ЭIЄ
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΑΟΙΔΟΣ ΣΙΜΩΝΙΔΗΣ ΣΩΖΕΤΑΙ ΔΙΣ ΕΚ ΘΕΙΑΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΩΣ
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Βαφίνης
Κατὰ τὸ πέρας τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου καὶ εἰς τὴν πρώιμη κλασσικὴ ἐποχὴ δηλώνει τὴν ἐμφάνιση τῆς εἰς τὸν ἑλληνικὸ κόσμο μία ἰδιαιτέρως λαμπρὴ φυσιογνωμία τῆς Λυρικῆς ποιήσεως.
Οὕτως εἰπεῖν, ἡ ἱστορία τῆς προσωπικότητος, ὅπου καὶ δὴ ἀνιχνεύσομεν, ἀφορᾶ τὸν λυρικὸ ποιητὴ Σιμωνίδη Λεωπρεπούς. Ἡ φερωνυμία, κατὰ τὴν ὁποίαν, οἱ γονεῖς του ἀπέδωσαν εἰς τὸ ὄνομα Σιμωνίδης, προῆλθε ἐξ ἐμπνεύσεως τοῦ πατρός του Λεωπρέπη.
Ὁ ἔξοχος τοῦτος ἀνήρ, ἐγενήθη εἰς τὴν νῆσο Κέα τῶν Κυκλάδων τὸ 556 π.Χ. καὶ ὡς ἐκ τούτου προσέλαβε καὶ τὸ καλλιτεχνικό του ψευδώνυμο, ὁ Κεῖος. Πιὸ συγκεκριμένα ἡ γενέτειρα τοῦ ὀνομάζονταν Ἰουλίδα καὶ ἀποτελοῦσε ἕνα ἐλάσσων πόλισμα τῆς νήσου Κέας.
Εἰς τὴν ἰδιαιτέραν πατρίδα του ἔμαθε ποίηση καὶ μουσικὴ μὲ ἰδιαίτερη κλήση πρὸς τὴν σύνθεση τοῦ Παιᾶνα, ἕνα εἶδος ἀρχαίου πολεμικοῦ - ἐξ ἀρχῆς - τραγουδιοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος.
Φαίνεται ὅτι, ἡ ἀφιέρωση τοῦ εἰς τὴν ἀπολλώνια λατρευτικὴ μουσικὴ τὸν κατέστησε μουσοπόλο καὶ διὰ τοῦτο ἔχαιρε τῆς προστασίας της θέοτητος ποὺ ἠγῆτο τῆς μουσικῆς - ὅπως θὰ ἀποκαλύψουμε στὶς κάτωθι διηγήσεις.
Ὅπως ὅλοι οἱ σπουδαστὲς καὶ ἀναζητητὲς τῆς γνώσης, ἔτσι κι ὁ Σιμωνίδης μετακόμισε στὴν περισπούδαστη πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Τὸ κάλεσμα προῆλθε ἐκ τοῦ Ἰππάρχου, ἐπιφανῆ πολιτικοῦ ἄνδρα τῆς Ἀθήνας τὸν καιρὸ ἐκεῖνο πρὸ τῆς ἐμφάνισης τοῦ κλασσικοῦ χρυσοῦ αἰῶνος.
Εὑρισκόμενος, ταῦτα, ὑπὸ τὴν αἰγίδα τοῦ ἄρχοντος Ἰππάρχου εἰργάσθην ὡς δημιουργὸς ποικίλων μουσικῶν εἰδῶν, πάντοτε, ἐπὶ παραγγελία.
Συνάμα, εἶχε τὴν τύχη νὰ ἐκμαιεύσει περισσότερες γνώσεις ὄντας παρευρισκόμενος εἰς τίς καθημερινὲς φιλοσοφικὲς συναθροίσεις εἰς τὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν.
Κατόπιν τῆς δολοφονίας του Ἰππάρχου, ὁ Σιμωνίδης, σὲ ἡλικία 42 ἐτῶν, ἀναγκάζεται νὰ μεταβεῖ εἰς τὴν Θεσσαλίαν, ἀφοῦ πλέον ἔχει ἀπολέσει τὸν ἰσχυρότατον προστάτη του στὴν Ἀθήνα. Δὲν ξέχασε, ὅμως, ποτὲ τὴν πόλη τοῦ φωτὸς καὶ διὰ τοῦτο ἐπέστρεψε ὕστερα τῆς νικηφόρας μάχης τοῦ Μαραθῶνα, γιὰ νὰ ἐξυμνήσει μ' ἕνα ἐξαίσιο λυρικὸ ὕμνο τοὺς Ἀθηναίους μαχῆτες ποὺ κατατρόπωσαν τὰ Περσικὰ βαρβαρόφωνα στίφη.
Ὁ Σιμωνίδης ὑπῆρξε δεινὸς ἀοιδός, σύμφωνα μὲ τὶς ἱστορικὲς πηγές, κάτι ποὺ σημαίνει ὅτι τραγουδοῦσε μὲ ἐπιδεξιότητα, ὅπως οἱ σύγχρονοι τραγουδιστὲς τῆς λυρικῆς σκηνῆς.
Ἦταν τόσο καλὸς ποὺ ἐπέτυχε, ἔστω καὶ γιὰ μιὰ φορά, νὰ νικήσει σὲ διαγωνισμὸ τραγουδιοῦ τὸν ἀσυναγώνιστο κορυφαῖο Ἀθηναῖο τραγωδὸ Αἰσχύλο.
Διὰ ταύτην τὴν καλλιτεχνικὴ ἰδιαιτερότητα καὶ τὴν φιλοπατρία του, ἐξέχοντες προσωπικότητες τῶν Ἀθηνῶν, ὅπως ὁ Ἀριστείδης, ὁ Θεμιστοκλῆς, ὁ Παυσανίας, τὸν θεωροῦσαν φίλον τους καὶ τὸν ἐκτιμοῦσαν δεόντως.
Στὴν Θεσσαλία, ὅταν μετέβει διὰ ὀλίγον χρόνο, εἰσῆλθε στὴν αὐλὴ τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τῶν Ἀλευάδων καὶ τῶν Σκοπάδων ἐργαζόμενος κυρίως ὡς λυρωδὸς ἢ βαρβιτωδὸς τῶν δημοσίων διασκεδάσεων ἐνῷ παράλληλα ἔκλεινε δουλειὲς ὡς ἐπὶ χρήμασι συνθέτης ἤτοι καὶ ἐπιγραμματοποιός.
Ἐκεῖ, εἰς τὰ μέρη τῆς Θεσσαλίας, ὁ Σιμωνίδης, συνδέθηκε μὲ βαθιὰ ἀδελφικὴ φιλία μὲ τὸν Ἀλευὰ τὸν Β' γιό του Σίμου.
Κατὰ τὴν ἐξιστόρηση τοῦ Ὀβίδιου, ὅταν ὁ Σκόπας, εἷς ἐκ τῶν ταγῶν τοῦ βασιλικοῦ οἴκου παρήγγειλε τοῦ Σιμωνίδη ἕναν ἐπινίκιο ὕμνο γιὰ τοὺς Διόσκουρους Κάστορα καὶ Πολυδεύκη, συνέβη τὸ ἑξῆς θαυμαστὸ γεγονὸς.
Καθὼς ὁ ποιητής, ἔκρουε τὴν βάρβιτον ἑρμηνεύοντας τὸν ὕμνο εἰς τοὺς Διόσκουρους, σ' ἕνα συμπόσιο ποὺ παρετίθονταν στὴν οἰκία του Σκόπα, ὁ οἰκοδεσπότης ἐπέδειξε βαριὰ δυσαρέσκειαν, διότι εἰς τοὺς στίχους του Σιμωνίδους ἀναφέρωνταν καὶ οἱ θεοὶ ἢ ὁ Θεός [1].
Ἔτσι, ὁ Σκόπας, ἐξεδίωξε μὲ ἰδιαίτερα ἀπρεπῆ κι ἀφιλόξενο τρόπο τὸν ποιητὴ ἀοιδὸ ἀπὸ τὸ ἀρχοντικό του. Σημειωτέον, οὐδεὶς ἐκ τῶν προσκεκλημένων τοῦ συμποσίου δὲν ὑπερασπίστηκε τὸ δίκαιο τοῦ ποιητῆ ἐνῷ ἀβούλως ἐτάχθει μὲ τὸ μέρος τοῦ ἀνίερου ἄρχοντα.
Ὡστόσο, ἡ θεία δίκη δὲν ἄργησε νὰ κάνει τὴν ἐμφάνιση της. Λίγο μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ Σιμωνίδη, ἀπὸ τὸ χῶρο τῆς συναθροίσεως, ἕνας δυνατὸς σεισμὸς προκάλεσε τὴν κατάρρευση τοῦ κτιρίου μὲ ἀποτέλεσμα τὸν θάνατο τοῦ Σκόπα μετὰ τῶν λοιπῶν συμπαρευρισκομένων. Βλέποντας τοῦτο, ὁ Σιμωνίδης, εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ διὰ τὴν θεία παρέμβαση, στὴν ροὴ τῶν γεγονότων, ποὺ ἀπέβει μοιραῖα γιὰ τοὺς ἀσεβεῖς καὶ σωτήρια διὰ ἐκεῖνον.
Ταυτόχρονα, ἡ καλλιτεχνικὴ εὐαισθησία τῆς ψυχῆς του τὸν ὤθησε, λίγο ἀργότερα, μ' ἕνα βαθῇ φιλοσοφικὸ στοχασμό, ἐμπνεύσθει ἕνα λυρικὸ ποίημα καὶ οὕτως ἐξιστοροῦσε τὴν μεταβλητὴ μοῖρα τῶν ἀνθρώπων.
Ἰδοὺ τὸ ποίημα ποὺ θεωρεῖται ὡς καλλιτεχνικὴ ἀπόρια τῆς μουσικοποιητικῆς ἐμπειρίας τοῦ μεγάλου ποιητῆ Σιμωνίδη:
29. ἄνθρωπος ἐὼν (6 D, 355P)
ἄνθρωπος ἐὼν μή ποτε φάσηις ὅ τι γίνεται αὔριον,
μηδ’ ἄνδρα ἰδὼν
ὄλβιον ὅσσον χρόνον ἔσσεται·
ὠκεῖα γὰρ οὐδὲ
τανυπτερύγου μυίας
οὕτως
ἁ μετάστασις.Μεταφράση: H. Βουτιερίδης
Ἄνθρωπος ὄντας μὴν εἰπεῖς ποτέ σου τὸ τί αὔριο
Γίνεται, μήτε κι ἂν ἰδεῖς εὐτυχισμένον ἄντρα
νὰ εἰπεῖς πόσον καιρὸ θὲ νά ’ναὶ τέτοιος.
Γιατί τὸ ἄλλαγμα γλήγορο τόσο δὲν εἶναι μήτε
Τῆς μύγας της γοργοπετούσας.
Κατὰ τὸν Κικέρων, στὴ ρητορικὴ πραγματεία τοῦ De Oratore, μᾶς παραδίδει μίαν παραλλαγὴ τῆς ἱστορίας εἰς τὸ συμπόσιον τοῦ Σκόπα.
Στὴν ἀφήγηση αὐτήν, ὁ Σιμωνίδης, εὑρισκόμενος στὴν ἔπαυλη τοῦ Σκόπα, εἰς τὴν Κραννώνα τῆς Θεσσαλίας, γλίτωσε ὑπὸ τῆς καταρρεύσεως τῆς στέγης τοῦ κτιρίου, καθώς, δύο ὑπηρέτες του εἶπαν νὰ ἐξέλθει τῆς ἐπαύλεως διότι κάποιος τὸν ἀναζητοῦσε.
Μὲ τοῦτο τὸ θαῦμα τῆς θείας οἰκονομίας, μοιραῖα, ἐσώθει ὁ Κεῖος ποιητής. Ἡ σωτηρία του, ὕστερον, ἀποδόθηκε εἰς τοὺς Διόσκουρους, ὅπου καὶ θεωρήθηκαν οἱ μεταμφιεσμένοι σὲ ὑπηρετικὸ προσωπικό του Σκόπα.
Ἰσχυρίζονται δὲ οἱ ἀρχαῖοι ἱστοριογράφοι ὅτι, ἐκεῖνοι ἐφυγάδευσαν τὸν ποιητὴ ἀπὸ τὸ σημεῖο ὅπου ἐπῆλθε ἡ κατάρρευσης τῆς στέγης.
Λέγεται δὲ ὅτι, ἔπραξαν τοῦτο ὡς ἀνταπόδοση γιὰ τὴν μελοποίηση τοῦ ἐπαινετικοῦ ὕμνου ποὺ τοὺς εἶχε ἀφιερώσει ὁ σοφὸς λυρωδὸς ποιητής. Τὸ ἱστορικὸ τῆς θαυματουργικῆς διάσωσης τοῦ Σιμωνίδου καταγράφτηκε καὶ στὴν Σούδα τὸ πιὸ ἔγκριτο καὶ παλαιότερον διασωζόμενο λεξικό της ἑλληνικῆς γραμματείας. Δεῖτε τὸ εἰς τὸ λῆμμα Σιμωνίδης ὁ Κεῖος.
Οἱ Διόσκουροι Κάστωρ καὶ Πολυδεύκης σώζουν τον Σιμωνίδη, εἰς ἀνταπόδοση τῆς ἐξύμνησης τους ἀπὸ τὸν λυρικὸ ποιητή.
Μία ἑτέραν περίπτωση διασώσεως, τοῦ πνευματικοῦ διδασκάλου τῆς λυρικῆς ποιήσεως, σημειώνετε κατὰ τὴν χρονικὴ στιγμὴ τῆς ἀπόφασης τοῦ Σιμωνίδη νὰ ταξιδέψει διὰ θαλάσσης εἰς ἀλλότριον τόπο.
Ὁ βυζαντινὸς συγγραφέας Ἰωάννης Τζέτζης, στὸ σύγγραμμα τοῦ «Βιβλίον ἱστορικῆς διὰ στίχων πολιτικῶν» μας πληροφορεῖ περὶ τῆς ἱστορίας ταύτης, γράφοντας τὰ ἐπί μέρους σχόλια:
«Πλέων φησὶ γὰρ ὁ ἀνὴρ
ἄταφον εὗρε νέκυν,
Ὅνπερ τιμήσας ἔθαψαν. ὄναρ φανεὶς δ΄ ὁ νέκυς
Λέγει, μὴ πλεύσῃς, ἄνθρωπε. ναυτῶν δὲ μὴ πεισθέντων,
Μόνος ὁ Σιμωνίδης μὲν συμπλέειν ἀπελείφθη·
Οἱ
δὲ πάντες ἀπώλοντο τυχόντες ναυαγίας.
Εὐχάριστο
δ' ἐπίγραμμα γράψας ὁ Σιμωνίδης
Τῇ
στήλῃ παρενέγραψε νεκροῦ τοῦ σεσωκότος·
,,Οὗτος ὁ Κείου Σιμωνιδέω ἐστὶ σαωτήρ,
,, Ὃς καὶ τεθνειὼς ζῶντι παρέσχε χάριν.»
Μετάφραση τοῦ συγγραφέως:
[Καθὼς ταξίδευε (ὁ Σιμωνίδης) λέγεται ὅτι βρῆκε (κάπου στὴν στεριά)
ἕναν ἄταφον ἄνδρα τὸν ὁποῖον τίμησε θάβοντας τον.
Ὅταν (τὸ βράδυ) φάνηκε ὁ νεκρὸς στὸ ὄνειρο τοῦ (Σιμωνίδη)
τοῦ λέει: μὴ ταξιδέψεις (μὲ τὸ πλοῖο). Οἱ ναῦτες (τοῦ πλοίου)
δὲν τὸ πίστεψαν (ὅταν προφανῶς τους τὸ εἶπε).
Ἔτσι, μόνο ὁ Σιμωνίδης (ἀπ' ὅλους τους συνταξιδεύσαντες)
ἔμεινε πίσω (στὸ λιμάνι).
(Ἔπειτα ἀπὸ λίγο) τὸ πλήρωμα καὶ οἱ ταξιδιῶτες χάθηκαν
ὕστερα ἀπὸ τὴν καταβύθιση τοῦ πλοίου.
(Διὰ τὴν σωτηρία του) ὁ Σιμωνίδης ἔγραψε ἕνα εὐχαριστήριο
ἐπίγραμμα (πάνω στὸ τάφο τοῦ νεκροῦ):
,,αὐτὸς εἶναι ὁ σωτῆρας του Σιμωνίδη του Κείου ὁ ὁποῖος νεκρὸς ὡς ζωντανὸς μοῦ χάρισε τὴν σωτηρία..]
Περὶ τῆς ἐν λόγου ἱστορίας, τῆς διασώσεως τοῦ Σιμωνίδη, ἐξιστορήσεις στὸν ὀνειροκρίτη του Γουσταύου Παζίνη.
Ὁ Παζίνης, δίδοντας πληροφορίες πρὸς πᾶσα ὀνειρευόμενο ὅπου ἔτυχε νὰ δεῖ εἰς τὸ ἐνύπνιον τοῦ στιγμιότυπο θαλάσσιας ταραχῆς, καταγράφει ὡς παράδειγμα τὴν περιπέτεια τοῦ Σιμωνίδη, ἀφηγούμενος ἐκ συναχθέντων ἱστορικῶν καταθέσεων, τὰ ἑξῆς σχόλια, εἰς τὸ λῆμμα τοῦ ὀνειροκρίτη "ΤΡΙΚΥΜΙΑ": «Το 464 π.Χ. ὁ ποιητὴς Σιμωνίδης, καθ' ἥν στιγμὴν ἐπρόκειτο νὰ ταξιδεύσει, παρημποδίσθη ὑπὸ ὀνείρου
προειπόντος αὐτῷ
ἐπικειμένην τρικυμίαν. Πράγματι, ἐκεῖνοι τούς ὁποίους ἐπρόκειτο νὰ συντροφεύση εἰς τὸ ταξίδιον, κατεποντίσθησαν ἐν τῇ θαλάσσῃ πρὸ τῶν οφθαλμῶν του. Ἐξ εὐγνωμοσύνης δὲ πρὸς τὴν μοῖραν του ὁ Σιμωνίδης ἀπηθανάτισε τὸ ὄνειρον τοῦτο εἰς ἕν ἀπὸ
τὰ ὡραιότερα
ποιήματά του.».
Αὐτὲς οἱ δύο περιπτώσεις διάσωσης τοῦ Σιμωνίδου, μὲ τρόπο μεταφυσικό, μποροῦν κι ἀναδεικνύουν μιὰ προσωπικότητα ποὺ ἡ φήμη της εἶχε φτάσει ἕως τὰ οὐράνια πέρατα. Ἐκεῖ, εἶχε ἀποκτήσει οὐράνιους ἀγγέλους φύλακες, ὅπως θεωροῦνταν εἰς τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ παράδοση οἱ Διόσκουροι ποὺ ὀνομάζονταν ἄγγελοι Σωτῆρες ἀλλὰ καὶ ὁ Ζεὺς ποὺ εἶχε τὸ προσωνύμιο Σωτήρ.
Οἱ Ἕλληνες ὑπῆρξαν ἀπὸ τοὺς πρώτους λαοὺς ποὺ πίστευσαν σὲ ἕναν Θεὸ Σωτῆρα κι τοῦτος ἦταν ὁ λόγος τῆς μετέπειτα ἀκράδαντης πίστης τους εἰς τὸ ἐρχομὸ τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἄλλωστε, ἡ ἁγνότητα τοῦ χαρακτῆρα τοῦ ποιητοῦ ἡ ὁποία περιγράφεται ὡς ἀκέραιος μὲ ἑλληνικὴ πατριωτικὴ συνείδηση καὶ ἐπί μέρους ὁ ποιητικός του λόγος ἐκδήλωνε ἀπέριττα ἕναν βαθὺ στοχασμὸ ὁ ὁποῖος ἀναδείκνυε καθ' ὁλοκληρίαν τὸν ὑψηλὸ δείκτη νοημοσύνης του ἀλλὰ νὰ μᾶς ἐπιτραπεῖ νὰ ποῦμε καὶ τῆς ἁγιότητος.
Ἐπὶ τούτου, κι ὁ Ἀθηναῖος φιλόσοφος Πλάτων δὲν δίστασε νὰ τὸν κατατάξει εἰς τὸ σύνολο τῶν ἑπτὰ σοφῶν. Μάλιστα, σ' ἕναν διάλογο τοῦ Σωκράτους μὲ τὸν Πολέμαρχο, προσδίδει τὴν φράση ποὺ ἐπιβεβαιώνει τα προλεχθέντα, εἰς τὸ ἑξῆς σχόλιο: «...Σιμωνίδη γε οὐ ῥάδιον ἀπιστεῖν - σοφὸς γὰρ καὶ θεῖος ὁ ἀνήρ.» μετάφραση: [...δὲν εἶναι εὔκολο νὰ μὴν πείθεται κάποιος στὸ Σιμωνίδη, γιατί ἐκεῖνος εἶναι, ὄχι μόνο σοφός, ἀλλὰ καὶ ἅγιος ἄνδρας.]
Ἕτεροι συγγραφεῖς ἔγραψαν ὅτι, ἐκτὸς ἀπὸ ἐξαιρετικὸς ἀοιδὸς ἦταν καὶ μουσικὸς ἐφευρέτης. Τὸ λεξικό της Σούδας, ἰσχυρίζεται τὴν ἐπί του Σιμωνίδου πρόσθεση τῆς ὄγδοης χορδῆς στὴν ἤδη ἐπικρατοῦσα ἐπτάχορδη λύρα τοῦ Ἀπόλλωνα δημιουργῶντας τὸ ὀχτάχορδον.
Ἐπιπλέον, λέγεται πὼς εἶχε ἐφεύρει νέα εἴδη ὠδικῆς ποιήσεως, ὅπως φερειπείν, ὁ ἐπίνικος, ἐνῷ, παράλληλα, καθιέρωσε τὴν μνημονικὴ τέχνη. Στὰ περαιτέρω σχόλια τῆς Σούδας σημειώνεται ὅτι, ὁ Σιμωνίδης, συμπλήρωσε τὰ ἑκατὸ ἔτη ἔχοντας τὴν μνήμη του ἀκμάζουσα.
Ἐν κατακλεῖδι, δύναται νὰ ἐπισημανθεῖ ἡ συμπάθεια ποὺ ἀνέπτυξε ὁ Σιμωνίδης γιὰ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ὅταν, λοιπόν, οἱ Ἀθηναῖοι νίκησαν τοὺς Πέρσες στὸν Μαραθῶνα, ἐκεῖνος κατῆλθε ἄμεσα ἐκ τῆς Θεσσαλίας εἰς τὸν ἱερὸ τόπο τοῦ πνεύματος, τῆς σοφίας καὶ τῶν πολεμικῶν ἄθλων γιὰ νὰ γράψει τὸ ἀΐδιο τοῦτο ἐπίγραμμα:
«Ἑλλήνων προμαχοῦντες Ἀθηναῖοι Μαραθῶνι
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν»
χρυσοφόρων Μήδων ἐστόρεσαν δύναμιν»
μετάφραση:
[Ὑπὲρ τῶν Ἑλλήνων οἱ Ἀθηναῖοι μαχόμενοι στὸν Μαραθῶνα
συνέτριψαν τὴ δύναμη τῶν χρυσοφόρων Μήδων]
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Εἰς τὴν ποιητικὴ ἔκφραση τοῦ Σιμωνίδου συναντᾶμε τὴν λέξη θεὸς καὶ στὸν ἑνικὸ καὶ στὸν πληθυντικὸ ἀριθμό. Συγκεκριμένα, στοὺς στίχους αὐτούς, ποὺ τραγούδησε στὴν ἔπαυλη τοῦ Σκόπα, ὁ ποιητής, ἀναφέρεται στὴν ἐξουσία ποὺ ἔχει ὁ Θεὸς στὴν ζωὴ καὶ τὸν θάνατο τοῦ ἀνθρώπου, λέγοντας τὴν φράση: «Θεὸς ἂν μόνος τοῦτο ἔχοι τὸ γέρας, ἄνδρα δ' οὐκ ἔστι μὴ οὐ κακὸν ἔμμεναι ὃν ἀμήχανος συμφορὰ
καθέληι·». Αὐτὴ ἡ φράση του Σιμωνίδου, μπορεῖ ἐν μέρῃ νὰ ἀντιπαρατεθεῖ μὲ τὴν χριστιανικὴ διδαχὴ ποὺ λέγει: «ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ μόνος ἒχει κυρίως τὴν πνευματικὴν ἐξουσίαν, καὶ μόνος·κρατεῖ τὰς κλεῖς διὰ νὰ ἀνοίγη καί νὰ κλείη τὰς πύλας τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν». Στὴν ἀρχὴ ξεκινάει μὲ τὴν λέξη θεὸς στὸν ἑνικὸ ἀριθμό, ἄρα μιλάει ξεκάθαρα γιὰ ἕναν Θεό. Γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες ἡ λέξη θεὸς ἐτυμολογοῦνταν ἐκ τοῦ ρήματος θέω = τρέχω/ρέω. Μὲ αὐτόν τον συγκριτισμὸ καταλήγουμε ἀσφαλῶς εἰς τὴν ἄποψη, τῆς παραδοχῆς του Σιμωνίδους, ὑπὲρ τῆς ὕπαρξης Ἑνὸς καὶ μόνου Θεοῦ Παντοκράτορος καὶ δημιουργοῦ. Παράλληλα, ὀφείλω νὰ εἴπω ὅτι, στὰ ἴδια συμπεράσματα εἶχαν καταλήξει ὁμοίως καὶ οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι, ἀπὸ τῶν ὁποίων διατηρήθηκαν γραπτὲς μαρτυρίες διὰ τὴν μονοθεϊστική τους ἀντίληψη. Ἡ πεποίθηση τῶν φιλοσόφων ἦταν ξεκάθαρη. Ὅταν μιλοῦσαν στὸν πληθυντικὸ γιὰ θεούς, ἐννοοῦσαν τὶς ἐνέργειες τοῦ Ἑνὸς Θεοῦ ὅπου τὸν προσέγγισαν μετὰ ἀγνοίας ὡς Τριαδικόν. Τὴν ὑπόθεση αὐτὴ μποροῦμε νὰ τὴν ξεδιαλύνουμε ἀντιπαραβάλλοντας τὰ λεγόμενα τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὁ ζηλωτὴς τῆς Ἑλληνορθόδοξης πίστης, ἐρχόμενος ἀντιμέτωπος μὲ τὸν αἱρετικὸ κακόδοξον κι ἀρχαιολάτρη Βαρλαὰμ ἔγραψε μιὰ ἐπί μέρους θεολογικὴ ἐργασία ὑπὸ τὸν τίτλο: "Περὶ Θείων ἐνεργειῶν". Περὶ τῆς διένεξης αὐτῆς παραθέτω ἕνα μεταφρασμένο ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν μελέτη του, ποὺ λέγει τὰ ἑξῆς: «Ὅπως ὁ ἥλιος μεταδίδει ἀμείωτα τὸ φὼς καὶ τὴν ζέστη σὲ ὅσους ἐκτίθενται στὶς ἀκτῖνες του ἔτσι καὶ οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ μεταδίδονται στὸν ἄνθρωπο ποὺ ἐπιθυμεῖ νὰ κοινωνήσει μαζί Του. Μονάχα ἐκεῖνοι ποὺ ἄγγιξαν αὐτὸ τὸ θεῖο φὼς μποροῦν νὰ μετέχουν τῆς χάριτος ἡ ὁποία θεοποιεῖ τὸν ἄνθρωπο καὶ μὲ αὐτὴ νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὸ Θεό. Ἐμεῖς διδαχθήκαμε ἀπὸ τοὺς πατέρες ὅτι ὅλες οἱ ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ εἶναι ἄκτιστες. Τὸ ὄνομα Θεὸς εἶναι ὄνομα ἐνεργείας, «ἀπὸ τὸ ρῆμα Θέειν (τρέχειν) καὶ διακυβερνὰ τὰ πάντα ἢ αἴθει, δηλαδὴ καίει». Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα τοῦ Γρηγορίου Παλαμᾶ, προκύπτει μιὰ ἐπί μέρους ἀνάλυση τῆς Θεϊκῆς ὀντότητας. Ἐκείνης, ποὺ προσπαθοῦσαν νὰ συλλάβουν οἱ ἀρχαῖοι Ἕλληνες φιλόσοφοι καὶ ποιητές. Οἱ Θεῖες ἐνέργειες, γιὰ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες θεολόγους, ἔπαιρναν μορφὴ μέσα ἀπὸ τὶς λεκτικὲς ἔννοιες τῶν ἰδιοτήτων τους. Ἔτσι, ὁ Ἀπόλλων, ἦταν ὁ ἐκφραστὴς τοῦ μοναδιαίου ἡλιακοῦ φωτός, καὶ ἡ φερωνυμία του ἐκ τοῦ στερητικοῦ Α- καὶ τῶν πολλῶν (ἀποδεικνύεται μὲ τὸν μαθηματικὸ τύπο x·2 + y·2 = 1). Ὁ Δίας καὶ ὁ Ζεύς, τὸ πρῶτο ἐκ τοῦ διὰ καὶ τὸ ἕτερον ἐκ τοῦ ζευγνύω, δηλαδὴ διαχωρίζω καὶ ἑνώνω, ὅπου ἐπεξηγεῖτε μέρος τῆς ὀργανικῆς χημείας τῶν στοιχείων τῆς κοσμικῆς δημιουργίας. Ἔπειτα πάλι τὸ ὄνομα Ἦρα, ὅπου ὁ ἀναγραμματισμός του ἀὴρ ἢ αἰθήρ, ποὺ θεωρεῖται ἕνα ἀπὸ τὰ πέντε βασικὰ στοιχεῖα τὸ ὁποῖο διαχέεται σὲ ὅλο τὸ σύμπαν. Ἡ Ἀθηνᾶ, παράγεται ἐκ τῆς ἠθονόης, δηλαδὴ ὅπως ἐτυμολογεῖ τὴν λέξη ὁ Σωκράτης, ἡ ἠθικὴ νόηση, ὠσαύτως καὶ σοφία τοῦ θεοῦ καὶ πλεῖστα ἄλλα περὶ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν θείων ὀνομάτων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Ἰωάννου Τζέτζη, «Βιβλίον ἱστορικῆς διὰ στίχων πολιτικῶν ἄλφα δὲ καλουμένης», instruxit Theophilus Kiesslingius, Lipsiae
•Κικέρων, «De Oratore»
•Γουσταῦος Παζίνης, «ΠΡΟΦΗΤΙΚΟΣ ΟΝΕΙΡΟΚΡΙΤΗΣ»
•Νικολάου Καραβιὰ Γρίβα Ἰθακήσιου, «ΛΕΞΙΚΟ ΤΩΝ ΕΝΔΟΞΩΝ ΑΝΔΡΩΝ», ἐν Κωνσταντινούπολῃ 1842
•Πλάτωνα, «ΠΟΛΙΤΕΙΑ», 331e
•Λεξικό της Σούδας