του καιρού εκείνου ο επίσκοπος Αθηνών Λεωνίδης. Ο Λεωνίδης, φαίνεται ότι, αντέδρασε σφόδρα εις το αντίχριστο διάταγμα του Δεκίου. Συχνά στα κήρυγματα του παρήγγελνε στο ποίμνιο του να μην υποκύψει στο θέλημα του Δεκίου, έτσι ώστε, να μην δεχθεί να θυσιάσει στα ψευτοείδωλα. Δηλαδή, μήτε να θυσιάσει, μήτε να φάγει ειδωλόθυτα, καθότι οι θυσίες των Ρωμαίων ψευτοθεών είχανε μεταβληθεί σε αντιθεϊκό μίασμα.


Απεικόνιση του Αγίου ιερομάρτυρα 
Λεωνίδα στον ιερό ναό του Αγίου Ιωάννου
Γαργαρέτας στην Αθήνα

 Σύμφωνα με την ιστορική καταγραφή του Αγίου Μιχαήλ Ακομινάτου, ο επίσκοπος Αθηνών Λεωνίδης ευρισκόμενος στην Τροιζήνα συνελήφθη μαζί με την συνοδεία του και οδηγήθηκαν ομού εις Κόρινθον. Η συνοδεία του αποτελούνταν από εφτά γυναίκες που είχαν αναπτύξει μαζί του έναν υψηλότατο πνευματικό δεσμό. Πρόκειται για τα πνευματικά του τέκνα, εξ Αθηνών, με τα ακόλουθα ονόματα: Χαρίσση, Νίκη, Γαληνή, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα και Θεοδώρα. Η ρωμαϊκή σπείρα τους συνέλαβε και τους έφερε  κατηγορούμενους έμπροσθεν του ηγεμόνα ανθύπατου Βενούστο
   Τότε, η Κόρινθος είχε ανακηρυχθεί πρωτεύουσα της Ελλάδος (Αχαΐας), καθότι, η Αθήνα και η Σπάρτη είχαν μια ιδιότυπη ανεξαρτησία. Στην Κόρινθο, ο Άγιος Λεωνίδης, όρθωσε το ανάστημα του και είπε ένα αγέρωχο όχι στον πεπλανημένο αντίχριστο Δέκιο και τον παγανιστικό του κόσμο, που παρακλάδι του ήταν ο ρωμαϊκός ιμπεριαλισμός. Ο Βενούστος, ορμώμενος από τις συνεχείς αρνήσεις του επισκόπου Αθηνών, διέταξε να οδηγηθεί ο Λεωνίδης σ' έναν δημόσιο χώρο για να υποστεί εκεί τα πιο φρικτά βασανιστήρια. 
  Ο Λεωνίδης, όμως, ανθίσταται σθεναρά και λαμβάνει άμεσα τον λαμπρό στέφανο της αγιοσύνης από τους αγγέλους του Τριαδικού Θεού. Η στέψη του τέθηκε μετά τον φρικτό απαγχονισμό του και το ξέσκισμα της σαρκός του.   
  Κατά την ίδια στιγμή με τον Άγιο Λεωνίδη συνεμαρτύρησαν και οι επτά γυναίκες, οι οποίες έλαβαν ομοίως τον στέφανο της αγιότητας. Τα νεκρά σώματα, του Λεωνίδη και των επτά γυναικών, ρίφθηκαν στην θάλασσα.
   Οι μετέπειτα μαρτυρίες θέλουν την μεταφορά των ιερών λειψάνων του Αγίου και των γυναικών εις την Αθήνα όπου συνετάφησαν μέσα σε κρύπτη επί μικρά νησίδα του ποταμού Ιλισού. Λίγο αργότερα, μετά την παρέλευση τριών αιώνων, κι μολονότι ο ποταμός είχε αλλάξει την ροή του, ανεγέρθηκε στο σημείο αυτό ναός, σε ρυθμό Βασιλικής, αφιερωμένος στον Άγιο Λεωνίδη. Προ μερικών δεκαετιών οι ανασκαφές έφεραν στο φως τα ερείπια της βασιλικής του Ιλισού, όπως την ονόμασαν οι ερευνητές αρχαιολόγοι (δες κάτωθι εικόνες από τον αρχαιολογικό χώρο στην Αθήνα επί της λεωφόρου Αρδηττού). 
   




Η Βασιλική του Ιλισσού( από το προσωπικό μου αρχείο φωτογραφίας), που βρίσκεται στην οδό Αρδηττού στο κλεινόν άστυ των Αθηνών, ανακαλύφτηκε προ μερικών ετών από τους αρχαιολόγους. Σύμφωνα με τους ανασκαφείς ο ναός ήταν αφιερωμένος στον Αγίο Λεωνίδη. Η δομή της είναι τρίκλιτη, με εγκάρσιο κλίτος, νάρθηκα και αίθριο. Στον βόρειο τοίχο της βρίσκεται το μαρτύριο του Αγίου Λεωνίδη, επισκόπου Αθηνών. 
Πρόκειται για κτίσμα του 4ου αιώνα, προγενέστερο δηλαδή της βασιλικής, που βάσει των ψηφιδωτών δαπέδων χρονολογείται στο α΄ μισό του 5ου αιώνα. Η μαρτυρία του Μιχαήλ Ακομινάτου, κατά τον 12ο αιώνα, είναι σαφείς περί του ναού που κτίστηκε, πάνω σε μία νησίδα του ποταμού Ιλισσού, από ευλαβείς Αθηναίους, προς τιμήν του ιερομάρτυρα επισκόπου Λεωνίδη. Σήμερα οι αρχαιολόγοι συμφωνούν περί της τοποθεσίας. 
Λέγεται ότι σ' αυτό τον ναό ο Άγιος Μιχαήλ Ακομινάτος, ο τελευταίος επίσκοπος Αθηνών, πριν την φραγκοκρατία και την Οθωμανική κυριαρχία, εξεφώνησε λόγο δια τον μαρτυρικό θάνατο του Αγίου Λεωνίδη και την μεγάλη πίστη του στον Χριστό. Επιπλέον, η τελευταία εικόνα παρουσιάζει σχέδιον κατόψεως της περιοχής λεωφόρου Αρδηττού από τον Ιωάννη Τραυλό. Δεξιά
διακρίνεται η θέση του ναού του Αγίου Λεωνίδη.

 Μια άλλη παραπλήσια μαρτυρία αναφέρει ότι, καθώς ο Άγιος και οι επτά γυναίκες αρνήθηκαν να αλλαξοπιστήσουν και κράτησαν ακέραιη την πίστη τους στον Ιησού Χριστό, οι Ρωμαίοι αντικρίζοντας την αδιαλλαξία της πίστης τους, αύθυς, τους μετέφεραν στον τόπο του μαρτυρίου, όπου έμπροσθεν των κατοίκων της Επιδαύρου βασανίστηκαν ανηλεώς. Μετά τον απαγχονισμό και το ξέσκισμα της σαρκός του επισκόπου Λεωνίδη επήλθε και η θανάτωση των επτά γυναικών. Στη συνέχεια τα σώματα τους ρίφθηκαν στα βάθη της θαλάσσεως, αφού τα έδεσαν πρώτα με πέτρες για βαρίδια. Η θανάτωση τους έγινε μία μέρα πριν το Πάσχα.
  Οι κάτοικοι της Επιδαύρου, που άθελα τους έγιναν αυτούσιοι μάρτυρες του μαρτυρικού θανάτου του Αγίου και των επτά γυναικών, βρήκαν αργότερα τα καθαγιασμένα λείψανα να τα έχει ξεβράσει η θάλασσα. Ομαδόν έσπευσαν άμεσα να τα ανασύρουν. Σύμφωνα με την μαρτυρία του Αγίου Μιχαήλ Ακομινάτου Χωνιάτηεπισκόπου Αθηνών, τα λείψανα των ιερομαρτύρων θάφτηκαν με ευλάβεια στην ιερή πόλη των Αθηνών,  πλησίον του ναού του Ολυμπείου Διός.
 Παρά ταύτα δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί ιστορικά, γιατί και πως, τα οστά των ιερομαρτύρων, κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας, μεταφέρθηκαν από την Αθήνα, προς φύλαξην, εις στην περιοχή της Επιδαύρου, όπου βρέθηκαν σε σωστική ανασκαφή το 1916. 
 Οι αρχαιολόγοι, ύστερα από παραινέσεις τοπικών παραγόντων, σκάβοντας κάτω από ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου βρέθηκαν μπροστά στην θέα επτά αρχαίων γυναικείων σκελετών. Συνάμα, σε μια μαρμάρινη πλάκα κάτωθεν αυτών βρέθηκαν τα οστά ενός ανδρός που είχε θανατωθεί δια στραγγαλισμού. Μάλιστα, τα οστά και ο χώρος ταφής ανάβλυζαν άρρητη ευωδία.
  Δια ταύτα και άνευ ουδεμίας υπερβολής, οφείλουμε να είμαστε πιο δεκτική στα θεία θαύματα που μας οδηγούν στην αλήθεια του Θεού. Έτσι, μελετώντας εμβριθώς τους βίους των αγίων δύναται να αποκομίζουμε ψυχικά οφέλη.   Επιπλέον ωφέλιμη είναι η ενθύμηση του μαρτυρικού θανάτου του αρχιερέα και επισκόπου Αθηνών Λεωνίδη και να αποδίδομαι τιμή σ' αυτόν τον υπέρλαμπρο αγωνιστή της πίστεως στον όνομα Του Ιησού Χριστού που με θάρρος και αυταπάρνηση στάθηκε ακλόνητος έμπροσθεν της θηριώδους κι αντίχριστης ρωμαϊκής εξουσίας.

Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἑλλάδος θεῖος βλαστός, Ἱερομαρτύρων Λεωνίδα ἡ καλλονή· χαίροις Ἀθηναίων, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, καί πρός Χριστόν μεσίτης, Πάτερ θερμότατος.


Υποσημείωση
[1]Κατά μίαν λανθασμένη εντύπωση ο Άγιος Λεωνίδας αναγράφεται ως Τροιζήνιος. Τούτη, όμως η εντύπωση εκπηγάζει από την μαρτυρία του Μιχαήλ Ακομινάτου που λέγει ότι, επί των ημερών που βρίσκονταν ο Άγιος στην Τροιζήνα τον συνέλαβαν. Το αληθέστερο είναι ο Άγιος Λεωνίδης να υπήρξε Αθηναίος το γένος, διότι, οι χριστιανικές κοινότητες ήταν μικρές και τα μέλη τους είχαν κυρίως εντοπία προέλευση.
[2] Σύμφωνα με τον πίνακα των Επισκόπων, Μητροπολιτών & Αρχιεπισκόπων που εξέδωσε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος Παπαδόπουλος οι κατά τους πρώτους αιώνες επίσκοποι Αθηνών είναι: Α) Ιερόθεος, Β)Διονύσιος Αρεοπαγίτης Γ)Νάρκισσος, Δ)Πούπλιος, Έ)Κοδράτος & ΣΤ)Λεωνίδης ή Λεωνίδας 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, μήνας Απρίλιος
-ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
-ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ, Αθήνα 1879


Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

        
Ο ΘΗΣΕΑΣ ΗΤΑΝ ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΗΓΕΤΗ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ
έρευνα  & συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης 
   Κατά το έτος 424 π.Χ. ο Ευριπίδης συνθέτει την τραγωδία του Ικέτηδες. Το αίτιο της δημιουργίας της τοιαύτης τραγωδίας υπήρξε η προ δύο ετών σύγκρουση των Θηβαίων - συμμάχων της Σπάρτης - μετά των Αθηναίων στο Δήλιο. Η σύγκρουση είχε σαν αποτέλεσμα την νίκη των Θηβαίων. Ωστόσο, οι Θηβαίοι στιγματίστηκαν δια την αποτρόπαια πράξη τους να μην παραδώσουν, για πολλές ημέρες, τους νεκρούς Αθηναίους οπλίτες και στρατηγούς εις την πόλη των Αθηνών.

  Η ανίερη και αήθης πράξη των Θηβαίων, επί των ημερών εκείνων, επέφερε τα πιο δυσμενή σχόλια στο πανελλήνιο. Ο Ευριπίδης, δράττοντας την ευκαιρία, γράφει την τραγωδία του Ικέτηδες αποσπώντας θέματα απ' τον θηβαϊκό κύκλο και τους επτά επί Θήβας. 
  Στα επίμαχα γεγονότα αυτής της πολεμικής σύρραξης, που διεξήχθη πολλούς αιώνες προ του Ευριπίδους, συμμετείχε και ο ήρωας Θησέας με πρωταγωνιστική παρουσία. Ο Ευριπίδης, κατέχοντας ιστορικά αρχεία στην ατομική βιβλιοθήκη του, εισάγει την πληροφορία της καταλυτικής παρουσίας του σώματος των Αθηναίων οπλιτών με εξάρχοντα τον στρατηγό και πολέμαρχο τους Θησέα.
 Στο στιγμιότυπο αυτό, ο τραγωδός, νουθετεί το κοινό των Αθηναίων συμπολιτών του σχεδιαγράφοντας μια φυσιογνωμία ενός στρατηγού, με ήθος και πίστη στην αξία της ανθρώπινης ζωής. Αυτός ήταν ο Θησέας, ο οποίος αναγνωρίζονταν ως ένας ηγέτης και ακατανίκητος πολέμαρχος, που δεν αποσκοπούσαν οι εκστρατείες του σε πρόσκαιρα και εφήμερα τυχοδιωκτικά κέρδη αλλά στην τήρηση των θεσμών της δικαιοσύνης. Αυτό επιδίωξε προ πάσα πόλη του πανελληνίου. Άλλωστε. εκ του πάλαι η Αθήνα θέλησε να παίξει ηγεμονικό ρόλο σε όλες τις πόλεις του ελληνικού κόσμου.
  Ο Θησέας, λοιπόν, εις την μάχη των επτά επί Θήβας, λαμβάνοντας το επιδαύριον όπλο, ήτοι το ρόπαλον, όρμησε εναντίον των Θηβαίων και σκοτώνοντας πολλούς αντιτιθέμενους του, τους έτρεψε σε φυγή και πανικό.          
  Όμως, παρότι, η ασυναγώνιστη δύναμη του πολέμαρχου Θησέα μπορούσε να οδηγήσει το στράτευμα των Κραναΐδων - Αθηναίων στο εσωτερικό της πόλης των Θηβών και να γίνει κατάληψη και λεηλασία της πόλης, ως στρατηγός συγκράτησε την ορμή των παθών διατηρώντας στο ακέραιο τον πρωταρχικό του σκοπό. Δηλαδή, να πάρουν τους νεκρούς για να γίνει η προβλεπόμενη ταφή. Έτσι, ο Θησέας ανακηρύσσεται ως ένας πανελλήνιος προστάτης των ιερών θεσμών, εξυψώνοντας ωσαύτως τα ανθρώπινα ιδανικά και τα πατροπαράδοτα ελληνικά ήθη.
   Εν κατακλείδι, ο Ευριπίδης, εις στους στίχους της τραγωδίας του, 702 έως 730, προτείνει στους Αθηναίους ψηφοφόρους το ιδανικό πρότυπο του στρατηγού που θα πρέπει να εκλέγεται από το δημοκρατικό σώμα των ελεύθερων Αθηναίων πολιτών. Ο στρατηγός, λέει ο τραγικός ποιητής, πρέπει να είναι γενναίος στις δυστυχίες και να απεχθάνεται την έπαρσιν του λαού του που μπορεί να φτάσει έως την ύβρη η οποία οδηγεί στον όλεθρο μιας πόλης. Ιδού και το αρχαίο κείμενο του Ευριπίδου: "Θησέας έπεσχεν• ου γαρ ως πέρσων πόλιν μιλεί έφασκεν, αλλ' απαιτήσων νεκρούς. τοιόνδε τον στρατηγόν αιρείσθαι χρεών, οι εν τε τοις δεινοίσιν εστιν Άλιμος μισεί θ' υβριστήν λαόν, ος πράσσων καλώς ες άκρα βήναι κλιμάκων ενήλατα ζητών απώλεσ' όλον ω χρήσθαι."
 Μάλιστα, η επιχειρηματολογία του τραγωδού βρίσκει το ιδανικό πρότυπο στην μορφή του αφηρωισμένου προγόνου όλων των Αθηναίων του επονομαζόμενου Θησέα. Έτσι, η προσπάθεια της διδασκαλίας του Ευριπίδη γίνεται πιο πραγματιστική και ξεφεύγει από τα ευφυολογήματα της ουτοπίας. Επιπλέον, με μια σοφιστική λογική προτείνει στους ελεύθερους συμπολίτες του ένα πρότυπο ολοκληρωμένου χαρακτήρα, όπως είχε ο Θησέας ο θείος γόνος του Αιγέα και της Αίθρας
  Ο Θησέας, εμφανώς, συγκέντρωνε πλήθος αρετών που τον καταστούσαν ως προσωπικότητα πλησίον ενός ολοκληρωμένου χαρακτήρα ανθρώπου. Τα πρότυπα αυτά οι Έλληνες τα είχαν ήδη αναζητήσει εις το μακραίωνο παρελθόν τους, γι' αυτό και ο επίσκοπος Αθηνών Άγιος Μιχαήλ Χωνιάτης ο Ακομινάτος γράφει επαίνους για τον μεγάλο ήρωα των Αθηνών, θεωρώντας τον ως προτύπωση ενός δίκαιου ανδρός και σώφρονος βασιλέα με θεία χαρίσματα.
  Ωστόσο, αυτό που ανέμεναν οι Έλληνες και δη οι Αθηναίοι, το πρότυπο ενός τέλειου ανδρός, θα το συναντήσουν αργότερα στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Η πίστη τους στο όνομα του δικαιότερου ανθρώπου και Θεού συνάμα θα τους οδηγήσει στην λατρεία του Θεανθρώπου μέχρι θυσίας. Κι αυτό το όφειλαν στο Θησέα.
 Ο ήρωας των Αθηνών, ο Θησέας, άφησε την καλύτερη κληρονομιά στους απογόνους του Αθηναίους Θησηίδες το γονίδιο της δίκαιας κρίσης, την διάκριση. Ο ίδιος, ως υπερασπιστής της δικαιοσύνης, αν άκουγε το κήρυγμα του Θεανθρώπου Χριστού θα πίστευε καθ' ολοκληρίαν εις Αυτόν. Ίσως βέβαια, κατά την κάθοδο του Ιησού Χριστού στον Άδη και την κήρυξη του ευαγγελίου στους νεκρούς, να πίστεψε κι ο Θησεύς εις τους λόγους του και να μετέβει μαζί με άλλους πιστεύσαντες στην ουράνια βασιλεία.
  Μάλιστα, ο ρωμαίος σοφιστής Κλαύδιος Αιλιανός, που έζησε 200 χρόνια μετά τον Χριστό, αντιτιθέμενος στην άποψη του Βιργίλιου που ήθελε τον Θησέα να έχει κολλήσει καθήμενος πάνω σε μια πέτρα στον Άδη, έγραψε ότι, ο Θησέας βρίσκεται στα νησιά των μακάρων(ο αρχαιοελληνικός παράδεισος) επειδή είχε πράξει δίκαια και φιλάνθρωπα έργα.
  
Ο Θησέας ως πολέμαρχος στρατηγός των Αθηναίων από σύγχρονη 
ζωγραφική απεικόνιση.

Ο Θησέας βασιλέας - μονάρχης της δημοκρατίας των Αθηνών
όπου υπήρξε ο πρωταίτιος του θεσμού. Η απεικόνιση τον αναπαριστά με γενειάδα της ώριμης ηλικίας άνω των 40 χρόνων, στεφανωμένο, ένδοξο
σοφό και σεβάσμιο συνοικιστή της πόλεως των Αθηνών. (θραύσμα μελανόμορφου αμφορέα του 540-530 π.Χ.  Kind University, Museum of Classical Antiquities)