Τετάρτη 18 Ιανουαρίου 2017

             
     Ο Αθηνόδωρος και το φάντασμα του αλυσοδεμένου νεκρού
                     (Μια αληθινή ιστορία της αρχαίας Αθήνας)
                                      συγγράφει ο Ιωάννης Γ. Βαφίνης
    Ο Αθηνόδωρος ο Σολεύς ήταν ένας στωικός φιλόσοφος του 3ου αιώνος π.Χ. Γενέτειρα του θεωρούνταν οι Σόλοι της Κιλικίας. Οι Σόλοι υπήρξαν στα κλασσικά χρόνια αποικία των αρχαίων Αθηναίων. 
    Σε κάποιο χρονικό σημείο της ζωής του, ίσως πολύ μετά της ενηλικιώσεως του, θέλησε μετά του αδερφού του Άρατου να μεταβεί εις τας Αθήνας για να παρακολουθήσει την φιλοσοφική διδασκαλία του Ζήνωνα του Κιτιέως. Ο Ζήνων, εκείνο τον καιρό είχε δημιουργήσει ένα νέο ρεύμα διδασκαλίας αναγόμενο στη σφαίρα της στωικής φιλοσοφίας.
    Θεωρώντας την Αθήνα δεύτερη του πατρίδα, κι ως γόνος παλαιοτάτων Αθηναίων αποικιστών, δεν δυσκολεύτηκε να πάρει την απόφαση της μόνιμης μετεγκαταστάσεως στην πόλη των τεχνών, της φιλοσοφίας και των γραμμάτων.
    Όταν έφτασε στο κλεινόν άστυ αντίκρυσε μια ωραιότατη διόροφη οικία και θέλησε να την αγοράσει. Παρόλες τις φήμες, που κυκλοφορούσαν, από τους πέριξ κατοίκους για κάποια παραφυσικά φαινόμενα που συνέβαιναν στο εσωτερικό του σπιτιού, ο ΑΘηνόδωρος αδιαφόρησε κι επίσπευσε την αγορά του. Η εγκατάσταση του έγινε ταχέως χωρίς ουδεμία καθυστέρηση.
 Όλοι οι περίοικοι μιλούσαν με φόβο γι' αυτό το σπίτι, υποστηρίζοντας ότι, κατά την διάρκεια της νυκτός εμφανίζονταν ένα φάντασμα. Αυτός ήταν κι λόγος που κανείς άλλος δεν ήθελε να το κατοικήσει. 
   Κατά την πρώτη νύκτα της διαμονής του, ο Αθηνοδώρος, καθώς έγραφε ατάραχος τα πονήματα του, άκουσε ένα τρομακτικό θόρυβο παραγόμενο από βαριές συρόμενες αλυσίδες. Συν τω χρόνω είδε έναν γέροντα φορτωμένον με αλυσίδες που τον πλησίασε. Ο Αθηνόδωρος ατάραχος συνέχισε να γράφει. Το φάντασμα του γέροντος μ' ένα νεύμα του δαχτύλου του τον προέτρεψε να τον ακολουθήσει. Ο φιλόσοφος, όμως, του έγνεψε να τον περιμένει λιγάκι εώς ότου τελειώσει την συγγραφή του.
    Τότε, το φάντασμα, τον πλησίασε σε απόσταση αναπνοής και κρότησε τις αλυσίδες κοντά στ' αυτιά του Αθηνοδώρου. Διεγειρώμενος από την επιμονή του γέροντος, έλαβε την λυχνία του, ο Αθηνόδωρος, και τον ακολούθησε οδοιπορώντας μέχρι την αυλή της οικίας του. Απευθείας το φάντασμα εξαφανιζόμενο εισήλθε εις το χωμάτινο επίπεδο της αυλής.
  Μη θορυβηθείς, ο στωικός φιλόσοφος, έκοψε μια μικρή ποσότητα, όσο της παλάμης του, απ' την χλωρίδα της τοποθεσίας εκείνης, για να σημαδέψει την περιοχή κι επέστρεψε στο δώμα του.
   Εφόσον ξημέρωσε η επερχόμενη ημέρα, ο Αθηνόδωρος φρόντισε να συναντήσει τους άρχοντες της πόλης των Αθηνών και να τους διηγηθεί καταλεπτώς τα νυχτερινά συμβάντα. Εκείνοι επιλαμβανόμενοι των γεγονότων έσπευσαν στην αυλή της οικίας και έσκαψαν στο σημείο υπόδειξης του Αθηνοδώρου. 
    Μετά από λίγα λεπτά εκ της ανασκαφής εφανερώθηκαν τα οστά νεκρού περιδεδεμένα από βαριές αλυσίδες. Αφού έγινε αμέσως το τελετουργικό της επίσημης τελετής ενταφιασμού κι απεδόθηκαν τιμές εις τον νεκρόν, έκτοτε η οικία αυτή παρέμεινε ήσυχος και ανενόχλητος. 
                                 
Βιβλιογραφία 
Πλίνιος ο νεότερος, Επιστολές
Γουσταύου Παζίνη, Μέγας προφητικός ονειροκρίτης,εκδ. Ανατολή, Αθήναι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου