Τρίτη 25 Ιουνίου 2019


ЭIЄ
ΤΟ ΣΠΑΘΙ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ ΚΑΙ ΤΟ ΕΞΚΑΛΙΜΠΟΥΡ ΤΟΥ ΑΡΘΟΥΡΟΥ - ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ ΚΙ Ο ΙΠΠΟΤΙΣΜΟΣ

Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Βαφίνης 


  Στὴν προϊστορικὴ ἐποχὴ ἔζησαν ἄνθρωποι ποὺ ἀπόκτησαν μεγάλη φήμη ἐκ τῶν κοινοφελὼν ἔργων τους. Τὰ ἡρωικά τους κατορθώματα καταγράφηκαν στὴν μνήμη τῶν λαῶν τους ὡς μεγάλες εὐεργεσίες. 
 Εἰς τὸ πάλαι ποτέ, εἰς τὴν πόλη τῆς Ἀθήνας, κράδαινε τὸ βασιλικὸ σκῆπτρο ἕνας ἀπόγονος τῶν  ὅπου τὸ ὄνομα τοῦ ἦταν Αἰγεύς
 Ὁ Αἰγέας, λοιπόν, ὡς ἀπόγονος τῶν γηγενῶν Ἐρεχθείδων, εἶχε ἕναν ἀθεράπευτο καημὸ στὴν βασιλικὴ βιωτή του. Ἔχοντας τελέσει δύο γάμους δὲν ἠδύνατο νὰ ἀποκτήσει ἕναν διάδοχο τοῦ βασιλικοῦ του θρόνου. 
 Μὴ δυνάμενος νὰ τὸ ἀποδεχθεῖ πῆρε τὴν ἀπόφαση νὰ πάει στὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, γιὰ νὰ λάβει χρησμὸ περὶ τῆς ἀτεκνίας του.   Ἡ Πυθία ἔδωσε τὸν χρησμὸ λέγοντάς του νὰ μὴν ἀνοίξει τὸ στόμιο τοῦ ἀσκοῦ μὲ τὸ κρασί, πρὶν ἐπιστρέψει στὴν Ἀθήνα. 
 Ἐκεῖνος μὴ κατανοῶντας τὸν χρησμὸ κατὰ τὴν ἐπιστροφή του πέρασε ἀπὸ τὴν πόλη της Τροιζήνας, ὅπου κατοικοέδρευε ὁ φίλος του βασιλιᾶς Πιτθέας. Μεταξὺ τῶν δύο βασιλέων διατηροῦνταν ἀπὸ καιροῦ μιὰ σεβαστὴ φιλία. Γι' αὐτό, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ συμποσίου, ὁ Αἰγεύς του ἀποκάλυψε τὸν δυσνόητο χρησμὸ ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὴν Πυθία. Ὁ Πιτθέας, ὄντας σοφὸς γέροντας, κατανόησε γιὰ τὸ πὼς ἔπρεπε νὰ τὸ διαχειριστεῖ. Ἀφοῦ πρῶτα μέθυσε μὲ δυνατὸ οἶνο τὸν Αἰγέα τὸν ἔβαλε νὰ συγκοιμηθεῖ στὴν κλίνη μὲ τὴν κόρη του Αἴθρα
 Ἡ πριγκιποπούλα της Τροιζήνας, μετὰ τὴν νυχτερινὴ συνεύρεση μὲ τὸν βασιλιᾶ τῆς Ἀθήνας, μεταφέρθηκε στὸ νησὶ τῆς Ἀγάπης ὅπου συνδέθηκε ὑπερβατικὰ καὶ μὲ τὸν θεὸ τῆς θάλασσας Ποσειδῶνα[δεν συνευρέθηκε μὲ τὸν Ποσειδῶνα ἁπλᾶ κάποια οὐράνια παρέμβαση συνέβει εἰς τὴν σύλληψη τοῦ μεγάλου ἥρωα Θησέα]. 
 Ὁ Αἰγέας, μαθαίνοντας ἄμεσα γιὰ τὴν ἐγκυμοσύνη της Αἴθρας τῆς ἀποκάλυψε τὸ σχέδιο πρὶ τοῦ ἀπογόνου του. Δηλαδή, τὴν ἐνημέρωσε γιὰ τὴν τοποθέτηση τῶν ἱερῶν συμβόλων τῆς βασιλικῆς γενιᾶς τῶν Ἀθηνῶν κάτω ἀπὸ ἕνα πελώριο βράχο. 
 Τῆς ἄφησε, ἀμέσως ἐντολὴ ὅτι ἐὰν γεννήσει γιό, κι ἀφοῦ πρωτίστως ὁλοκληρώσει τὰ δεκαέξι του χρόνια, νὰ τὸν ὁδηγήσει εἰς τὸ σημεῖο τῆς κρύπτης γιὰ νὰ πάρει τὸ βασιλικὸ σπαθὶ μὲ τὰ χρυσᾶ πέδιλα
 Ἐφόσον ὁ νεαρὸς κατάφερνε νὰ σηκώσει τὸν βράχο, γιὰ νὰ λάβει τὰ τεκμήρια τῆς βασιλικῆς ἐξουσίας, τοῦτο ἄμεσα θὰ πιστοποιοῦσε καὶ τὴν γνησιότητα τοῦ βασιλικοῦ διαδόχου του θρόνου τῶν Ἀθηνῶν. 

Ἀρχαῖο ἑλληνικὸ ἀνάγλυφο ποὺ δείχνει τὸν Θησέα νὰ σηκώνει τὸν πελώριο βράχο γιὰ νὰ πάρει τὸ σπαθὶ καὶ τὰ σανδάλια τοῦ βασιλικοῦ οἴκου τοῦ πατέρα τοῦ Αἰγέα. 
Πίσω ἀκριβῶς φαίνεται ἡ Αἴθρα νά 
τὸν κατευθύνει. 

  Μετὰ λοιπόν, τὴν παρέλευση ἐννέα μηνῶν ἡ Αἴθρα γέννησε ἕναν υἱὸ τὸν ὁποῖο ὀνόμασε Θησέα ἤτοι καὶ Θεσέα ἕνεκα τῆς θέσης ποὺ ἔπρεπε νὰ ἀποκαλύψει πρὶν ξεκινήσει τὴν πορεία τῶν ἄθλων. 
 Ὁ Θησέας, ἕως τὰ δεκαέξι του χρόνια, ἔλαβε παντὼς ἐπιστητοῦ ἐκπαίδευση ἐκ τοῦ παιδαγωγοῦ Κοννίδα. Συντελοῦντος τῆς προβλεπόμενης ἡλικίας καὶ κατόπιν παραινέσεως τῆς μητρός του Αἴθρας ὁ Θησέας ὁδηγήθηκε στὸν μυστικὸ σημεῖο ὅπου εἶχε τοποθέτηση ὁ πατέρας του κάτω ἀπὸ ἕνα γιγάντιο βράχο τὸ σπαθὶ μὲ τὰ χρυσᾶ σανδάλιά του. 
 Ὁ Ἀθηναῖος ἥρως, ἀποδεικνύοντας τὴν θεία καταγωγή του σήκωσε μὲ μιὰ κίνηση τὸν ὀγκώδεις βράχο καὶ πῆρε τὰ ἱερὰ σύμβολα. 
 Τοῦτος μοιάζει νὰ εἶναι ὁ πρῶτος του ἆθλος ὅπου τὸν ὁδήγησε στὰ ἑπόμενα πολυθρύλητα κατορθώματα του. 
 Ὅπως διαφαίνεται ἱστορικά, τὸ σπαθὶ καὶ τὰ χρυσᾶ σανδάλια εἶχαν κάποια ἰδιαίτερη συμβολικὴ ἀξία καὶ ὁ κάτοχος τῶν ἱερῶν συμβόλων χρίζονταν, ἐλέῳ Θεοῦ, βασιλιᾶς ἢ διάδοχος τοῦ θρόνου. 

Ἡ εἰκόνα ἑνὸς σπαθιοῦ ποὺ βρέθηκε στὸν τύμβο τοῦ πολεμιστῆ ὅπως ἀναγράφεται κάτωθι στὴν ἀνάρτηση τοῦ φωτογραφικοῦ 
ἀρχαιολογικοῦ ὑλικοῦ τοῦ Edouard Dodwell:"Ancient sword found 
at the tomb of a warrior in Athens 1819 Edouard Dodwell". Γιὰ τοὺς Ἀθηναίους, εἶχε παραμείνει ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ βασιλιᾶ τους Θησέα ὁ συμβολισμὸς τῆς ἱερότητας τοῦ σπαθιοῦ 
καὶ ἡ ἀξία τῆς κληρονομικότητας. 

 Μολαταῦτα, τὰ ἄνωθεν ἱστορημένα γεγονότα πρεπει νὰ θεωρηθοῦν ἀπὸ τοὺς σύγχρονους ἱστοριοδίφες γνήσια καὶ ἀληθεῖς, ἱστορικὰ κι οὐχὶ παραϊστορία, καθ' ὅσον, οἱ ἱστορικοὶ τῆς ἀρχαιότητας τὰ κατέγραψαν μὲ τὴν πρόθεση ἐγκυρότητος εἰς τὶς μακροσκελεῖς ἐξιστορήσεις τους. 
  Ἔτσι, ἂν θελήσουμε νὰ παραβάλλουμε τὴν ἱστορία τοῦ σπαθιοῦ τοῦ Θησέα μὲ τὴν ἱστορία τοῦ σπαθιοῦ του Ἀρθούρου, τὸ ἐπονόμαστο ἐξκάλιμπουρ, μέλλει νὰ ἀποκαλυφθοῦν ἐμφανῆ στοιχεῖα μεταβάσεως τῆς πρώτης ἱστορίας τοῦ σπαθιοῦ τοῦ Θησέα στὴν δεύτερη καὶ κατὰ πολὺ μεταγενέστερη τοῦ Ἀρθούρου ἡ ὁποία διασώζεται ἐλαφρῶς μυθιστοριοποιημένη. 
 Τούτη, λοιπόν, τὴν παραβαλλομένη ὑπόθεση εἰς τὴν Βρετανικὴ μυθολογία, ὡσὰν παραμυθία, ἀναμοχλεύουμε δθακριτικὰ ἐντρυφῶντας στὰ δρώμενα τῆς μεσαιωνικῆς Βρετανίας. Πρωταγωνιστής, ἐδῶ, εἶναι ὁ Ἀρθοῦρος, ὁ ἱδρυτὴς τοῦ τάγματος τῆς στρογγυλῆς τραπέζης. Στὴν πορεία ὅμως, τῆς περιγραφῆς τοῦ μύθου, θὰ δοῦμε ὅτι τὰ μυθολογικὰ γεγονότα τοῦ Ἀρθουριανοῦ κύκλου βασίζονται στὴν μεταγραφὴ τοῦ βίου Ἀττικῶν ἡρώων, ὅπως λόγου χάριν, τοῦ Θησέα, τοῦ Ἰκάριου, τοῦ Ἱππότη κ.α. 
  Ἐν ὀλίγοις, ὁ Ἀρθοῦρος ἐθεωρεῖτο ἕνας μικρὸς ἥρωας ποὺ γεννήθηκε γιὰ νὰ βασιλέψει στὴν Κελτικὴ Βρετανία πρὶν τὴν εἰσβολὴ τῶν Σαξόνων καὶ τῶν Νορμανδῶν
 Μεγάλωσε σὲ μιὰ φτωχὴ ἀγροτικὴ οἰκογένεια, θεωρῶντας, συμφώνως του μυθοπλάστου, ὅτι συντηροῦσε τὸ λαϊκὸ ἔρεισμα ἐκ τῆς ἀγροτικῆς τάξεως τοῦ λαοῦ τῆς ὑπαίθρου (δηλαδὴ ἀπὸ τὸν ἁπλὸ λαό, ὅπως καὶ ὁ Θησέας, ἄλλωστε, ὑπῆρξε πολὺ λαοφιλὴς καὶ συνάμα προστάτης τῶν ἀδυνάτων χαμηλῶν κοινωνικῶν τάξεων). 
  Ὁ μῦθος τῆς Ἀρθουριανῆς λογοτεχνίας λέει ὅτι, κάποτε ὑπῆρχε ἕνα ἱερὸ σπαθὶ ποὺ κατασκευάστηκε μὲ μαγικὸ τρόπο ἀπὸ τὸν μάγο Μέρλιν, κι ὀνομάστηκε ἐξκάλιμπερ ἢ ἐξκάλιμπουρ. Τὸ σπαθὶ τὸ δώρισε στὸν βασιλιᾶ Πέντραγκον ὁ Μέρλιν, σὲ κάποια μεταξύ τους συνδιαλλαγή. 
  Τελικά, ἔπειτα ἀπὸ πολλὲς περιπέτειες, ὁ Οὖθερ Πέτραγκον, ὁ γνήσιος πατέρας του Ἀρθούρου, κάρφωσε τὸ ἐξκάλιμπερ σ' ἕνα βράχο, λίγο πρὶν πεθάνει. Γιὰ πολὺ καιρὸ οἱ ἱππότες της Βρετανίας προσπαθοῦσαν νὰ ξεσφηνώσουν τὸ ἱερὸ σπαθὶ ἀπὸ τὸ βράχο μὰ κανείς τους δὲν τὸ κατάφερνε. 
  Ὁ μικρὸς Ἀρθοῦρος, μετὰ τὸ θάνατο τῶν γονιῶν του υἱοθετήθηκε ἀπὸ μιὰ ἀγροτικὴ οἰκογένεια. Κάποια στιγμή, ποὺ ἐκτελοῦσε χρέη ἱπποκόμου, τοῦ ζητήθηκε ἀπὸ κάποιον ἱππότη νὰ τοῦ φέρει ἕνα σπαθί.   Ἐκεῖνος, ἀναζητῶντας τὴν εὕρεση ἑνὸς σπαθιοῦ ὁδηγήθηκε στὸν βράχο μὲ τὸ καρφωμένο ἐξκάλιμπουρ. Χωρὶς νὰ γνωρίζει τίποτα γιὰ τὸ μυστήριο ποὺ περιβάλλει αὐτὸ τὸ σπαθί, τραβῶντας το, τὸ ἔβγαλε μέσα ἀπὸ τὸν βράχο. Τότε, βλέποντας ὅλοι τὸ γεγονὸς θεώρησαν ὅτι, ἡ κατάρα τοῦ σπαθιοῦ λύθηκε κι ὁ Ἀρθοῦρος μέλλει νὰ ἀνακηρυχθεῖ ὁ νέος βασιλιᾶς της Κελτικῆς Βρετανίας

Ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τοῦ νεαροῦ 
Ἀρθούρου ποὺ ἕλκει τὸ ἐξκάλιμπουρ καὶ τὸ ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὸν βράχο 

  Μετὰ ἀπὸ τὴν στέψη του, ὁ Ἀρθοῦρος, γίνεται ἐκτελεστὴς μεγάλων ἄθλων εἴτε πολεμικῆς ὑπεροχῆς εἴτε κυβερνητικῆς διαχείρισης. 
 Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀντανακλοῦν μιὰ ἐλαφρῶς παρηλλαγμένη ἐξιστόρηση σημαντικῶν ἡρωικῶν ἄθλων τῆς ζωῆς τοῦ Ἕλληνα Θησέα, πρότυπου βασιλιᾶ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 
 Οἱ ἆθλοι τοῦ Θησέως, ποὺ υἱοθετήθηκαν καὶ μεταφέρθηκαν στὴν ἀνάπλαση τῆς μυθολογικης ὕλης τοῦ Ἀρθούρου πιστοποιοῦνται κι ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ στὰ λήμματα, Θησέας καὶ Ἀρθοῦρος ἀντίστοιχα. 
 Πιὸ συγκεκριμένα, στὸ λῆμμα Ἀρθοῦρος, ἀναφέρεται ὁ ἐν λόγῳ βασιλέας της Βρετανίας ὡς ἥρωας ποὺ ἔφερε τὸν πολιτισμὸ καὶ τὴν δημιουργία, τὸ ὁποῖο τροποτινὰ ἀντικατοπτρίζει τὰ μεγάλα ἔργα ποὺ πρόσφερε στὴν ἱστορία τοῦ ἀνθρώπου ὁ Ἕλληνας Ἀθηναῖος ἥρωας Θησέας [1]. 
 Ὀφείλω ἐδῶ νὰ ἐνημερώσω ὅτι, ὁ Θησέας ὑπῆρξε πρόσωπο ἱστορικὸν καὶ τὸ ἐπιβεβαιώνουν μεταγενέστερες ἱστορικὲς πηγὲς ὅπως ἡ μαρτυρία περὶ τῆς συλλογῆς καὶ μεταφορᾶς των ὀστώντου ἥρωος στὴν Ἀθήνα ἀπὸ τὸν πολιτικό - στρατηγὸ Κίμωνα Μιλτιάδους
 Τὸ ὄνομα τοῦ Θησέα δὲν ἔσβησε στὴν πορεία τοῦ χρόνου, ἀκόμα καὶ κατὰ τὴν χριστιανικὴ ἐποχὴ ὅπου ἐξυμνήθηκε ἀπὸ τὸν ἐπίσκοπο τῶν Ἀθηνῶν, Μιχαὴλ Χωνιάτηὡς προστάτης τῶν γραμμάτων καὶ πρωτεργάτης τῶν νόμων καὶ τῆς δικαιοσύνης. 
 Ἐπιπλέον, στὸ λῆμμα Ἀρθοῦρος, καταγράφεται ἡ ἐνδεδειγμένη κλοπὴ θεμάτων ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία, ὅπως, τὸ δικαίωμα στὴν ἐξουσία μὲ τὴν ἀπόκτηση τοῦ ξίφους, παρμένο ἀπὸ τὸν μῦθο τοῦ Θησέα, καὶ ἐπίσης ὁ τρόπος γέννησης τοῦ Ἀρθούρου, παρμένος ἀπὸ τὸν μῦθο τοῦ Ἡρακλῆ κι ὁμοίως ἡ προδοσία της σύζυγο τοῦ βασιλιᾶ Ἀρθούρου ἀπὸ συγγενικὸ πρόσωπο κλεμμένο ἀπὸ τὴν βιογραφία τοῦ Ἀχαιοῦ βασιλέα Ἀγαμέμνων

Ζωγραφικὴ ἀπεικόνιση τῆς ἔλευσης 
τοῦ ἥρωα Θησέα στὰ πατρογονικὰ ἐδάφη ὅπου ἀναγνωρίζεται, κατὰ τὴν πρώτη τους συνάντηση, ἀπὸ τὸν πατέρα τοῦ, βασιλέα τῆς Ἀθήνας, Αἰγέα, διὰ μέσου τοῦ βασιλικοῦ 
σπαθιοῦ - ξίφους. 

 Ἐν τούτοις, περὶ τῆς ἱστορικῆς ὑπάρξεως τοῦ βασιλέως Ἀρθούρου δὲν τίθεται κανένα ἀξιόπιστο κριτήριο. Οὕτως εἰπεῖν, ἡ φερωνυμία τοῦ ἐν λόγῳ προσώπου μέλλει νὰ ἀναζητηθεῖ ὡς μιὰ παραφθορὰ τοῦ ὀνόματος ἐκ τοῦ λαμπροτάτου ἄστρου του Βοώτη Ἀρκτούρου
 Ὁ Ἀρκτοῦρος, ἐμφανῶς ἐμπεριέχει μία μυθολογικὴ σχέση μὲ τὸν Ἀττικὸ ἥρωα Ἰκάριο, τοῦ ὁποίου ἡ βιογραφία ἀποσυμβολίζει τὸν μῦθο του ἀστέρα Ἀρκτοῦρο του Βοώτη. Συνελλόντι, ὁ Ἀρκτοῦρος σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία εἶναι ὁ Ἰκάριος ποὺ καταστερίστηκε στὸν οὐρανὸ ἀπὸ τὸν θεὸ Ζεύς. 
  Ἡ ἱστορία του Ἰκάριου ἢ Ἴκαρου ἢ Ἰκαρίων, τῆς Αἰγηίδος φυλῆς τῶν Ἀθηνῶν, ὅπου διαβιοῖ ἐπὶ τῆς βασιλείας του Ἐρεχθείδη Πανδίονα στὴν περιοχὴ τῶν Μεσογείων Ἀττικῆς, μυθιστορεῖται μὲ τὰ ἑξῆς περαιτέρω σχόλια: "Κάποτε ὅταν ὁ Ἰκάριος δέχτηκε νὰ φιλοξενήσει τὸν Διόνυσο, ὁ θεὸς τῆς ἀμπέλου καὶ τοῦ οἴνου γιὰ νὰ ἀνταμείψει τὴν θερμὴ ὑποδοχή του Ἰκάριου, τοῦ ἔκανε δῶρο τὴν γνώση της ἀμπελοκαλλιέργειας καὶ τῆς οἰνοποιίας. 
 Ὁ Ἰκάριος θέλοντας νὰ μεταλαμπαδεύσει τὴν τέχνη τῆς διονυσιακῆς καλλιέργειας καὶ παραγωγῆς τοῦ ὑδαροῦς ποτοῦ συναντῶντας τοὺς ἡμεδαποὺς συμπολῖτες του πρόσφερε νὰ πιοῦν τὸν ἄκρατο διονυσιακὸ οἶνο. Ἡ μέθη ποὺ τοὺς προκάλεσε τὸ ἀλκοὸλ τοῦ οἴνου ἀντιμετωπίστηκε ἄμεσα μὲ βαριὰ καχυποψία καὶ χωρὶς νὰ τὸν δικάσουν θανάτωσαν τὸν Ἰκάριο, ἰσχυριζόμενοι ὅτι τὸ θῦμα προσπάθησε νὰ τοὺς δηλητηριάσει. Λίγο ἀργότερα ἡ κόρη του Ἠριγόνη, καθοδηγούμενη ἀπὸ τὴν σκύλα της Μαίρα ἢ Μαρία, ἔφτασε στὸν Ὑμηττὸ ὅπου ἐκεῖ βρῆκε τὸν τάφο τοῦ πατέρα της ὅπου τὸν εἶχαν θάψει οἱ φονεῖς του. Στὸ σημεῖο αὐτό, ἡ νεαρὴ κόρη, ἀπὸ τὴν λύπη της, ἀπαγχονίστηκε"
 Ἡ Ἠριγόνη, ὑπῆρξε ἕνα μυθολογικὸ πρόσωπο ὅπου συμβόλιζε τὴν Αὐγή, κι ἀναφέρονταν ὅτι πέθανε σὲ νεαρὴ ἡλικία. Ὁ ἄδικος θάνατος τῆς ἐπέφερε τὴν θεία μῆνιν μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἐπέλθει ἡ ἀρρώστια τῆς πανούκλας ἢ τῆς λύσσας σὲ ὅλες τὶς παρθένες τῆς Ἀττικῆς, ποὺ πλέον ἀλλόφρονες ἀπαγχονίζονταν ὡσάν την Ἠριγόνη. 
 Ὁ Δίας κι ὁ Διόνυσος, βλέποντας τὴν τροπὴ τοῦ μοιραίου δράματος, μετέτρεψαν σὲ οὐράνιους ἀστερισμούς τους τρεῖς πρωταγωνιστές. Ὁ Ἰκάριος ἔγινε ὁ λαμπρὸς ἀστήρ του Βοώτη, ἐπονομαζόμενος ὡς Ἀρκτοῦρος ἢ Ἀρθοῦρος, ἡ Ἠριγόνη ὁ ἀστερισμὸς τῆς Παρθένου καὶ ἡ σκυλίτσα Μαίρα τὸ ἄστρο τοῦ κυνός
 Γιὰ νὰ ἐξευμενίσουν τὸ κακό, οἱ Ἀθηναῖοι, ἔπιασαν τοὺς δράστες τοῦ ἐγκλήματος καὶ τοὺς τιμώρησαν. Ἔπειτα, θέσπισαν μιὰ ἐξωραϊστικὴ καὶ γονιμικἠ ἑορτὴ ποὺ τὴν ὀνόμασαν ΑἰώραἘώρα. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς ἑορτῆς δίνονταν ἕνας ἐπιτραπέζιος δεῖπνοςΕὔδειπνος λεγόμενος, ὅπου ἔψαλλαν ὁμόφωνα ἕνα ἆσμα. 
 Τοῦτο, τὸ ἑλληνικὸ ἀθηναϊκὸ ἔθος υἱοθετήθηκε ἀπὸ τοὺς Βάρδους μυθογράφους γιὰ νὰ περιγράψουν τὶς γιορτὲς τῶν ἱπποτῶν τῆς στρογγυλῆς τραπέζης μὲ τὰ ἄσματα καὶ τὸ πιοτὸ ποὺ ἔπιναν στὸ κύπελλο μπράγκα
 Κατὰ τὴν ἐποχή, λοιπόν, τοῦ Ἰκάριου καὶ τῆς Ἠριγόνης γεννιέται καὶ ὁ μῦθος τοῦ σπαθιοῦ τοῦ Αἰγέα του γιοῦ τοῦ Πανδίονα καὶ πατέρα τοῦ Θησέα. Ἀποσπασμάτια αὐτοῦ τοῦ μύθου φαίνεται πὼς ταξίδεψαν πρὸς τὴν Βρετανικὴ ἤπειρο, στοὺς μεταχριστιανικοὺς αἰῶνες, τότε ποὺ πλάθεται ἐκ τῶν ἐπικῶν ποιητῶν ὁ μορφικὸς χαρακτῆρας τοῦ βασιλιᾶ Ἀρθούρου. 
 Οἱ ὁμοιότητες τοῦ μύθου ὅπου ἔπλασαν γιὰ τὸν Βρετανὸ βασιλέα ἕλκουν τὴν καταγωγή τους ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικῆς ποιήσεως
 Ἐπιπλέον, περὶ τῆς δημιουργίας τοῦ ἱπποτικοῦ τάγματος τοῦ Ἀρθούρου, ὀφείλουμε νὰ ἀναζητήσουμε τὶς πιθανὲς ρίζες προελεύσεως εἰς τὴν ἀρχαία προϊστορικὴ Ἀθήνα. Τὸ καιρὸ ἐκεῖνο ὑπῆρξε ἕνας μυθολογικὸς ἥρωας ποὺ ὀνομάζονταν Ἱππότης
 Προκειμένου ὅμως, νὰ ἀποκαλύψουμε τὰ πιὸ βαθιὰ αἴτια τῆς πατρότητας τοῦ ὅρου τῆς ἱππικῆς ἢ ἱπποτικῆς ἢ ἰππευτικὴς τέχνης ἀναζητοῦμε τὰ χνάρια τοῦ θαλάσσιου θεοῦ Ποσειδῶνα, ὁ ὁποῖος δίδαξε τοὺς Ἀθηναίους, πρώτους ἀπ' ὅλους, τὴν ἱππικὴ τέχνη. Γιὰ τὴν ἐν λόγῳ εὐεργεσία του στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν ὀνομάστηκε καὶ Ἴππιος Ποσειδῶν
 Οἱ Ἀθηναῖοι, τιμοῦσαν τὸν Ἴππιο Ποσειδῶνα σ' ἕνα ἀπ' τοὺς ἱεροὺς λόφους τῆς Ἀθήνας ποὺ ὀνομάζονταν Ἴππιος Κολωνός
 Στὰ μυθολογούμενα τους, οἱ Ἀθηναῖοι, ἐξιστοροῦσαν τὸ γεγονὸς τῆς διδασκαλίας τῆς ἱππικῆς τέχνης ἀπὸ τὸν Ποσειδῶνα στοὺς ἐγχώριους κατοίκους τῆς ἐνδόξου πόλεως. 
 Ἐπίσης, λέγεται ὅτι, ἦταν ἐκεῖνος ὅπου προσάρτησε πρῶτος ἕνα αὐτοσχέδιο ἅρμα στοὺς ἵππους. Ἔτσι, γεννήθηκε ἡ ἀρματοδρομία. Πραγματικά, μιὰ τόσο βαθιὰ ἐπιρροὴ εἶχε ἡ ἰππευτικὴ τέχνη στὴν ζωὴ τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν ὅπου θεσμοθετήθηκε ἰδιαιτέρα ὀνομασία κοινωνικῆς τάξης ἡ ὁποία ὀνομάζονταν Ἱππεῖς [2]. 
 Αὐτοί, ὑπῆρξαν, κατὰ μίαν ἐκδοχή, οἱ πρῶτοι ἱππότες, οἱ ἀσχολούμενοι μόνο μὲ τὰ ἄλογα, τὴν ἱππικὴ τέχνη, τοὺς κανόνες εὐγένειας καὶ τὴν τιμὴ τῶν ὅπλων, οἱ κοινῶς ὀνομαστοὶ εὐπατρίδες. Τοῦτοι, οἱ ἀλογοτρόφοι ἱππεῖς ἦταν μιὰ κοινότητα μέσα στὴν κοινότητα τῆς πολιτείας, ποὺ συμμετεῖχαν ὑπὸ τὴν μορφὴ ἱεροτελεστίας στὴν μεγαλύτερη ἑορταστικὴ ἐκδήλωση τῶν Ἀθηνῶν, τὰ Παναθήναια


Τὸ ἐξκάλιμπουρ ἀπὸ τὴν ὁμώνυμη ταινία γυρισμένη τὸ 1981 κι ἀντ' αὐτοῦ στήν 
κάτωθι εἰκόνα βλέπουμε τὴν ἀνάπλαση ἑνὸς μυκηναϊκοῦ σπαθιοῦ στὴν ἐποχὴ τοῦ Θησέα. 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Στὸ κύκλο τῆς Ἀρθουριανῆς λογοτεχνίας συγκαταλέγεται καὶ ἡ περιπέτεια τοῦ Τριστάνδου καὶ τῆς Ἰζόλδης. Ἰδοὺ τί λέει ἡ Wikipedia στὸ λῆμμα Ἰζόλδη. Κατὰ τὴ διάρκεια μιᾶς περιπέτειας στὴ περιοχή της Βρετάνης, ὁ Τριστάνδος ὑποφέρει ἀπὸ μιὰ δηλητηριασμένη πληγή, ποὺ μόνο ἡ Ἰζόλδη, ὁ πιὸ ἐξειδικευμένος ἰατρὸς τοῦ κόσμου, δύναται τὴν θεραπεύσει. Στέλνει, λοιπόν, ἕνα πλοῖο, ζητῶντας ἀπ' τὸ πλήρωμά του νὰ ἀνοίξει τὰ λευκὰ πανιὰ κατὰ τὴν ἐπιστροφὴ ἂν εἶναι ἡ Ἰζόλδη ἐπάνω στὸ πλοῖο κι ἂν δὲν εἶναι νὰ παραμείνουν μὲ τὰ μαῦρα. Ἡ Ἰζόλδη συμφωνεῖ νὰ πάει, καὶ τὸ πλοῖο ξεκινάει μὲ τὰ λευκά του πανιὰ ψηλά. Ὡστόσο, ὁ Τριστάνδος εἶναι πολὺ ἀδύναμος καὶ δὲν μπορεῖ νὰ κοιτάξει ἔξω ἀπ' τὸ παράθυρό του γιὰ νὰ δεῖ τὸ χρῶμα τῶν πανιῶν. Γι' αὐτὸ ζητᾶ ἀπὸ τὴ νόμιμη σύζυγό του νὰ τὸ ἐλέγξει. Ὅμως ἀπὸ ζηλοτυπία, ἡ νόμιμη γυναῖκα τοῦ Ἴσελτ, τοῦ λέει ὅτι τὰ πανιὰ εἶναι μαῦρα καὶ ὁ Τριστάνδος μέσα στὴν ἀπόγνωση τοῦ πεθαίνει ἀμέσως. Ὅταν ἡ Ἰζόλδη, ἐπιστρέφει βρίσκει τὸν ἐραστή της νεκρό. Ἡ ὑπόθεση τῆς θανατηφόρας παρεξήγησης τῶν λευκῶν καὶ μαύρων πανιῶν εἶναι κλεμμένη ἀπὸ τὴν ἱστορία τοῦ βασιλιᾶ Αἰγέα καὶ τοῦ γιοῦ τοῦ Θησέα στὴν ἑλληνικὴ μυθιστορία. Ἐκεῖ, βλέπουμε τὸν Αἰγέα νὰ παραγγέλνει στὸν γιὸ τοῦ Θησέα, ἂν γυρίσει νικητὴς ἀπὸ τὴν Κρήτη, νὰ ἀλλάξει τὰ μαῦρα πανιὰ καὶ νὰ βάλει λευκὰ ἢ πορφυρᾶ (κατὰ μία ἄλλη ἐκδοχή). Ἀφοῦ, ἐν τέλει σκοτώνει τὸν Μινώταυρο, γυρνάει πίσω στὴν Ἀθήνα, ἀλλά, κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ ταξιδιοῦ ἀναγκάζεται, ἀφοῦ, συγκοιμήθηκε μὲ τὴν Ἀριάδνη νὰ τὴν ἀφήσει πίσω. Ἐπειδή, λοιπὸν ἦταν θλιμμένος γιὰ τὴν ἀπώλεια τῆς Ἀριάδνης, ξεχνάει ν'αλλάξει τὰ πανιὰ κι ὁ Αἰγεὺς βλέποντας τὰ μαῦρα ἱστία γκρεμίζεται ἀπὸ τὸν βράχο τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν (κατὰ ἄλλους ἀπὸ τὸν βράχο τοῦ Σουνίου). 
[2] Ἡ μοναδικὴ καταγραφὴ περὶ ἀρχαίας ἱππικῆς τέχνης συναντᾶτε στὸ σύγγραμα τοῦ Ἀθηναίου ἱστορικοῦ φιλοσόφου καὶ στρατιωτικοῦ Ξενοφῶντα, "Περὶ ἱππικῆς". Ὁ Ξενοφῶντας ὑπῆρξε ἕνας ἄριστος ἱππέας ἀλλὰ καὶ εὐγενὴς ἱππότης. Ὡς ἔφιππος πολεμιστὴς ἔλαβε μέρος σὲ πολλὲς μάχες καὶ ἐκτὸς συνόρων τῆς πατρίδας του, ὅπως παρὰ τὸ πλευρὸ τοῦ φιλέλληνα βασιλέα της Περσίας Κύρου. Θὰ λέγαμε ὅμως ὅτι, ἡ ἔννοια τοῦ ἱππότη πρωτοεμφανίζεται στὰ ἐπικὰ κείμενα τοῦ Ὁμήρου, ὅπου, ὁ ραψωδὸς προσφωνεῖ τὸν Νέστορα στὴν Ἰλιάδα ὡς ἱππότη: "ἱππότα Νέστωρ" (Ἰλιὰς Β 336). 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΙ ΘΗΣΑΥΡΟΙ, ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ,  ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν
•Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι/Θησέας 
•Διόδωρου Σικελιώτης, Ἱστορικὴ Βιβλιοθήκη 
•Ἀπολλόδωρου Βιβλιοθήκη 
•Παυσανίου, Ἀττικά 
•Ὁμήρου, Ἰλιάς 



Παρασκευή 7 Ιουνίου 2019


ЭIЄ
Ο ΓΙΓΑΝΤΑΣ ΚΕΚΡΟΨ ΕΝΑΣ ΕΥΦΥΗΣ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣ - ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ Βαφίνης 
-
  Ἕνα ἀρχαιολογικὸ παράδοξο, τὸ ὁποῖο τίθεται ὑπὸ τοῦ πρίσματος τοῦ ἱστορικοῦ ὑποβάθρου τῆς πανάρχαιας Ἀθηναϊκῆς γῆς, τὸ ὁποῖο μέλλει νὰ ἀναλυθεῖ εἰς τὴν σύντομη καὶ ἐπιτόπια ἔρευνα. 
 Τὸ παράδοξο τοῦτο στηρίζεται στὸ καταγεγραμμένο γεγονὸς τῆς ὕπαρξης τοῦ ἱεροῦ τάφου του Κέκροψ εἰς τὸν βράχο τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν
 Ὁ Κέκροπας ὑπῆρξε μυθικὸς βασιλιᾶς τῆς Ἀθήνας καὶ σύμφωνα μὲ τὶς διάσπαρτες γραπτὲς ἢ προφορικὲς μαρτυρίες ὁ τάφος του τοποθετεῖται στὴν νότια πλευρά του Ἐρεχθείου
 Τὸ ταφικὸ μνημεῖο τοῦ νομοθέτη - βασιλιᾶ Κέκροπα, δὲν θεωρεῖτε ἐμφανές, καθότι βρίσκεται κάτω ἀπὸ τὸ αἴθριο τοῦ Ἐρεχθείου, ὅπου φυλάσσουν οἱ Κόρες ἤτοι καὶ Καρυάτιδες. Τὸ αἴθριον στηρίζεται σὲ ἕξι κολῶνες σὲ σχηματισμὸ ἀνάγλυφης ὄψης Ἀττικῶν Κορῶν.
 Ἐκεῖ βαθιά, κάτω ἀπὸ τὰ πόδια τῶν Κορῶν - Καρυάτιδων, βρίσκεται θαμμένος ὁ βασιλιᾶς καὶ ἱδρυτής - κατὰ μία ἄποψη - τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ἡ ἐπί μέρους αὐτόνομη οἰκοδομή του Ἐρέχθειου, μὲ σημεῖο ἀναφορᾶς τὶς Κόρες - Καρυάτιδες, ὀνομάζονταν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους ὡς Κεκρόπιον

Στὴν εἰκόνα οἱ Κόρες - Καρυάτιδες τοῦ Ἐρεχθείου οἱ ἀναφερόμενες καί 
ὡς ''πρόστασις τῶν κορῶν'' 

 Οἱ Κόρες - Καρυάτιδες δὲν βρίσκονται ἐνταῦθα γιὰ νὰ κρατοῦν μόνο τὴν στέγη μὲ τὸ κεφάλι τους, ἀλλὰ στέκουν αἰῶνες τώρα, ἀτάραχες κι ἀκίνητες, ἀποτίοντας ἱερὲς προσφορὲς στὸν πρωτογενῆ Ἀθηναῖο Ἄνακτα. 
 Ἄλλωστε, σὲ τοῦτο τὸ ἱερὸ ἔδαφος διεξήχθη ἡ ἀντιπαράθεση μεταξὺ Ἀθηνᾶς καὶ Ποσειδῶνα γιὰ τὴν ἐπικράτηση τῆς προστασίας τῆς Πόλεως, ποὺ τότε ὀνομάζονταν Κεκροπία
 Ὁ Κέκροψ ἐπέλεξε τὸ δῶρο τῆς Ἀθηνᾶς, δηλαδὴ ἡ ἱερὴ ἐλιά, καὶ παραχώρησε τὴν  προστασία τῆς Πόλεως στὴν θεὰ τῆς Σοφίας. 
 Ἔτσι, ὀνομάστηκε ἡ πόλη Ἀθήνα, ἀπὸ τὸ ὄνομα τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς, καὶ πρὸς τιμήν της ἀνεγέρθηκε ναὸς ἐπὶ τῆς Ἀκροπόλεως. 
 Ἔκτοτε, ὁ Κέκροψ θεωρήθηκε ἱδρυτὴς τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν. Βέβαια, ἄλλοι, λέγουν ὅπως ἐπὶ παραδείγματι ὁ Πλάτων ὅτι, τὴν πόλη τὴν οἰκοδόμησε ἡ ἴδια ἡ Ἀθήνα. 
Συμβουλευόμενος τὶς ἀρχαῖες ἱστορικὲς πηγές, ἡ καταγωγή του Κέκροπος ἀποδεικνύεται Ἀττικόθεν. Οἱ παλαιοὶ μυθοποιοὶ τὸν ἀποκαλοῦν γιὸ τοῦ Δράκοντος καὶ τῆς Γαίας. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Τάκιτος[1] ἰσχυρίζεται ὅτι, ὁ Κέκροψ, ἦρθε ἀπὸ τὴν πόλη Σάϊδα τῆς Αἰγύπτου, ὁπότε τὸν θεωρεῖ μᾶλλον ὡς Αἰγύπτιο τὸ γένος. 
 Ἐν τούτοις, ὁ Θεόπομπος καὶ ὁ Καλλισθένης παραθέτουν τὴν ὀρθὴ γνώμη, ὅτι, ἐξ ἐναντίας, ἡ Σάϊδα τῆς Αἰγύπτου εἶναι Ἀθηναϊκὴ ἀποικία, ὁπότε, ὁ Κέκροψ ἐπανῆλθε στὴν Ἀθήνα ἐξ ἀθηναϊκῆς ἀποικίας. 
 Ἐπ' αὐτοῦ συμφωνεῖ καὶ ὁ Ἀπολλόδωρος, ὁ ὁποῖος ὅμως, στὴν βιβλιοθήκη του ἀναφέρει τὸν βασιλιᾶ Κέκροπα ὡς γηγενῆ κι αὐτόχθων Ἀθηναῖο ἐκφυόμενο ἐκ τῆς γῆς. Μάλιστα, τοῦ ἀποδίδει καὶ τὸ προσωνύμιο δρακοντοφυής
 Ἡ προσφώνηση τοῦ προϊστορικοῦ βασιλέα Κέκροπα ὡς Δράκοντα, κατὰ μία ἔννοια εἶναι συμβολικὴ κι ἀναδεικνύει τὴν γιγάντια ὑπερμεγέθης φύση καὶ δύναμη του, ἀλλὰ καὶ ἕτερον τὴν πνευματικὴ ἰδιοφυΐα του, δεδομένο τωόντι ἡ μήτηρ του Γῆ τὸν εἶχε προικίσει μὲ ὅλα τὰ νάματα τῆς γήινης φύσεως. 

Ἡ ἀναπαράσταση τοῦ Κέκροπος σὲ μελανόμορφο Ἀττικὸ ἀγγεῖο τοῦ 4ου αἰῶνα π.Χ. τὸν παρουσιάζει ὡς διφυῆ ὀντότητα κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπου καὶ τὸ ἄλλο μισὸ δράκου. Ὑπάρχει μιὰ θεωρία στὸ λεξικὸ τοῦ Beigbeder[Lexique σελ. 395] ποὺ λέει ὅτι, ἕνα εἶδος δράκου, ἡ μικρὴ ὕδρα τοῦ Νείλου, θεωροῦνταν ὁ καλὸς δράκος ἢ ἀκόμη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ (ΛΕΞΙΚΟ Bestiario, λῆμμα Δράκος). Ἐδῶ, ὁ δράκος συμβολίζει τὸν Χριστό-ὄφι ποὺ ἀντιμάχεται τὸν δράκο-ἀντίχριστο. Αὐτὸς ὁ φτερωτὸς ὄφις, ὅπως τὰ Σεραφεὶμ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ὑποδηλώνει τοὺς οὐράνιους, γήινους καὶ θαλάσσιους ἀγαθοδαίμονες. Ἐπίσης, ἡ μορφὴ τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου, περιγράφεται ὡς δράκου τοῦ ὁποίου πετοῦν φλόγες τὰ μάτια του ἐνῷ ἀπ' τὸ στόμα ἐξέρχεται ἕνα δίκοπο μαχαίρι παρόμοιο μὲ τὴν διχαλωτὴ γλῶσσα τοῦ δράκου. Ὑπενθυμίζω δὲ ὅτι, στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὑπῆρξε ἡ λατρεία τοῦ οἴκουρου ὄφεως. Ἕνα τέτοιο πελώριο φίδι κατοικοῦσε στὸ ἐσωτερικό του Ἐρεχθείου κλπ κλπ. 

  Περὶ τούτου, ἀποφαίνομαι γνώμην ἀπ' τὸ ΜΕΓΑ ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ (ETYMOLOGICON MAGNUM LEXICON), ὅπου, στὸ λῆμμα Δράκος, ὅπερ ἐκ τοῦ ρήματος δέρνω, ἐτυμολογεῖται μὲ τὴν λέξη ὀξυδερκής. 
 Ἡ ὀξυδέρκεια εἶναι ἡ εὐστροφία, ἡ ἐξυπνάδα ἡ ὀξεῖα ἀντίληψη, τὴν ὁποία σαφῶς κατεῖχε ὁ Κέκροψ, ὅπως προκύπτει ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα. 
 Ἐπίσης, στὸ λῆμμα Δρακίος, ὡς ὄνομα κύριον ἀποδίδεται ἡ ἐξήγηση ἐκ τοῦ ρήματος δρῶ[2] ποὺ σημαίνει: ὁ δραττόμενος, ὁ ἰσχυρὸς ἢ ἐκ τοῦ πράττω καὶ πρακτικός. 
 Ἄρα, ἡ παραστατικότητα τῆς ἀπεικόνισης τοῦ σὲ μελανόμορφα ἀγγεῖα, μὲ τὰ κάτω ἄκρα ὡς ὄφις ἢ δράκος ἢ ἰχθῦς, ἤθελε νὰ ἀποδόσει μιὰ σειρὰ ἀπὸ τὰ ἰδιαίτερα χαρίσματα αὐτοῦ τοῦ ἡγέτη καὶ οὐχὶ τὴν σχέση του μὲ τὰ μυθικὰ ὄντα τῶν δράκων. 
 Οἱ ἀρχαῖοι μυθοποιοὶ ἀποφαίνονται μὲ ὑπερθετικὸ βαθμὸ γιὰ τὴν δημιουργικότητα τοῦ Κέκροπος καὶ τὸν ἀναγάγουν στὴν σφαῖρα τοῦ πρωταίτιου θεμελιωτῆ τῆς Ἀττικῆς πολιτείας. Ὑποστηρίζουν ὅτι, ὁ μέγας ἀνήρ, ἀναλλαμβάνοντας τὰ βασιλικά του καθήκοντα, ἔθεσε ὡς προτεραιότητα τὴν ἐγκαθίδρυση τῶν πολιτειακῶν θεσμῶν νουθετῶντας τοὺς πρώτους ἀνθρώπους εἰς τὶς πολύτιμες τέχνες, ὅπως: τὴν ἀνοικοδόμηση τῶν οἰκίων τους, τὴν ἀνέγερση βωμῶν γιὰ τὶς θρησκευτικές τους τελετουργίες, τὴν κατασκευὴ βελῶν γιὰ τὸ κυνήγι θηραμάτων, καὶ τὸ κατ' ἐξοχὴν σπουδαῖο, τὴν καλλιέργεια τῆς γῆς[3]. Λέγεται, δὲ ἀκόμη πὼς εἰσήγαγε πρῶτος τὴν φυτεία τῆς ἐλιᾶς, κατόπιν παροτρύνσεως τῆς θεᾶς Ἀθηνᾶς. 
 Τὸ πραγματικὸ γεγονὸς προέκυψε ὕστερα ἀπὸ μιὰ ἁψιμαχία, τῆς Ἀθηνᾶς μὲ τὸν Ποσειδῶνα γιὰ τὸ ποιός θὰ ἀναλάβει τὴν θεϊκὴ προστασία τῆς Πόλεως. Τότε τέθηκαν τὰ δῶρα τους ὑπό την κρίσην τοῦ βασιλέως. 
 Ὅταν λοιπὸν, οἱ δύο θεοὶ μετέβησαν ἐπὶ τοῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως ἔστησαν δικαστήριο μὲ κριτὴ τὸν βασιλιᾶ Κέκροπα. Ἐκεῖνος, ἐπέλεξε τὸ ἐλαιόδενδρο ἔναντι τοῦ ἱππικοῦ ἅρματος θεωρῶντας τὸ δέντρο τῆς θεᾶς Σοφίας κατὰ πολὺν ὠφελιμότερον. 
Ἐν τούτοις, μιὰ παραλλαγὴ τοῦ μύθου θέλει τον Κέκροπα νὰ συγκαλεῖ συνέλευση τῶν πολιτῶν καὶ δημοψήφισμα. Ἡ πλάστιγγα τοῦ ἀποτελέσματος ἔγειρε πρὸς τὴν θέα Ἀθηνᾶ διότι, ἡ ψῆφος τῶν γυναικῶν ἦταν κατὰ μία περισσότερη, ἔναντι τῶν ἀνδρῶν ποὺ προτίμησαν νὰ ψηφίσουν ὑπὲρ τοῦ Ποσειδῶνα. 
Κατόπιν τούτων, ἔχοντας πλέον πολιοῦχο τὴν θεὰ Ἀθηνᾶ, ὁ βασιλιᾶς Κέκροψ ἀνέλαβε τὸ πιὸ δύσκολο τεχνολογικὸ ἔργο, νὰ ὀχυρώσει τὸν βράχο τῆς Ἀκροπόλεως μὲ κυκλώπια τείχη. Τὸ περιτείχισμα τῆς Ἀκρόπολης ἦταν πάχους ἕξι μέτρων. Βέβαια δὲν παρέλειψε τὴν εἰσαγωγὴ τῆς λατρείας τοῦ Ὕψιστου Δία καὶ τῆς Πολιάδος Ἀθηνᾶς
 Παράλληλα, ἐπὶ τοῦ ἱεροῦ βράχου τῆς Ἀκροπόλεως, μετέτρεψε τὶς αἱματηρὲς θυσίες μὲ ἀναίμακτες ὡς ἔνδειξη θρησκευτικοῦ καὶ εἰρηνοποιοῦ πνεύματος. Μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ προλεχθέντα κριτήρια, ἀποφάσισε νὰ διαιρέσει τὸν λαὸ τῆς Ἀττικῆς σὲ τέσσερις φυλές, Κεκροπίδα, Αὐτόχθονας, Ἀκταίαν καὶ Παραλίαν. 
 Ἐπιπλέον, στὸ λεξικό του Σουΐδα, ἐξιστοροῦνται κι ἄλλες μεγάλες εὐεργεσίες του Κέκροπος πρὸς τοὺς ἰθαγενεῖς ὑπηκόους του Ἀθηναίους. Λέγεται ἐπίσης, γιὰ ἐκείνους τοὺς παλαιότερους χρόνους, ὅπου λεπτομέριες χρονικὰ δὲν ἔχουν διασωθεῖ, ὅτι ὁ Κέκροψ διὰ νόμου τὰ ἄγρια ἤθη τῶν γηγενῶν κατοίκων ἐξημέρωσε καὶ ἐφαρμόζοντας τὴν μονογαμία. 
 Τοῦτο δὲ ἐφήρμοσε καθὼς διέκρινε τοὺς ἄντρες νὰ σμίγουν χωρὶς γάμο μὲ γυναῖκες καὶ ἐκεῖνες νὰ τεκνοποιοῦν δίχως νὰ ξέρουν ποιοί εἶναι οἱ πατεράδες τῶν παιδιῶν τους καὶ τὰ παιδιὰ τίνος πατέρα εἶναι. 
 Μὲ ἐτοῦτο τὸν τρόπο, ἔθεσε νόμο τῆς φανερῆς ἐπιγαμίας καὶ διαχώρισε στὸ ζεῦγος τὴν φύση τοῦ πατέρα καὶ τὴν φύση τῆς μητέρας. Μὲ αὐτὴ τὴν εὐφυὴς νομοθεσία ἐπικαλέστηκε ἀργότερα ἀπὸ τοὺς πολῖτες τῆς Ἀθήνας ὡς διφυής, καθότι, μετὰ νόμου διαχώρισε τὶς δυὸ φύσης τοῦ ἀνθρώπου ἤτοι ἀνδρὸς καὶ γυναικός. Δείχνοντας πρῶτος τὸ καλὸ παράδειγμα νυμφεύθηκε τὴν Ἄγραυλο ποὺ ἦταν κόρη τοῦ βασιλιᾶ τῆς Ἀττικῆς Ἀκταίου. Ἀπὸ τὴν Ἄγραυλο ἀπέκτησε ἕναν γιό, τὸν Ἐρυσίχθονα, καὶ τρεῖς κόρες, τὴν Ἄγραυλο, τὴν Ἔρση καὶ τὴν Πάνδροσο
 Ἐπιπλέον, γιὰ τὴν ὀρθὴ ἐπιβολὴ τῶν νόμων χρειάστηκε τὴν στήριξη ἑνὸς κραταιοῦ δικαστηρίου. Τότε, ὁ Κέκροπας, μὲ τὸ πρόσχημα τῆς περιπέτειας ποὺ εἶχε ὁ θεὸς Ἄρης, ὁ ὁποῖος σκότωσε τὸν Ἀλιρρόθιο γιὸ τοῦ Ποσειδῶνα καὶ δικάστηκε ἀπὸ τοὺς θεοὺς στὸν ὅμορο βράχο ἀπέναντι τῆς Ἀκροπόλεως, ἀφοῦ κατονόμασε πρῶτα τὸ σημεῖο Ἄρειο Πάγο, τὸ ἀνακήρυξε ἐπισήμως ὕπατο δικαστήριο τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ἔτσι ἔγινε ἡ πρώτη σύσταση δικαστηρίου στὴν παγκόσμια ἱστορία καὶ ὁ Ἄρειος Πάγος θὰ πρέπει νὰ καταγραφεῖ ἐπισήμως ὡς τὸ πρῶτο δικαστήριο τοῦ κόσμου. 
 Παραπλεύρως, μιὰ ἀκόμη πρωτοποριακὴ πολιτικὴ πράξη ἦταν καὶ ἡ καταμέτρηση τοῦ ὁμογενοῦς ἐγχώριου πληθυσμοῦ τῆς Ἀθήνας ἢ καὶ ὁλόκληρης τῆς Ἀττικῆς. Τὴν ἐξαιρετικὴ ἰδέα του Κέκροπα, νὰ κάνει ἀπογραφὴ τοῦ πληθυσμοῦ, τὴν ἐξιστόρησε ὁ Πίνδαρος στὸν Ὀλυμπιόνικο, ἀναμέλποντας ποιητικὰ τὴν ἀπόφαση τοῦ βασιλέως Κέκροπα νὰ διατάξει κάθε κάτοικο νὰ λάβει ἀπὸ ἕναν λίθο καὶ νὰ τὸν θέσει σὲ προσδιορισμένο σημεῖο. 
 Ἔτσι λοιπόν, ἔπειτα ἀπὸ τὴν περισυλλογὴ καὶ καταμέτρηση τῶν λίθων ἀνακοινώθηκε τὸ συνολικὸ ἀριθμητικὸ ἀποτέλεσμα. Ἡ καταμέτρηση ἀποκάλυψε τὸ πληθυσμιακὸ σύνολο τῶν γηγενῶν Ἀθηναίων ποὺ ἦταν δισμύριοι ἤτοι εἴκοσι χιλιάδες κάτοικοι. 
  Λόγῳ τῆς χρήσης τοῦ λίθου ἤτοι καὶ λὰςλάας=πέτρα, τὸ σύνολο τῶν ἀνθρώπων ἔλαβε τὴν ὀνομασία λαὸς ἢ λαοί, γιὰ πρώτη φορὰ στὴν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας στὴν Ἀθήνα. 
 Ἐν κατακλεῖδι, ὁ Κέκροψ, δὲν ἦταν ἁπλᾶ ὁ ἱδρυτὴς τῶν Ἀθηνῶν ἀλλὰ καὶ ὁ πρωτοπόρος ἰθύνων νοῦς καὶ ἐμπνευστὴς μιᾶς θείας οὐράνιας πολιτείας. Καθίσταται λοιπὸν ἀναγκαῖο νὰ ἐπαναπροσδιοριστῇ ἡ προσφορά του Κέκροπος εἰς τὴν πορεία καὶ ἐξέλιξη τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, ἔτσι ὥστε νὰ ἀναδειχθεῖ ὡς πρότυπον γιὰ τοὺς σημερινοὺς ταγοὺς καὶ ὡς ἕνας ἀπ' τοὺς πρωτοπόρους καὶ μεγαλύτερους ἡγέτες τῆς ἱστορίας τῆς ἀνθρωπότητος. 
  Οἱ Ἀθηναῖοι, ὄντως, ἐτίμησαν τὸν βασιλέα τους, εἰς τοὺς μετέπειτα αἰῶνες, καθιστῶντας τον ὡς ἥρωα καὶ μέγα εὐεργέτη, ὅπου ὁδήγησε τὸν λαὸ τῆς Ἀθήνας στὸν ἔννομο βίο καταστέλλοντας μὲ ὀξύνοια τὴν βαρβαρότητα. 
 Σὲ ὅλα τοῦτα τὰ προαναφερθέντα ἐνδεικτικὰ σχόλια, βασικὴ συμβολή, μᾶς παρέχουν τὰ στοιχεῖα ποὺ ἐκμαιεύτηκαν ἀπὸ τὸ ETYMOLOGICON MAGNUM στὸ λῆμμα ''Κέκροψ''. 

ΧΑΙΡΕΤΕ! 


Στὴν εἰκόνα ὁ Κέκροψ φοράει κρητικὸ κεφαλομάντηλο ἢ πρόκειται γιὰ ὀπτικὴ ἀπάτη τοῦ ἀρχαίου ἀνάγλυφου; Ἐδῶ παρουσιάζω τὴν σύγκριση τοῦ ἀνάγλυφου μὲ τὸ πρόσωπο ἑνὸς παραδοσιακοῦ Κρητικοῦ. Ἱστορικὰ ἀποδεικνύεται ἡ μεταφορὰ πολιτισμοῦ ἀπὸ τὴν Ἀθήνα στὴν Κρήτη τὸ 10.000 π.Χ. μετὰ τὸν καταποντισμό της Ἀτλαντίδας. Ἂν ὑφίστανται ὅλα αὐτά, ἄραγε πόσο μεγάλη ἄγνοια ἔχουμε γιὰ τὴν προϊστορικὴ Ἑλλάδα; 



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ὁ Κέκροψ, κατὰ Τάκιτον(9) ''Quidam Cecropem Atheniensem...memorant sedecim litterarym formas...reperisse''. 
[2] Ἐκ τοῦ ρήματος δρῶ προκύπτει καὶ ἡ ἔννοια τοῦ ἀρχαίου δράματος, τοῦ ὁποίου ἐμπνευστὲς ὑπῆρξαν οἱ Ἀθηναῖοι τραγωδοί. Γίνεται ἐμφανεῖς, λοιπόν, πόσο μεγάλη ἐπιρροὴ διακατεῖχε τοὺς Ἀθηναίους ἐκ τοῦ προγονικοῦ κυττάρου τῆς χθόνιας γενιᾶς του Κέκροπος. 
[3] Πληροφορούμεθα, λοιπόν, ἀπὸ τὴν ἐγκυκλοπαίδεια ΠΑΠΥΡΟΥΣ LAROUSE BRITANNICA τὴν ἐτυμολογία της φερωνυμίας του Κέκροπος ὡς προερχόμενη ἐκ τῆς λέξεως κρώπιον=δρεπάνι(Δες τὸ λῆμμα Κέκροψ). Αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ συνδυαστεῖ μὲ τὴν ἐφαρμογὴ τῆς γεωργικῆς καλλιέργειας ἀλλὰ καὶ μὲ τὸν ἥρωα Ἐχετλαῖο, ποὺ ὑποτίθεται ὅτι βοήθησε τὸν Ἀθηναϊκὸ στρατὸ στὴν μάχη τοῦ Μαραθῶνα. Ἡ περιγραφὴ τοῦ γιγάντιου πολεμιστῆ μὲ τὴν μακριὰ γενειάδα ταιριάζει στὰ φυσιογνωμία χαρακτηριστικά του βασιλέα Κέκροπα. Ἄλλωστε, ἡ γυναῖκα του Κέκροπα ἡ Ἄγραυλος εἶχε εὐρεῖα ἀποδοχὴ ἀπὸ τὸν λαὸ τῶν Ἀθηνῶν καὶ μετὰ θάνατον δέχθηκε τιμὲς ἀφηρωισμένης βασίλισσας. Τὸ σημεῖο λατρεία της ἦταν τὸ ἀνατολικὸ σπήλαιο τῆς Ἀκροπόλεως, καὶ ὀνομάζονταν Ἀγλαύριο ἢ σπήλαιο τὸ Ὕπατου Δία. Στὴν ἐτήσια λατρεία γίνονταν καὶ ἡ τελετὴ ἐνηλικίωσης τῶν Ἀθηναίων ἐφήβων. Κατὰ τὴν διάρκεια τῆς τελετῆς, οἱ νέοι, ἀπήγγειλαν μὲ σθένος τὸν Ἀγραύλειο ὅρκο, ὑποσχόμενοι νὰ ὑπερασπιστοῦν μέχρι θανάτου τὴν πατρώα γῆ. 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•THOMAS GAISFORD S.T.P., ETYMOLOGICON MAGNUM LEXICON, τόμος 2
•ΛΕΞΙΚΟΝ ΣΟΥΪΔΑ
•ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΛΩΡΕΝΤΗ, ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΜΥΘΟΛΟΓΙΚΩΝ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΚΑΙ ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΩΝ ΟΝΟΜΑΤΩΝ, Εν Βιέννη της Αυστρίας, 1837
•JEAN - PAUL CLEBERT, ΛΕΞΙΚΟ Bestiario, εκδ. ΑΡΧΕΤΥΠΟ 2004
ΠΑΠΥΡΟΥΣ LAROUSE BRITANNICA
•ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΑΠΟΛΛΟΔΩΡΟΥ