Σάββατο 18 Απριλίου 2020

 
  ЭIЄ
ΤΑ ΕΓΚΩΜΙΑ ΚΙ Ο ΕΠΙΤΑΦΙΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΩΝ ΟΣΤΩΝ ΤΟΥ  ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ

Ἔρευνα καὶ συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

  Στοὺς ἀρχαϊκοὺς χρόνους, εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, ἄρχισε νὰ φυσάει ἕνας καινούριος ἀέρας. Ξεκινοῦσε μιὰ ἐποχὴ ἀναπολήσεως παλαιῶν προτύπων τῆς ἑλληνικῆς προϊστορίας. 
 Πρόσωπα ἡρωικὰ μὲ πνεῦμα αὐτοθυσίας κι ἀνιδιοτέλειας ἄρχισαν νὰ κυριαρχοῦν στὶς καθημερινὲς συζητήσεις τῶν ἀγοραίων πολιτῶν του κλεινὸν ἄστυ. 
 Μάλιστα, ὁ ἄρχοντας Πεισίστρατος θεωρεῖται ὁ πρωταίτιος τῆς εἰσαγωγῆς λατρευτικῶν ἐκδηλώσεων πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα Θησέα
 Ὑπενθυμίζοντας τὸ χρέος τῆς πόλης πρὸς τὸν παλαιὸ βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ ἕνωσε ὅλες τὶς κῶμες εἰς μίαν πόλην δημιουργοῦντας τα συνοίκια, οἱ Ἀθηναῖοι συναίνεσαν ὁμοθυμαδόν. 
 Κατὰ τὸ πέρας τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου, τὸ ἔτος 475 π.Χ. ὁ Κίμων ἐξεστράτευσε στὸ κεντρικὸ Αἰγαῖο ἐναντίον τῆς νήσου Σκύρου καὶ κατάφερε νὰ τὴν κατακτήσει. Τότε, ὁ Ἀθηναῖος στρατηγὸς ἄρχισε νὰ ψάχνει στὸ νησὶ διὰ νὰ ἀποκαλύψει τὸν τόπο ἐνταφιασμοῦ τοῦ Θησέα. 
 Ὅταν πιὰ εἶχε φτάσει στὸ ὅριο κάθε ἀπέλπιδα προσπάθεια, ξάφνου ἀπὸ τὸ πουθενὰ εἶδαν νὰ ξεπροβάλλει ἕνας ἀετὸς τοῦ ὁποίου ἡ προσγείωση κατέληξε στὴν κορυφὴ ἑνὸς λόφου, ὁμοιάζοντα μὲ τυμβικὸ μνημεῖο. Ὁ ἀετὸς ἄρχισε εὐθὺς νὰ σκαλίζει τὸ χωμάτινο ἐπιστέγασμα μὲ τὰ νύχια του καὶ νὰ τὸ τρυπᾶ μὲ τὸ ράμφος του. 
 Βλέποντας ὁ Κίμων τὸ ὑπερβατικὸ γεγονὸς τὸ ἀναγνώρισε ὡς θεϊκὸ σημάδι, διὰ τοῦτο ἄρχισε ἄμεσα τὴν ἀποχωμάτωση. Δὲν παρῆλθε ὀλίγος χρόνος καὶ βρέθηκε ἔμπροσθεν μιᾶς μεγάλης ἐκπλήξεως. Στὸ σημεῖο τῆς ἀνασκαφῇς ξεχώρισε ἐκ τῶν χρωμάτων μία παλαιότατη καὶ μεγάλη σαρκοφάγο. Πλησίον τῆς εὑρίσκονταν ἡ αἰχμὴ μιᾶς χάλκινης λόγχης καὶ ἕνα ξίφος μὲ ἐλεφαντοστέϊνη λαβή. 
 Τὰ ὀστᾶ τῆς σαρκοφάγου ἦταν ὑπερμεγέθης καὶ ἔμοιαζαν νὰ ἀνήκουν σὲ γίγαντα. Τότε ἐννόησε ὅτι πρόκειται γιὰ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἀνδρίου ἄνακτος τῶν Ἀθηνῶν Θησέα καὶ ἔσπευσε ταχέως νὰ τὰ μεταφέρει μὲ τὴν τριήρη του στὴν Ἀθήνα, θεωρῶντας τὸ ἑαυτόν του εὐλογημένο. 

Ὁ Ἀθηναῖος στρατηγὸς Κίμωνας βρίσκει τὴν σαρκοφάγο τοῦ Πολέμαρχου Θησέα στὴν Σκῦρο. 

  Ὅταν προσάραξε ὁ Κίμωνας μὲ τὸ στόλο του στὸ Φάληρο (τὸ πρῶτο λιμάνι τῶν Ἀθηνῶν πρὶν τὸν Πειραιᾶ) οἱ Ἀθηναῖοι τὸν ὑποδέχθηκαν μὲ μιὰ λαμπροτάτη τελετὴ ἄνευ προηγουμένου. Ἔπειτα, ἐναπέθεσαν τὸ ἱερὸν λείψανο μὲ περισσὴ εὐλάβεια στὸ νεόδμητο περίπτερο ἐξάστυλο ναό τον ὀποιον ἔκτισε ἐκείνη τὴν χρονικὴ περίοδο ὁ Κίμων. 
 Τὸ ἡρῶο, τὸ ὁποῖον ὀνομάστηκε Θησεῖον, οἰκοδομήθηκε πάνω σ' ἕνα λόφο – τύμβο τῆς ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, στὴν περιοχὴ τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ. Ὁ Πλούταρχος ἐξηγεῖ ὅτι, τὸ ἡρῶο τὸ οἰκοδόμησαν στὴν μέση τῆς πόλεως δίπλα ἀπὸ τὸ γυμνάσιο δηλαδὴ στὴν καρδιά του κλεινὸν ἄστυ: «...ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ νῦν γυμνάσιον.» 
 Ἐκεῖθεν, λέγουν τὰ μυθολογικὰ σχόλια εἶχε τὸ ἐργαστήριο τοῦ κι ὁ μεταλλουργὸς Ἥφαιστος. Ἴσως γι' αὐτὸ ὁ ναὸς ἀργότερα νὰ ἀφιερώθηκε στὸ Ἥφαιστο ἂν καὶ κάποιοι χαρτογράφοι δείχνουν τὸ ναὸ τοῦ Ἡφαίστου δίπλα ἀπὸ ναὸ τοῦ Θησέα. 
 Ἐν τούτοις, σύμφωνα μὲ τὸ ἱστορικό, οἱ Ἀθηναῖοι καθόρισαν τὴν ὀγδόη Πυανεψιῶνος ὡς ἐπετειακὴ ἡμέρα τῆς μέγιστης λατρευτικῆς προσφορᾶς λόγῳ τῆς νικητήριας ἐπιστροφῆς τοῦ ἥρωα ἀπὸ τὴν Κρήτη κατὰ τὴν αὐτὴν ἡμερομηνία.   Παράλληλα, παρ' ἑκάστην τῆς ὄγδοης τοῦ μηνός, δηλαδὴ στὶς 8 τοῦ κάθε μῆνα, θεσπίστηκε νὰ τιμᾶται ἡ μνήμη τοῦ Θησέως ὡς μέγα εὐεργέτου τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ἰδιαιτέρως ὅμως ἑορτάζονταν τὰ Θησεία κατὰ τὴν ὀγδόη τοῦ μῆνα Ἑκατομβαιῶνος, διότι, ὑπῆρχε συνταύτιση μὲ τὴν ἔλευση τοῦ ἥρωα εἰς στὴν Ἀθήνα (δεκαεξαετὴς ὄντας ἐκ Τροιζῆνος). 
 Ὁ Θησέας, μετὰ τὴν λήξη τῆς ἀρχαϊκῆς περιόδου, εἶχε κιόλας ἀναγνωριστεῖ ὡς ἐθνικὸς ἥρωας τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Ἡ μετατροπὴ τοῦ σὲ ἀντικείμενο λατρείας δὲν φαίνεται νὰ ἦταν μόνο ἀνθρώπου ἔργο ἀλλὰ οὐράνιας θελήσεως. Ἔτσι, συνεκδοχικά, ἐξελίχθηκαν δύο ἑορτασμοί, τὰ Θήσεια καὶ τὰ Ἐπιτάφια
 Τὰ Θήσεια τελοῦνταν μὲ τὴν πρώτη μέρα μὲ πομπή, θυσία καὶ τέλος διανομὴ τροφίμων στοὺς πένητες. Τὴν ἑπομένη ἐκτελοῦνταν λαμπαδηδρομία, στρατιωτικὲς ἀσκήσεις καὶ κατὰ τὴν νύκτα συμπόσιο δεῖπνον. Τὴν Τρίτη ἡμέρα γίνονταν ἀθλητικοὶ ἀγῶνες μὲ ἐννέα γυμνικὰ ἀγωνίσματα: δόλιχος, στάδιον, δίαυλος, πάλη, πυγμή, παγκράτιον, ὁπλίτης δρόμος, ὀπλομαχία κι ἀκοντισμό
 Στὴν ἀθλητικὴ ἑορτὴ λάμβαναν μέρος ἔφηβοι καὶ παιδιὰ γιατί θεωροῦνταν γιορτὴ τῶν νέων. Τὴν τετάρτη ἡμέρα γίνονταν οἱ θρυλικὲς ἀρματοδρομίες
 Μετά τα Θήσεια ξεκινοῦσαν τὰ Ἐπιτάφια ποὺ ἦταν γιορτὴ τῶν νεκρῶν. Στὴν ἑορτὴ τῶν Ἐπιταφίων οἱ ἱερεῖς τοῦ Θησέα ἀπάγγελαν ἢ ἔψαλλαν τὸ ἐγκώμιο τοῦ ἥρωος καὶ συνάμα ὅλων ἐκείνων τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν ποὺ ἔπεσαν στὴ μάχη. 
 Τὸ ἐγκώμιο φαίνεται νὰ εἶναι μιὰ ἀρχαία συνήθεια συνδεδεμένη μὲ τὴν λατρεία τοῦ Θησέως. Ἡ ἀπαγγελία - ὑμνωδία τοῦ ἐγκωμίου πραγματοποιοῦνταν κωμαστικά, δηλαδή, ἐν πομπῇ χοροῦ. Οἱ στίχοι τοῦ ὕμνου θὰ πρέπει νὰ ἄδονταν μὲ ἕναν τρόπο ἀφηγηματικὸ(ρετσιτατίβο) ὅπως καὶ τὰ ἐγκώμια τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ τοῦ Ἐπιταφίου τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ
 Ὡς ἔπος εἰπεῖν, ἡ λέξη Ἐπιτάφιος εἶναι σύνθετη κι ἀποτελεῖται ἀπὸ τὶς Ἑλληνίδες λέξεις ἐπὶ καὶ τάφος, τοὐτέστιν ἐπὶ τοῦ τάφου.  
 Ἡ ἔννοια συσχετίζεται μὲ τὴν τοποθέτηση ἐντός του κουβούκλιου ἑνὸς χρυσοκέντητο ὕφασμα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ νεκροῦ τιμώμενου προσώπου.  

Ὁ ἐπιτάφιος τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς ἑλληνορθόδοξης χριστιανικῆς ἐκκλησίας, μὲ τὴν χρυσοκέντητη μορφή του 
Θεανθρώπου ἐντός του ἀνθοστόλιστου κουβούκλιουφαίνεται ὅτι προῆλθε ἀπὸ τὸ δρώμενο τοῦ ἀρχαίου ἐπιταφίου τοῦ ἥρωος Θησέα κατὰ τὰ κλασικὰ χρόνια τοῦ χρυσοῦ αἰῶνα τῶν Ἀθηνῶν. 

  Ἐν ὀλίγοις τὰ ἐγκώμια ἦταν ὕμνοι πρὸς τιμὴ τοῦ Θησέα ποὺ ἐγκωμίαζαν τὶς παναθρώπινες εὐεργετικὲς πράξεις του.   Εἰκάζεται δὲ ὅτι ἡ συνήθεια τοῦ Ἐπιταφίου τοῦ Θησέα μὲ τὴν περιφορὰ τῶν ὀστῶν τοῦ ἀδομένων ἐν χορῷ μεταφέρθηκε κατὰ ἕνα μέρος της στὴν χριστιανικὴ παράδοση - ὅπως βλέπουμε στὴν ἄνωθεν εἰκόνα. 
 Πόσο ἐφικτὸ εἶναι νὰ ἐννοήσουμε τὴν υἱοθέτηση ἑνὸς ἔθους ἤτοι μιᾶς μεγάλης προχριστιανικῆς ἑορτῆς, γιὰ ἕναν ἥρωα ποὺ πίστευαν ὅτι μετὰ θάνατον μετάβαση εἰς τὰ νησιὰ τῶν μακάρων ἤτοι τὸν χριστιανικὸ παράδεισο, γιὰ μιὰ ἄλλη τεράστια μορφὴ ἐκείνη τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ; 
 Ὁ ἀφηρωισμὸς τοῦ Θησέα, προφανῶς ξεκίνησε μὲ τὴν ἀπαρχὴ μιᾶς νέας πολιτιστικῆς περιόδου τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας τὴν ὁποία οἱ νεότεροι ἑρμηνευτὲς τῆς ἱστορίας τὴν ὀνόμασαν κλασσική. 
 Ἄλλωστε, δὲν εἶναι τυχαία ἡ ἐπακολούθηση τῆς ἐκκίνησης τοῦ καθαρῶς Ἀθηναϊκοῦ φιλοσοφικοῦ ρεύματος ὅπου ἔμελλε νὰ ἐπιφέρει τὴν ἵδρυση τῆς πρώτης ἀκαδημαϊκῆς σχολῆς. Μὲ τὴν ἀπαρχὴ τῆς προγονικῆς λατρείας τους ἥρωος καὶ ἠμίθεου ἄνακτα τῶν Ἀθηνῶν ὁ ὁποῖος τοποθέτησε ὑψηλά τον πήχη τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, ἡ κοινωνία ἐπείσθει εἰς τὴν θεμελίωση τῆς πνευματικῆς ἀνάπτυξης τῶν πολιτῶν γιὰ τὸν ὁρισμὸ μιᾶς ὑγιοῦς πολιτείας. 
 Ἐκ τούτου συντελεῖται ἡ κληρονομικότητα τῆς ἀνθρωποκεντρικῆς σκέψης τῶν Ἀθηναίων ὅπου ἐπιδρᾶ θετικὰ στὴν ἐπαφή της μὲ τὸν ἐπερχόμενο Σωτῆρα Χριστὸ διὰ τὸν ὁποῖο εἶχε γίνει λόγος, ἤδη, ἀπὸ τὸν Σωκράτη κι ἀπὸ τὸν Πλάτωνα
 Συνελλόντι, τὰ δρώμενα πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέα - ποὺ δὲν ἦταν Θεὸς ἀλλὰ μετὰ θάνατον ὁ Θεὸς τὸν ἐνέταξε εἰς τὰ Ἠλύσια πεδία ἢ νησιά των μακάρων διὰ τὶς καλές του πράξεις - συνεχίστηκαν στὴν λειτουργία τοῦ πάθους τοῦ ἐσταυρωμένου Θεανθρώπου Χριστοῦ ποὺ νίκησε τὸν θάνατο καὶ ἀνέστησε ἐκ τοῦ Ἅδου ὅλους τους πιστεύσαντες. 
 Εἶναι πασίδηλη, λοιπόν, ἡ ἐθιμοτυπικὴ συνήθεια τῆς περιφορᾶς τοῦ ἐπιταφίου ἀπὸ τὰ ἀρχαῖα χρόνια στὴν Ἀθήνα χωρὶς νὰ θεωρεῖται ὅτι ὑπῆρξε ἐπιρροὴ ἀπὸ κάποιον πολιτισμὸ τῆς Ἀνατολῆς. 
 Ὁ Θησέας ἦταν ἕνας Ἕλληνας ἥρωας, ἐκπρόσωπος τῆς Ἰωνικῆς φυλῆς ἢ μᾶλλον τῶν αὐτοχθόνων Ἀθηναίων, ὅπου ἡ "ἁγιοποίηση" τοῦ ὁδήγησε τοὺς Ἀθηναίους στὴν δημιουργία ποικιλίας δρωμένων πρὶν νὰ εἰσαχθοῦν ὁρισμένα ἐξ ἀνατολάς, ὅπως τὰ Ἀδώνια
 Συνελλόντι εἰπεῖν, τὸ δρώμενο τῆς ἐπιτάφιας περιφορᾶς, ποὺ σήμερα διατηροῦμε στὴν ἀληθινὴ πίστη τοῦ ἑλληνορθόδοξου χριστιανισμοῦ, μεταγγίσθηκε, αὐτούσιο, ἀπὸ τὴν ἀρχαία Ἀθηναϊκὴ θρησκευτικὴ λατρεία. Εἶναι τὸ ἴδιο δρώμενο, ὡς πρὸς τὴν περιφορὰ τοῦ νεκροῦ, σὲ μιὰ ἐπιτάφια πομπή. 
 Ἡ περιφορὰ τῶν ὀστῶν τοῦ δικαίου ἥρωος Θησέα, ποὺ ἔθεσε τὰ βασικὰ θεμέλια τῶν ἀνθρώπινων δικαιωμάτων, ἐδέχθη τὶς τιμὲς ποὺ ἀποδίδονται στοὺς ἀγαθοὺς καὶ δικαίους, ὅπως καὶ στὴν περίπτωση τῆς περιφορὰ τοῦ Δίκαιου Κριτῆ καὶ Πλάστη τῶν ὅλων Κυρίου καὶ Σωτῆρα ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁμοίως δὲ συμβαίνει σὲ ὁρισμένες περιοχὲς καὶ πρὸς τὴν Μήτηρ Αὐτοῦ τὴν Θεοτόκο Μαρία κατὰ τὴν ἑορτὴ τῆς Κοιμήσεως τῆς Παναγίας Θεοτόκου καὶ εἰς ὁρισμένους Ἁγίους Τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ
 Ἐν τούτοις, δυνάμεθα νὰ ἰσχυριστοῦμε ὅτι, ἡ περιφορὰ τῶν ὀστῶν τοῦ Θησέα θυμίζει τὴ σήμερον τὴν λιτάνευση ἱερῶν λειψάνων χριστιανῶν πολιούχων Ἁγίων. Μάλιστα, εἰς τὴν ἐκδοχὴ τὴν ὁποίαν προσάπτει ὁ Πλούταρχος, στὸν βίο τοῦ Θησέα, γίνεται πασιφανὴς ἡ ἀνακήρυξη τοῦ Θησέα Αἰγεΐδη ὡς Ἁγίου πολιούχου τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Διὰ τοῦτο ἀνοικοδομήθηκε καὶ ὁ ναὸς πρὸς τιμήν του. 
 Ὁ Θησέας δύνανται νὰ θεωρηθεῖ ἕνας πρὸ Χριστοῦ Ἅγιος, ὅπου πίστεψε στὸ κήρυγμα τοῦ Χριστοῦ εἰς τὸν Ἅδη καὶ μετέβει μετ' Ἐκείνου εἰς τοὺς Οὐρανούς. 
 Ἐν τέλει, ὁ Θησέας ὡς ὑμνωδόςκιθαρωδός - λυρωδὸς εἶναι πιθανὸν νὰ συγκαταλέγεται ἀνάμεσα στοὺς δώδεκα ἐθνικοὺς πρεσβύτερους – βασιλεῖς ἐκ τῶν εἰκοσιτεσσάρων συγκαθήμενων πέριξ τοῦ θρόνου τοῦ ἀρνίου τῆς οὐρανίου βασιλίας(δες Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου). 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΠΑΠΥΡΟΣ LAROUSSE BRITANNICA, τόμος 23 
•Πλούταρχου, βίοι Παράλληλοι, Θησέας 
•Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου