ЭIЄ
Ὁ Ἕλλην βασιλιᾶς τῶν Ἀθηνῶν Αἰγέας καὶ ὁ νορβηγός Ægir
(Ὁ Αἰγίων - Ποσειδῶν κύριος τῶν ὑδάτων)
Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Βαφίνης
Στὴν προϊστορικὴ ἐποχή, μεταξὺ τῆς ἐποχῆς τοῦ χάλκινου καὶ τοῦ ἡρωικοῦ γένους, ἔνθρονος βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν ἦταν ὁ Αἰγεύς.
Ὁ Αἰγέας ἠτοι καὶ Αἰγεὺς ὑπῆρξε γιός του Πανδίονα κι ἐγγονός του Ἐρεχθέα. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες της Χρονογραφίας τοῦ Γεωργίου Σύγγελου εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν βασίλευσε ὁ Αἰγέας μή' ἔτη, δηλαδή, 48 χρόνια περὶ τοῦ ἔτους 4.219 ἀπὸ κτίσεως κόσμου.
Κατὰ τὸν ἱστορικὸ κατάλογο χρονολόγησης τῶν Ἀθηναίων βασιλέων, ὁ Αἰγέας, καταχωρεῖται ὡς ἔνατος στὴν σειρὰ Ἄνακτας τῆς Ἀττικῆς γῆς τῶν Ἀθηνῶν.
Ἡ ὑπαρξιακὴ ὀντότητα τοῦ Αἰγέα ἐμφανίζει διττὴ ὄψη, εἰς τὰ φιλολογικὰ δρώμενα, ἐκ πρώτης τὴν ἱστορικὴ καὶ ἐκ δευτέρας τὴν μυθική.
Ἡ ἱστορική του πλευρὰ συνάδει μὲ τὴν καταγεγραμμένη ἱστορία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ βασιλείου ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς περιόδου κι ἀποτελεῖ τὴν ἐπιβεβαίωση περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αἰγέα στὴν Ἀθήνα τοῦ 1.354 π.Χ. ἢ ἀκόμη καὶ παλαιότερα, δηλαδὴ τὴν 3η μὲ 4η χιλιετηρίδα.
Ἀττικὴ ἐρυθρόμορφη κύλιξ τοῦ Μαντείου τῆς Θέμιδος ἢ Κύλιξ τῆς Θέμιδος (ζωγράφος του Κόδρου, 440/430 π.Χ.) ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Αἰγέας ἀντικρινὰ ἀπὸ τὴν Θέμιδα τὴν θεὰ τῆς δικαιοσύνης περιμένοντας τὸν χρησμὸ γιὰ τὸ ἂν θὰ ἀπόκτηση διάδοχον τοῦ θρόνου. Μερικοὶ λέγουν ὅτι βρίσκεται στὸ μαντεῖο τον Δελφῶν ἐνῷ ἄλλοι εἰς τὴν Τροιζήνα στὸ μαντεῖο τῆς Θέμιδος.
Ἐν τούτοις, ἡ μυθικὴ πλευρά, τοῦ παλαιότατου βασιλέα τῆς Ἀθήνας, συμπλέκεται μὲ τὶς φαντασιακὲς μυθολογικὲς ἐξιστορήσεις ποὺ συνηγοροῦν μὲ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος καὶ τῶν μυθολογουμένων γεγονότων.
Ἡ ὀνομασία του Αἰγεύς, τοῦ θνητοῦ πατέρα τοῦ Θησέα, προκύπτει ἐκ τοῦ λήμματος Αἶγεν=κυματισμός τῆς θάλασσας(δες λῆμμα Αἰγεὺς τῆς Νεότερης ἐγκυκλ. τοῦ Ἡλίου), τὸ ὁποῖον καὶ παραπέμπει εἰς τὴν μορφὴ τοῦ Αἰγίου Ποσειδῶνα. Λέγεται δέ, ὅτι, ἡ ταυτοποίηση τοῦ μὲ τὸν ἀθάνατο θεὸ Ποσειδῶνα θεωρεῖται ὡς ἡ διάσταση τῆς μυθολογικῆς ὑπόστασης ποὺ τὸν συνδέει μὲ τοὺς γενάρχες θεοὺς & ἥρωες βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος.
Ἐν ὀλίγοις, ὁ Αἰγίων ἢ Αἰγαίων Ποσειδῶν συνταυτίζεται ἢ συσχετίζεται μὲ τὸν Αἰγέα τὸν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν.
Συνελλόντι, τὸ στρατηγικὸ σημεῖο ἐξέλιξης τῆς ναυσιπλοΐας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἐμπορικοῦ καὶ πολεμικοῦ στόλου, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς ἦταν τὸ Αἰγαῖο πέλαγος.
Ὑπενθυμίζουμε ὅτι, ἡ ὀνομασία Αἰγαῖον πέλαγος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θησέα, εἰς τὴν μνήμη τοῦ ἀδικοχαμένου πατέρα τοῦ Αἰγέα.
Τοῦτο δὲ ὑποδηλώνει τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίων κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ προαναφερθέντος Ἀθηναίου ἥρωα κάτι τὸ ὁποῖον δὲν διδάσκεται στὴν σημερινὴ ἱστορία.
Ὁ Αἰγέας μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς ὑδάτινου Θεοῦ, κυρίαρχου τῶν ὑδάτων,[1] σὲ κάποια χρονικὴ ἀφήγηση τῆς μυθιστορίας συνενώνεται μὲ τὴν πριγκίπισσα Αἴθρα - ὄνομα τὸ ὁποῖο προκύπτει ἐκ τῆς λέξεως "αἰθρία" ποὺ σημαίνει τὸν καθαρὸ ὁλοφώτεινο οὐρανό)[2]. Ἐκ τῆς θείας συνένωσης ταύτης, Αἰγέως καὶ Αἴθρας, ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ ὁ θεῖος ἡλιακὸς γόνος Θησεύς.
Ὁ ἡμίθεος γιὸς τοῦ Αἰγέα καὶ τῆς Αἴθρας, χαρακτηρίζεται ἀπὸ πάντες τὶς φιλολογικὲς πηγὲς ὡς ἕνα λαμπρὸ τέκνο τοῦ καθάριου οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἐξαγνισμένου θαλασσινοῦ στοιχείου.
Ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς του ἦταν ἡ λύτρωση τῆς πατρώας γῆς τῶν Ἀθηνῶν ἀλλὰ καὶ τὰ εὐεργετήματα εἰς ὅλο τὸ Πανελλήνιο, δηλαδή, τὴν τότε ἀνθρωπότητα, ὅπου μέρος της κυβερνοῦσε οἱ διεφθαρμένοι ἡγέτες, γιοὶ τοῦ Δία (δὲς τὴν μυθολογία τοῦ Μίνωα Β' ἐγγονοῦ τοῦ Μίνωα Α').
Κάποτε, ὁ Αἰγέας Ποσειδῶν, μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἀθήνα, διατηροῦσε μιὰ θαλάσσια αὐτοκρατορία μὲ ἰσχυρὸ ναυτικὸ στόλο. Ὅσο ὁ Δαίδαλος ἐνεργοῦσε ὑπὲρ τῆς τεχνολογικῆς ἐξέλιξης τῆς πατρίδας του τόσο ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν βρίσκονταν στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεως της.
Ὅταν, ὅμως, κατὰ τὴν παράβαση τῶν θείων νόμων, ὁ Δαίδαλος ἐξορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μετέβει στὴν Κρήτη, τότε ὁ Μίνωας ἔγινε ἰσχυρότερος τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἄρχισαν οἱ πρῶτες μεταξύ τους ἔριδες.
Μοιραῖο ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπῆρξε ἡ σύγκρουση μὲ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Ποσειδῶνα τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Διὸς τῆς Κρήτης.
Ἡ δύναμη τοῦ ἱερατείου τοῦ Ποσειδῶνα ἦταν ἐξαπλωμένη ἕως τὶς βόρειες θάλασσες τῆς Εὐρώπης. Ἀνιχνεύοντας, ὡστόσο, τὰ τεκταινόμενα ἐκείνης τῆς μυθικῆς ἐπόχης διὰ μέσου τῆς Σκανδιναβικῆς μυθολογίας μαθαίνουμε γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς σημαντικοῦ προσώπου τῶν βορείων ἀκτῶν τῆς Εὐρώπης ποὺ ὀνομάζονταν Αἰγκίρ(Aegir).
Ὁ Αἰγκὶρ ἢ Ἐγκὶρ ἦταν ἕνας γίγαντας βασιλιᾶς τῆς θάλασσας. Ἡ ὑπόσταση τοῦ ὁμοιάζει σὲ πολλά μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἕλληνα θεοῦ Ποσειδῶνα.
Εἰς τὸ Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου(Λάμδας), στὸ λῆμμα Θέτις, ἀναγράφεται μιὰ λεπτομέρεια τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας ἡ ὁποία ὑπονοεῖ τὴν συμμετοχὴ τῆς Θέτιδος ὡς διαμεσολαβήτρια γιὰ τὴν ἔνταξη τοῦ θαλάσσιου γίγαντα Αἰγαίωνα, στὴν μεριὰ τοῦ Δία, ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν θεῶν θέλησε νὰ καταλύσει μία συνωμοτικὴ προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὴν Ἦρα.
Παραταύτα, σύμφωνα μὲ τὴν Σάγκα των Ἰσλανδῶν, τῶν Σκανδιναβῶν ἀλλὰ καὶ τῆς γερμανικῆς μυθολογίας, ὁ Αἰγκὶρ ἦταν μιὰ προσωποποίηση τῆς δύναμης τῶν ὑδάτων. Στὰ χαρακτηριστικά του στοιχεῖα προστίθονται οἱ ἀγαστὲς σχέσεις μὲ τοὺς οὐρανιῶνες θεοὺς τοὺς ὁποίους καλοῦσε πάντα εἰς τὰ οἰκογενειακὰ συμπόσια. Οἱ λεπτομέρειες αὐτὲς δείχνουν μιὰ καθαρὴ συγγένεια τῆς βορειοευρωπαϊκῆς μυθολογίας μὲ τὰ τεκταινόμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας.
Ἐπιπλέον, στὴν προσφάτως ἐκδιδόμενη ἐγκυκλοπαίδεια ὑπὸ τὸν τίτλο "Παγκόσμια Μυθολογία", στὸ λῆμμα "Αἰγεύς", ἀναφέρεται ἡ συνταύτιση τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὸν μυθολογικὸ γίγαντα τῆς Βόρειας Εὐρώπης ποὺ ὀνομάζεται Αἰγκὶρ (Aegir).
Ἐν κατακλεῖδι, δυνάμεθα, σήμερα, νὰ προσδιορίσουμε χρονικὰ τὴν παρουσία καὶ τὸν ἀποικισμὸ τῶν Ἑλλήνων στὶς θαλάσσιες βορειοευρωπαϊκὲς ἀκτὲς ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ κιόλας χρόνια.
Ὁ θαλάσσιος γίγαντας Αἰγαίων-Aegir ὑπῆρξε ἕνας ἐξ αὐτῶν μυθικὸς ἀποικιστῇς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Αἰγαίου...
Εἰκόνα, ἐκ τῆς ἐγκυκλοπαίδειας Παγκόσμια Μυθολογία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ταύτιση τοῦ Ἕλληνα βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Αἰγέα μὲ τὸν Σκανδιναβὸ ἢ Γερμανὸ βασιλιᾶ Αἰγκὶρ ἢ Ἐγκίρ.
Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀθήνας, μὲ μακριὰ γενειάδα, στὸν βράχο τοῦ Σουνίου
περιμένει νὰ γυρίσει ὁ γιός του Θησέας ἀπὸ τὴν Κρήτη.
Ὁ Αἰγκὶρ (Aegir) βασιλιᾶς καὶ κύριος τῶν ὑδάτων στὶς βόρειες θάλασσες τῆς Εὐρώπης ἐμφανίζεται μὲ μακριὰ γενειάδα
καὶ πλησίον τοῦ θαλάσσιου πελάγου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ἰδοὺ καὶ τὰ λεχθέντα τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου, περὶ τῆς ἀγγελικῆς ὀντότητας, εἰς τὸν θαλάσσιο ὁρίζοντα, ποὺ κυριαρχεῖ ἐπὶ τοῦ ὑδάτινου κόσμου: «Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα ἔκρινας·»(16.5).
[2] Τὸ ὄνομα Αἴθρα προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη Αἰθὴρ καὶ Αἰθέρας, δηλαδὴ καθαρός/ἁγνός. Ὁ Αἰθέρας, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, εἶναι τὸ πέμπτο στοιχεῖο τῆς φύσης. Ὁ Αἰθὴρ ἁπλώνεται σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τοῦ οὐρανοῦ ἀποτελῶντας τὴν κύρια αἰτία ποὺ ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα στὸν πλανήτη γῆ ζοῦνε χωρὶς νὰ τοὺς κατακαίει ἡ ἡλιακὴ ἀκτινοβολία. Σύγχρονοι, λοιπόν, μελετητὲς πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι, ὁ αἰθέρας διαχέεται σὲ ὅλο τὸ σύμπαν ὡσὰν μία θαλάσσια αὔρα. Ἐν τούτοις, ἕνας θεῖος γόνος, ἐκ τοῦ ὑδάτινου στοιχείου τοῦ πλανήτη Ποσειδῶνα καὶ κατ' ἐπέκταση τὸ ἄστρο Σείριος, κατῆλθε εἰς τὴν γῆ καὶ ἐγκολπώθηκε σὲ μιὰ αἰθέρια οὐράνια μήτρα καὶ ἐγενηθη ὡς ἡμίθεος λευκὸς ἥρωας μὲ τὴν φερωνυμία Θησεύς. Σύμφωνα μὲ τὰ μυθολογικὰ ἀπόρρητα, ὁ Θησέας, κατὰ τοὺς ἀρχαίους μυθογράφους, συμβόλιζε τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιο ἐκ τῆς θαλάσσης. Ἄλλωστε, ὁ γιὸς τοῦ Αἰγέα θεωροῦνταν ταυτόχρονα καὶ γόνος τοῦ Κυρίου τῶν ὑδάτων, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία ὡς Θεοῦ καὶ δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου δηλώνεται καὶ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Ἔτσι, προκύπτει πώς, ὁ Θησέας ἦλθε ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἀνθρωπότητα τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ τερματίσει τὴν θηριώδη ἐπιβολὴ τῆς μινωταυρικῆς τυραννίας. Κατ' οὐσίαν, ὡς ἀπεσταλμένος ποσειδωνιάτης ἐκ τοῦ τριπλοῦ ἄστρου τοῦ Σειρίου, κατατρόπωσε τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους των ὀφιονείδων διογενῶν (τῶν ὑποτιθέμενων διογενῶν ποὺ ἐφάρμοζαν πειράματα τερατογενῶν ἀνθρωπογεννέσεων) ἐκ τοῦ ἄστρου τῆς Περιστερᾶς(δες Πλειάδες), ποὺ προσπάθησαν νὰ ἐγκαθιδρύσουν τὴν ἀντίθεη κοσμοκρατορία τους ἐπὶ τῆς νήσου Κρήτης. Πολλοὶ ἐκ τῶν Κρητῶν παραπλανήθηκαν πιστεύοντας ὅτι, οἱ νεοεισαχθέντες ἀστρικοὶ ἐπισκέπτες, ἐκ τοῦ ἄστρου τῆς Περιστερᾶς, ἦταν φιλικοί, ὁμογενεῖς κι ἐκπρόσωποι τοῦ Ἰδαίου Ζεύς. Ὅταν ὅμως κατάλαβαν τὸ λάθος τους ἦταν πλέον ἀργά. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ σωρεία γεγονότων, συντάχθηκαν μὲ τὸ μέρος τοῦ νικητῆ, δηλαδὴ τοῦ Ἀθηναίου πρίγκιπα Θησέα, καὶ τὸν ἀναγόρευσαν βασιλέα τῆς Κρήτης, ὅπως ἀναγράφεται στὸ λεξικό του Σουίδα. Διαφαίνεται, ἐκ τούτου, ἡ κυριαρχία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κράτους εἰς τὴν μεγαλόνησο κατὰ τὰ τριακοστὰ καὶ δύο ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Θησέα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ὑπάρχει μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτι, ἕνας δεσμὸς αἰώνιας φιλίας ἕνωσε τοὺς Μινωίτες Κρῆτες μὲ τοὺς Ἀθηναίους, ὥστε, οἱ πρῶτοι ὁρκίστηκαν νὰ μὴν πολεμήσουν ποτὲ ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἀναγνώρισαν τὸν Θησέα ὡς ἐλευθερωτὴ κι ὡς ἐκ τούτου κι ὅλους τοὺς Ἀθηναίους!!!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Νεότερον Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸ τοῦ Ἡλίου
•Ἐγκυκλοπαιδικοὶ θησαυροὶ Παγκόσμια Μυθολογία Β', ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμος 6
•Γεωργίου Συγγέλου, Χρονογραφία
•Καινὴ Διαθήκη, Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου
•Λεξικό του Σουίδα
•Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου/Ἑλλάδα Ρώμη, Γιάννη Λάμψα, ἐκδ. Δομή