Σάββατο 28 Μαρτίου 2020


ЭIЄ
ΟΤΑΝ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΣΥΝΑΝΤΗΣΑΝ ΤΟΝ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟ ΤΟΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ ΣΩΤΗΡΑ 
έρευνα και συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης
  Κατά την πρώτη περίοδο του χριστιανισμού, σύμφωνα με τα ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία που διαθέτομαι, σημειώνονται οι πρώτες καταγραφές των Αγίων και ιερών Ευαγγελίων. Οι φιλολογικές και θεολογικές πηγές υποστηρίζουν, αδιάψευστα, περί της αγιοπνευματικής ταυτότητας αυτών των κειμένων.
 Τα ιερά Ευαγγέλια ήταν τέσσερα, του Ματθαίου, του Μάρκου, του Λουκά και του Ιωάννου, κατά σειράν αναγνώσεως της Αγίας Γραφής. Παρότι, ανιχνεύονται κι άλλες προσπάθειες συγγραφής ευαγγελικων κειμένων μόνον τα προλεχθεντα κρίθηκαν από τους Πατέρες και δια μέσου οικουμενικών συνόδων ως γνήσια ευαγγελικά κείμενα. 
 Το περιεχόμενο των Αγίων Ευαγγελίων, επικεντρώνεται κυριολεκτικά στην ζωή και το έργο του Θεού και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστού επί της γης, από την γέννηση την διδασκαλία την σταύρωση και την ανάσταση Αυτού. Πέραν της Θεολογικής διδαχής περί της ενσαρκώσεως του Θεανθρώπου για την λύτρωση του ανθρώπου, τα Ευαγγέλια εμπεριέχουν πληροφορίες ιστορικού ενδιαφέροντος.
  Πιο συγκεκριμένα στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου και αγαπημένου μαθητή του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, σημειώνετε ένα γεγονός το οποίο και αναδεικνύει το προετοιμασμένο θεϊκό σχέδιο δια την εξελικτική πορεία της χριστιανικής πίστεως, εις όλη την ανθρωπότητα επί του πλανήτη γη!


  Διαβάζουμε, λοιπόν, το εδάφιον του ευαγγελιστή, το οποίον λέγει: «Ἦσαν δέ τινες Ἕλληνες ἐκ τῶν ἀναβαινόντων ἵνα προσκυνήσωσιν ἐν τῇ ἑορτῇ. οὗτοι οὖν προσῆλθον Φιλίππῳ τῷ ἀπὸ Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ ἠρώτων αὐτὸν λέγοντες· κύριε, θέλομεν τὸν Ἰησοῦν ἰδεῖν. ἔρχεται Φίλιππος καὶ λέγει τῷ Ἀνδρέᾳ, καὶ πάλιν Ἀνδρέας καὶ Φίλιππος λέγουσι τῷ Ἰησοῦ· ὁ δὲ Ἰησοῦς ἀπεκρίνατο αὐτοῖς λέγων· ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.» (κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο ΙΒ' 20-23).
 Η εκλογή των Ελλήνων από το Θεάνθρωπο Χριστόν σύμφωνα με την μαρτυρία του ευαγγελιστού Ιωάννου, προλέγει τα μελλούμενα του θεϊκού σχεδίου. Η ελληνική φυλή που είχε δώσει τις εξετάσεις της κατά την ιστορική της πορεία έμελλε να λάβει την επιβράβευση από τον ίδιο τον Δημιουργό των πάντων. Είναι μεμαρτυρημένο το γεγονός της θυσίας των Ελλήνων Χριστιανών εις το όνομα του Ιησού Χριστού. Η σύγχρονη ιστορική καταγραφή διαπιστώνει ότι, επί του συνόλου των έντεκα εκατομμυρίων μαρτύρων τα δέκα εκατομμύρια ήταν Έλληνες. Και ίσως να έπεται και συνέχεια...
  Ωστόσο, το έτερον της εκλογής βασίζονταν στην επιστημοσύνη κι ανθρωπιά του πολιτισμού των αρχαίων Ελλήνων και δη της πολιτισμικής ανόδου της πόλεως των Αθηνών με την απαρχή εγκαθιδρύσεως φιλοσοφικής Ακαδημίας. 
 Μια πιο εξιδεικευμένη αναφορά είχε κάνει ο γέροντας Ιωσήφ ο Βατοπεδινός σε μια ραδιοφωνική ομιλία του, όπου αναμετάδοσε προ καιρού ο ραδιοφωνικός σταθμός της Πειραϊκής Εκκλησίας. Στην προκειμένη ομιλία, ο μακαριστός γέρων, αποκαλύπτει λεπτομέρειες που συνέβησαν κατά την διάρκεια της συνάντησης των Ελλήνων μετά του Θεανθρώπου Χριστού. 
 Αποκαλύπτει λοιπόν τα εξής: «Οι Έλληνες (ορισμένοι εξ Αθηνών) ήταν μορφωμένοι και συνομίλησαν με τον Ιησού Χριστόν ουχί μόνον για θέματα θεολογικά αλλά και επιστημονικά» (Το αρχείο της ομιλίας υπάρχει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Πειραϊκής εκκλησίας).
 Τα σχόλια του γέροντα έρχονται σε συνάφεια με τις σημειώσεις από τους δύο παλαιούς ελληνολάτρες συγγραφείς: του Φίλωνος[1]του Ιουδαίου στο βιβλίο (Philo Judaeus, De Providentia: Fragment 2 section 66 line 9) και του Ευσέβιου Καισαρείας[2] στο περί της “Ευαγγελικής Προπαρασκευής” (Praeparatio Evangelica, Book 8, chapter 14, section 66, line 7).

Ευσέβιος Καισαρείας του Παμφίλου 


Φίλων Αλεξανδρεύς ο Έλλην σοφός 
 επονομαζόμενος και Ιουδαίος
(τοιχογραφία από τον ιερό ναό Αγίου Ιωάννου 
Γαργαρέττας στην Αθήνα- αρχείο Ι.Β)

 Στα δύο αυτά συγγράμματα συναντάμε το απολεσθέν εδάφιο με την φράση: «ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.» Η συνέχεια της ευαγγελικής περικοπής, που διασώθηκε από τους δύο προλεχθέντες συγγραφείς, περιγράφει τα εξής: «μόνη γὰρ ἡ Ἑλλὰς ἀψευδῶς ἀνθρωπογονεῖ, φυτὸν οὐράνιον καὶ βλάστημα θεῖον ἠκριβωμένον, λογισμὸν ἀποτίκτουσα οἰκειούμενον ἐπιστήμῃ.» Μετάφραση: (μόνο η Ελλάς, αληθινά, γεννάει ανθρώπους που έχουν φύτρα ουράνια γι' αυτό είναι εξακριβωμένο θεϊκό βλάστημα που σπέρνει τον λογισμό οικειοποιούμενο την επιστήμη).
  Η υποτιθέμενη απολεσθείσα φράση φαίνεται να περικόπηκε από το Ευαγγέλιο του Ιωάννου στους πρώιμους μεταβατικούς χρόνους του χριστιανισμού. Ο καθηγητής Ελευθέριος Πρόκος, κατά το έτος 1974, εντόπισε την περί ου ο λόγος περικοπή στην βιβλιοθήκη του Βατικανού όπου βρίσκονταν το σύγγραμμα του Ευσέβιου Καισαρείας ή του Παμφίλου. 
 Εν κατακλείδι, παρότι η πηγή παραμένει ασαφής θα ήταν δυνατόν να αντιληφθούμε πόσο ταιριάζει η περιγραφή, της απολεσθείσας περικοπής, στην πραγματική υπόσταση των Ελλήνων. Ο Υιός του ανθρώπου είχε την επίγνωση για το τι μέλλει να συμβεί. Οι Έλληνες ήταν το γένος των ανθρώπων που φώτισαν την οικουμένη και δια μέσω της επιστημονικής γλώσσας τους και το ανυπέρβλητο φιλοσοφικό τους πνεύμα θα συναινούσαν μετά πολύς πίστεως στην διάδοση της διδασκαλίας Του σε όλη την ανθρωπότητα.
 Οι Έλληνες διδάσκαλοι δεν υπήρξαν κενόσπουδοι, όπως συνηθίζουν τη σήμερον, καθότι επέμεναν στην διδασκαλία τους στην αποβολή κάθε κακής συνήθειας, οδηγούμενοι προς την κοινοφελής ψυχική εντέλεια. Οι φιλόσοφοι φαντάζονταν  τους μαθητές τους ως κάρπιμα δένδρα  που επεδίωκαν την απόκτηση της αρετής.  
 Το φιλοσοφικό δόγμα των αρχαίων Ελλήνων, κυρίως δε των Αθηναίων φιλοσόφων, συμφωνεί απόλυτα με την περικοπή της άκαρπης συκιάς του χριστιανικού ευαγγελίου. Αυτή την συκήν, όπου συμβόλιζε τον λαό του Ισραήλ, την κατηράσθη ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, καθώς την βρήκε άκαρπη στα έργα!
  Επιπλέον, δίχως την θεία ελληνική γλώσσα, την οποία, ως δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, ο ίδιος είχε δημιουργήσει και προσδώσει στους Έλληνες, δεν θα ήταν εφικτό να διαδοθεί ο Χριστιανισμός ως τα πέρατα του κόσμου. Ακόμα και οι φιλοσοφικές ρήσεις των Ελλήνων όπου δόθηκαν εκ του σπερματικού λόγου συσχετιζομένου με τον Θείο Λόγο, σύμφωνα με την θεωρία του θεολόγου Ιουστίνου, διετρανώνουν εμφανώς ότι, οι Έλληνες είναι υιοί Θεού, ουράνιοι γόνοι!
Αμήν!

Ο Άγιος Ιουστίνος ο φιλόσοφος υπήρξε σπουδαστής
της φιλοσοφίας και της ρητορικής στην Ακαδημία
των Αθηνών. Παρότι, προέρχονταν από οικογένεια
 παγανιστών, ύστερα από μια συζήτηση μ' έναν γέροντα
 στην Αθήνα μετατράπηκε σε ένθερμο χριστιανό
αλλά δεν αποποιήθηκε την φιλοσοφική του ιδιότητα.
Στην απολογία του, την οποία έστειλε στον Ρωμαίο
 αυτοκράτορα, αναφέρει ότι η χάρης του Θεού 
παραχώρησε πνεύμα αληθείας στους Έλληνες φιλοσόφους
όπως και στους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. 
Κάθε τι αληθινό που είπαν οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι 
- Αθηναίοι και μη- είναι χάρισμα του Θεού Λόγου 
άρα και χριστιανικό.

  
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Παλαιές πληροφορίες θέλουν τον επονομαζόμενο Φίλωνα τον Ιουδαίο, ως  γόνο ελληνικής οικογένειας. Σήμερα θεωρείται ο ιδρυτής της θρησκευτικής φιλοσοφίας!
[2] Ο Ευσέβιος Καισαρείας του Παμφίλου θεωρείται σήμερα ο πατέρας της Εκκλησιαστικής  Ιστορίας!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-ΚΑΙΝΗ ΔΙΑΘΗΚΗ, ΕΥΑΓΓΕΛΙΟ ΙΩΑΝΝΟΥ
-ΕΥΣΕΒΙΟΥ ΠΑΜΦΙΛΙΑΣ, Ευαγγελικής Προπαρασκευής” (Praeparatio Evangelica, Book 8, chapter 14, section 66, line 7).
-ΦΙΛΩΝΟΣ ΙΟΥΔΑΙΟΥ, Philo Judaeus, De Providentia: Fragment 2 section 66 line 9

Παρασκευή 6 Μαρτίου 2020


ЭIЄ
 ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ, Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΟΓΗΣ, ΤΟΝ ΠΡΟΔΡΟΜΟ ΤΗΣ ΦΩΝΗΤΙΚΗΣ ΑΠΑΓΓΕΛΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟΥ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΥ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 
-
 Εἰς τὴν ἀρχαϊκὴ ἐποχὴ γεννιέται ἕνας λυρικὸς ποιητὴς τῆς ὑψηλῆς διανόησης. Πρόκειται γιὰ τὸν Ἀρχίλοχο ἐκ τῆς νήσου Πάρου. 
 Ἡ γέννησης τοῦ τοποθετεῖται κατὰ τὸ πρῶτο τέταρτο τοῦ 7ου αἰῶνος, δηλαδή, ἐπὶ τὸ ἀκριβέστερον εἰς τὸ ἔτος 680 π.Χ.   Σύμφωνα μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ γραμματεία, ὁ Ἀρχίλοχος, φαίνεται νὰ μελοποίησε πολυποίκιλες μορφὲς ποιητικῶν μέτρων, κυρίως ὅμως ἰαμβικοὺς καὶ τροχαϊκοὺς πόδες. 
 Οἱ φιλολογικὲς πηγὲς τὸν καταλογίζουν ὡς πατέρα τοῦ σκωπτικοῦ ἰάμβου, τοῦ ὁποίου καὶ θεωρεῖται ὁ πρωτοπόρος ἐκφραστής. 
 Ἐν τούτοις, στὴν ἐλεγειακὴ ποίηση, ἡ ὁποία κυριαρχοῦσε ἐπὶ τῆς ἐποχῆς του, φαίνεται νὰ συνέγραψε πολεμικά, ἐρωτικά, ἠθικά, φιλοσοφικὰ καὶ γνωμικὰ θέματα. 
 Βεβαίως, ἡ προσφορά του Ἀρχίλοχου στὴν ἑλληνικὴ μουσικοποιητικὴ τέχνη, ἐντοπίζεται ἀλλαχόθεν καὶ δὴ περὶ τοῦ εἴδους ποὺ ἔφερε τὴν ἐπωνυμία ὡς Παρακαταλογή
 Ἐκ πρώτης, τὸ λεξικὸ τοῦ Ἡλίου συνιστᾶ τὰ ἑξῆς σχόλια περὶ τῆς παρακαταλογῆς στὸ ὁμώνυμο λῆμμα: «Ἐν τῇ ἀρχαίᾳ μουσικῇ τὸ ἀνώμαλον καὶ σύνηθες εἶδος ὠδῆς, περὶ ταύτης δὲ ὁ Ἀριστοτέλης λέγει: «Διὰ τί ἡ παρακαταλογὴ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τραγικόν; ἢ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν; παθητικὸν γὰρ τὸ ἀνωμαλὲς καὶ ἐν μεγέθει τύχης ἢ λύπης. τὸ δὲ ὁμαλὲς ἔλαττον γοῶδες.» (Προβλήματα, XIX, 6).
Ἡ παρακαταλογὴ ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὸ δρᾶμα ὅταν ἐγίνετο μετάβασις ἀπὸ τοῦ μέλους ἢ τῆς ὠδῆς εἰς τὴν ἀπαγγελίαν, ἡ ὁποία ἐλέγετο, ὅπως ὁ Ἡσύχιος ἀναφέρει «καταλογή», συνίστατο δὲ εἰς τὴν ἀπαγγελίαν στίχων ὑπὸ τοῦ κορυφαίου τοῦ χοροῦ τὴ συνοδεία ὑποκρούσεως κατ' ἀρχὰς διὰ τοῦ ἐγχόρδου κλεψιάμβου, κατόπιν δὲ διὰ τοῦ αὐλοῦ. 
Τὴν παρακαταλογὴν ἀναφέρεται ὅτι ἐφεύρει ὁ ποιητὴς Ἀρχίλοχος, αὐτὴ δὲ καὶ κατὰ τοὺς πρωτοχριστιανικοὺς χρόνους ἐχεησιμοποιεῖτο διὰ τὴν διδασκαλίαν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καὶ τμημάτων τῆς Καινῆς Διαθήκης ἀπαγγελίας κυμαινομένης μεταξὺ ἀναγνώσεως καὶ ψαλμοῦ ἄνευ τῆς συνοδείας ὀργάνου, ὡς γίνεται καὶ σήμερον κατὰ τὴν ἀνάγνωση τοῦ Εὐαγγελίου ἢ τοῦ Ἀποστόλου κατὰ τὴν θείαν λειτουργίαν.» 
[Νεότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ]


ΑΡΧΙΛΟΧΟΣ

 Ἡ παρακαταλογὴ ὑπῆρξε ἕνα εἶδος ἀρχαίας μουσικῆς συνθέσεως ἡ ὀποια ἐχρησιμοποιεῖτο εἰς τὸ θεατρικὸ δρᾶμα κατὰ τὴν μετατροπὴ τοῦ μέλους ἢ τῆς ὠδικῆς συνθέσεως σὲ ἀπαγγελόμενη φώνηση. 
 Θεωρεῖται κυρίως γνωστὸ τὸ εἶδος τῆς ἀρχιλόχιας ἀπαγγελίας, εἰς τὴν δυτικὴν μουσικὴ ὁρολογία, ὡς ρετσιτατίβο. 
 Ὁ Ἀριστοτέλης ἀναφερόμενος στὴν ἐν λόγῳ μουσικοποιητικὴ ἔκφανση ὑποστηρίζει ὅτι: «Διὰ τί ἡ παρακαταλογὴ ἐν ταῖς ᾠδαῖς τραγικόν; ἢ διὰ τὴν ἀνωμαλίαν; παθητικὸν γὰρ τὸ ἀνωμαλὲς καὶ ἐν μεγέθει τύχης ἢ λύπης. τὸ δὲ ὁμαλὲς ἔλαττον γοῶδες.» (Προβλήματα, XIX, 6). 
 Στὴν προκειμένη περίπτωση, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἀφηγηματικοῦ ἄσματος ἤτοι καὶ τραγουδιοῦ, ἐξὸν καὶ ἡ ὠδὴ ἐπονομάσθει τραγική. 
 Κατὰ τὸ ἀνώμαλον ἐπίθετο δεικνύει τὴν ἀνομοιότητα τῆς χρήσης τοῦ ὠδικοῦ τρόπου, τοῦ ἔμπλεον παθητικοῦ συναισθήματος καὶ μέγιστης ἐντάσεως εὑρισκομένης σὲ κατάσταση εὐτυχίας ἢ λύπης, ἐν ἀντιθέσῃ πρὸς τὸν ὁμαλὸν καὶ σμικρὸν τρόπο μιᾶς καταστάσεως θρήνου ἤτοι μοιρολογήματος. 
 Ἐπιπλέον, ὁ Ἡσύχιος, ἀναφερόμενος στὸ εἶδος της παρακαταλογῆς, ὁμιλεῖ περὶ μιᾶς φωνητικῆς ἀπαγγελίας ἄσματος (τραγουδιοῦ), ὑπὸ τοῦ κορυφαίου τοῦ χοροῦ, μὲ συνοδεία ὑπόκρουσης ἀπὸ τοῦ ἐγχόρδου ὀργάνου κλεψίαμβου ἢ ἀπὸ τοῦ πνευστοῦ αὐλοῦ. Ἰδοὺ καὶ τὸ λεχθὲν τοῦ λεξικοῦ: «καταλογή· τὸ τὰ ᾄσματα μὴ ὑπὸ μέλει λέγειν»[Λεξικὸν Ἠσύχιου].
 Τὴν χρήση της παρακαταλογῆς, τὴν ἀποδίδοντα εἰς τὸν Ἀρχίλοχο, υἱοθέτησαν ἀργότερον, οἱ Διονυσιακοὶ τεχνῖτες, οἱ ὁποῖοι, διὰ μέσῳ τῶν αἰώνων, μετεβίβασαν στοὺς πρώτους χριστιανοὺς ὑμνωδούς - ψαλτωδοὺς τὴν ἀρχιλόχιον τέχνη. 
 Κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες, τῆς διάδωσης τοῦ χριστιανισμοῦ, στὴν διδασκαλία τῆς Παλαιᾶς καὶ τῆς Καινῆς Διαθήκης γίνονταν, σὲ τμηματικὰ ἐδάφια, ἡ χρήση τῆς ἀρχιλόχιας τεχνικῆς ἤτοι τοῦ μελωδικοῦ ἀφηγηματικοῦ φωνήματος (ρετσιτατίβο > recitativo), τοῦ ἄνευ συνοδείας ὀργάνων(ακαπέλα). 
 Ἐξ αὐτῆς τῆς μεθόδου ἀπαγγελίας, μεταξὺ ἀναγνώσεως καὶ ψαλμοῦ, διατηρήθηκε τὸ ἔθος τῆς τοιαύτης ψαλτικῆς μεθόδου κατὰ τὴν ὁποίαν ἕως τὴ σήμερον ἐκτελεῖται ἡ ἀνάγνωση τῆς εὐαγγελικῆς περικοπῆς καὶ τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς θείας λειτουργίας. 
  Συνέκδοχα προκύπτει ὅτι, οἱ ψαλτωδοὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως, διὰ τῆς μεθόδου του Ἀρχίλοχου, ὁδηγήθηκαν σ' ἕνα προδιαγεγραμμένο αὐτοσχέδιο μελωδικὸ τρόπο τὸν ὁποῖον ἐφήρμοσαν μετ' εὐκολίας στὰ πεζὰ ἐδάφια τῆς Ἁγίας γραφῆς. Οὐδέποτε τὰ ἐδάφια αὐτὰ καταγράφηκαν μὲ μουσικὴ σημειογραφία ἀλλὰ συντηροῦνταν ἐξ ἀκοῆς πάνω σὲ ἕνα συγκεκριμένο μουσικὸ τρόπο. 
 Ἐν συντομίᾳ, καταλήγω εἰς τὸ ἀκριβὲς συμπέρασμα περὶ τῆς χρήσεως τοῦ φωνήματος τῆς παρακαταλογῆς, ἤτοι καὶ ἀφηγηματικῆς φωνήσεως, ἐκ παλαιοτάτης ἐποχῆς τοῦ ἑλληνικοῦ πολιτισμοῦ, ὅπου, πρῶτος ὁ ἀρχαϊκὸς λυρικὸς ποιητὴς Ἀρχίλοχος ἐποίησε. 
 Κατόπιν πολλῶν αἰώνων, ὁ χριστιανισμός, υἱοθέτησε κι ἐνέσπειρε στοὺς λαοὺς τῆς δύσης, τὴν ἀρχιλόχιον παρακαταλογή, κι οὕτως σήμερα διεκρίνεται εἰς τὴν συνομοταξία τῆς εὐρωπαϊκῆς μουσικῆς ἑρμηνείας, ὅπως φερειπείν, τῆς Ὄπερας, τοῦ Ὀρατόριου καὶ τῆς Καντάτας κ.α. 
 Ἐπὶ τούτου, ἡ ἀρχιλόχεια παρακαταλογή, ὡς διηγηματικὸ τραγούδισμα τῆς τραγικῆς ὀρχήσεως, μετεβιβάσθη, μὲ τὴν πάροδο τῶν αἰώνων, εἰς τὴν δημοτικὴν νεοελληνικὴν παράδοση μὲ τὴν ὀνοματοθεσία "παραλογή", οὕτως δέ, διὰ μέσῳ τοῦ ἐπικολυρικοῦ ἀκριτικοῦ τραγουδιοῦ τῶν βυζαντινῶν - μεσαιωνικῶν χρόνων. 
 Τοιουτοτρόπως, ὁ ἀρχαϊκὸς λυρωδὸς ποιητὴς Ἀρχίλοχος καταλογίζεται ἐκ τῶν φιλολογικῶν κύκλων καὶ κριτικῶν σπουδῶν, ὡς πρωτοπόρος ἐμπνευστὴς τοῦ ἐξέχοντος ποιητικοῦ εἴδους της παρακαταλογῆς, ὅπου, οἱ νεότερες φιλολογικὲς μελέτες, τὸν ἐνέταξαν ἀνάμεσα εἰς τοὺς κορυφαίους τοῦ εἴδους τῶν λυρικῶν ποιητῶν ἐξαίροντας τὴν προσφορά του στὸν παγκόσμιο πολιτισμό! 
Χαῖρε Ἀρχίλοχε! 

Ἀπὸ τὸ Λεξικὸ τοῦ Ἡλίου μὲ τὴν ἐτυμολόγηση τῆς λέξεως "ΠΑΡΑΚΑΤΑΛΟΓΗ" 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΝΕΟΤΕΡΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ 
•Lexikon tēs Hellēnikēs glōssēs tritomon: Z-P 
•ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ, Προβλήματα, XIX, 6 
•Λεξικὸν Ἠσύχιου, λῆμμα καταλογή 
•Πλούταρχου, Περὶ Μουσικῆς