Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018


ЭIЄ
Ο ΕΛΛΗΝ ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ ΑΡΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΟΣ ΥΜΝΟΣ
(ARION THE GREEK BARD OF solemn hymn)
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ Βαφίνης 

  Κάποτε στὴ νῆσο Λέσβο ἐγεννήθη ἕνας ἐκ τῶν σπουδαιότερων ἀρχαίων Ἑλλήνων μουσικῶν, ὁ ἐπονόμαστος κιθαρωδὸς Ἀρίων
 Τὰ ἱστορικὰ κριτήρια θέτουν τὴν γέννηση τοῦ στὴν πόλη Μήθυμνα κατὰ τὸ ἔτος 625 π.Χ. ἐνῷ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του κατὰ τὸ 585 π.Χ. 
 Ἐπὶ τούτου, ὁ Ἰωάννης Μαλαλὰς στὴν Χρονογραφία του, τὸν κατονομάζει ὡς Ἀρίων τὸν Ἀθηναῖο. Φαίνεται ὅτι, ἐπειδὴ ἡ Μήθυμνα ὑπῆρξε ἡ μόνη ἀττικίζουσα πόλη τῆς Λέσβου, ἀποικία ἰώνων ἐξ Ἀθηνῶν κι ἀντίπαλος τῶν δωριέων Μυτιλήνης, ὁ χρονογράφος Μαλάλας τὸν κατέταξε στοὺς Ἀθηναίους λυρικούς
 Ὁ Ἀρίων, μετοίκισε ἀπὸ νεαρὸς εἰς τὴν πόλη τῆς Σπάρτης καὶ ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν μελουργὸ Ἀλκμάνα. Σύντομα ὅμως μετέβει εἰς τὴν Κόρινθο προσκληθῇς ἀπὸ τὸν τύραννο Πεισίστρατο
 Ἐκεῖ, εἰς Κόρινθον, ἀναδίπλωσε μεθοδικὰ τὸ μουσικό - δημιουργικό του ταλέντο. Ἡ ἰδιοσυγκρασία του στηρίζονταν κυρίως στὴν δεξιοτεχνικὴ ἀπολλώνια κιθαρωδικὴ ὄρχηση μὲ κυρίαρχο θέμα τὸν ὄρθιο νόμο, ἀλλά, καὶ εἰς τὴν διονυσιακὴ τέχνη μὲ ἐπίκεντρο τὸν διθύραμβο
 Μάλιστα, ἐπιβεβαιώνετε ἱστορικὰ ἡ ἄποψη ὅτι, ὁ Ἀρίων καὶ ὁ Στησίχορος ὑπῆρξαν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ διθυράμβου. 

  Ἀναπαράσταση τοῦ θρυλικοῦ Ἕλληνα ποιητῆ Ἀρίωνα ἀπὸ τὴ Μήθυμνα, τὸν γητευτὴ δελφινιῶν μὲ τὴν κιθάρα του. 19ος αἰῶνας (χρωμολιθογραφία). Ἰδιωτικὴ Συλλογή. 

 Ὅταν λοιπόν, ὁ Μηθυμναῖος κιθαρωδός, ἐγκαταστάθηκε στὴν Κόρινθο ὁ Περίανδρος τοῦ παραχώρησε τὴν θεατρικὴ σκηνὴ ὅπου εὑρίσκονταν εἰς τὴν ὅμορη πόλη της Σικυώνας, γιὰ νὰ ἀνεβάζει ἐκεῖ τὰ ἔργα του. 
 Ἡ φήμη του ξεχύθηκε γοργὰ εἰς τὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ ἡ χροιὰ τῆς καλλικέλαδης φωνῆς του μὲ τὴν ἐξαίρετο μουσικὴ ἐπένδυση τῶν τραγουδιῶν του εἶχαν ἀποκτήσει θρυλικὴ διάσταση κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδο τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς. 
 Πολλοὶ μεταγενέστεροι θαυμαστές, τοῦ φημισμένου κιθαρωδοῦ, θὰ ἤθελαν νὰ ἀκούσουν ἔστω κι ἕνα τραγούδι του, ὅμως, δυστυχῶς τίποτα τὸ αὐθεντικὸ κι ἐπουσιῶδες αὐτῆς τῆς ὑπέρτατης τέχνης δὲν ἔχει διεσωθεῖ. 
 Ἐν τούτοις, εἰκάζεται ὅτι περιεσώθηκαν μόνο ὁρισμένοι στίχοι, τοῦ ὕμνου πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνα, ἀπὸ τὴν συγγραφὴ τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Αἰλιανοῦ, χωρὶς ὅμως τὴν μουσική του σημειογραφία καὶ στοιχεῖα αὐθεντικότητος. 
 Ἐν ταυτῷ, μιὰ προσωπικὴ περιπέτεια εἰς τὴν τραγουδιστικήν του πορεία, ὅπου ἔλαβε μεγαλες ἱστορικὲς διαστάσεις, ἄφησε περιθώρια ἐρεύνης καὶ ἐξακρίβωσης τοῦ ἑρμηνευτικοῦ του μεγαλείου. 
 Τὸ σκηνικὸ ὅπως ἐκτυλίσσεται ἱστορικά, συναντᾶ τον Ἀρίωνα νὰ ἀναζητᾶ τὴν ἀπόκτηση περισσότερης φήμης γι' αὐτὸ κι ἀποφασίζει νὰ συμμετέχει σὲ πανελλήνιους διαγωνισμοὺς τραγουδιοῦ. 
 Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχαϊκοῦ κόσμου, γίνονταν ὁρισμένες σημαντικοὶ μουσικοὶ διαγωνισμοὶ μὲ ἰδιαίτερη αἴγλη καὶ κερδοφόρα ἀποτελέσματα τοῦ νικητοῦ. 
Συνήθως αὐτὰ διοργανώνονταν στὴν Σικελία καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὶς Συρακοῦσες, μιὰ παλαιὰ ἀποικία τῶν Κορινθίων. 
 Λαμβάνοντας λοιπὸν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Περίανδρο ναυλώνει ἕνα πλοῖο μὲ Φοίνικες ναυτικοὺς καὶ φτάνει εἰς τὴν πόλη γιὰ νὰ παραβρεθεῖ στὸν μουσικὸ διαγωνισμό. Μετὰ τὴν ἑρμηνεία ὅλων τῶν καλλιτεχνῶν, ὁ Ἀρίων, ἀνακηρρύσσεται παμψηφεὶ ὡς νικητής της κιθαρωδίας. 
 Ἡ ἐπιστροφή του ὅμως ἔτυχε μιᾶς τραγικῆς ἐξέλιξης. Ἀφοῦ, μετὰ τὴν νίκη περιόδευσε εἰς τὶς ἑλληνικὲς πόλεις τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ μάζεψε ἀρκετὰ λεφτὰ καὶ δῶρα, οἱ ναυτικοὶ ποὺ εἶχε ναυλώσει στασίασαν, μετὰ τοῦ πλοιάρχου συναινῶν, κι ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Ἀρίων νὰ τοὺς παραδόσει τὸ χρηματικὸ ποσὸ τὰ δῶρα καὶ τὰ ἔπλαθα κι ἔπειτα νὰ ριχθεῖ εἰς στὸ θαλάσσιον πέλαγος γιὰ μὴν ἠδύναντο νὰ τοὺς μαρτυρήσει. 
 Καθὼς εἶχαν ἤδη περιπλεύσει μὲ τὸ πλοῖο ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ Ἰονίου πελάγους καὶ εὑρίσκοντο πλησίον τῶν ἀκτῶν τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς Πελοποννήσου τὸ σχέδιο ἐξόντωσης τοῦ Ἀρίωνα τέθηκε πρὸς ἐκτέλεση. 
 Ὅμως ἀπὸ βραδύς, ὁ Ἀπόλλων, ἐμφανιζόμενος εἰς τὸ ὄνειρο τοῦ ἀγαπημένου του κιθαραοιδοῦ Ἀρίων τὸν εἶχε προετοίμασε γιὰ τὸ συμβάν. 
  Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, ὅταν συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς ἀνταρσίας τοῦ πληρώματος μετὰ τοῦ πλοιάρχου, ἀτάραχος, ὁ Ἀρίων, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ γιὰ τὴν ζωήν του προσφέροντας ὅλα τὰ πλούτη του ἀλλὰ καὶ τὴν σιωπή του. 
 Παρὰ ταῦτα καμία θετικὴν ἀνταπόκριση δὲν εἶδε ἐκ τῶν ἐκβιαστῶν τῆς ζωῆς του. Παραδεδομένος, λοιπὸνεἰς τὴν ἄδικη μοῖρα του ἄρχισε ἀργα καὶ νωχελικὰ νὰ ὑποχωρεῖ πρὸς τὴν ἄκρη τοῦ πλοίου. Τότε οἱ ναῦτες μὲ τὸν πλοίαρχο, ἔχοντας τὸ κακὸ εἰς τὸ νοῦ τους, σκέφτηκαν πὼς ἐκείνη τὴν στιγμή τους δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἀκούσουν τὸν πιὸ ἄριστο καὶ φημισμένο κιθαρωδὸ τοῦ κόσμου.
 Τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ φήμη του Ἀρίωνα, ὅπου, ἀκόμα καὶ οἱ κακοποιοὶ σὲ μιὰ τέτοια κρίσιμη στιγμή, ἤθελαν νὰ ἀκούσουν αὐτὴ τὴν θεία φωνή, κι ἔτσι ἀπαίτησαν γιὰ τελευταία φορὰ νὰ τοὺς τραγουδήσει. 
 Ὁ Ἀρίων, τότε, φορῶντας τὴν πυθικὴ στολή του κιθαρωδοῦ, ἀνέβηκε στὴν πρύμνη τοῦ πλοίου κι ἄρχισε νὰ τραγουδάει τὸν ἱερὸν ὕμνο στὸν Ἀπόλλωνα προστάτη των κιθαρωδών. Καθὼς ὅμως τελείωσε τὸ μουσικό μέλος τοῦ ὄρθιου νόμου μὲ μιά του κίνηση ρίφθηκε στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ πελάγους. 
 Ἐνῷ χάνονταν στὰ βάθη τῆς θάλασσας μιὰ ὁμάδα δελφινιῶν, ποὺ εἶχε γοητευτεῖ μὲ τὸ τραγούδι του Ἀρίων, ἔσπευσε γρήγορα σώσει τον κιθαρωδό. Λένε ὅτι, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸν πῆρε στὴν πλάτη του καὶ κολυμπῶντας τὸν ἔβγαλε στὸ ἀκρωτήριο Ταίναρο τῆς Πελοποννήσου
 Κλείνοντας τὴν ἀφήγηση αὐτῆς τῆς μοναδικῆς τραγικῆς ἱστορίας, παρατηροῦμε ὅτι, ἐνῷ ὁμοιάζει μὲ ἕνα ὡραῖο παραμύθι, ἐμπεριέχει ἀρκετὰ στοιχεῖα ὅπου βασίζονται στὴν ἀλήθεια.     Πρῶτος λοιπὸν ὁ ἀρχαῖος συγγραφέας Αἰλιανός, στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ ζώων ἰδιότητος» κάνει λόγῳ γιὰ τὸ περιστατικὸ στηριζόμενος ἐπ' αὐτοῦ διὰ νὰ ἐπισημάνει τὸν φιλόμουσο χαρακτῆρα τῶν θαλάσσιων θηλαστικῶν ποὺ ὀνομάζουμε Δελφίνια. Πιὸ συγκεκριμένα λέγει ἐπὶ τούτου τὰ ἑξῆς: «Οἱ δελφῖνες, τὸ μὲν φιλόμουσον αὐτῶν καὶ περὶ τὴν ᾠδὴν σπουδαῖόν τε καὶ φιλόπονον κεκήρυκταί τε καὶ ἐς πολλοὺς ἐξεφοίτησε, καὶ ὥς εἰσι φιλάνθρωποι ἄλλοι τε εἶπον καὶ ἡμεῖς ἄνω που διεξήλθομεν τῷ λόγῳ·» μετάφραση:[Ἡ ἀγάπη τῶν δελφινιῶν στὴ μουσική, ἡ σπουδὴ κι ἡ προθυμία τους γιὰ τὸ τραγούδι ἔχει διακηρυχτεὶ καὶ διαδοθεῖ εὐρέως, ἄλλοι μίλησαν γιὰ τὸ πόσο φιλικὰ εἶναι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως κι ἐμεῖς μιλήσαμε γι' αὐτὸ κάπου παραπάνω] (ΚΕΦ. ΙΑ' 12). 
  Συμπληρώνει δὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία του ὁ Αἰλιανὸς προσθέτοντας πὼς ὁ Ἀρίων πρῶτος ὑποστήριξε αὐτὸ,  γιὰ τὰ δελφίνια, λέγοντας σ' ἕνα ποίημα τοῦ τὰ ἑξῆς: 
    ... ἐλάφρ᾽ ἀναπαλλόμενοι σιμοὶ 
         φριξαύχενες ὠκυδρόμοι
         σκύλακες, φιλόμουσοι δελφῖνες...

Μετάφραση: 
[μ' ἐλαφροὺς παλμούς 
ἀναπηδῶντας τα πλατύριννα 
μὲ τὰ ὀρθωμένα πτερύγια 
γοργόδρομα σκυλιά 
τὰ φιλόμουσα δελφίνια] 



 Ἐπιπροσθέτως, ἡ πληροφορία ὅπου ἀντλοῦμε ἐκ τοῦ παλαιότατου λεξικοῦ τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας μὲ τίτλο: "Dictionary of greek and roman biography and mythology" ἐξειδικεύει τὸ μουσικὸ εἶδος ὅπου ἑρμήνευσε ὁ Ἀρίων καταμεσῆς τοῦ πελάγους καὶ εἰσακούστηκε ἀπὸ τὰ δελφίνια. 
  Ἐκ πρώτης εἰς τὸ λῆμμα ARION (Ἀρίων), στὸ λεξικό, κατονομάζει τὸν Ἕλληνα κιθαρωδὸ ὡς Βάρδο(bard) ενώ στο βιβλίο του ο A. Smaller "History of Greek" τὸ τραγούδι ποὺ τραγούδησε ὁ Ἀρίων στὸ πλοῖο πρὶν πέσει στὴν θάλασσα ὡς "ιερό ύμνο"
 Πὼς ὅμως ἐτυμολογεῖτε, εἰς τὴν ἑλληνικήν, ἡ ἀγγλιστὶ μουσικὴ ἐπωνυμία Bard;  Πρόκειται γιὰ τοὺς Βάρδους ἱερεῖς Δρυίδες ποὺ ἔψαλλαν ἱεροὺς ὕμνους πρὶς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης; 
 Ἀναρωτιόμαστε, λοιπὸν, μήπως ἄραγε, τὰ Κέλτικα τραγούδια τῶν Βάρδων ἔχουν τὴν προέλευση τοὺς στὴν λυρικὴ ποίηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; (εἶναι ἕνα θέμα ποὺ μέλλει νὰ ἀναπτύξουμε σ' ἕνα ἄλλο κεφάλαιο). 
  Ἰδοὺ τί περιγράφει τὸ ἀγγλόφωνο λεξικὸ περὶ τοῦ Ἀρίωνος: «ARĪON(Ἀρίων) 1. Of Methymna in Lesvos on ancient Greek bard and celebrated player on the cithara, is called the inventor of the dithyrambic poetry and of the name dithyramb. He lived about B.C. 625, and spent a great part of his life at the court of Periauder, tyrant on Corinth. Of his life scarcely anything is known beyond the beautiful story of his escape from tbe sailors with whom he sailed [from Tarentum in Italy] to Corinth. On one occasion, thus runs the story, Arion went to Sicily to take part in some musical contest. He won the prize, and, laden with presents, he embarked in a Corinthian ship to return to his friend Periander. The rude sailors coveted his treasures and meditated his murder. After trying in vain to save his life, he at length obtained permission once more to play on the cithara. In festal attire, he placed himself in the prow of the ship. and invoked the gods in inspired strains, and then threw himself into the sea. But many song - loviog dolphins had assembled round the vessel, and one of them now took the bard on its back and carried him to Tenărus from whence he returned to Corinth in safety, related big adventure to Periander. Upon the arrival of the Corinthian vessel, Periander inquired of the sailors after Arion who replied that he bad remained behind at Tarentum; but when Arion, at the bidding Periander came forward, the sailors owned their guilt were punished according to their desert. In the time of Herodotus an Pausanias there existed at Tænarus a brase monument representing Arion riding on a dolphin. Arion and his Cithara (lyre) were placed amon the stars. A fragment of a hymn to Neptune (Poseidon) ascribed to Arion. is contained in Bergk's poetæ Lyrici Cræcei, p. 566, &c».
Μετάφραση: [ΑΡΕΙΩΝ (Ἀρίων) 1. Ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου, ἀρχαῖος Ἕλληνας βάρδος καὶ διάσημος κιθαρίστας, ὀνομάζεται ὁ ἐφευρέτης τῆς διθυραμβικῆς ποίησης καὶ τοῦ ὀνόματος διθύραμβος. Ἔζησε περίπου τὸ 625 π.Χ. καὶ πέρασε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν αὐλή του Περίανδρου, τυράννου τῆς Κορίνθου. Ἀπὸ τὴ ζωή του ἐλάχιστα εἶναι γνωστὰ πέρα ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἱστορία τῆς ἀπόδρασής του ἀπὸ τοὺς ναυτικοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἀπέπλευσε [ἀπὸ τὸν Τάραντα τῆς Ἰταλίας] στὴν Κόρινθο. Σὲ μιὰ περίπτωση, ἔτσι λέει ἡ ἱστορία, ὁ Ἀρίων πῆγε στὴ Σικελία γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ κάποιον μουσικὸ διαγωνισμό. Κέρδισε τὸ βραβεῖο καί, φορτωμένος μὲ δῶρα, ἐπιβιβάστηκε σὲ ἕνα κορινθιακὸ πλοῖο γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸν φίλο του Περίανδρο. Οἱ ἀγενεῖς ναῦτες ἐποφθαλμιοῦσαν τοὺς θησαυρούς του καὶ συλλογίζονταν τὴ δολοφονία του. Ἀφοῦ προσπάθησαν μάταια νὰ σώσουν τὴ ζωή του, τελικὰ πῆρε ξανὰ ἄδεια νὰ παίξει κιθάρα. Φορῶντας γιορτινὴ ἐνδυμασία, τοποθετήθηκε στὴν πλώρη τοῦ πλοίου καὶ ἐπικαλέστηκε τοὺς θεοὺς μὲ ἐμπνευσμένους ἤχους καὶ μετὰ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ πολλὰ δελφίνια ποὺ ἀγαποῦσαν τὸ τραγούδι εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πλοῖο, καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ πῆρε τὸν βάρδο στὴν πλάτη του καὶ τὸν μετέφερε στὸ (ἀκρωτήριο) Ταίναρο, ἀπὸ ὅπου ἐπέστρεψε στὴν Κόρινθο μὲ ἀσφάλεια, διηγούμενος τὴν μεγάλη περιπέτεια τοῦ στὸν Περίανδρο. Μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ κορινθιακοῦ πλοίου, ὁ Περίανδρος ρώτησε τοὺς ναυτικοὺς γιὰ τὸν Ἀρίωνα, κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι θὰ ἔμενε πίσω στὸν Τάραντα. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἀρίων, κατόπιν ἐντολῆς του Περίανδρου, ἐμφανίστηκε μπροστά τους, οἱ ναῦτες παραδέχτηκαν τὴν ἐνοχή τους καὶ τιμωρήθηκαν ἀνάλογα μὲ τὴν πράξη τους. Τὴν ἐποχή του Ἠρόδοτου καὶ τοῦ Παυσανία ὑπῆρχε στὸν Ταίναρο ἕνα χάλκινο μνημεῖο ποὺ ἀπεικόνιζε τὸν Ἀρίωνα νὰ ἱππεύει ἕνα δελφίνι. Ὁ Ἀρίωνας καὶ ἡ κιθάρα του ἦταν τοποθετημένοι ἀνάμεσα στὰ ἀστέρια. Ἕνα ἀπόσπασμα ἑνὸς ὕμνου στὸν Ποσειδῶνα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἀρίωνα περιέχεται στὸ ποιητικὸ βιβλίο τοῦ Berg, Lyrici Cræcei, σελ. 566, κ.λπ.].


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ Dictionary of greek and roman biography and mythology volume 1 

  Προφανῶς, ὁ κιθαρωδὸς Ἀρίων, κάποιον ἱερὸ ὕμνο ἢ μιὰ ἱερὴ μονωδιακὴ προσευχή νὰ ἑρμήνευσε  ἐπὶ τῆς ἄκρης τοῦ πλοίου, ὑποβαλλόμενος, ἐκ τοῦ νυχτερινοῦ ὁράματος, ἀπὸ τὸν μουσηγέτη Ἀπόλλωνα
 Ἐν τούτοις, τὴν βαθιὰ θρησκευτικὴ συνείδηση τοῦ Ἀρίωνος γνωστοποιεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ὁ Πλουτάρχος, ὅπου, ὡς ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφούς κατέχει περισσότερες πληροφορίες ὅπως καὶ τὴν παραπομπὴ τῆς περιγραφὴς τοῦ αὐτήκοου μάρτυρα Γοργίου, περὶ τῆς διασώσεως τοῦ κιθαρωδοῦ ἀπὸ τὸν Δέλφινα ὅπου τὸν ἔβαλε ἐπὶ τῆς ράχης του. 
 Ἐπὶ τούτου, ὁ Γοργίας, περιγράφει γλαφυρὰ τὴν σκηνὴ, κατὰ τὴν πορεία τοῦ δελφινιοῦ πρὸς τὴν ἀκτή, ὅπου, ὁ Ἀρίων, ἀντίκρισε τὴν θέα τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων, τὸ ἀπέραντο τοῦ οὐρανοῦ καὶ συλλογίστηκε μετὰ τῆς θείας ἐπιφοιτήσεως ὅτι, μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ὑπάρχει, πανταχοῦ παρὸν, ἕνας Θεὸς τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἐπιβλέπει τὰ πάντα στὸν ἀπέραντο κόσμο αὐτό. Ἰδοὺ καὶ τὰ συμφραζόμενα  τοῦ Πλουτάρχου: «ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, [161f] ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνόμενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι...»[1].(«Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιο»
Μετάφραση: (Βλέποντας τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν οὐρανὸ γεμᾶτο ἀπὸ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι νὰ ἀνατέλλει λαμπερὸ καὶ καθαρό, [161f] καὶ ἐνῷ ἡ θάλασσα ἔμενε ἀκύμαντη σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση, ἕνας δρόμος νὰ ἀνοίγεται γιὰ τὴν πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ὅτι τὸ μάτι τῆς Δικαιοσύνης δὲν εἶναι μόνο ἕνα, ἀλλ᾽ ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μάτια του ὁ θεὸς βλέπει γύρω τριγύρω ὅλα ὅσα γίνονται σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα. Μὲ αὐτοὺς τοὺς διαλογισμοὺς τὸ κουρασμένο καὶ βαρὺ πιὰ σῶμα του ἔβρισκε, ἔλεγε, ἀνακούφιση.
 Τὰ συμφραζόμενα ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴν θεοσέβεια ποὺ διακατεῖχε τὸν λυρικὸ ποιητὴ Ἀρίωνα. Αὐτὴ ἡ θεολογικοῦ περιεχομένου σκέψη του Ἀρίωνα, περὶ Θεοῦ δικαίου καὶ πανταχοῦ παρόντα - ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκονταν σὲ μιὰ κατάσταση ψυχικοῦ κλονισμοῦ λόγῳ τοῦ ἐπικείμενου θανάτου του - φανερώνει τὸ θεῖο δῶρο τῆς ἀλήθειας ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός. 
 Ἡ μαρτυρία τοῦ περὶ τῆς μίας πανταχοῦ παρούσας Θεότητος, ἑνὸς Θεοῦ δημιουργοῦ ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα κοσμοῦν τὸ Σύμπαν, ὅπου προέκυψαν ἀπὸ τὴν γεμάτη ἀγάπη καρδιά Του, εἶναι ἡ πηγή της ἀγιωτικῆς φυσιογνωμία τοῦ κιθαρωδοῦ Ἀρίων - Ἰωνᾶ
 Ἔτσι, λοιπὸν ὁ ἱερὸς ὕμνος ἢ ὄρθιος νόμος ὅπου τραγούδησε ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὴν πλώρη τοῦ πλοίου προσομοίαζε μὲ μιὰ ὑμνωδικὴ μπαλάντα ἀναφερόμενη στὸν πλάστη καὶ Δημιουργὸ Θεό. 
 Κάτι ἀνάλογο μὲ τὸν ἱερὸ ὕμνο τοῦ Ἀρίωνα ἴσως νὰ θεωρηθοῦν μερικοῦ τύπου Καντάδες - Σερενάδες τῆς νεοελληνικῆς μουσικῆς, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι ἡ καντάδα μὲ τίτλο "Στῆς ἐρημιᾶς τὰ μονοπάτια" σὲ μουσικὴ Διονύσιου Λαυράγκα καὶ στίχους Γεωργίου Ἀθάνα ποὺ γράφτηκε πρὸ τοῦ 1930, ἀλλά, διασκευάστηκε ἀπὸ τὴν Δώρα Παπακωνσταντίνου κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '80 γιὰ νὰ εἰσαχθεῖ εἰς τὴν δημόσια ἐκπαίδευση. 
 Ἡ μουσικὴ στηρίζεται εἰς τὴν μείζων ἁρμονία ἐνῷ ὁ φυσιολατρικὸς στίχος τοῦ ἄσματος ἐξεδηλώνει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλάστη καὶ δημιουργὸ Θεό. 
 Ἰδοὺ παραθέτω τὶς τρεῖς στροφὲς τῶν στίχων οἱ ὁποῖες διασκευάστηκαν ἀπὸ τὸν ὀργανισμὸ ἐκδόσεων διδακτικῶν βιβλίων [ΟΕΔΒ] τῆς δημόσιας ἐκπαίδευσης ὡς ἑξῆς: 
Στης ερημιάς τα μονοπάτια
Στης ερημιάς τα μονοπάτια
είδα τον όρθρο τον βαθιό
να κελαηδούνε τα πουλάκια
εκεί στο γάργαρο νερό

Θέλω ένα λάβρο μεσημέρι
βαθιά στο δάσος να βρεθώ
να με φυσάει αβρά τ' αγέρι
και τίποτα να μη σκεφτώ

Θέλω κι ένα βραδάκι ακόμα

σαν αντικρίζω το γιαλό
ύμνο γλυκό σε Σέ να ψάλλω
τον Πλάστη και Δημιουργό
(διασκευή)

 Ἐν τούτοις ἰδοὺ καὶ μία σύγχρονη προσπάθεια ἀνάδειξης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λυρικῆς τέχνης μὲ συμφωνικὰ ὄργανα καὶ μὲ μιὰ ὀπερατικὴ φωνὴ κόντρα τενόρου ὅπου ταιριάζει μὲ τὴν χροιὰ καὶ τὸ ὕψος φωνῆς τοῦ διθυραμβικοῦ Ἀρίωνα. 
 Τὰ Μουσικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ταινία κινουμένων σχεδίων μὲ τίτλο "Arion and the Dolphin" εἶναι συντεθειμένα κατὰ τὸ ἔτος 1996. Ἡ μουσικὴ σύνθεση εἶναι τοῦ Ian Hughes, σὲ λυρικὸ ὕφος μπαλάντας ὅπως προείπαμε: 




εικόνες από τα κινούμενα σχέδια της ταινίας 
 "Arion and the Dolphin" 

 Ἐν κατακλεῖδι, ἡ συνεισφορά του κιθαρωδοῦ Ἀρίωνος στὸν μουσικὸ πολιτισμὸ ὑπῆρξε ἀπαράμιλλη. 
 Ἡ πνευματική του ὡριμότητα καὶ ἡ καλὴ καρδιά του τὸν ὤθησαν σὲ μιὰ μεταφυσικὴ ἕνωση μὲ τὸ θεῖο καὶ πλάστη τοῦ σύμπαντος κόσμου. 
 Ἡ βαθιὰ ἕνωση μὲ τὴν ὑπέρτατη θεότητα τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ γίνει ὁ καλύτερος κιθαρωδὸς τῆς ἐποχῆς του, ἀποκτῶντας τεράστια φήμη. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἔβλαψε ψυχικά, παρ' ὅλο ποὺ εἶχε κατακτήσει τὰ πρωτεῖα στοὺς κορυφαίους πανελλήνιους διαγωνισμούς. 
 Τὸ διαχειρίστηκε σωστὰ καὶ παρέμεινε ἕνας ταπεινὸς μουσουργός. Διὰ τοῦτο, ἀκόμη, καὶ ἡ ὠδική του σύνθεση, ὁ ἱερός του ὕμνος, συγκίνησε τὰ φιλόμουσα δελφίνια. 
 Ἐν ὀλίγοις, πρόκειται γιὰ ἕνα θαῦμα, ποὺ θυμίζει τὴν περίπτωση τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ... 
 Συνελλόντι, ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι δημιουργοὶ ἱερῶν ἀσμάτων, ἱερῶν ἀκολουθιῶν (δὲς καὶ τὸ κεφάλαιο "Ἆσμα ἀσμάτων" στὴν Παλαιὰ Διαθήκη) κάτι ἔχουν πάρει, κάτι ἔχουν κλέψει ἀπὸ τὴν μουσικὴ ὀντότητα τοῦ Ἀρίωνα. Ὁ Ἀρίων ἦταν ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ἀοιδῶν, ἤτοι καὶ κάντορας γιὰ τοὺς δυτικούς, ποὺ τραγούδησε ἀπ' τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Πολλοὶ καὶ σημαντικοὶ οἱ μιμητές του εἰς τοὺς αἰῶνες! 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ιδού όλα τα γραφόμενα του Πλουτάρχου περί τούτου: [161a] ἐν μέσῳ δ᾽ ἀνεῖχεν ὑπὲρ τῆς θαλάττης ὄγκος ἀσαφὴς καὶ ἄσημος ὀχουμένου σώματος, μέχρι οὗ συναγαγόντες εἰς ταὐτὸ καὶ συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον, αὐτοὶ δὲ πάλιν πρὸς τὴν ἄκραν ἀναφερόμενοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐξήλλοντο, παίζοντες ὑφ᾽ ἡδονῆς τινος ὡς ἔοικε καὶ σκιρτῶντες. «ἡμῶν δ᾽,» ὁ Γόργος ἔφη, πολλοὶ μὲν διαταραχθέντες ἔφυγον ἀπὸ τῆς θαλάττης, ὀλίγοι δὲ μετ᾽ ἐμοῦ θαρρήσαντες προσελθεῖν ἐγνώρισαν Ἀρίονα τὸν κιθαρῳδόν, [161b] αὐτὸν τοὔνομα φθεγγόμενον ἑαυτοῦ, καὶ τῇ στολῇ καταφανῆ γενόμενον· τὸν γὰρ ἐναγώνιον ἐτύγχανεν ἀμπεχόμενος κόσμον, ᾧ κιθαρῳδῶν ἐχρήσατο. Κομίσαντες οὖν ἐπὶ σκηνὴν αὐτόν, ὡς οὐδὲν εἶχε κακὸν ἀλλ᾽ ἢ διὰ τάχος καὶ ῥοῖζον ἐφαίνετο τῆς φορᾶς ἐκλελυμένος καὶ κεκμηκώς, ἠκούσαμεν λόγον ἄπιστον ἅπασι πλὴν ἡμῶν τῶν θεασαμένων τὸ τέλος. ἔλεγε γὰρ Ἀρίων ὡς πάλαι μὲν ἐγνωκὼς ἐκ τῆς Ἰταλίας ἀπαίρειν, Περιάνδρου δὲ γράψαντος αὐτῷ προθυμότερος γενόμενος ὁλκάδος Κορινθίας παραφανείσης εὐθὺς ἐπιβὰς ἀναχθείη, μετρίῳ δὲ πνεύματι χρωμένων ἡμέρας τρεῖς αἴσθοιτο τοὺς [161c] ναύτας ἐπιβουλεύοντας ἀνελεῖν αὐτόν, εἶτα καὶ παρὰ τοῦ κυβερνήτου πύθοιτο κρύφα μηνύσαντος ὡς τῇ νυκτὶ τοῦτο δρᾶν αὐτοῖς εἴη δεδογμένον. ἔρημος οὖν ὢν βοηθείας καὶ ἀπορῶν ὁρμῇ τινι χρήσαιτο δαιμονίῳ τὸ μὲν σῶμα κοσμῆσαι καὶ λαβεῖν ἐντάφιον αὑτῷ τὸν ἐναγώνιον ἔτι ζῶν κόσμον, ἐπᾷσαι δὲ τῷ βίῳ τελευτῶν καὶ μὴ γενέσθαι κατὰ τοῦτο τῶν κύκνων ἀγεννέστερος. ἐσκευασμένος οὖν καὶ προειπὼν ὅτι προθυμία τις αὐτὸν ἔχοι τῶν νόμων διελθεῖν τὸν Πυθικὸν ὑπὲρ σωτηρίας αὑτοῦ καὶ τῆς νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων, [161d]καταστὰς παρὰ τὸν τοῖχον ἐν πρύμνῃ καί τινα θεῶν πελαγίων ἀνάκλησιν προανακρουσάμενος ᾄδοι τὸν νόμον. καὶ ὅσον οὔπω μεσοῦντος αὐτοῦ καταδύοιτο μὲν ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλατταν, ἀναφαίνοιτο δ᾽ ἡ Πελοπόννησος. οὐκέτ᾽ οὖν τῶν ναυτῶν τὴν νύκτα περιμενόντων ἀλλὰ χωρούντων ἐπὶ τὸν φόνον, ἰδὼν ξίφη γεγυμνωμένα καὶ παρακαλυπτόμενον ἤδη τὸν κυβερνήτην, ἀναδραμὼν ῥίψειεν ἑαυτὸν ὡς δυνατὸν ἦν μάλιστα πόρρω τῆς ὁλκάδος. πρὶν δ᾽ ὅλον καταδῦναι τὸ σῶμα δελφίνων ὑποδραμόντων ἀναφέροιτο, μεστὸς ὢν ἀπορίας καὶ ἀγνοίας καὶ ταραχῆς τὸ πρῶτον· ἐπεὶ δὲ ῥᾳστώνη τῆς ὀχήσεως ἦν, καὶ πολλοὺς ἑώρα ἀθροιζομένους [161e] περὶ αὐτὸν εὐμενῶς καὶ διαδεχομένους ὡς ἀναγκαῖον ἐν μέρει λειτούργημα καὶ προσῆκον πᾶσιν, ἡ δ᾽ ὁλκὰς ἀπολειφθεῖσα πόρρω τοῦ τάχους αἴσθησιν παρεῖχε, μήτε τοσοῦτον ἔφη δέους πρὸς θάνατον αὐτῷ μήτ᾽ ἐπιθυμίας τοῦ ζῆν ὅσον φιλοτιμίας ἐγγενέσθαι πρὸς τὴν σωτηρίαν, ὡς θεοφιλὴς ἀνὴρ φανείη καὶ λάβοι περὶ θεῶν δόξαν βέβαιον. ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, [161f] ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνόμενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι, καὶ τέλος ἐπεὶ τῆς ἄκρας ἀπαντώσης ἀποτόμου καὶ ὑψηλῆς εὖ πως φυλαξάμενοι καὶ κάμψαντες ἐν χρῷ παρενήχοντο τῆς γῆς ὥσπερ εἰς λιμένα σκάφος ἀσφαλῶς [162a] κατάγοντες, παντάπασιν αἰσθέσθαι θεοῦ κυβερνήσει γεγονέναι τὴν κομιδήν.Ταῦθ᾽,» ὁ Γόργος ἔφη, «τοῦ Ἀρίονος εἰπόντος, ἠρόμην αὐτὸν ὅποι τὴν ναῦν οἴεται κατασχήσειν. ὁ δὲ πάντως μὲν εἰς Κόρινθον, πολὺ μέντοι καθυστερεῖν· αὐτὸν γὰρ ἑσπέρας ἐκπεσόντα πεντακοσίων οὐ μεῖον οἴεσθαι σταδίων δρόμον κομισθῆναι, καὶ γαλήνην εὐθὺς κατασχεῖν.» οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ὁ Γόργος ἔφη πυθόμενον τοῦ τε ναυκλήρου τοὔνομα καὶ τοῦ κυβερνήτου καὶ τῆς νεὼς τὸ παράσημον ἐκπέμψαι πλοῖα καὶ στρατιώτας ἐπὶ τὰς κατάρσεις [162b]παραφυλάξοντας· τὸν δ᾽ Ἀρίονα μετ᾽ αὐτοῦ κομίζειν ἀποκεκρυμμένον, ὅπως μὴ προαισθόμενοι τὴν σωτηρίαν διαφύγοιεν· ὄντως οὖν ἐοικέναι θείᾳ τύχῃ τὸ πρᾶγμα· παρεῖναι γὰρ αὐτοὺς ἅμα δεῦρο καὶ πυνθάνεσθαι τῆς νεὼς κεκρατημένης ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν συνειλῆφθαι τοὺς ἐμπόρους καὶ ναύτας.
Μετάφραση: 
[161a] Στὴ μέση ἐξεῖχε ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ ἀσαφὴς καὶ ἀπροσδιόριστος ὄγκος ἑνὸς μεταφερόμενου σώματος, ὥσπου τὰ δελφίνια μαζεύτηκαν, ὅλα μαζί, στὸ ἴδιο σημεῖο καί, πλησιάζοντας πρὸς τὴν ἀκτή, ἀπέθεσαν πάνω στὴν στεριὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέπνεε καὶ μποροῦσε νὰ κινεῖται· ὕστερα αὐτὰ ἀνοίχτηκαν πάλι στὴ θάλασσα τραβῶντας πρὸς τὸ ἀκρωτήριο. Τώρα τὰ δελφίνια πηδοῦσαν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρωτύτερα, καὶ ἔπαιζαν καὶ σκιρτοῦσαν ἀπὸ κάποια ξεχωριστή, καθὼς φαινόταν, εὐχαρίστηση. «Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς», εἶπε ὁ Γόργος, «ἀναστατωμένοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ θάλασσα, κάποιοι λίγοι ὅμως —ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐγὼ— βρῆκαν τὸ θάρρος νὰ πλησιάσουν καὶ ἀναγνώρισαν τὸν κιθαρωδὸ Ἀρίονα, [161b] ποὺ καὶ ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε τὸ ὄνομά του, ἔγινε ὅμως κατάδηλος καὶ ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε· συνέβαινε, πράγματι, νὰ φοράει τὰ ροῦχα τῶν μουσικῶν ἀγώνων, αὐτὰ ποὺ φοροῦσε ὅταν ἔπαιζε τὴ λύρα του καὶ τραγουδοῦσε. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν μεταφέραμε σὲ μιὰ σκηνή, καὶ καθὼς δὲν εἶχε πάθει κανένα κακό, παρὰ μόνο ἦταν φανερὰ ἐξαντλημένος καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν ταχύτητα καὶ ἀπὸ τὸν θόρυβο τῆς μεταφορᾶς του, τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς διηγεῖται μιὰ ἱστορία ἀπίστευτη γιὰ ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς ποὺ ὑπήρξαμε θεατὲς τοῦ τέλους της. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ Ἀρίονας ὅτι ἀπὸ καιρὸ εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅταν ὅμως τοῦ ἔστειλε ἕνα γράμμα ὁ Περίανδρος, ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ ἔγινε ἐντονότερη, καὶ ὅταν ἔκανε τὴν παρουσία του ἕνα ἐμπορικὸ καράβι ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ἐπιβιβάσθηκε ἀμέσως σ᾽ αὐτὸ καὶ ἀπέπλευσε. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες ταξιδιοῦ μὲ μέτριο ἄνεμο πρόσεξε [161c] ὅτι οἱ ναῦτες σχεδίαζαν νὰ τὸν σκοτώσουν· ἔμαθε μάλιστα στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν κυβερνήτη (ποὺ τοῦ ἔστειλε ἕνα κρυφὸ μήνυμα) ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ τὸ κάνουν ἐκείνη τὴ νύχτα. Μὴ ἔχοντας λοιπὸν καμιὰ βοήθεια ἀπὸ πουθενά, βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀμηχανία. Τότε τοῦ ἦρθε μιὰ θεϊκὴ ἔμπνευση: νὰ στολίσει τὸ σῶμα του καὶ νὰ φορέσει, ζωντανὸς ἀκόμη, ὡς σάβανο τὰ ροῦχα τῶν μουσικῶν ἀγώνων, καὶ ὕστερα νὰ τραγουδήσει —κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου του— τὸ τελευταῖο του τραγούδι στὴ ζωή, ὥστε νὰ μὴ φανεῖ ὡς πρὸς αὐτὸ λιγότερο γενναιόψυχος ἀπὸ τοὺς κύκνους. Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοιμάσθηκε, ἀνήγγειλε ὅτι ἔχει ζωηρὴ ἐπιθυμία νὰ τραγουδήσει τὸν Πυθικὸ νόμο ὑπὲρ τῆς δικῆς του σωτηρίας καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ πλοίου καὶ τῶν ἐπιβατῶν. [161d] Ὕστερα πῆγε καὶ στάθηκε στὴν πρύμνη, δίπλα στὴν κουπαστή, καί, ἀφοῦ πρῶτα μὲ ἕνα προανάκρουσμα ἔκανε μιὰ ἐπίκληση στοὺς θεοὺς τοῦ πελάγους, ἄρχισε νὰ τραγουδάει τὸν νόμο. Δὲν εἶχε ἀκόμη φτάσει στὴ μέση του, ὅταν ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει μέσα στὴ θάλασσα καὶ νὰ φαίνεται πιὰ ἡ Πελοπόννησος. Ὅταν λοιπὸν οἱ ναῦτες δὲν περίμεναν πιὰ νά ᾽ρθει ἡ νύχτα, ἀλλὰ προχωροῦσαν στὸ φονικό τους ἔργο, ὁ Ἀρίονας, μόλις εἶδε γυμνὰ τὰ ξίφη καὶ τὸν κυβερνήτη νὰ σκεπάζει πιὰ τὸ πρόσωπό του, ρίχτηκε μ᾽ ἕνα πήδημα στὴ θάλασσα, ὅσο μποροῦσε πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ καράβι. Προτοῦ ὅμως βυθιστεῖ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, ἔτρεξαν ἀπὸ κάτω του δελφίνια καὶ τὸν ξανάβγαλαν στὴν ἐπιφάνεια. Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀρίονας τὰ ἔχασε καὶ ἡ ψυχή του γέμισε ἀπὸ ἀνασφάλεια καὶ ταραχή. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ἡ μεταφορά του γινόταν εὔκολα καὶ ἄνετα καὶ ὅτι πολλὰ δελφίνια μαζεύονταν [161e] γύρω του μὲ φιλικὴ διάθεση, ἀναλαμβάνοντας διαδοχικὰ τὸ ἔργο τῆς μεταφορᾶς του σὰν ἕνα λειτούργημα ὑποχρεωτικό, σὰν ἕνα καθῆκον ὅλων τους, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅτι τὸ πλοῖο, ἔχοντας μείνει πολὺ πίσω, τὸν βοηθοῦσε νὰ καταλάβει τὴν ταχύτητά τους, γεννήθηκε μέσα του, ὅπως εἶπε, ὄχι τόσο ὁ φόβος τοῦ θανάτου, οὔτε ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς, ὅσο ἡ φιλοδοξία νὰ σωθεῖ, γιὰ νὰ φανεῖ καθαρὰ ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπητὸς στοὺς θεοὺς καί, συγχρόνως, νὰ κερδίσει μιὰ σίγουρη γνώμη γιὰ τοὺς θεούς. Βλέποντας τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν οὐρανὸ γεμᾶτο ἀπὸ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι νὰ ἀνατέλλει λαμπερὸ καὶ καθαρό, [161f] καὶ ἐνῷ ἡ θάλασσα ἔμενε ἀκύμαντη σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση, ἕνας δρόμος νὰ ἀνοίγεται γιὰ τὴν πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ὅτι τὸ μάτι τῆς Δικαιοσύνης δὲν εἶναι μόνο ἕνα, ἀλλ᾽ ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μάτια του ὁ θεὸς βλέπει γύρω τριγύρω ὅλα ὅσα γίνονται σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα. Μὲ αὐτοὺς τοὺς διαλογισμοὺς τὸ κουρασμένο καὶ βαρὺ πιὰ σῶμα του ἔβρισκε, ἔλεγε, ἀνακούφιση. Καὶ ὅταν στὸ τέλος βρέθηκε μπροστά τους τὸ ἀπότομο καὶ ψηλὸ ἀκρωτήριο, καὶ τὰ δελφίνια, παρακάμπτοντάς το μὲ πολλὴ προσοχή, παρέπλεαν ξυστὰ τὴ στεριὰ σὰν νὰ ὁδηγοῦσαν μὲ ἀσφάλεια [162a] ἕνα σκάφος στὸ λιμάνι, δὲν εἶχε πιὰ καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ἡ μεταφορά του ἔγινε μὲ ὁδηγὸ τὸ θεό.»Και ὁ Γόργος συνέχισε: «Ἀφοῦ μᾶς τὰ διηγήθηκε ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀρίονας, ἐγὼ τὸν ρώτησα ποῦ κατὰ τὴ γνώμη του θὰ ἔπιανε στεριὰ τὸ καράβι. Ἐκεῖνος ἀπάντησε σίγουρα στὴν Κόρινθο, μόνο ποὺ θὰ καθυστεροῦσε πολὺ· γιατί κατὰ τὴ γνώμη του, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἔπεσε τὸ βράδυ στὴ θάλασσα, τὰ δελφίνια τὸν μετέφεραν σὲ μιὰ ἀπόσταση ὄχι μικρότερη ἀπὸ πεντακόσια στάδια, καὶ ὁ ἀέρας εἶχε πέσει ἀμέσως». Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, ὁ Γόργος εἶπε ὅτι, μόλις ἔμαθε καὶ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ πλοίου τὸ ὄνομα καὶ τοῦ κυβερνήτη, καθὼς καὶ τὸ ἔμβλημα τοῦ πλοίου, ἔστειλε πλοῖα καὶ στρατιῶτες [162b] νὰ παραφυλάξουν στὶς σκάλες ὅπου πιάνουν τὰ πλοῖα, τὸν Ἀρίονα ὅμως τὸν ἔφερε μαζί του, κρυμμένον, γιὰ νὰ μὴ προλάβουν οἱ ναῦτες νὰ μάθουν ὅτι σώθηκε καὶ ἔτσι νὰ διαφύγουν. Πραγματικὰ ὅλα ἔμοιαζαν, ὅπως εἶπε, νὰ γίνονται μὲ θεϊκὴ βούληση καὶ καθοδήγηση· γιατί μόλις οἱ ἴδιοι ἔφτασαν ἐδῶ, πληροφορήθηκαν ὅτι τὸ πλοῖο κατασχέθηκε καὶ οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς ναῦτες



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
•William Smith, "Dictionary of greek and roman biography and mythology", Boston, 1867
•Πλουτάρχου, "Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιο" 
•Αἰλιανοῦ, Περὶ ζώων ἰδιότητες 
Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία 
A. Smaller "History of Greek", New York, 1897
•Μουσικὴ Α' γυμνασίου, Ἰωάννου Μαρτζιώτη, Νικολάου Τσιγκούλη & Ἀνδρέα Θ. Βουτσινά, Ἀθήνα, 1982 




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου