Ο γυναικονόμος στην αρχαία Αθήνα και εν Ελλάδι
Συγγράφει ο Ιωάννης Γ. Βαφίνης
Οι γυναικονόμοι ή γυναικοκόσμοι θεσπίστηκαν στην αρχαία Αθήνα αλλά και σε άλλες πόλεις της αρχαίας Ελλάδος δια την πρόνοια των γυναικείων ηθών. Τα ήθη, της ελληνίδας γυναίκας στην αρχαιότητα, βασίζονταν στην σεμνότητα, στην ευγένεια και στην ευρέπεια της κοσμικής εμφάνισης της.
Την επιστασία του γυναικονόμου την αναλάμβανε ένας από τους εννέα άρχοντες των Αθηνών που ονομάζονταν γυναικονόμος. Ο άρχοντας είχε το δικαίωμα να συντηρεί το καλό ήθος στην καθημερινότητα των γυναικών, κάτι περίπου σαν την σημερινή μόδα ή το life style (το οποίον σήμερα από καλοήθη έχει μετατραπεί σε κακοήθη). Ο νόμος παρείχε το δημοκρατικό δικαίωμα να τιμωρείται κάθε ακοσμία και ακολασία που συσχετίζονταν άμεσα με την αμφίεση οπως και την συμπεριφορά.
Η γυναικονομία ήταν το αξίωμα του γυναικονόμου του οποίου η αρμοδιότητα, επί το πλείστον, ήταν να διατηρεί τους καλούς τρόπους και την κοσμιότητα των γυναικών.
Περαιτέρω λεπτομέρειες, για τον γυναικονόμο συναντάμε στην αρχαία ελληνική γραμματεία. Ιδού, ορισμένα αποσπασμάτια, στις κάτωθι παραγράφους:
Φύλαρχος δ᾽ ἐν τῇ πέμπτῃ καὶ εἰκοστῇ τῶν Ἱστοριῶν
εἰπὼν ὅτιπαρὰ Συρακοσίοις νόμος ἦν τὰς γυναῖκας μὴ κοσμεῖσθαι χρυσῷ μηδ᾽ ἀνθινὰφορεῖν
μηδ᾽ ἐσθῆτας ἔχειν πορφυρᾶς ἐχούσας παρυφάς,ἐὰν μή τις αὐτῶν συγχωρῇ ἑταίρα εἶναι
κοινή, καὶ ὅτι ἄλλος ἦν νόμος τὸν ἄνδρα μὴ καλλωπίζεσθαι μηδ᾽ ἐσθῆτι περιέργῳ χρῆσθαι
καὶ διαλλαττούσῃ, ἐὰν μὴ ὁμολογῇ μοιχεύειν ἢ κίναιδος εἶναι, καὶ τὴν ἐλευθέραν μὴ
ἐκπορεύεσθαι ἡλίου δεδυκότος, ἐὰν μὴ μοιχευθησομένην: ἐκωλύετο δὲ καὶ ἡμέρας ἐξιέναι
ἄνευ τῶν γυναικονόμων ἀκολουθούσης αὐτῇ μιᾶς θεραπαινίδος. (Αθήναιος
Δειπνοσοφιστές ΙΒ, 201).
Χαιρεφῶν δέ, φησίν, ὁ παράσιτος εἰς γάμον ἄκλητος
εἰσελθὼν καὶ κατακλιθεὶς ἔσχατος καὶ τῶν γυναικονόμων ἀριθμούντων τοὺς κεκλημένους
καὶ κελευόντων αὐτὸν ἀποτρέχειν ὡς παρὰ τὸν νόμον ἐπὶ τοῖς τριάκοντα ἐπόντος, «Ἀριθμεῖτε
δή», ἔφη, «πάλιν ἀπ´ ἐμοῦ ἀρξάμενοι»...Ὅτι δ´ ἦν ἔθος τοὺς γυναικονόμους ἐφορᾶν
τὰ συμπόσια καὶ ἐξετάζειν τῶν κεκλημένων τὸν ἀριθμὸν εἰ ὁ κατὰ νόμον ἐστί,
Τιμοκλῆς ἐν Φιλοδικαστῇ φησὶν οὕτως· (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, 45).
ἀνοίγετ᾽ ἤδη τὰς θύρας, ἵνα πρὸς τὸ φῶς ὦμεν
καταφανεῖς μᾶλλον, ἐφοδεύων ἐὰν βούληθ᾽ ὁ γυναικονόμος λαβεῖν ἀριθμόν, κατὰ τὸν
νόμον τὸν καινὸν ὅπερ εἴωθε δρᾶν, τῶν ἑστιωμένων. ἔδει δὲ τοὔμπαλιν τὰς τῶν ἀδείπνων
ἐξετάζειν οἰκίας. (Αθήναιος Δειπνοσοφιστές ΣΤ, παραγρ. 461).
πρόσκειται δὲ τοῖς ἡμετέροις ζημιοῦσθαι τοὺς
τὰ τοιαῦτα ποιοῦντας ὑπὸ τῶν γυναικονόμων, ὡς ἀνάνδροις καὶ γυναικώδεσι τοῖς
περὶ τὰ πένθη πάθεσι καὶ ἁμαρτήμασιν ἐνεχομένους. (Πλουτάρχου, Βίοι
παράλληλοι-Σόλων, 21 5:3).
εἰσὶ δὲ αἱ μὲν πολιτικαὶ τῶν ἐπιμελειῶν, ἢ
πάντων τῶν πολιτῶν πρός τινα πρᾶξιν, οἷον στρατηγὸς στρατευομένων, ἢ κατὰ
μέρος, οἷον ὁ γυναικονόμος ἢ παιδονόμος· (Αριστοτέλη, Πολιτικά, Βιβλίο 4ο,
1299a, 20).
παιδονόμος δὲ καὶ γυναικονόμος, καὶ εἴ τις
ἄλλος ἄρχων κύριός ἐστι τοιαύτης ἐπιμελείας, ἀριστοκρατικόν, δημοκρατικὸν δ᾽ οὔ
(πῶς γὰρ οἷόν τε κωλύειν ἐξιέναι τὰς τῶν ἀπόρων;), οὐδ᾽ ὀλιγαρχικόν (τρυφῶσι γὰρ
αἱ τῶν ὀλιγαρχούντων). (Αριστοτέλη,
Πολιτικά, βιβλίο 4, 1300a. 5).
Αθηναίες κόρες, ντυμένες με ευρέπεια, κοσμιότητα και σοβαρό παρουσιαστικό,
ευρισκόμενες σήμερα στο μουσείο Ακροπόλεως των Αθηνών.
Βιβλιογραφία
- Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας LIDDEL & SCOTT
- Νεότερο εγκυκλοπαιδικό λεξικό του ΗΛΙΟΥ
- Αθήναιος, Δειπνοσοφιστές
- Αριστοτέλης, Πολιτικά
- Πλουτάρχου, βίοι παράλληλοι-Σόλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου