ЭIЄ
Οἱ ἀμορόζοι ἐρωτοτραγουδιστὲς ἀπόγονοι του Ἴμερου - Πάρη
Ἔρευνα καὶ συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Στὰ λογοτεχνικὰ κείμενα τοῦ Γρηγορίου Ξενοπούλου συναντῶνται, παραδόξως, ἄφθονες ἀναφορὲς γιὰ τὰ μουσικὰ δρώμενα μιᾶς ἐποχῆς τοῦ παλαιοῦ ρομαντισμοῦ. Πιὸ συγκεκριμένα, ὁ Ξενόπουλος, στὸ διήγημα του, "Ο ποπολάρος", περικλείει λεπτομέρειες τοῦ μουσικοῦ πολιτισμοῦ τῆς Ζακύνθου, τούτου δὲ καὶ ἀδελφοποιημένου μὲ τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν.
Στὴν Ἀθήνα, τὴν αἰώνια πόλη καὶ πρωτεύουσα τοῦ ἔθνους τῶν Ἑλλήνων, εἶχε μετεγκατασταθεῖ ἀπὸ τὴν γενέτειρα τοῦ Ζάκυνθο, ὁ λόγιος συγγραφεύς, ὅπου καὶ διέμεινε ὡς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του. Στὴν πόλη τοῦ Ἄστεως καὶ τῆς πνευματικῆς ὀρθότητας, φαίνεται ὅτι, συνέγραψε τὰ περισσότερα διηγήματα τοῦ κι ἕνα ἀπὸ αὐτὰ ἦταν κι ὁ ποπολάρος ὅπου συγκίνησε τὰ μάλα τὸ ἀναγνωστικὸ κοινό του.
Μιὰ λεπτομέρεια τῆς ἀπαρχῆς τοῦ διηγήματος περιγράφει γλαφυρὰ τὰ ἑξῆς μουσικοποιητικὰ δρώμενα: «Το παλιὸ τραγούδι τῆς κιθάρας, ποὺ τὸ τραγουδοῦσαν οἱ ζακυνθινοί «αμορόζοι», ἔλεγε: Ὁ ἀνήφορος τῆς Μπόχαλης εἶναι ὡραῖο σεργιάνι, κι 'ὄπ' ἀγαπάει μελαγχροινὴ τὸ νοῦ του τόνε χάνει. Κάθε ἀπόγευμα ποὺ ὁ Ζέππος, ὁ γιός του Πεμπονάρη του σταφιδά, ἔπαιρνε τὸν ἀνήφορο τῆς Μπόχαλης, θυμότανε καὶ μουρμούριζε αὐτὸ τὸ τραγούδι· για νὰ ταιριάζει ὅμως περισσότερο στὴν περίσταση του, ἐκεῖ ποὺ ἔλεγε «μελαγχροινή», ὁ Ζέππος ἔβαζε «μια ξανθή»...» (κεφ. Ἄ, Ἕνα εἰδύλλιο στὴν Μπόχαλη).
Οἱ ἀμορόζοι - κανταδόροι τῆς Ζακύνθου, ὅπως δείχνει ἡ εἰκόνα, στὴν μεταφορά του διηγήματοςτου Γρ. Ξενόπουλου "Ὁ Ποπολάρος" σὲ κινηματογραφικὴ ταινία τοῦ 1971 μὲ πρωταγωνιστὴ τὸν Κώστα Πρέκα.
Ὁ Κ. Πρέκας, ὑποδύονταν τὸν Ζέπο
ὅπως τὸν βλέπουμε ἀριστερά, ἔξω ἀπὸ τὸ
παράθυρο τῆς ἀγαπημένης του Ἔλντας (στὴν ταινία τὴν ἑρμηνεύει ἡ Μπέτυ Λιβανοῦ), νὰ τραγουδᾶ σὲ χορωδιακὸ μέλος τὸ κανταδόρικο ἆσμα "Ἀπόψε τὴν κιθάρα μου".
Ὅπως ὁμοίως κατέγραψα εἰς τὴν ἔρευνα μοῦ «Η ἀρχαιοελληνικὴ προέλευση τῆς καντάδας - σερενάτας - πατινάδας ἀπὸ τὸν κῶμο καὶ τὸν παρακλαυσίθυρον», ὁ Ἀμορόζος ἀποτελοῦσε τὸν γνήσιο κανταδῶρο τῆς Ζακύνθου καὶ συνάδει μὲ τιην ἔννοια τοῦ ἀθηναίου κανταδόρου - ἐρωτοτραγουδιστή. Ἡ ὀνομασία τοῦ Ἀμορόζου ἀρχικά, δεικνύει την ξενική καὶ δὴ λατινική της ρίζα, ἐκ τοῦ λήμματος amor (αμόρ) ή amore (αμόρε) που μεταφράζεται μὲ τὴν λέξη της φερωνυμίας τοῦ Ἔρωτος ἤτοι καὶ Ἔρως.
Ὡστόσο, ἡ πραγματικὴ προέλευση τοῦ λήμματος ἐντοπίζεται στὴν παραφθορὰ καὶ τὸν ἀναγραμματισμὸ τῆς ὀνομασίας τοῦ ἀκόλουθου ὀπαδοῦ της Αφροδίτης που ἔφερε τὴν ὀνομασία Ίμερος.
Ὁ Ἵμερος, σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία, ἦταν ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους ἐρωτοτραγουδιστὲς τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Τὸ ἑρμηνευτικό του ἦθος ἦταν τὸ συσταλτικὸ τραγούδισμα, ποὺ θεωρεῖται ἐράσμιο, ποθητὸ κι ἀξιολάτρευτο. Ἔκ του πάλαι, λοιπόν, ἡ χροιὰ τῆς φωνῆς των ἐρωτοτραγουδιστὼν καθορίστηκε μὲ τὴν φράση ἰμερόεις καὶ ἰμερόεσσα.
Ὁ Λουκιανὸς o Σαμοσατεύς, ἕνας ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους συγγραφεῖς τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς περιόδου, ἀναπαρήγαγε τὸν μῦθο του Ἴμερου, σὲ συνάρτηση μὲ τὸ ἱστορικὸ πρόσωπο τοῦ Πάρη, ποὺ κέρδισε τὴν Ἑλένη τῆς Σπάρτης μὲ τὸ ἐρωτικό του τραγούδισμα καὶ τὴν ἐρασμία συμπεριφόρα του.
Ἰδοὺ καὶ τὰ γραφόμενα τοῦ Λουκιανοῦ ποὺ ἐπιβεβαιώνουν τα ὑπαινιχθέντα:
«Ἀφροδίτη
θάρρει τούτου γε ἕνεκα. παῖδε γάρ μοι ἐστὸν δύο καλώ, Ἵμερος καὶ Ἔρως, τούτω σοι παραδώσω ἡγεμόνε τῆς ὁδοῦ γενησομένω: καὶ ὁ μὲν Ἔρως ὅλος παρελθὼν εἰς αὐτὴν ἀναγκάσει τὴν γυναῖκα ἐρᾶν, ὁ δ᾽ Ἵμερος αὐτῷ σοι περιχυθεὶς τοῦθ᾽ ὅπερ ἐστίν, ἱμερτόν τε θήσει καὶ ἐράσμιον. καὶ αὐτὴ δὲ συμπαροῦσα δεήσομαι καὶ τῶν Χαρίτων ἀκολουθεῖν καὶ οὕτως ἅπαντες αὐτὴν ἀναπείσομεν.
Πάρις
ὅπως μὲν ταῦτα χωρήσει, ἄδηλον, ὦ Ἀφροδίτη: πλὴν ἐρῶ γε ἤδη τῆς Ἑλένης καὶ οὐκ οἶδ᾽ ὅπως καὶ ὁρᾶν αὐτὴν οἴομαι καὶ πλέω εὐθὺ τῆς Ἑλλάδος καὶ τῇ Σπάρτῃ ἐπιδημῶ καὶ ἐπάνειμι ἔχων τὴν γυναῖκα — καὶ ἄχθομαι ὅτι μὴ ταῦτα ἤδη πάντα ποιῶ.» (Θεῶν κρίσις, Διάλογος - Τὸ μῆλον τῆς ἔριδος).
Μετάφραση:
[Ἀφροδίτη
Γι' αὐτὸ μὴ σὲ μέλει. Ἔχω δυὸ ὡραίους νέους, τὸν Ἵμερο καὶ τὸν Ἔρωτα καὶ σ' αὐτοὺς θὰ σὲ παραδώσω γιὰ νὰ σοῦ γίνουν ὁδηγοί. Καὶ ὁ μὲν Ἔρως θὰ μπεῖ μέσα στὴν καρδιὰ τῆς Ἑλένης καὶ θὰ τὴν ἀναγκάσει νὰ σὲ ἐρωτευθεῖ. Ὁ δὲ Ἵμερος θὰ κάνει τέτοιο τὸ παρουσιαστικό σου καὶ τὴν κορμοστασιά σου ποὺ νὰ γίνεις σ' αὐτὴν ποθητὸς καὶ ἀγαπητός. Θὰ εἶμαι δὲ κι ἐγὼ ἐκεῖ καὶ θὰ παρακαλέσω τις Χάριτες νὰ ρθοὺν μαζί μου ὡς ἐκεῖ, γιὰ νὰ τὴν καταφέρουμε ὅλοι μαζί.
Πάρις
Τί ξεμπερδέματα θὰ ἔχω Ἀφροδίτη ἀπὸ αὐτὴ τὴν περιπέτεια δὲν ξέρω, νοιώθω ὅμως πὼς ἀπὸ τώρα εἶμαι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Ἑλένη καὶ δὲν ξέρω πὼς μοῦ φαίνεται σὰν νὰ τὴ βλέπω κι ὅλας καὶ πὼς ταξιδεύω τὰ ἴσα γιὰ τὴν Ἑλλάδα, καὶ πὼς φθάνω στὴ Σπάρτη καὶ ξαναγυρίζω ἔχοντας μαζί μου τὴ γυναῖκα αὐτή - καὶ στεναχωριέμαι γιατί δὲν τὰ κάνω ὅλα αὐτὰ μιὰ ὥρα ἀρχύτερα.]
Μὲ τὰ σχόλια τοῦ Λουκιανοῦ ἀντιλαμβανόμαστε τὴν ἰδέα τοῦ ἀρχαίου κόσμου ὡς πρὸς τὴν ἐπιρροὴ ποὺ ἐξασκοῦσαν οἱ υἱοὶ τῆς Ἀφροδίτης, Ἵμερος καὶ Ἔρως. Πίστευαν δὲ πὼς ὁ Ἵμερος ἦταν μιὰ θετικὴ αὔρα τοῦ ἐραστῆ ποὺ ἐπιδρᾶ στὴν ψυχολογία τῆς γυναίκας. Ἡ αὔρα του Ἴμερου, προσδόθηκε ἐτυμολογικὰ καὶ στὴν ἔκφραση τῆς ἐρωτικῆς φωνητικῆς χροιᾶς.
Ἡ ἰμερόεις φωνητικὴ χροιὰ τοῦ ἐρωτικοῦ τραγουδιοῦ ἦταν τὸ γνώρισμα τοῦ κωμάζειν, κατὰ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ἐθιμοτυπία. Τὸ κωμάζειν, ὅπως ἐτυμολογεῖται ἀπὸ τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν λεξικὸ (ETYMOLOGICON MAGNUM) ποὺ συντάχθηκε κατὰ τοὺς βυζαντινοὺς χρόνους, εἶναι μιὰ μουσικοποιητικοχορετικὴ τέχνη ποὺ ὀνομάζεται κῶμος καὶ ἐκτελεῖται βαδίζοντας στοὺς δρόμους κατὰ τὶς νυχτερινὲς ὧρες... τὶς ὧρες τοῦ ὕπνου. «Κῶμος, παρὰ τὸ αὐτὸ ρῆμα. ἐμφαίνει γὰρ τὸν ἀπὸ δείπνου καὶ μέθης ἐπὶ τὸ κοιμηθῆναι βαδίζειν καιρόν. καὶ τὸ κωμάζειν τους ἐρῶντας πρὸς ἐρωμένας. Οἱ ἐπὶ ἐπὶ τὸ συγκοιμάσθαι βαδίζουσι.»
Εἰκόνα ἀπὸ τὸ "Μέγα ἐτυμολογικὸ Λεξικόν"
Μιὰ σημαίνουσα περιγραφὴ ἑνὸς ἐρωτικοῦ πάθους, ἐκφραζόμενου μὲ τὸν τρόπο της νυκτωδίας - σερενάτας, δίδεται ἀπὸ τόν Λουκιανό τον Σαμοσατεὺς στο ἔργο του «Δις κατηγορούμενος».
Ἡ ὑπόθεση ἐξελίσσεται ἔξω ἀπὸ τὴν θύρα τῆς ἀγαπημένης ἑνὸς νεαροῦ. Ὁ νέος, γεμᾶτος πόθο καὶ ὁρμή, μετὰ τῆς παρέας του, μεθυσμένων ἁπάντων, περπατοῦν στὸ δρόμο ὅπου ὁδηγεῖ στὸ σπίτι τῆς κοπέλας. Ἀφ' ὅτου φτάνουν στὴν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ της χτυπάει τὴν πόρτα γιὰ νὰ τὴν ἐκβιάσει νὰ κατέβει κάτω, ἐνῷ, παράλληλα, τῆς τραγουδάει μία κανταδόρικη ἐρωτικὴ ὠδή.
Τὸ ἀρχαῖο κείμενο, προϊὸν τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς περιόδου, τὸ παραθέτω στὴν κάτωθι εἰκόνα, ὅπου διαπιστώνεται ἡ μακραίωνη προέλευση τοῦ θυροκοπικοῦ ἄσματος τοῦ ἐπονόματι καὶ Κῶμος. Αὐτὸς ὁ τρόπος ὠδικοῦ ἄσματος στὴν πορεία τῶν αἰώνων μετονομάσθηκε σέ Νυκτωδία ή Καντάδα ή Πατινάδα ή Σερενάτα.
Ἐν τούτοις, προκύπτει ὅτι, ἡ προέλευση, τοῦ ἐν λόγῳ ἄσματος, εἶναι χιλιάδων ἐτῶν καταγεγραμμένου στὴν ἱστορικὴν βίβλον της ἐξέφρασης τῶν ἀνθρωπίνων συναισθημάτων. Δὲν εἶναι λοιπόν εὐρωπαϊκῆς ἐμπνεύσεως... ἀλλὰ ἀρχαίας ἑλληνικῆς ἐθιμοτυπικῆς πράξης...
Ἕνα μέρος τοῦ ἀρχαίου κειμένου παραθέτω αὐτούσιο μετὰ τῆς μεταφράσεως: «...μεθυόντων ἐραστῶν κωμαζόντων ἐπ' αὐτὴν καὶ κοπτόντων τὴν θύραν, ἐνιὼν δὲ καὶ εἰςβιάζεσαθαι σὺν οὐδενὶ κόσμῳ τολμώντων. αὐτὴ δὲ ἐγέλα καὶ ἤδετο τοῖς δρωμένοις καὶ τὰ πολλὰ ἢ παρέκυπτεν ἀπὸ τοῦ τέγους ἀδόντων ἀκούουσα τραχεῖα τὴ φωνὴ ὠδάς τινας ἐρωτικὰς ἢ καὶ παρανοίγουσα τὰς θυρίδας...».
Μετάφραση: [...οἱ μεθυσμένοι ἀγαπητικοὶ διασκεδάζοντας καὶ χοροτραγουδῶντας ἔμπροσθεν αὐτῆς χτυπῶντας τὴν πόρτα της καὶ μερικὲς φορὲς ἐκβιάζοντες αὐτήν, ὅπως κανένας ἄλλος κόσμιος ἄνθρωπος δὲν θὰ τολμοῦσε. Αὐτὴ γελοῦσε καὶ γλυκαίνονταν μὲ τὸ πολὺ θέαμα καὶ ἔσκυβε γιὰ νὰ δεῖ καὶ νὰ ἀκούσει τὴν βραχνὴ φωνὴ ποὺ τραγουδοῦσε ἐρωτικὰ τραγούδια, ἡ ὁποία, κάποια στιγμή, ἄνοιξε τὴν πόρτα της... ]
Εἰκῶν ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Λουκιανοῦ
Μιὰ ἑτέραν ἐκδοχὴν εἶναι τὸ παράδοξο τῆς προέλευσης τοῦ ὀνόματος τῆς Σερενάτας. Κατὰ τὴν ἐπισφαλέστερη ἐκδοχή, οὔτη προέρχεται ἀπό τον Σερένο, ἤτοι καὶ Σειλινό ακόλουθο τοῦ Διονύσου.
Ὁ Σειλινός - Σάτυρος, κατὰ τὸν συγγραφέα Νόννο, ἦταν ἱστορικὸ πρόσωπο καὶ υπήρξε ὀπαδὸς τοῦ Διονύσου πρωτοστατῶντας πάντοτε στὶς κωμαστικὲς ἐκδηλώσεις τῶν διονυσιακῶν τελετῶν. Ἐκτὸς ἀπὸ πολὺ καλὸς χορευτής, ὁ Σειλινός, συχνὰ παρουσιάζεται νὰ βαστᾶ Λύρα ἢ Βάρβιτο ἢ Κιθάρα καὶ νὰ ἄδει ἐρωτικὲς ὠδές του κώμου, δηλαδή, ἑρμήνευε διὰ τοῦ κωμάζειν κιθαρωδικώς.
Οἱ ἀμορόζοι ἐκ τοῦ συμπεράσματος, προέρχονται, ἐξ ὀνόματος, ἀπὸ τὸν Ἵμερο, ὅπως ὁμοίως καὶ ἡ ὀνομασία της Σερενάτας ἐκ τοῦ Σερένου - Σειληνοῦ. Παραταύτα, τὸ ἀστικὸ δρώμενο τῆς Σερενάτας - Καντάδας, στὴν συνολική του ὑπόσταση ἐμφαίνεται ὡς ἕνας συνδυασμὸς προερχόμενος ἐκ τῶν δύο "θεϊκῶν ἤτοι καὶ ἡρωικῶν" ὑπάρξεων τοῦ Ἴμερου & τοῦ Σειληνοῦ.
Αὐτὰ τὰ δύο προϊστορικὰ καὶ μυθολογικὰ πρόσωπα ὤσμωσαν μὲ τὴν τέχνη τους τὰ στοιχεῖα τῆς ἐρωτικῆς μουσικοποιητικὴς δημιουργίας ἐπιδρῶντας διακριτικὰ στὴν σκέψη τοῦ Ἕλληνα καλλιτέχνη δίνοντας τὸ ἐρέθισμα νὰ ἐκφράσει τὰ συναισθήματα τοῦ απροκάλυπτα προς τὸ ὡραιότατο πλασμα τῆς φύσης...το θῆλυ.
Ὕστερα τῆς τοιαύτης δημιουργίας, τοῦ προαναφερθέντος πολιτιστικοῦ ἔθους τῶν Ἑλλήνων, μὲ τὸν καιρό, διαδόθηκε καὶ στοὺς ὑπόλοιπους πληθυσμοὺς τῆς γῆς, δηλονότι, μὲ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ἐρωτικοῦ συναισθήματος εἰς τὴν μουσικοποιητικὴ τέχνη ἐπιτελέσθηκε ὁ σκοπος της ἐξανθρώπισης ἤτοι καὶ ἐκπολιτισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου στὸν πλανήτη.
Τὸ πανάρχαιο αὐτὸ ἔθος, τῆς ἐρωτικῆς ὠδῆς, ὅπου βασίστηκε ἡ μελωδικὴ γραμμὴ τῆς παραδοσιακῆς καντάδας τῶν Ἀθηνῶν, Ἑπτανήσων καὶ περιχώρων, συναντιέται αὐτούσιο στὸ ἀρχαῖο λυρικὸ ποίημα τοῦ Βακχυλίδη ποὺ ἐξιστορεῖ την κατανίκηση τοῦ μινωταυρικοῦ θηριοῦ ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Θησέα.
Ὁ λυρικὸς ποιητὴς Βακχυλίδης στὸν διθύραμβο τοῦ περιγράφει τοὺς Ἀθηναίους παῖδες νὰ τραγουδοῦν ἕναν παιᾶνα μὲ ἐράσμια ποθεινὴ φωνή, τὴν ἐρατὰ ὄπι: «ἠίθεοι δ᾽ ἐγγύθεν νέοι παιάνιξαν ἐρατᾷ ὀπί.» (ΔΙΘΥΡΑΜΒΟΣ III ΗΙΘΕΟΙ 'Ἡ ΘΗΣΕΥΣ ΚΗΙΟΙΣ ΕΙΣ ΔΗΛΟΝ).
Αὐτὸ τὸ ποιητικὸ ἀπόσπασμα ἀποδεικνύει τὴν δημιουργία τῆς ἐρωτικῆς ὠδῆς ἐξ Ἀθηνῶν, στὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε καὶ μεγαλούργησε τὸ καλὸ ποιοτικὸ τραγούδι. Ἐκ τῶν πρώτων συνθετῶν καὶ ἀοιδῶν ὁ περίφημος ἥρως - ἔρως - ἠίθεος στὴν μορφὴ Θησέας!
Ἐν κατακλεῖδι, οι παιᾶνες, όπου ἐκτελοῦσαν οἱ Ἀθηναῖοι προς τιμὴν τοῦ Δηλίου Ἀπόλλωνος, κατὰ τὴν πορεία τῆς μουσικοποιητικῆς δημιουργίας μεταλλάχθηκαν ἀπὸ θρησκευτικοῦ περιεχομένου σὲ ἐρωτικοῦ καὶ ἐν τέλει στὸ τραγουδιστικὸ εἶδος τῆς Σερενάτας - Καντάδας - Πατινάδας.
Τουτέστι, ἀριθμολογικὰ ΕΡΩΤΑΣ = 1406 & ΕΠΙΤΥΧΙΑ = 1406 ἤτοι ΕΡΩΤΑΣ = ΕΠΙΤΥΧΙΑ. Δηλαδή, διὰ μέσο τοῦ ἐρωτικοῦ στοιχείου ἐπιτυγχάνεις παντοῦ καὶ πάντοτε... ἀρκεῖ νὰ γνωρίζεις τὴν ὀρθὴ χρήση του καὶ οἱ ἀμορόζοι διατηροῦσαν ἀκούσια τὴν τοιαύτη ἀρχαία γνώση!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γρηγόριος Ξενόπουλος, Ο Ποπολάρος, εκδ. Αδελφοί Βλάσση, Αθήνα
- Λουκιανού, Θεών διάλογοι, Δις κατηγορούμενος
- Μεγα ετυμολογικόν λεξικό (ETYMOLOGICON MAGNVMZ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου