Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2018


ЭIЄ
Ο ΕΛΛΗΝ ΚΙΘΑΡΩΔΟΣ ΑΡΙΩΝ ΚΑΙ Ο ΙΕΡΟΣ ΥΜΝΟΣ
(ARION THE GREEK BARD OF solemn hymn)
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ Βαφίνης 

  Κάποτε στὴ νῆσο Λέσβο ἐγεννήθη ἕνας ἐκ τῶν σπουδαιότερων ἀρχαίων Ἑλλήνων μουσικῶν, ὁ ἐπονόμαστος κιθαρωδὸς Ἀρίων
 Τὰ ἱστορικὰ κριτήρια θέτουν τὴν γέννηση τοῦ στὴν πόλη Μήθυμνα κατὰ τὸ ἔτος 625 π.Χ. ἐνῷ τὸ τέλος τῆς ζωῆς του κατὰ τὸ 585 π.Χ. 
 Ἐπὶ τούτου, ὁ Ἰωάννης Μαλαλὰς στὴν Χρονογραφία του, τὸν κατονομάζει ὡς Ἀρίων τὸν Ἀθηναῖο. Φαίνεται ὅτι, ἐπειδὴ ἡ Μήθυμνα ὑπῆρξε ἡ μόνη ἀττικίζουσα πόλη τῆς Λέσβου, ἀποικία ἰώνων ἐξ Ἀθηνῶν κι ἀντίπαλος τῶν δωριέων Μυτιλήνης, ὁ χρονογράφος Μαλάλας τὸν κατέταξε στοὺς Ἀθηναίους λυρικούς
 Ὁ Ἀρίων, μετοίκισε ἀπὸ νεαρὸς εἰς τὴν πόλη τῆς Σπάρτης καὶ ἐμαθήτευσε κοντὰ στὸν μελουργὸ Ἀλκμάνα. Σύντομα ὅμως μετέβει εἰς τὴν Κόρινθο προσκληθῇς ἀπὸ τὸν τύραννο Πεισίστρατο
 Ἐκεῖ, εἰς Κόρινθον, ἀναδίπλωσε μεθοδικὰ τὸ μουσικό - δημιουργικό του ταλέντο. Ἡ ἰδιοσυγκρασία του στηρίζονταν κυρίως στὴν δεξιοτεχνικὴ ἀπολλώνια κιθαρωδικὴ ὄρχηση μὲ κυρίαρχο θέμα τὸν ὄρθιο νόμο, ἀλλά, καὶ εἰς τὴν διονυσιακὴ τέχνη μὲ ἐπίκεντρο τὸν διθύραμβο
 Μάλιστα, ἐπιβεβαιώνετε ἱστορικὰ ἡ ἄποψη ὅτι, ὁ Ἀρίων καὶ ὁ Στησίχορος ὑπῆρξαν οἱ θεμελιωτὲς τοῦ διθυράμβου. 

  Ἀναπαράσταση τοῦ θρυλικοῦ Ἕλληνα ποιητῆ Ἀρίωνα ἀπὸ τὴ Μήθυμνα, τὸν γητευτὴ δελφινιῶν μὲ τὴν κιθάρα του. 19ος αἰῶνας (χρωμολιθογραφία). Ἰδιωτικὴ Συλλογή. 

 Ὅταν λοιπόν, ὁ Μηθυμναῖος κιθαρωδός, ἐγκαταστάθηκε στὴν Κόρινθο ὁ Περίανδρος τοῦ παραχώρησε τὴν θεατρικὴ σκηνὴ ὅπου εὑρίσκονταν εἰς τὴν ὅμορη πόλη της Σικυώνας, γιὰ νὰ ἀνεβάζει ἐκεῖ τὰ ἔργα του. 
 Ἡ φήμη του ξεχύθηκε γοργὰ εἰς τὰ πέρατα τοῦ τότε γνωστοῦ ἑλληνικοῦ κόσμου καὶ ἡ χροιὰ τῆς καλλικέλαδης φωνῆς του μὲ τὴν ἐξαίρετο μουσικὴ ἐπένδυση τῶν τραγουδιῶν του εἶχαν ἀποκτήσει θρυλικὴ διάσταση κατὰ τὴν χρονικὴν περίοδο τῆς ἀρχαϊκῆς ἐποχῆς. 
 Πολλοὶ μεταγενέστεροι θαυμαστές, τοῦ φημισμένου κιθαρωδοῦ, θὰ ἤθελαν νὰ ἀκούσουν ἔστω κι ἕνα τραγούδι του, ὅμως, δυστυχῶς τίποτα τὸ αὐθεντικὸ κι ἐπουσιῶδες αὐτῆς τῆς ὑπέρτατης τέχνης δὲν ἔχει διεσωθεῖ. 
 Ἐν τούτοις, εἰκάζεται ὅτι περιεσώθηκαν μόνο ὁρισμένοι στίχοι, τοῦ ὕμνου πρὸς τιμὴν τοῦ Ποσειδῶνα, ἀπὸ τὴν συγγραφὴ τοῦ ἀρχαίου ἱστορικοῦ Αἰλιανοῦ, χωρὶς ὅμως τὴν μουσική του σημειογραφία καὶ στοιχεῖα αὐθεντικότητος. 
 Ἐν ταυτῷ, μιὰ προσωπικὴ περιπέτεια εἰς τὴν τραγουδιστικήν του πορεία, ὅπου ἔλαβε μεγαλες ἱστορικὲς διαστάσεις, ἄφησε περιθώρια ἐρεύνης καὶ ἐξακρίβωσης τοῦ ἑρμηνευτικοῦ του μεγαλείου. 
 Τὸ σκηνικὸ ὅπως ἐκτυλίσσεται ἱστορικά, συναντᾶ τον Ἀρίωνα νὰ ἀναζητᾶ τὴν ἀπόκτηση περισσότερης φήμης γι' αὐτὸ κι ἀποφασίζει νὰ συμμετέχει σὲ πανελλήνιους διαγωνισμοὺς τραγουδιοῦ. 
 Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τοῦ ἑλληνικοῦ ἀρχαϊκοῦ κόσμου, γίνονταν ὁρισμένες σημαντικοὶ μουσικοὶ διαγωνισμοὶ μὲ ἰδιαίτερη αἴγλη καὶ κερδοφόρα ἀποτελέσματα τοῦ νικητοῦ. 
Συνήθως αὐτὰ διοργανώνονταν στὴν Σικελία καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὶς Συρακοῦσες, μιὰ παλαιὰ ἀποικία τῶν Κορινθίων. 
 Λαμβάνοντας λοιπὸν τὴν ἄδεια ἀπὸ τὸν Περίανδρο ναυλώνει ἕνα πλοῖο μὲ Φοίνικες ναυτικοὺς καὶ φτάνει εἰς τὴν πόλη γιὰ νὰ παραβρεθεῖ στὸν μουσικὸ διαγωνισμό. Μετὰ τὴν ἑρμηνεία ὅλων τῶν καλλιτεχνῶν, ὁ Ἀρίων, ἀνακηρρύσσεται παμψηφεὶ ὡς νικητής της κιθαρωδίας. 
 Ἡ ἐπιστροφή του ὅμως ἔτυχε μιᾶς τραγικῆς ἐξέλιξης. Ἀφοῦ, μετὰ τὴν νίκη περιόδευσε εἰς τὶς ἑλληνικὲς πόλεις τῆς Κάτω Ἰταλίας καὶ μάζεψε ἀρκετὰ λεφτὰ καὶ δῶρα, οἱ ναυτικοὶ ποὺ εἶχε ναυλώσει στασίασαν, μετὰ τοῦ πλοιάρχου συναινῶν, κι ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν Ἀρίων νὰ τοὺς παραδόσει τὸ χρηματικὸ ποσὸ τὰ δῶρα καὶ τὰ ἔπλαθα κι ἔπειτα νὰ ριχθεῖ εἰς στὸ θαλάσσιον πέλαγος γιὰ μὴν ἠδύναντο νὰ τοὺς μαρτυρήσει. 
 Καθὼς εἶχαν ἤδη περιπλεύσει μὲ τὸ πλοῖο ἕνα μεγάλο μέρος τοῦ Ἰονίου πελάγους καὶ εὑρίσκοντο πλησίον τῶν ἀκτῶν τῆς νότιας πλευρᾶς τῆς Πελοποννήσου τὸ σχέδιο ἐξόντωσης τοῦ Ἀρίωνα τέθηκε πρὸς ἐκτέλεση. 
 Ὅμως ἀπὸ βραδύς, ὁ Ἀπόλλων, ἐμφανιζόμενος εἰς τὸ ὄνειρο τοῦ ἀγαπημένου του κιθαραοιδοῦ Ἀρίων τὸν εἶχε προετοίμασε γιὰ τὸ συμβάν. 
  Διὰ τοῦ λόγου τὸ ἀληθές, ὅταν συνέβη τὸ γεγονὸς τῆς ἀνταρσίας τοῦ πληρώματος μετὰ τοῦ πλοιάρχου, ἀτάραχος, ὁ Ἀρίων, ἄρχισε νὰ παρακαλεῖ γιὰ τὴν ζωήν του προσφέροντας ὅλα τὰ πλούτη του ἀλλὰ καὶ τὴν σιωπή του. 
 Παρὰ ταῦτα καμία θετικὴν ἀνταπόκριση δὲν εἶδε ἐκ τῶν ἐκβιαστῶν τῆς ζωῆς του. Παραδεδομένος, λοιπὸνεἰς τὴν ἄδικη μοῖρα του ἄρχισε ἀργα καὶ νωχελικὰ νὰ ὑποχωρεῖ πρὸς τὴν ἄκρη τοῦ πλοίου. Τότε οἱ ναῦτες μὲ τὸν πλοίαρχο, ἔχοντας τὸ κακὸ εἰς τὸ νοῦ τους, σκέφτηκαν πὼς ἐκείνη τὴν στιγμή τους δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ ἀκούσουν τὸν πιὸ ἄριστο καὶ φημισμένο κιθαρωδὸ τοῦ κόσμου.
 Τόσο μεγάλη ὑπῆρξε ἡ φήμη του Ἀρίωνα, ὅπου, ἀκόμα καὶ οἱ κακοποιοὶ σὲ μιὰ τέτοια κρίσιμη στιγμή, ἤθελαν νὰ ἀκούσουν αὐτὴ τὴν θεία φωνή, κι ἔτσι ἀπαίτησαν γιὰ τελευταία φορὰ νὰ τοὺς τραγουδήσει. 
 Ὁ Ἀρίων, τότε, φορῶντας τὴν πυθικὴ στολή του κιθαρωδοῦ, ἀνέβηκε στὴν πρύμνη τοῦ πλοίου κι ἄρχισε νὰ τραγουδάει τὸν ἱερὸν ὕμνο στὸν Ἀπόλλωνα προστάτη των κιθαρωδών. Καθὼς ὅμως τελείωσε τὸ μουσικό μέλος τοῦ ὄρθιου νόμου μὲ μιά του κίνηση ρίφθηκε στὰ βαθιὰ νερὰ τοῦ πελάγους. 
 Ἐνῷ χάνονταν στὰ βάθη τῆς θάλασσας μιὰ ὁμάδα δελφινιῶν, ποὺ εἶχε γοητευτεῖ μὲ τὸ τραγούδι του Ἀρίων, ἔσπευσε γρήγορα σώσει τον κιθαρωδό. Λένε ὅτι, ἕνα ἀπὸ αὐτὰ τὸν πῆρε στὴν πλάτη του καὶ κολυμπῶντας τὸν ἔβγαλε στὸ ἀκρωτήριο Ταίναρο τῆς Πελοποννήσου
 Κλείνοντας τὴν ἀφήγηση αὐτῆς τῆς μοναδικῆς τραγικῆς ἱστορίας, παρατηροῦμε ὅτι, ἐνῷ ὁμοιάζει μὲ ἕνα ὡραῖο παραμύθι, ἐμπεριέχει ἀρκετὰ στοιχεῖα ὅπου βασίζονται στὴν ἀλήθεια.     Πρῶτος λοιπὸν ὁ ἀρχαῖος συγγραφέας Αἰλιανός, στὸ ἔργο τοῦ «Περὶ ζώων ἰδιότητος» κάνει λόγῳ γιὰ τὸ περιστατικὸ στηριζόμενος ἐπ' αὐτοῦ διὰ νὰ ἐπισημάνει τὸν φιλόμουσο χαρακτῆρα τῶν θαλάσσιων θηλαστικῶν ποὺ ὀνομάζουμε Δελφίνια. Πιὸ συγκεκριμένα λέγει ἐπὶ τούτου τὰ ἑξῆς: «Οἱ δελφῖνες, τὸ μὲν φιλόμουσον αὐτῶν καὶ περὶ τὴν ᾠδὴν σπουδαῖόν τε καὶ φιλόπονον κεκήρυκταί τε καὶ ἐς πολλοὺς ἐξεφοίτησε, καὶ ὥς εἰσι φιλάνθρωποι ἄλλοι τε εἶπον καὶ ἡμεῖς ἄνω που διεξήλθομεν τῷ λόγῳ·» μετάφραση:[Ἡ ἀγάπη τῶν δελφινιῶν στὴ μουσική, ἡ σπουδὴ κι ἡ προθυμία τους γιὰ τὸ τραγούδι ἔχει διακηρυχτεὶ καὶ διαδοθεῖ εὐρέως, ἄλλοι μίλησαν γιὰ τὸ πόσο φιλικὰ εἶναι πρὸς τοὺς ἀνθρώπους, ὅπως κι ἐμεῖς μιλήσαμε γι' αὐτὸ κάπου παραπάνω] (ΚΕΦ. ΙΑ' 12). 
  Συμπληρώνει δὲ τὴν ἐπιχειρηματολογία του ὁ Αἰλιανὸς προσθέτοντας πὼς ὁ Ἀρίων πρῶτος ὑποστήριξε αὐτὸ,  γιὰ τὰ δελφίνια, λέγοντας σ' ἕνα ποίημα τοῦ τὰ ἑξῆς: 
    ... ἐλάφρ᾽ ἀναπαλλόμενοι σιμοὶ 
         φριξαύχενες ὠκυδρόμοι
         σκύλακες, φιλόμουσοι δελφῖνες...

Μετάφραση: 
[μ' ἐλαφροὺς παλμούς 
ἀναπηδῶντας τα πλατύριννα 
μὲ τὰ ὀρθωμένα πτερύγια 
γοργόδρομα σκυλιά 
τὰ φιλόμουσα δελφίνια] 



 Ἐπιπροσθέτως, ἡ πληροφορία ὅπου ἀντλοῦμε ἐκ τοῦ παλαιότατου λεξικοῦ τῆς ἀγγλικῆς γλώσσας μὲ τίτλο: "Dictionary of greek and roman biography and mythology" ἐξειδικεύει τὸ μουσικὸ εἶδος ὅπου ἑρμήνευσε ὁ Ἀρίων καταμεσῆς τοῦ πελάγους καὶ εἰσακούστηκε ἀπὸ τὰ δελφίνια. 
  Ἐκ πρώτης εἰς τὸ λῆμμα ARION (Ἀρίων), στὸ λεξικό, κατονομάζει τὸν Ἕλληνα κιθαρωδὸ ὡς Βάρδο(bard) ενώ στο βιβλίο του ο A. Smaller "History of Greek" τὸ τραγούδι ποὺ τραγούδησε ὁ Ἀρίων στὸ πλοῖο πρὶν πέσει στὴν θάλασσα ὡς "ιερό ύμνο"
 Πὼς ὅμως ἐτυμολογεῖτε, εἰς τὴν ἑλληνικήν, ἡ ἀγγλιστὶ μουσικὴ ἐπωνυμία Bard;  Πρόκειται γιὰ τοὺς Βάρδους ἱερεῖς Δρυίδες ποὺ ἔψαλλαν ἱεροὺς ὕμνους πρὶς τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης; 
 Ἀναρωτιόμαστε, λοιπὸν, μήπως ἄραγε, τὰ Κέλτικα τραγούδια τῶν Βάρδων ἔχουν τὴν προέλευση τοὺς στὴν λυρικὴ ποίηση τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων; (εἶναι ἕνα θέμα ποὺ μέλλει νὰ ἀναπτύξουμε σ' ἕνα ἄλλο κεφάλαιο). 
  Ἰδοὺ τί περιγράφει τὸ ἀγγλόφωνο λεξικὸ περὶ τοῦ Ἀρίωνος: «ARĪON(Ἀρίων) 1. Of Methymna in Lesvos on ancient Greek bard and celebrated player on the cithara, is called the inventor of the dithyrambic poetry and of the name dithyramb. He lived about B.C. 625, and spent a great part of his life at the court of Periauder, tyrant on Corinth. Of his life scarcely anything is known beyond the beautiful story of his escape from tbe sailors with whom he sailed [from Tarentum in Italy] to Corinth. On one occasion, thus runs the story, Arion went to Sicily to take part in some musical contest. He won the prize, and, laden with presents, he embarked in a Corinthian ship to return to his friend Periander. The rude sailors coveted his treasures and meditated his murder. After trying in vain to save his life, he at length obtained permission once more to play on the cithara. In festal attire, he placed himself in the prow of the ship. and invoked the gods in inspired strains, and then threw himself into the sea. But many song - loviog dolphins had assembled round the vessel, and one of them now took the bard on its back and carried him to Tenărus from whence he returned to Corinth in safety, related big adventure to Periander. Upon the arrival of the Corinthian vessel, Periander inquired of the sailors after Arion who replied that he bad remained behind at Tarentum; but when Arion, at the bidding Periander came forward, the sailors owned their guilt were punished according to their desert. In the time of Herodotus an Pausanias there existed at Tænarus a brase monument representing Arion riding on a dolphin. Arion and his Cithara (lyre) were placed amon the stars. A fragment of a hymn to Neptune (Poseidon) ascribed to Arion. is contained in Bergk's poetæ Lyrici Cræcei, p. 566, &c».
Μετάφραση: [ΑΡΕΙΩΝ (Ἀρίων) 1. Ἀπὸ τὴ Μήθυμνα τῆς Λέσβου, ἀρχαῖος Ἕλληνας βάρδος καὶ διάσημος κιθαρίστας, ὀνομάζεται ὁ ἐφευρέτης τῆς διθυραμβικῆς ποίησης καὶ τοῦ ὀνόματος διθύραμβος. Ἔζησε περίπου τὸ 625 π.Χ. καὶ πέρασε ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ζωῆς του στὴν αὐλή του Περίανδρου, τυράννου τῆς Κορίνθου. Ἀπὸ τὴ ζωή του ἐλάχιστα εἶναι γνωστὰ πέρα ἀπὸ τὴν ὄμορφη ἱστορία τῆς ἀπόδρασής του ἀπὸ τοὺς ναυτικοὺς μὲ τοὺς ὁποίους ἀπέπλευσε [ἀπὸ τὸν Τάραντα τῆς Ἰταλίας] στὴν Κόρινθο. Σὲ μιὰ περίπτωση, ἔτσι λέει ἡ ἱστορία, ὁ Ἀρίων πῆγε στὴ Σικελία γιὰ νὰ συμμετάσχει σὲ κάποιον μουσικὸ διαγωνισμό. Κέρδισε τὸ βραβεῖο καί, φορτωμένος μὲ δῶρα, ἐπιβιβάστηκε σὲ ἕνα κορινθιακὸ πλοῖο γιὰ νὰ ἐπιστρέψει στὸν φίλο του Περίανδρο. Οἱ ἀγενεῖς ναῦτες ἐποφθαλμιοῦσαν τοὺς θησαυρούς του καὶ συλλογίζονταν τὴ δολοφονία του. Ἀφοῦ προσπάθησαν μάταια νὰ σώσουν τὴ ζωή του, τελικὰ πῆρε ξανὰ ἄδεια νὰ παίξει κιθάρα. Φορῶντας γιορτινὴ ἐνδυμασία, τοποθετήθηκε στὴν πλώρη τοῦ πλοίου καὶ ἐπικαλέστηκε τοὺς θεοὺς μὲ ἐμπνευσμένους ἤχους καὶ μετὰ ἔπεσε στὴ θάλασσα. Ἀλλὰ πολλὰ δελφίνια ποὺ ἀγαποῦσαν τὸ τραγούδι εἶχαν συγκεντρωθεῖ γύρω ἀπὸ τὸ πλοῖο, καὶ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ πῆρε τὸν βάρδο στὴν πλάτη του καὶ τὸν μετέφερε στὸ (ἀκρωτήριο) Ταίναρο, ἀπὸ ὅπου ἐπέστρεψε στὴν Κόρινθο μὲ ἀσφάλεια, διηγούμενος τὴν μεγάλη περιπέτεια τοῦ στὸν Περίανδρο. Μὲ τὴν ἄφιξη τοῦ κορινθιακοῦ πλοίου, ὁ Περίανδρος ρώτησε τοὺς ναυτικοὺς γιὰ τὸν Ἀρίωνα, κι ἐκεῖνοι ἀπάντησαν ὅτι θὰ ἔμενε πίσω στὸν Τάραντα. Ἀλλὰ ὅταν ὁ Ἀρίων, κατόπιν ἐντολῆς του Περίανδρου, ἐμφανίστηκε μπροστά τους, οἱ ναῦτες παραδέχτηκαν τὴν ἐνοχή τους καὶ τιμωρήθηκαν ἀνάλογα μὲ τὴν πράξη τους. Τὴν ἐποχή του Ἠρόδοτου καὶ τοῦ Παυσανία ὑπῆρχε στὸν Ταίναρο ἕνα χάλκινο μνημεῖο ποὺ ἀπεικόνιζε τὸν Ἀρίωνα νὰ ἱππεύει ἕνα δελφίνι. Ὁ Ἀρίωνας καὶ ἡ κιθάρα του ἦταν τοποθετημένοι ἀνάμεσα στὰ ἀστέρια. Ἕνα ἀπόσπασμα ἑνὸς ὕμνου στὸν Ποσειδῶνα ποὺ ἀποδίδεται στὸν Ἀρίωνα περιέχεται στὸ ποιητικὸ βιβλίο τοῦ Berg, Lyrici Cræcei, σελ. 566, κ.λπ.].


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ Dictionary of greek and roman biography and mythology volume 1 

  Προφανῶς, ὁ κιθαρωδὸς Ἀρίων, κάποιον ἱερὸ ὕμνο ἢ μιὰ ἱερὴ μονωδιακὴ προσευχή νὰ ἑρμήνευσε  ἐπὶ τῆς ἄκρης τοῦ πλοίου, ὑποβαλλόμενος, ἐκ τοῦ νυχτερινοῦ ὁράματος, ἀπὸ τὸν μουσηγέτη Ἀπόλλωνα
 Ἐν τούτοις, τὴν βαθιὰ θρησκευτικὴ συνείδηση τοῦ Ἀρίωνος γνωστοποιεῖ μέσα ἀπὸ τὸ ἔργο τοῦ ὁ Πλουτάρχος, ὅπου, ὡς ἱερέας τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφούς κατέχει περισσότερες πληροφορίες ὅπως καὶ τὴν παραπομπὴ τῆς περιγραφὴς τοῦ αὐτήκοου μάρτυρα Γοργίου, περὶ τῆς διασώσεως τοῦ κιθαρωδοῦ ἀπὸ τὸν Δέλφινα ὅπου τὸν ἔβαλε ἐπὶ τῆς ράχης του. 
 Ἐπὶ τούτου, ὁ Γοργίας, περιγράφει γλαφυρὰ τὴν σκηνὴ, κατὰ τὴν πορεία τοῦ δελφινιοῦ πρὸς τὴν ἀκτή, ὅπου, ὁ Ἀρίων, ἀντίκρισε τὴν θέα τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τῶν ἄστρων, τὸ ἀπέραντο τοῦ οὐρανοῦ καὶ συλλογίστηκε μετὰ τῆς θείας ἐπιφοιτήσεως ὅτι, μέσα σὲ ὅλη αὐτὴν τὴν δημιουργία τοῦ σύμπαντος ὑπάρχει, πανταχοῦ παρὸν, ἕνας Θεὸς τῆς δικαιοσύνης ποὺ ἐπιβλέπει τὰ πάντα στὸν ἀπέραντο κόσμο αὐτό. Ἰδοὺ καὶ τὰ συμφραζόμενα  τοῦ Πλουτάρχου: «ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, [161f] ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνόμενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι...»[1].(«Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιο»
Μετάφραση: (Βλέποντας τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν οὐρανὸ γεμᾶτο ἀπὸ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι νὰ ἀνατέλλει λαμπερὸ καὶ καθαρό, [161f] καὶ ἐνῷ ἡ θάλασσα ἔμενε ἀκύμαντη σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση, ἕνας δρόμος νὰ ἀνοίγεται γιὰ τὴν πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ὅτι τὸ μάτι τῆς Δικαιοσύνης δὲν εἶναι μόνο ἕνα, ἀλλ᾽ ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μάτια του ὁ θεὸς βλέπει γύρω τριγύρω ὅλα ὅσα γίνονται σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα. Μὲ αὐτοὺς τοὺς διαλογισμοὺς τὸ κουρασμένο καὶ βαρὺ πιὰ σῶμα του ἔβρισκε, ἔλεγε, ἀνακούφιση.
 Τὰ συμφραζόμενα ἀποδεικνύουν περίτρανα τὴν θεοσέβεια ποὺ διακατεῖχε τὸν λυρικὸ ποιητὴ Ἀρίωνα. Αὐτὴ ἡ θεολογικοῦ περιεχομένου σκέψη του Ἀρίωνα, περὶ Θεοῦ δικαίου καὶ πανταχοῦ παρόντα - ἐνῷ θὰ ἔπρεπε νὰ βρίσκονταν σὲ μιὰ κατάσταση ψυχικοῦ κλονισμοῦ λόγῳ τοῦ ἐπικείμενου θανάτου του - φανερώνει τὸ θεῖο δῶρο τῆς ἀλήθειας ποὺ τοῦ χάρισε ὁ Θεός. 
 Ἡ μαρτυρία τοῦ περὶ τῆς μίας πανταχοῦ παρούσας Θεότητος, ἑνὸς Θεοῦ δημιουργοῦ ὅλων ἐκείνων τῶν στοιχείων τὰ ὁποῖα κοσμοῦν τὸ Σύμπαν, ὅπου προέκυψαν ἀπὸ τὴν γεμάτη ἀγάπη καρδιά Του, εἶναι ἡ πηγή της ἀγιωτικῆς φυσιογνωμία τοῦ κιθαρωδοῦ Ἀρίων - Ἰωνᾶ
 Ἔτσι, λοιπὸν ὁ ἱερὸς ὕμνος ἢ ὄρθιος νόμος ὅπου τραγούδησε ἐκεῖνο τὸ βράδυ στὴν πλώρη τοῦ πλοίου προσομοίαζε μὲ μιὰ ὑμνωδικὴ μπαλάντα ἀναφερόμενη στὸν πλάστη καὶ Δημιουργὸ Θεό. 
 Κάτι ἀνάλογο μὲ τὸν ἱερὸ ὕμνο τοῦ Ἀρίωνα ἴσως νὰ θεωρηθοῦν μερικοῦ τύπου Καντάδες - Σερενάδες τῆς νεοελληνικῆς μουσικῆς, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι ἡ καντάδα μὲ τίτλο "Στῆς ἐρημιᾶς τὰ μονοπάτια" σὲ μουσικὴ Διονύσιου Λαυράγκα καὶ στίχους Γεωργίου Ἀθάνα ποὺ γράφτηκε πρὸ τοῦ 1930, ἀλλά, διασκευάστηκε ἀπὸ τὴν Δώρα Παπακωνσταντίνου κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '80 γιὰ νὰ εἰσαχθεῖ εἰς τὴν δημόσια ἐκπαίδευση. 
 Ἡ μουσικὴ στηρίζεται εἰς τὴν μείζων ἁρμονία ἐνῷ ὁ φυσιολατρικὸς στίχος τοῦ ἄσματος ἐξεδηλώνει τὴν ἀγάπη πρὸς τὸν πλάστη καὶ δημιουργὸ Θεό. 
 Ἰδοὺ παραθέτω τὶς τρεῖς στροφὲς τῶν στίχων οἱ ὁποῖες διασκευάστηκαν ἀπὸ τὸν ὀργανισμὸ ἐκδόσεων διδακτικῶν βιβλίων [ΟΕΔΒ] τῆς δημόσιας ἐκπαίδευσης ὡς ἑξῆς: 
Στης ερημιάς τα μονοπάτια
Στης ερημιάς τα μονοπάτια
είδα τον όρθρο τον βαθιό
να κελαηδούνε τα πουλάκια
εκεί στο γάργαρο νερό

Θέλω ένα λάβρο μεσημέρι
βαθιά στο δάσος να βρεθώ
να με φυσάει αβρά τ' αγέρι
και τίποτα να μη σκεφτώ

Θέλω κι ένα βραδάκι ακόμα

σαν αντικρίζω το γιαλό
ύμνο γλυκό σε Σέ να ψάλλω
τον Πλάστη και Δημιουργό
(διασκευή)

 Ἐν τούτοις ἰδοὺ καὶ μία σύγχρονη προσπάθεια ἀνάδειξης τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς λυρικῆς τέχνης μὲ συμφωνικὰ ὄργανα καὶ μὲ μιὰ ὀπερατικὴ φωνὴ κόντρα τενόρου ὅπου ταιριάζει μὲ τὴν χροιὰ καὶ τὸ ὕψος φωνῆς τοῦ διθυραμβικοῦ Ἀρίωνα. 
 Τὰ Μουσικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν ἀγγλικὴ ταινία κινουμένων σχεδίων μὲ τίτλο "Arion and the Dolphin" εἶναι συντεθειμένα κατὰ τὸ ἔτος 1996. Ἡ μουσικὴ σύνθεση εἶναι τοῦ Ian Hughes, σὲ λυρικὸ ὕφος μπαλάντας ὅπως προείπαμε: 




εικόνες από τα κινούμενα σχέδια της ταινίας 
 "Arion and the Dolphin" 

 Ἐν κατακλεῖδι, ἡ συνεισφορά του κιθαρωδοῦ Ἀρίωνος στὸν μουσικὸ πολιτισμὸ ὑπῆρξε ἀπαράμιλλη. 
 Ἡ πνευματική του ὡριμότητα καὶ ἡ καλὴ καρδιά του τὸν ὤθησαν σὲ μιὰ μεταφυσικὴ ἕνωση μὲ τὸ θεῖο καὶ πλάστη τοῦ σύμπαντος κόσμου. 
 Ἡ βαθιὰ ἕνωση μὲ τὴν ὑπέρτατη θεότητα τὸν ἀξίωσε νὰ ὑπερβεῖ τὰ ἀνθρώπινα καὶ νὰ γίνει ὁ καλύτερος κιθαρωδὸς τῆς ἐποχῆς του, ἀποκτῶντας τεράστια φήμη. Αὐτὸ ὅμως δὲν τὸν ἔβλαψε ψυχικά, παρ' ὅλο ποὺ εἶχε κατακτήσει τὰ πρωτεῖα στοὺς κορυφαίους πανελλήνιους διαγωνισμούς. 
 Τὸ διαχειρίστηκε σωστὰ καὶ παρέμεινε ἕνας ταπεινὸς μουσουργός. Διὰ τοῦτο, ἀκόμη, καὶ ἡ ὠδική του σύνθεση, ὁ ἱερός του ὕμνος, συγκίνησε τὰ φιλόμουσα δελφίνια. 
 Ἐν ὀλίγοις, πρόκειται γιὰ ἕνα θαῦμα, ποὺ θυμίζει τὴν περίπτωση τοῦ προφήτη Ἰωνᾶ... 
 Συνελλόντι, ὅλοι οἱ μεταγενέστεροι δημιουργοὶ ἱερῶν ἀσμάτων, ἱερῶν ἀκολουθιῶν (δὲς καὶ τὸ κεφάλαιο "Ἆσμα ἀσμάτων" στὴν Παλαιὰ Διαθήκη) κάτι ἔχουν πάρει, κάτι ἔχουν κλέψει ἀπὸ τὴν μουσικὴ ὀντότητα τοῦ Ἀρίωνα. Ὁ Ἀρίων ἦταν ἕνας ἐκ τῶν πρώτων ἀοιδῶν, ἤτοι καὶ κάντορας γιὰ τοὺς δυτικούς, ποὺ τραγούδησε ἀπ' τὰ βάθη τῆς καρδιᾶς του. Πολλοὶ καὶ σημαντικοὶ οἱ μιμητές του εἰς τοὺς αἰῶνες! 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ιδού όλα τα γραφόμενα του Πλουτάρχου περί τούτου: [161a] ἐν μέσῳ δ᾽ ἀνεῖχεν ὑπὲρ τῆς θαλάττης ὄγκος ἀσαφὴς καὶ ἄσημος ὀχουμένου σώματος, μέχρι οὗ συναγαγόντες εἰς ταὐτὸ καὶ συνεποκείλαντες ἐξέθηκαν ἐπὶ γῆν ἄνθρωπον ἔμπνουν καὶ κινούμενον, αὐτοὶ δὲ πάλιν πρὸς τὴν ἄκραν ἀναφερόμενοι μᾶλλον ἢ πρότερον ἐξήλλοντο, παίζοντες ὑφ᾽ ἡδονῆς τινος ὡς ἔοικε καὶ σκιρτῶντες. «ἡμῶν δ᾽,» ὁ Γόργος ἔφη, πολλοὶ μὲν διαταραχθέντες ἔφυγον ἀπὸ τῆς θαλάττης, ὀλίγοι δὲ μετ᾽ ἐμοῦ θαρρήσαντες προσελθεῖν ἐγνώρισαν Ἀρίονα τὸν κιθαρῳδόν, [161b] αὐτὸν τοὔνομα φθεγγόμενον ἑαυτοῦ, καὶ τῇ στολῇ καταφανῆ γενόμενον· τὸν γὰρ ἐναγώνιον ἐτύγχανεν ἀμπεχόμενος κόσμον, ᾧ κιθαρῳδῶν ἐχρήσατο. Κομίσαντες οὖν ἐπὶ σκηνὴν αὐτόν, ὡς οὐδὲν εἶχε κακὸν ἀλλ᾽ ἢ διὰ τάχος καὶ ῥοῖζον ἐφαίνετο τῆς φορᾶς ἐκλελυμένος καὶ κεκμηκώς, ἠκούσαμεν λόγον ἄπιστον ἅπασι πλὴν ἡμῶν τῶν θεασαμένων τὸ τέλος. ἔλεγε γὰρ Ἀρίων ὡς πάλαι μὲν ἐγνωκὼς ἐκ τῆς Ἰταλίας ἀπαίρειν, Περιάνδρου δὲ γράψαντος αὐτῷ προθυμότερος γενόμενος ὁλκάδος Κορινθίας παραφανείσης εὐθὺς ἐπιβὰς ἀναχθείη, μετρίῳ δὲ πνεύματι χρωμένων ἡμέρας τρεῖς αἴσθοιτο τοὺς [161c] ναύτας ἐπιβουλεύοντας ἀνελεῖν αὐτόν, εἶτα καὶ παρὰ τοῦ κυβερνήτου πύθοιτο κρύφα μηνύσαντος ὡς τῇ νυκτὶ τοῦτο δρᾶν αὐτοῖς εἴη δεδογμένον. ἔρημος οὖν ὢν βοηθείας καὶ ἀπορῶν ὁρμῇ τινι χρήσαιτο δαιμονίῳ τὸ μὲν σῶμα κοσμῆσαι καὶ λαβεῖν ἐντάφιον αὑτῷ τὸν ἐναγώνιον ἔτι ζῶν κόσμον, ἐπᾷσαι δὲ τῷ βίῳ τελευτῶν καὶ μὴ γενέσθαι κατὰ τοῦτο τῶν κύκνων ἀγεννέστερος. ἐσκευασμένος οὖν καὶ προειπὼν ὅτι προθυμία τις αὐτὸν ἔχοι τῶν νόμων διελθεῖν τὸν Πυθικὸν ὑπὲρ σωτηρίας αὑτοῦ καὶ τῆς νεὼς καὶ τῶν ἐμπλεόντων, [161d]καταστὰς παρὰ τὸν τοῖχον ἐν πρύμνῃ καί τινα θεῶν πελαγίων ἀνάκλησιν προανακρουσάμενος ᾄδοι τὸν νόμον. καὶ ὅσον οὔπω μεσοῦντος αὐτοῦ καταδύοιτο μὲν ὁ ἥλιος εἰς τὴν θάλατταν, ἀναφαίνοιτο δ᾽ ἡ Πελοπόννησος. οὐκέτ᾽ οὖν τῶν ναυτῶν τὴν νύκτα περιμενόντων ἀλλὰ χωρούντων ἐπὶ τὸν φόνον, ἰδὼν ξίφη γεγυμνωμένα καὶ παρακαλυπτόμενον ἤδη τὸν κυβερνήτην, ἀναδραμὼν ῥίψειεν ἑαυτὸν ὡς δυνατὸν ἦν μάλιστα πόρρω τῆς ὁλκάδος. πρὶν δ᾽ ὅλον καταδῦναι τὸ σῶμα δελφίνων ὑποδραμόντων ἀναφέροιτο, μεστὸς ὢν ἀπορίας καὶ ἀγνοίας καὶ ταραχῆς τὸ πρῶτον· ἐπεὶ δὲ ῥᾳστώνη τῆς ὀχήσεως ἦν, καὶ πολλοὺς ἑώρα ἀθροιζομένους [161e] περὶ αὐτὸν εὐμενῶς καὶ διαδεχομένους ὡς ἀναγκαῖον ἐν μέρει λειτούργημα καὶ προσῆκον πᾶσιν, ἡ δ᾽ ὁλκὰς ἀπολειφθεῖσα πόρρω τοῦ τάχους αἴσθησιν παρεῖχε, μήτε τοσοῦτον ἔφη δέους πρὸς θάνατον αὐτῷ μήτ᾽ ἐπιθυμίας τοῦ ζῆν ὅσον φιλοτιμίας ἐγγενέσθαι πρὸς τὴν σωτηρίαν, ὡς θεοφιλὴς ἀνὴρ φανείη καὶ λάβοι περὶ θεῶν δόξαν βέβαιον. ἅμα δὲ καθορῶν τὸν οὐρανὸν ἀστέρων περίπλεων καὶ τὴν σελήνην ἀνίσχουσαν εὐφεγγῆ καὶ καθαράν, [161f] ἑστώσης δὲ πάντῃ τῆς θαλάττης ἀκύμονος ὥσπερ τρίβον ἀνασχιζόμενον τῷ δρόμῳ, διανοεῖσθαι πρὸς αὑτὸν ὡς οὐκ ἔστιν εἷς ὁ τῆς Δίκης ὀφθαλμός, ἀλλὰ πᾶσι τούτοις ἐπισκοπεῖ κύκλῳ ὁ θεὸς τὰ πραττόμενα περὶ γῆν τε καὶ θάλατταν. τούτοις δὲ δὴ τοῖς λογισμοῖς ἔφη τὸ κάμνον αὐτῷ καὶ βαρυνόμενον ἤδη τοῦ σώματος ἀναφέρεσθαι, καὶ τέλος ἐπεὶ τῆς ἄκρας ἀπαντώσης ἀποτόμου καὶ ὑψηλῆς εὖ πως φυλαξάμενοι καὶ κάμψαντες ἐν χρῷ παρενήχοντο τῆς γῆς ὥσπερ εἰς λιμένα σκάφος ἀσφαλῶς [162a] κατάγοντες, παντάπασιν αἰσθέσθαι θεοῦ κυβερνήσει γεγονέναι τὴν κομιδήν.Ταῦθ᾽,» ὁ Γόργος ἔφη, «τοῦ Ἀρίονος εἰπόντος, ἠρόμην αὐτὸν ὅποι τὴν ναῦν οἴεται κατασχήσειν. ὁ δὲ πάντως μὲν εἰς Κόρινθον, πολὺ μέντοι καθυστερεῖν· αὐτὸν γὰρ ἑσπέρας ἐκπεσόντα πεντακοσίων οὐ μεῖον οἴεσθαι σταδίων δρόμον κομισθῆναι, καὶ γαλήνην εὐθὺς κατασχεῖν.» οὐ μὴν ἀλλ᾽ ἑαυτὸν ὁ Γόργος ἔφη πυθόμενον τοῦ τε ναυκλήρου τοὔνομα καὶ τοῦ κυβερνήτου καὶ τῆς νεὼς τὸ παράσημον ἐκπέμψαι πλοῖα καὶ στρατιώτας ἐπὶ τὰς κατάρσεις [162b]παραφυλάξοντας· τὸν δ᾽ Ἀρίονα μετ᾽ αὐτοῦ κομίζειν ἀποκεκρυμμένον, ὅπως μὴ προαισθόμενοι τὴν σωτηρίαν διαφύγοιεν· ὄντως οὖν ἐοικέναι θείᾳ τύχῃ τὸ πρᾶγμα· παρεῖναι γὰρ αὐτοὺς ἅμα δεῦρο καὶ πυνθάνεσθαι τῆς νεὼς κεκρατημένης ὑπὸ τῶν στρατιωτῶν συνειλῆφθαι τοὺς ἐμπόρους καὶ ναύτας.
Μετάφραση: 
[161a] Στὴ μέση ἐξεῖχε ἀπὸ τὴ θάλασσα ὁ ἀσαφὴς καὶ ἀπροσδιόριστος ὄγκος ἑνὸς μεταφερόμενου σώματος, ὥσπου τὰ δελφίνια μαζεύτηκαν, ὅλα μαζί, στὸ ἴδιο σημεῖο καί, πλησιάζοντας πρὸς τὴν ἀκτή, ἀπέθεσαν πάνω στὴν στεριὰ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ ἀνέπνεε καὶ μποροῦσε νὰ κινεῖται· ὕστερα αὐτὰ ἀνοίχτηκαν πάλι στὴ θάλασσα τραβῶντας πρὸς τὸ ἀκρωτήριο. Τώρα τὰ δελφίνια πηδοῦσαν περισσότερο ἀπὸ ὅ,τι πρωτύτερα, καὶ ἔπαιζαν καὶ σκιρτοῦσαν ἀπὸ κάποια ξεχωριστή, καθὼς φαινόταν, εὐχαρίστηση. «Πολλοὶ ἀπὸ μᾶς», εἶπε ὁ Γόργος, «ἀναστατωμένοι ἀπομακρύνθηκαν ἀπὸ τὴ θάλασσα, κάποιοι λίγοι ὅμως —ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς καὶ ἐγὼ— βρῆκαν τὸ θάρρος νὰ πλησιάσουν καὶ ἀναγνώρισαν τὸν κιθαρωδὸ Ἀρίονα, [161b] ποὺ καὶ ὁ ἴδιος μᾶς εἶπε τὸ ὄνομά του, ἔγινε ὅμως κατάδηλος καὶ ἀπὸ τὰ ροῦχα ποὺ φοροῦσε· συνέβαινε, πράγματι, νὰ φοράει τὰ ροῦχα τῶν μουσικῶν ἀγώνων, αὐτὰ ποὺ φοροῦσε ὅταν ἔπαιζε τὴ λύρα του καὶ τραγουδοῦσε. Ἀφοῦ λοιπὸν τὸν μεταφέραμε σὲ μιὰ σκηνή, καὶ καθὼς δὲν εἶχε πάθει κανένα κακό, παρὰ μόνο ἦταν φανερὰ ἐξαντλημένος καὶ κουρασμένος ἀπὸ τὴν ταχύτητα καὶ ἀπὸ τὸν θόρυβο τῆς μεταφορᾶς του, τὸν ἀκούσαμε νὰ μᾶς διηγεῖται μιὰ ἱστορία ἀπίστευτη γιὰ ὅλους, ἐκτὸς ἀπὸ μᾶς ποὺ ὑπήρξαμε θεατὲς τοῦ τέλους της. Ἔλεγε λοιπὸν ὁ Ἀρίονας ὅτι ἀπὸ καιρὸ εἶχε πάρει τὴν ἀπόφαση νὰ φύγει ἀπὸ τὴν Ἰταλία, ὅταν ὅμως τοῦ ἔστειλε ἕνα γράμμα ὁ Περίανδρος, ἡ ἐπιθυμία του αὐτὴ ἔγινε ἐντονότερη, καὶ ὅταν ἔκανε τὴν παρουσία του ἕνα ἐμπορικὸ καράβι ἀπὸ τὴν Κόρινθο, ἐπιβιβάσθηκε ἀμέσως σ᾽ αὐτὸ καὶ ἀπέπλευσε. Ὕστερα ἀπὸ τρεῖς μέρες ταξιδιοῦ μὲ μέτριο ἄνεμο πρόσεξε [161c] ὅτι οἱ ναῦτες σχεδίαζαν νὰ τὸν σκοτώσουν· ἔμαθε μάλιστα στὴ συνέχεια ἀπὸ τὸν κυβερνήτη (ποὺ τοῦ ἔστειλε ἕνα κρυφὸ μήνυμα) ὅτι εἶχαν ἀποφασίσει νὰ τὸ κάνουν ἐκείνη τὴ νύχτα. Μὴ ἔχοντας λοιπὸν καμιὰ βοήθεια ἀπὸ πουθενά, βρισκόταν σὲ μεγάλη ἀμηχανία. Τότε τοῦ ἦρθε μιὰ θεϊκὴ ἔμπνευση: νὰ στολίσει τὸ σῶμα του καὶ νὰ φορέσει, ζωντανὸς ἀκόμη, ὡς σάβανο τὰ ροῦχα τῶν μουσικῶν ἀγώνων, καὶ ὕστερα νὰ τραγουδήσει —κατὰ τὴ στιγμὴ τοῦ θανάτου του— τὸ τελευταῖο του τραγούδι στὴ ζωή, ὥστε νὰ μὴ φανεῖ ὡς πρὸς αὐτὸ λιγότερο γενναιόψυχος ἀπὸ τοὺς κύκνους. Ἀφοῦ λοιπὸν ἑτοιμάσθηκε, ἀνήγγειλε ὅτι ἔχει ζωηρὴ ἐπιθυμία νὰ τραγουδήσει τὸν Πυθικὸ νόμο ὑπὲρ τῆς δικῆς του σωτηρίας καὶ ὑπὲρ τῆς σωτηρίας τοῦ πλοίου καὶ τῶν ἐπιβατῶν. [161d] Ὕστερα πῆγε καὶ στάθηκε στὴν πρύμνη, δίπλα στὴν κουπαστή, καί, ἀφοῦ πρῶτα μὲ ἕνα προανάκρουσμα ἔκανε μιὰ ἐπίκληση στοὺς θεοὺς τοῦ πελάγους, ἄρχισε νὰ τραγουδάει τὸν νόμο. Δὲν εἶχε ἀκόμη φτάσει στὴ μέση του, ὅταν ὁ ἥλιος ἄρχισε νὰ δύει μέσα στὴ θάλασσα καὶ νὰ φαίνεται πιὰ ἡ Πελοπόννησος. Ὅταν λοιπὸν οἱ ναῦτες δὲν περίμεναν πιὰ νά ᾽ρθει ἡ νύχτα, ἀλλὰ προχωροῦσαν στὸ φονικό τους ἔργο, ὁ Ἀρίονας, μόλις εἶδε γυμνὰ τὰ ξίφη καὶ τὸν κυβερνήτη νὰ σκεπάζει πιὰ τὸ πρόσωπό του, ρίχτηκε μ᾽ ἕνα πήδημα στὴ θάλασσα, ὅσο μποροῦσε πιὸ μακριὰ ἀπὸ τὸ καράβι. Προτοῦ ὅμως βυθιστεῖ ὁλόκληρο τὸ σῶμα του, ἔτρεξαν ἀπὸ κάτω του δελφίνια καὶ τὸν ξανάβγαλαν στὴν ἐπιφάνεια. Στὴν ἀρχὴ ὁ Ἀρίονας τὰ ἔχασε καὶ ἡ ψυχή του γέμισε ἀπὸ ἀνασφάλεια καὶ ταραχή. Ὅταν ὅμως εἶδε ὅτι ἡ μεταφορά του γινόταν εὔκολα καὶ ἄνετα καὶ ὅτι πολλὰ δελφίνια μαζεύονταν [161e] γύρω του μὲ φιλικὴ διάθεση, ἀναλαμβάνοντας διαδοχικὰ τὸ ἔργο τῆς μεταφορᾶς του σὰν ἕνα λειτούργημα ὑποχρεωτικό, σὰν ἕνα καθῆκον ὅλων τους, καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὅτι τὸ πλοῖο, ἔχοντας μείνει πολὺ πίσω, τὸν βοηθοῦσε νὰ καταλάβει τὴν ταχύτητά τους, γεννήθηκε μέσα του, ὅπως εἶπε, ὄχι τόσο ὁ φόβος τοῦ θανάτου, οὔτε ἡ ἐπιθυμία τῆς ζωῆς, ὅσο ἡ φιλοδοξία νὰ σωθεῖ, γιὰ νὰ φανεῖ καθαρὰ ὅτι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος ἀγαπητὸς στοὺς θεοὺς καί, συγχρόνως, νὰ κερδίσει μιὰ σίγουρη γνώμη γιὰ τοὺς θεούς. Βλέποντας τὴν ἴδια στιγμὴ τὸν οὐρανὸ γεμᾶτο ἀπὸ ἀστέρια, τὸ φεγγάρι νὰ ἀνατέλλει λαμπερὸ καὶ καθαρό, [161f] καὶ ἐνῷ ἡ θάλασσα ἔμενε ἀκύμαντη σὲ ὅλη της τὴν ἔκταση, ἕνας δρόμος νὰ ἀνοίγεται γιὰ τὴν πορεία τους, σκεφτόταν μέσα του ὅτι τὸ μάτι τῆς Δικαιοσύνης δὲν εἶναι μόνο ἕνα, ἀλλ᾽ ὅτι μὲ ὅλα αὐτὰ τὰ μάτια του ὁ θεὸς βλέπει γύρω τριγύρω ὅλα ὅσα γίνονται σὲ στεριὰ καὶ θάλασσα. Μὲ αὐτοὺς τοὺς διαλογισμοὺς τὸ κουρασμένο καὶ βαρὺ πιὰ σῶμα του ἔβρισκε, ἔλεγε, ἀνακούφιση. Καὶ ὅταν στὸ τέλος βρέθηκε μπροστά τους τὸ ἀπότομο καὶ ψηλὸ ἀκρωτήριο, καὶ τὰ δελφίνια, παρακάμπτοντάς το μὲ πολλὴ προσοχή, παρέπλεαν ξυστὰ τὴ στεριὰ σὰν νὰ ὁδηγοῦσαν μὲ ἀσφάλεια [162a] ἕνα σκάφος στὸ λιμάνι, δὲν εἶχε πιὰ καμιὰ ἀμφιβολία ὅτι ἡ μεταφορά του ἔγινε μὲ ὁδηγὸ τὸ θεό.»Και ὁ Γόργος συνέχισε: «Ἀφοῦ μᾶς τὰ διηγήθηκε ὅλα αὐτὰ ὁ Ἀρίονας, ἐγὼ τὸν ρώτησα ποῦ κατὰ τὴ γνώμη του θὰ ἔπιανε στεριὰ τὸ καράβι. Ἐκεῖνος ἀπάντησε σίγουρα στὴν Κόρινθο, μόνο ποὺ θὰ καθυστεροῦσε πολὺ· γιατί κατὰ τὴ γνώμη του, ἀπὸ τὴ στιγμὴ ποὺ ὁ ἴδιος ἔπεσε τὸ βράδυ στὴ θάλασσα, τὰ δελφίνια τὸν μετέφεραν σὲ μιὰ ἀπόσταση ὄχι μικρότερη ἀπὸ πεντακόσια στάδια, καὶ ὁ ἀέρας εἶχε πέσει ἀμέσως». Ὁ ἴδιος, ὡστόσο, ὁ Γόργος εἶπε ὅτι, μόλις ἔμαθε καὶ τοῦ ἰδιοκτήτη τοῦ πλοίου τὸ ὄνομα καὶ τοῦ κυβερνήτη, καθὼς καὶ τὸ ἔμβλημα τοῦ πλοίου, ἔστειλε πλοῖα καὶ στρατιῶτες [162b] νὰ παραφυλάξουν στὶς σκάλες ὅπου πιάνουν τὰ πλοῖα, τὸν Ἀρίονα ὅμως τὸν ἔφερε μαζί του, κρυμμένον, γιὰ νὰ μὴ προλάβουν οἱ ναῦτες νὰ μάθουν ὅτι σώθηκε καὶ ἔτσι νὰ διαφύγουν. Πραγματικὰ ὅλα ἔμοιαζαν, ὅπως εἶπε, νὰ γίνονται μὲ θεϊκὴ βούληση καὶ καθοδήγηση· γιατί μόλις οἱ ἴδιοι ἔφτασαν ἐδῶ, πληροφορήθηκαν ὅτι τὸ πλοῖο κατασχέθηκε καὶ οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν τοὺς ἐμπόρους καὶ τοὺς ναῦτες



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
 
•William Smith, "Dictionary of greek and roman biography and mythology", Boston, 1867
•Πλουτάρχου, "Τῶν ἑπτὰ σοφῶν συμπόσιο" 
•Αἰλιανοῦ, Περὶ ζώων ἰδιότητες 
Ἰωάννης Μαλάλας, Χρονογραφία 
A. Smaller "History of Greek", New York, 1897
•Μουσικὴ Α' γυμνασίου, Ἰωάννου Μαρτζιώτη, Νικολάου Τσιγκούλη & Ἀνδρέα Θ. Βουτσινά, Ἀθήνα, 1982 




Δευτέρα 8 Οκτωβρίου 2018



ЭIЄ
   Ὁ Ἕλλην βασιλιᾶς τῶν Ἀθηνῶν Αἰγέας καὶ ὁ νορβηγός Ægir 
(Ὁ Αἰγίων - Ποσειδῶν κύριος τῶν ὑδάτων) 
Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Βαφίνης 

 Στὴν προϊστορικὴ ἐποχή, μεταξὺ τῆς ἐποχῆς τοῦ χάλκινου καὶ τοῦ ἡρωικοῦ γένους, ἔνθρονος βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν ἦταν ὁ Αἰγεύς
Ὁ Αἰγέας ἠτοι καὶ Αἰγεὺς ὑπῆρξε γιός του Πανδίονα κι ἐγγονός του Ἐρεχθέα. Σύμφωνα μὲ τὶς πληροφορίες της Χρονογραφίας τοῦ Γεωργίου Σύγγελου εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν βασίλευσε ὁ Αἰγέας μή' ἔτη, δηλαδή, 48 χρόνια περὶ τοῦ ἔτους 4.219 ἀπὸ κτίσεως κόσμου. 
 Κατὰ τὸν ἱστορικὸ κατάλογο χρονολόγησης τῶν Ἀθηναίων βασιλέων, ὁ Αἰγέας, καταχωρεῖται ὡς ἔνατος στὴν σειρὰ Ἄνακτας τῆς Ἀττικῆς γῆς τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ἡ ὑπαρξιακὴ ὀντότητα τοῦ Αἰγέα ἐμφανίζει διττὴ ὄψη, εἰς τὰ φιλολογικὰ δρώμενα, ἐκ πρώτης τὴν ἱστορικὴ καὶ ἐκ δευτέρας τὴν μυθική. 
 Ἡ ἱστορική του πλευρὰ συνάδει μὲ τὴν καταγεγραμμένη ἱστορία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ βασιλείου ἀπὸ τοὺς ἱστορικοὺς τῆς κλασσικῆς ἑλληνικῆς περιόδου κι ἀποτελεῖ τὴν ἐπιβεβαίωση περὶ τῆς βασιλείας τοῦ Αἰγέα στὴν Ἀθήνα τοῦ 1.354 π.Χ. ἢ ἀκόμη καὶ παλαιότερα, δηλαδὴ τὴν 3η μὲ 4η χιλιετηρίδα. 

Ἀττικὴ ἐρυθρόμορφη κύλιξ τοῦ Μαντείου τῆς Θέμιδος ἢ Κύλιξ τῆς Θέμιδος (ζωγράφος του Κόδρου, 440/430 π.Χ.) ὅπου ἐμφανίζεται ὁ Αἰγέας ἀντικρινὰ ἀπὸ τὴν Θέμιδα τὴν θεὰ τῆς δικαιοσύνης περιμένοντας τὸν χρησμὸ γιὰ τὸ ἂν θὰ ἀπόκτηση διάδοχον τοῦ θρόνου. Μερικοὶ λέγουν ὅτι βρίσκεται στὸ μαντεῖο τον Δελφῶν ἐνῷ ἄλλοι εἰς τὴν Τροιζήνα στὸ μαντεῖο τῆς Θέμιδος. 

 Ἐν τούτοις, ἡ μυθικὴ πλευρά, τοῦ παλαιότατου βασιλέα τῆς Ἀθήνας, συμπλέκεται μὲ τὶς φαντασιακὲς μυθολογικὲς ἐξιστορήσεις ποὺ συνηγοροῦν μὲ τὴν ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος καὶ τῶν μυθολογουμένων γεγονότων. 
 Ἡ ὀνομασία του Αἰγεύς, τοῦ θνητοῦ πατέρα τοῦ Θησέα, προκύπτει ἐκ τοῦ λήμματος Αἶγεν=κυματισμός τῆς θάλασσας(δες λῆμμα Αἰγεὺς τῆς Νεότερης ἐγκυκλ. τοῦ Ἡλίου), τὸ ὁποῖον καὶ παραπέμπει εἰς τὴν μορφὴ τοῦ Αἰγίου Ποσειδῶνα. 
 Λέγεται δέ, ὅτι, ἡ ταυτοποίηση τοῦ μὲ τὸν ἀθάνατο θεὸ Ποσειδῶνα θεωρεῖται ὡς ἡ διάσταση τῆς μυθολογικῆς ὑπόστασης ποὺ τὸν συνδέει μὲ τοὺς γενάρχες θεοὺς & ἥρωες βασιλεῖς τῆς Ἑλλάδος
 Ἐν ὀλίγοις, ὁ ΑἰγίωνΑἰγαίων Ποσειδῶν συνταυτίζεται ἢ συσχετίζεται μὲ τὸν Αἰγέα τὸν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν. 
 Συνελλόντι, τὸ στρατηγικὸ σημεῖο ἐξέλιξης τῆς ναυσιπλοΐας γιὰ τὴν ἀνάπτυξη ἐμπορικοῦ καὶ πολεμικοῦ στόλου, κατὰ τοὺς χρόνους τῆς προϊστορικῆς ἐποχῆς ἦταν τὸ Αἰγαῖο πέλαγος. 
 Ὑπενθυμίζουμε ὅτι, ἡ ὀνομασία Αἰγαῖον πέλαγος δόθηκε ἀπὸ τὸν Θησέα, εἰς τὴν μνήμη τοῦ ἀδικοχαμένου πατέρα τοῦ Αἰγέα. 
 Τοῦτο δὲ ὑποδηλώνει τὴν ἀπόλυτη κυριαρχία τῶν Ἑλλήνων Ἀθηναίων κατὰ τὴν περίοδο τῆς βασιλείας τοῦ προαναφερθέντος Ἀθηναίου ἥρωα κάτι τὸ ὁποῖον δὲν διδάσκεται στὴν σημερινὴ ἱστορία. 
   Ὁ Αἰγέας μὲ τὴν μορφὴ ἑνὸς ὑδάτινου Θεοῦ, κυρίαρχου τῶν ὑδάτων,[1] σὲ κάποια χρονικὴ ἀφήγηση τῆς μυθιστορίας συνενώνεται μὲ τὴν πριγκίπισσα Αἴθρα - ὄνομα τὸ ὁποῖο προκύπτει ἐκ τῆς λέξεως "αἰθρία" ποὺ σημαίνει τὸν καθαρὸ ὁλοφώτεινο οὐρανό)[2]. 
 Ἐκ τῆς θείας συνένωσης ταύτης, Αἰγέως καὶ Αἴθρας, ἔμελλε νὰ γεννηθεῖ ὁ θεῖος ἡλιακὸς γόνος Θησεύς. 
 Ὁ ἡμίθεος γιὸς τοῦ Αἰγέα καὶ τῆς Αἴθρας, χαρακτηρίζεται ἀπὸ πάντες τὶς φιλολογικὲς πηγὲς ὡς ἕνα λαμπρὸ τέκνο τοῦ καθάριου οὐρανοῦ καὶ τοῦ ἐξαγνισμένου θαλασσινοῦ στοιχείου. 
 Ὁ σκοπὸς τῆς ἀποστολῆς του ἦταν ἡ λύτρωση τῆς πατρώας γῆς τῶν Ἀθηνῶν ἀλλὰ καὶ τὰ εὐεργετήματα εἰς ὅλο τὸ Πανελλήνιο, δηλαδή, τὴν τότε ἀνθρωπότητα, ὅπου μέρος της κυβερνοῦσε οἱ διεφθαρμένοι ἡγέτες, γιοὶ τοῦ Δία (δὲς τὴν μυθολογία τοῦ Μίνωα Β' ἐγγονοῦ τοῦ Μίνωα Α'). 
 Κάποτε, ὁ Αἰγέας Ποσειδῶν, μὲ πρωτεύουσα τὴν Ἀθήνα, διατηροῦσε μιὰ θαλάσσια αὐτοκρατορία μὲ ἰσχυρὸ ναυτικὸ στόλο. Ὅσο ὁ Δαίδαλος ἐνεργοῦσε ὑπὲρ τῆς τεχνολογικῆς ἐξέλιξης τῆς πατρίδας του τόσο ἡ πόλη τῶν Ἀθηνῶν βρίσκονταν στὸ ἀπόγειο τῆς δυνάμεως της. 
 Ὅταν, ὅμως, κατὰ τὴν παράβαση τῶν θείων νόμων, ὁ Δαίδαλος ἐξορίστηκε ἀπὸ τὴν Ἀθήνα καὶ μετέβει στὴν Κρήτη, τότε ὁ Μίνωας ἔγινε ἰσχυρότερος τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἄρχισαν οἱ πρῶτες μεταξύ τους ἔριδες. 
 Μοιραῖο ἱστορικὸ γεγονὸς ὑπῆρξε ἡ σύγκρουση μὲ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Ποσειδῶνα τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὸ ἱερατεῖο τοῦ Διὸς τῆς Κρήτης
  Ἡ δύναμη τοῦ ἱερατείου τοῦ Ποσειδῶνα ἦταν ἐξαπλωμένη ἕως τὶς βόρειες θάλασσες τῆς Εὐρώπης. Ἀνιχνεύοντας, ὡστόσο, τὰ τεκταινόμενα ἐκείνης τῆς μυθικῆς ἐπόχης διὰ μέσου τῆς Σκανδιναβικῆς μυθολογίας μαθαίνουμε γιὰ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς σημαντικοῦ προσώπου τῶν βορείων ἀκτῶν τῆς Εὐρώπης ποὺ ὀνομάζονταν Αἰγκίρ(Aegir)
 Ὁ Αἰγκὶρ ἢ Ἐγκὶρ ἦταν ἕνας γίγαντας βασιλιᾶς τῆς θάλασσας. Ἡ ὑπόσταση τοῦ ὁμοιάζει σὲ πολλά μὲ τὴν μορφὴ τοῦ Ἕλληνα θεοῦ Ποσειδῶνα. 
 Εἰς τὸ Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου(Λάμδας), στὸ λῆμμα Θέτις, ἀναγράφεται μιὰ λεπτομέρεια τῆς ἑλληνικῆς μυθολογίας ἡ ὁποία ὑπονοεῖ τὴν συμμετοχὴ τῆς Θέτιδος ὡς διαμεσολαβήτρια γιὰ τὴν ἔνταξη τοῦ θαλάσσιου γίγαντα Αἰγαίωνα, στὴν μεριὰ τοῦ Δία, ὅταν ὁ ἀρχηγὸς τῶν θεῶν θέλησε νὰ καταλύσει μία συνωμοτικὴ προσπάθεια ἀνατροπῆς τῆς ἐξουσίας ἀπὸ τὴν ρα
  Παραταύτα, σύμφωνα μὲ τὴν Σάγκα των Ἰσλανδῶν, τῶν Σκανδιναβῶν ἀλλὰ καὶ τῆς γερμανικῆς μυθολογίας, ὁ Αἰγκὶρ ἦταν μιὰ προσωποποίηση τῆς δύναμης τῶν ὑδάτων. 
Στὰ χαρακτηριστικά του στοιχεῖα προστίθονται οἱ ἀγαστὲς σχέσεις μὲ τοὺς οὐρανιῶνες θεοὺς τοὺς ὁποίους καλοῦσε πάντα εἰς τὰ οἰκογενειακὰ συμπόσια. Οἱ λεπτομέρειες αὐτὲς δείχνουν μιὰ καθαρὴ συγγένεια τῆς βορειοευρωπαϊκῆς μυθολογίας μὲ τὰ τεκταινόμενα τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μυθολογίας. 
Ἐπιπλέον, στὴν προσφάτως ἐκδιδόμενη ἐγκυκλοπαίδεια ὑπὸ τὸν τίτλο "Παγκόσμια Μυθολογία", στὸ λῆμμα "Αἰγεύς", ἀναφέρεται ἡ συνταύτιση τοῦ βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὸν μυθολογικὸ γίγαντα τῆς Βόρειας Εὐρώπης ποὺ ὀνομάζεται Αἰγκὶρ (Aegir). 
 Ἐν κατακλεῖδι, δυνάμεθα, σήμερα, νὰ προσδιορίσουμε χρονικὰ τὴν παρουσία καὶ τὸν ἀποικισμὸ τῶν Ἑλλήνων στὶς θαλάσσιες βορειοευρωπαϊκὲς ἀκτὲς ἀπὸ τὰ προϊστορικὰ κιόλας χρόνια. 
 Ὁ θαλάσσιος γίγαντας Αἰγαίων-Aegir ὑπῆρξε ἕνας ἐξ αὐτῶν μυθικὸς ἀποικιστῇς ἀπὸ τὴν περιοχὴ τοῦ Αἰγαίου... 

Εἰκόνα, ἐκ τῆς ἐγκυκλοπαίδειας Παγκόσμια Μυθολογία, ποὺ ἀναφέρεται στὴν ταύτιση τοῦ Ἕλληνα βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Αἰγέα μὲ τὸν Σκανδιναβὸ ἢ Γερμανὸ βασιλιᾶ Αἰγκὶρ ἢ Ἐγκίρ. 

     Ὁ Βασιλιᾶς τῆς Ἀθήνας, μὲ μακριὰ γενειάδα, στὸν βράχο τοῦ Σουνίου
 περιμένει νὰ γυρίσει ὁ γιός του Θησέας ἀπὸ τὴν Κρήτη.

    Ὁ Αἰγκὶρ (Aegir) βασιλιᾶς καὶ κύριος τῶν ὑδάτων στὶς βόρειες θάλασσες τῆς Εὐρώπης ἐμφανίζεται μὲ μακριὰ γενειάδα 
καὶ πλησίον τοῦ θαλάσσιου πελάγου. 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Ἰδοὺ καὶ τὰ λεχθέντα τῆς Ἀποκάλυψης τοῦ Ἰωάννου, περὶ τῆς ἀγγελικῆς ὀντότητας, εἰς τὸν θαλάσσιο ὁρίζοντα, ποὺ κυριαρχεῖ ἐπὶ τοῦ ὑδάτινου κόσμου:  «Καὶ ἤκουσα τοῦ ἀγγέλου τῶν ὑδάτων λέγοντος· δίκαιος εἶ, ὁ ὢν καὶ ὁ ἦν, ὁ ὅσιος, ὅτι ταῦτα ἔκρινας·»(16.5).
[2] Τὸ ὄνομα Αἴθρα προέρχεται ἀπὸ τὴν λέξη Αἰθὴρ καὶ Αἰθέρας, δηλαδὴ καθαρός/ἁγνός. Ὁ Αἰθέρας, σύμφωνα μὲ τὸν Ἀριστοτέλη, εἶναι τὸ πέμπτο στοιχεῖο τῆς φύσης. Ὁ Αἰθὴρ ἁπλώνεται σὲ ὅλα τὰ μήκη καὶ πλάτη τοῦ οὐρανοῦ ἀποτελῶντας τὴν κύρια αἰτία ποὺ ὅλα τὰ ἔμβια ὄντα στὸν πλανήτη γῆ ζοῦνε χωρὶς νὰ τοὺς κατακαίει ἡ ἡλιακὴ ἀκτινοβολία. Σύγχρονοι, λοιπόν, μελετητὲς πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι, ὁ αἰθέρας διαχέεται σὲ ὅλο τὸ σύμπαν ὡσὰν μία θαλάσσια αὔρα. Ἐν τούτοις, ἕνας θεῖος γόνος, ἐκ τοῦ ὑδάτινου στοιχείου τοῦ πλανήτη Ποσειδῶνα καὶ κατ' ἐπέκταση τὸ ἄστρο Σείριος, κατῆλθε εἰς τὴν γῆ καὶ ἐγκολπώθηκε σὲ μιὰ αἰθέρια οὐράνια μήτρα καὶ ἐγενηθη ὡς ἡμίθεος λευκὸς ἥρωας μὲ τὴν φερωνυμία Θησεύς. Σύμφωνα μὲ τὰ μυθολογικὰ ἀπόρρητα, ὁ Θησέας, κατὰ τοὺς ἀρχαίους μυθογράφους, συμβόλιζε τὸν ἀνατέλλοντα ἥλιο ἐκ τῆς θαλάσσης. Ἄλλωστε, ὁ γιὸς τοῦ Αἰγέα θεωροῦνταν ταυτόχρονα καὶ γόνος τοῦ Κυρίου τῶν ὑδάτων, τοῦ ὁποίου ἡ παρουσία ὡς Θεοῦ καὶ δημιουργοῦ τοῦ σύμπαντος κόσμου δηλώνεται καὶ στὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου. Ἔτσι, προκύπτει πώς, ὁ Θησέας ἦλθε ὡς ἀπεσταλμένος τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ ἀποκαταστήσει στὴν ἀνθρωπότητα τὴν δικαιοσύνη καὶ νὰ τερματίσει τὴν θηριώδη ἐπιβολὴ τῆς μινωταυρικῆς τυραννίας. Κατ' οὐσίαν, ὡς ἀπεσταλμένος ποσειδωνιάτης ἐκ τοῦ τριπλοῦ ἄστρου τοῦ Σειρίου, κατατρόπωσε τὶς δυνάμεις τοῦ σκότους των ὀφιονείδων διογενῶν (τῶν ὑποτιθέμενων διογενῶν ποὺ ἐφάρμοζαν πειράματα τερατογενῶν ἀνθρωπογεννέσεων) ἐκ τοῦ ἄστρου τῆς Περιστερᾶς(δες Πλειάδες), ποὺ προσπάθησαν νὰ ἐγκαθιδρύσουν τὴν ἀντίθεη κοσμοκρατορία τους ἐπὶ τῆς νήσου Κρήτης. Πολλοὶ ἐκ τῶν Κρητῶν παραπλανήθηκαν πιστεύοντας ὅτι, οἱ νεοεισαχθέντες ἀστρικοὶ ἐπισκέπτες, ἐκ τοῦ ἄστρου τῆς Περιστερᾶς, ἦταν φιλικοί, ὁμογενεῖς κι ἐκπρόσωποι τοῦ Ἰδαίου Ζεύς. Ὅταν ὅμως κατάλαβαν τὸ λάθος τους ἦταν πλέον ἀργά. Ἀργότερα, μετὰ ἀπὸ σωρεία γεγονότων, συντάχθηκαν μὲ τὸ μέρος τοῦ νικητῆ, δηλαδὴ τοῦ Ἀθηναίου πρίγκιπα Θησέα, καὶ τὸν ἀναγόρευσαν βασιλέα τῆς Κρήτης, ὅπως ἀναγράφεται στὸ λεξικό του Σουίδα. Διαφαίνεται, ἐκ τούτου, ἡ κυριαρχία τοῦ Ἀθηναϊκοῦ κράτους εἰς τὴν μεγαλόνησο κατὰ τὰ τριακοστὰ καὶ δύο ἔτη τῆς βασιλείας τοῦ Θησέα εἰς τὴν Ἀθήνα. Ὑπάρχει μάλιστα ἡ πληροφορία ὅτι, ἕνας δεσμὸς αἰώνιας φιλίας ἕνωσε τοὺς Μινωίτες Κρῆτες μὲ τοὺς Ἀθηναίους, ὥστε, οἱ πρῶτοι ὁρκίστηκαν νὰ μὴν πολεμήσουν ποτὲ ἐναντίον τῶν Ἀθηναίων. Αὐτὸ σημαίνει ὅτι, ἀναγνώρισαν τὸν Θησέα ὡς ἐλευθερωτὴ κι ὡς ἐκ τούτου κι ὅλους τοὺς Ἀθηναίους!!! 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Νεότερον Ἐγκυκλοπαιδικὸν Λεξικὸ τοῦ Ἡλίου 
•Ἐγκυκλοπαιδικοὶ θησαυροὶ Παγκόσμια Μυθολογία Β', ἐκδοτικὴ Ἀθηνῶν, τόμος 6 
•Γεωργίου Συγγέλου, Χρονογραφία 
•Καινὴ Διαθήκη, Ἀποκάλυψη τοῦ Ἰωάννου 
•Λεξικό του Σουίδα 
•Λεξικὸ τοῦ ἀρχαίου κόσμου/Ἑλλάδα Ρώμη, Γιάννη Λάμψα, ἐκδ. Δομή 


Κυριακή 23 Σεπτεμβρίου 2018



  ЭIЄ
ΑΓΙΟΣ ΛΕΩΝΙΔΗΣ: ΤΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΕΝΑΠΟΘΕΣΕΩΣ ΤΩΝ ΙΕΡΩΝ ΟΣΤΩΝ ΤΟΥ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Βαφίνης 

   Εἰς τὴν Ἀθήνα τοῦ 3ου αἰῶνα μ.Χ. ὅπου ἤδη φέρεται νὰ ἔχει ἐπικρατήσει στρατιωτικὰ ὁ ρωμαϊκὸς ἰμπεριαλισμὸς διαβιοῦσε ἐν κρυπτῷ ἡ χριστιανικὴ ἀδελφότητα τῶν γηγενῶν Ἀθηναίων.   Μολονότι ἡ Ἀθήνα, ἦταν μιὰ ἀπὸ τὶς πόλεις τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους ὅπου τῆς εἶχε παραχωρήθει μιὰ "ὑποτυπώδη" πολιτειακὴ ἐλευθερία, ἡ Pax Romana ὡς μεγάλος ἀδελφὸς ἐπέβλεπε κατὰ τρόπον δυναστικό τους ἔχοντας ἀλλότρια πρόθεση ἰδεαλισμοῦ. 
 Μία ἐξ αὐτῶν τῶν ἀλλότρια ἐπὶ κινδύνῳ προθέσεων ἰδεαλισμοῦ θεωροῦνταν κι ὁ χριστιανισμός. Οἱ Ρωμαῖοι, παραδόξως, πίστευαν ὅτι, ὁ χριστιανικὸς ἰδεαλισμὸς εἶχε ὡς προορισμὸ τὴν ἀνατροπὴ τῶν σχεδίων τῆς ρωμαϊκῆς κοσμοκρατορίας. 
 Ἐπὶ τούτου, ἡ ρωμαϊκὴ ἐξουσία ἐξεδίωκε μετὰ μανίας τους πεποιθότας τοῦ χριστιανικοῦ δόγματος. 
 Τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, στὴν μικρὴ κοινότητα τῶν χριστιανῶν τῆς Ἀθήνας διατελοῦσε ὡς ἐπίσκοπος τῆς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἐξ Ἀθηνῶν[1]. Λεπτομέρειες περὶ τοῦ βίου τοῦ Ἀθηναίου ἐπισκόπου διασώθηκαν ἐλάχιστες ἕως καὶ μηδαμινὲς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ μὴν δυνάμεθα νὰ λεπτολογήσουμε! 
 Οἱ μόνες ἔγκυρες πηγές, περὶ τῆς βιοτῆς τοῦ Ἁγίου, εἶναι ἡ περίοδος τῆς ἀνάληψης τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου ἀλλὰ καὶ τὸ μαρτυρικὸ γεγονὸς τῆς τελευτῆς του. 
 Τὰ ἐλάχιστα ἱστορικὰ κείμενα, γνώμονες τῆς ἐπί μέρους ἔρευνας, ρίχνουν φῶς στὶς ἄγνωστες πτυχὲς τοῦ ἱστορικοῦ βίου τοῦ Ἁγίου ἐπισκόπου τῶν Ἀθηνῶν ποὺ δὲν ἔχουν δημοσιευθεῖ. Ἄλλωστε, τὸ ὀφείλομεν εἰς τὴν μνήμη του! 

Τοιχογραφία μὲ τὴν ὄψη τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Ἁγίου Λεωνίδα εὑρισκόμενη 
στὸν ναὸ Ἁγίας Τριάδας Μεθάνων 

   Στὸ σημεῖο αὐτό, ὀφείλουμε χρονικὰ νὰ ἐπισημάνουμε τὴν χρονικὴ συνύπαρξη τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη μὲ τὸν ρωμαῖο αὐτοκράτορα Δέκιο
 Κατὰ τὴν χρονολόγηση ἐκείνης τῆς περιόδου ὁ Ρωμαῖος συγκλητικὸς ἀνέλαβε τὴν ἐξουσία κατὰ τὸ ἔτος 249 ἕως τὸ 251 μ.Χ. Τὴν ἴδια ἐποχὴν ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν ἕκτος κατὰ σειράν[2] ἦταν ὁ Λεωνίδης. 
 Ἡ διαφορὰ μεταξὺ τῶν δυὸ προσώπων ἦταν ὅτι, ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ὑπῆρξε ὁ πιὸ ἔνθερμος ὀπαδὸς τοῦ Χριστοῦ ἐνῷ ὁ Δέκιος ὑπῆρξε ὁ πιὸ λυσσασμένος ἐχθρὸς τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. 
Ἐν ὀλίγοις, τὸ πρῶτο μέλημα τοῦ τυράννου Δέκιου ἦταν νὰ ἐξεδώση διάταγμα ἐναντίων τῶν χριστιανῶν. 
 Ὁ Δέκιος, ὡς ἐγκάθετο ἀντιχριστιανικὸ πνεῦμα, μὲ τὴν πρόφαση τῆς συμμετοχῆς του στὴν μερίδα τῶν δημοκρατικῶν θεσμῶν, θέλησε νὰ ἐνισχύσει τον ψευτοϊδεατισμὸ τῆς Pax Romana
 Συνάμα, ἡ φασιστική του ταυτότητα, δεῖγμα στυγνοῦ ὁλοκληρωτισμοῦ, καὶ τὰ πιστεύω του στὴν παγανιστικὴ θρησκεία τοῦ ρωμαϊκοῦ κόσμου τὸν ὤθησε σὲ μιὰ δυσανάρμοστη νομοθεσία. 
 Ὑποχρέωνε τοὺς χριστιανούς, ὑπὸ τῆς ἀπειλῆς τοῦ νόμου, νὰ θυσιάζουν μιὰ φορὰ τὸν μῆνα στοὺς ρωμαίους θεούς, πρὶν ἀπὸ τὴν σειρὰ τῶν δικαστικῶν τῆς κοινότητας τους, οὕτως ὥστε νὰ δικαιοῦντο τὸ πιστοποιητικὸ ἔγγραφο τῆς κρατικῆς νομιμότητας (libellus). 
 Δίχως αὐτὸ τὸ πιστοποιητικό, ἕκαστος πολίτης, ἔχανε τὰ πολιτικά του δικαιώματα, καθότι, κρίνονταν ὡς ἀντιεξουσιαστής, ἐχθρὸς τῶν παγανιστικῶν θεῶν καὶ τῆς αὐτοκρατορικῆς Ρώμης. 
  Παράλληλα, ὅποιος ἀρνοῦνταν τὸ νόμο κινδύνευε μὲ βαρύτατους βασανισμοὺς ἢ καὶ μὲ μαρτυρικὸ θάνατο σὲ κοινὴ θέα. 
  Ἡ διαταγή του Δέκιου, κατὰ τὴν ἱστορικὴν κρίση πρέπει νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς τυραννική, βάναυση καὶ ἀπολυταρχική, δεδομένου ὅτι, μὲ τὸ πρόσχημα μιᾶς φαινομενικῆς δημοκρατικότητας, σφαγιάστηκαν χιλιάδες χριστιανοὶ ποὺ ἀντιστάθηκαν στὶς φαῦλες, ἀλαζονικὲς κι ἀπάνθρωπες φιλοδοξίες τοῦ ἄρχοντος τῆς συγκλήτου. 
  Τοῦ καιροῦ ἐκείνου, ἕνας ἐξ αὐτῶν, τῶν ἀντιδρώντων, ὑπῆρξε κι ὁ ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν Λεωνίδης
  Ὁ Λεωνίδης, ἐφαίνετο ὅτι, ἀντέδρασε μὲ σφοδρότητα εἰς τὸ ἀντίχριστο διάταγμα τοῦ Δεκίου. Σχεδὸν σὲ ὅλα του τὰ κηρύγματα παρότρυνε τὸ ποίμνιο τοῦ νὰ μὴν ὑποκύψουν στὸ θέλημα τοῦ Δεκίου καὶ τελέσουν θυσία εἰς τὰ ψευτοείδωλα.   Δηλαδή τους παρήγγελνε μήτε νὰ θυσιάσουν καὶ μήτε νὰ φάγουν ἀπὸ τὰ εἰδωλόθυτα, καθότι, οἱ θυσίες τῶν Ρωμαίων ψευτοθεῶν εἴχανε μεταβληθεῖ σὲ ἀντιθεϊκὸ μίασμα. 

Τοιχογραφία τοῦ Ἁγίου ἱερομάρτυρα 
Λεωνίδη ἀπὸ τὸν ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννου Γαργαρέττας στὴν Ἀθήνα(Κουκάκι).

  Σύμφωνα μὲ τὴν ἱστορικὴ καταγραφὴ τοῦ βυζαντινοῦ λόγιου κι ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, Ἁγίου Μιχαὴλ Χωνιάτη Ἀκομινάτου, ὁ Ἅγιος Λεωνίδης εὑρισκόμενος στὴν Τροιζήνα συνελήφθη μαζὶ μὲ τὴν συνοδεία του καὶ ὁδηγήθηκαν εἰς Κόρινθον. Ἡ συνοδεία τούτη ἀποτελοῦνταν ἀπὸ ἑφτὰ γυναῖκες ποὺ εἶχαν ἀναπτύξει μαζί του ἕναν ὑψηλότατο πνευματικὸ δεσμό.   Πρόκειται γιὰ τὰ ἐξ Ἀθηνῶν πνευματικά του τέκνα, τὰ ὁποῖα φέρουν τὰ ἀκόλουθα ὀνόματα: Χαρίσση, Νίκη, Γαληνή, Καλλίδα, Νουνεχία, Βασίλισσα καὶ Θεοδώρα
 Ἡ ρωμαϊκὴ σπεῖρα, ἀφοῦ συνέλαβε τὸν Ἅγιο Λεωνίδη καὶ τὶς ἑπτὰ γυναῖκες, τοὺς ὁδήγησε κατηγορούμενους ἔμπροσθεν τοῦ τοπικοῦ ἡγεμόνα ἀνθύπατου Βενοῦστο
Τότε, ἡ Κόρινθος εἶχε ἀνακηρυχθεῖ πρωτεύουσα τῆς Ἑλλάδος (Ἀχαΐας), καθότι, ἡ Ἀθήνα καὶ ἡ Σπάρτη εἶχαν μιὰ ἰδιότυπη ἀνεξαρτησία. 
 Στὴν Κόρινθο, ὁ Ἅγιος Λεωνίδης, ὄρθωσε τὸ ἀνάστημα τοῦ καὶ εἶπε ἕνα ἀγέρωχο ὄχι στὸν πεπλανημένο ἀντίχριστο Δέκιο καὶ τὸν παγανιστικό του κόσμο, ποὺ παρακλάδι του ἦταν ὁ ρωμαϊκὸς ἰμπεριαλισμός. 
 Ὁ Βενοῦστος, ὁρμώμενος ἀπὸ τὶς συνεχεῖς ἀρνήσεις τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, διέταξε νὰ ὁδηγηθεῖ ὁ Λεωνίδης σ' ἕναν δημόσιο χῶρο καὶ νὰ ὑποστεῖ ἐκεῖ τὰ πιὸ φρικτὰ βασανιστήρια. 
 Ὁ Λεωνίδης, ὅμως, ἀνθίστανται σθεναρὰ λαμβάνοντας ἄμεσα τὸν λαμπρὸ στέφανο τῆς ἁγιοσύνης ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Ἡ στέψη του τέθηκε ἔπειτα τοῦ φρικτοῦ ἀπαγχονισμοῦ του καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σαρκός του. 
 Ὁμοῦ μετὰ τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη συνεμαρτύρησαν καὶ οἱ ἑπτὰ γυναῖκες, οἱ ὁποῖες ἔλαβαν ὁμοίως τὸν στέφανο τῶν ὁσιομαρτύρων. Τὰ νεκρὰ σώματα, τοῦ Λεωνίδη καὶ τῶν ἑπτὰ γυναικῶν, ρίφθηκαν ἀμέσως στὴν θάλασσα. 
 Οἱ μετέπειτα μαρτυρίες θέλουν τὴν μεταφορὰ τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν γυναικῶν εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου, ἐκεῖ συνετάφησαν μέσα σὲ μία κρύπτη ἐπὶ τῆς μικρᾶς νησῖδας τοῦ ποταμοῦ Ἰλισοῦ
Μετὰ τὴν παρέλευση τριῶν αἰώνων, καὶ μολονότι ὁ ποταμὸς εἶχε ἀλλάξει τὴν ροή του, ἀνεγέρθηκε στὸ σημεῖο αὐτὸ μεγαλοπρεπὴς ναὸς σὲ ρυθμὸ Βασιλικῆς ἀφιερωμένος στὸν Ἅγιο Λεωνίδη. 
 Πρὶν ἀπὸ ὁρισμένες δεκαετίες οἱ ἀρχαιολογικὲς ἀνασκαφὲς ἔφεραν στὸ φῶς τὰ ἐρείπια τῆς βασιλικῆς τοῦ Ἰλισοῦ, ὅπως τὴν ὀνόμασε ἡ ἀνασκαφικὴ ὁμάδα τῶν ἀρχαιολόγων (δὲς κάτωθι προσωπικὲς φωτογραφίες, ἀπὸ τὸν ἀρχαιολογικὸ χῶρο τῶν ἐρειπίων τῆς βασιλικῆς στὴν Ἀθήνα, ἐπὶ τῆς λεωφόρου Ἀρδηττοῦ). 
   




Ἡ Βασιλική του Ἰλισσοῦ(από τὸ προσωπικό μου ἀρχεῖο φωτογραφίας) ποὺ βρίσκεται στὴν ὁδὸ Ἀρδηττοῦ στὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ἀνακαλυφθεῖσα πρὸ μερικῶν ἐτῶν ἀπ' τοὺς ἀρχαιολόγους. Συμφώνως μὲ τοὺς ἀνασκαφεῖς ὁ ναὸς ἦταν ἀφιερωμένος στὸν Ἀγίο Λεωνίδη. Ἡ δομή της εἶναι τρίκλιτη, μὲ ἐγκάρσιο κλίτος, νάρθηκα καὶ αἴθριο. Στὸν βόρειο τοῖχο της βρίσκεται τὸ μαρτύριο τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη, ἐπισκόπου Ἀθηνῶν[αυτό εἰκάζουν οἱ ἀρχαιολόγοι]. Πρόκειται γιὰ κτίσμα τοῦ 4ου αἰῶνα, προγενέστερο δηλαδὴ τῆς βασιλικῆς, ποὺ βάσει τῶν ψηφιδωτῶν δαπέδων χρονολογεῖται στὸ α' μισὸ τοῦ 5ου αἰῶνα. Ἡ μαρτυρία τοῦ Μιχαὴλ Ἀκομινάτου, κατὰ τὸν 12ο αἰῶνα, εἶναι σαφεῖς περὶ τοῦ ναοῦ ποὺ κτίστηκε, πάνω σὲ μία νησῖδα τοῦ ποταμοῦ Ἰλισσοῦ, ἀπὸ εὐλαβεῖς Ἀθηναίους ἢ ἀπὸ τὸ ποίμνιο τοῦ Ἐπισκόπου τιμῶντας τὴν μνήμη τοῦ ἱερομάρτυρα ἐπισκόπου τους Λεωνίδη. Σήμερα οἱ ἀρχαιολόγοι συμφωνοῦν περὶ τῆς τοποθεσίας. Λέγεται ὅτι σ' αὐτὸ τὸν ναὸ ὁ Ἅγιος Μιχαὴλ Ἀκομινάτος, ὁ τελευταῖος ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν, πρὶν τὴν φραγκοκρατία καὶ τὴν Ὀθωμανικὴ κυριαρχία, ἐξεφώνησε λόγο διὰ τὸν μαρτυρικὸ θάνατο τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη καὶ τὴν μεγάλη πίστη του στὸν Χριστό. Ἐπιπλέον, ἡ τελευταία εἰκόνα παρουσιάζει σχέδιον κατόψεως τῆς περιοχῆς λεωφόρου Ἀρδηττοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη Τραυλό. Δεξιὰ διακρίνεται ἡ θέση τοῦ ναοῦ τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη. 

  Μιὰ ἄλλη παραπλήσια μαρτυρία ἀναφέρει ὅτι, καθὼς ὁ Ἅγιος καὶ οἱ ἑπτὰ γυναῖκες ἀρνήθηκαν νὰ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ κράτησαν ἀκέραιη τὴν πίστη τους στὸν Ἰησοῦ Χριστό, οἱ Ρωμαῖοι ἀντικρίζοντας τὴν ἀδιαλλαξία τῆς πίστης τους, εὐθύς, τοὺς μετέφεραν στὸν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου, παρουσία τῶν κατοίκων τῆς Ἐπιδαύρου βασανίστηκαν ἀνηλεῶς. 
 Μετὰ τὸν ἀπαγχονισμὸ καὶ τὸ ξέσκισμα τῆς σαρκὸς τοῦ ἐπισκόπου Λεωνίδη ἐπῆλθε καὶ ἡ θανάτωση τῶν ἑπτὰ γυναικῶν. Στὴ συνέχεια τὰ σώματα τοὺς ρίφθηκαν στὰ βάθη της θαλάσσεως, ἀφοῦ τὰ ἔδεσαν πρῶτα μὲ πέτρες γιὰ βαρίδια. Ἡ θανάτωση τοὺς ἔγινε μία μέρα πρὶν τὸ Πάσχα
 Οἱ κάτοικοι τῆς Ἐπιδαύρου, ποὺ ἄθελα τοὺς ἔγιναν αὐτούσιοι μάρτυρες τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ Ἁγίου καὶ τῶν ἑπτὰ γυναικῶν, βρῆκαν ἀργότερα τὰ καθαγιασμένα λείψανα νὰ τὰ ἔχει ξεβράσει ἡ θάλασσα. Ὀμαδὸν ἔσπευσαν ἄμεσα νὰ τὰ ἀνασύρουν. Σύμφωνα μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Ἀκομινάτου Χωνιάτη, ἐπισκόπου Ἀθηνῶν, τὰ λείψανα τῶν ἱερομαρτύρων θάφτηκαν μὲ εὐλάβεια στὴν ἱερὴ πόλη τῶν Ἀθηνῶν, πλησίον τοῦ ναοῦ του Ὀλυμπείου Διός
 Παρὰ ταῦτα δὲν μπορεῖ νὰ ἐπιβεβαιωθεῖ ἱστορικά, γιατί καὶ πώς, τὰ ὀστᾶ τῶν ἱερομαρτύρων, κατὰ τὴν περίοδο τῆς φραγκοκρατίας, μεταφέρθηκαν ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, πρὸς φύλαξην, εἰς στὴν περιοχὴ τῆς Ἐπιδαύρου, ὅπου βρέθηκαν σὲ σωστικὴ ἀνασκαφῇ τὸ 1916. 
 Οἱ ἀρχαιολόγοι, ὕστερα ἀπὸ παραινέσεις τοπικῶν παραγόντων, σκάβοντας κάτω ἀπὸ ναὸ τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου βρέθηκαν μπροστὰ στὴν θέα ἑπτὰ ἀρχαίων γυναικείων σκελετῶν. Συνάμα, σὲ μιὰ μαρμάρινη πλάκα κάτωθεν αὐτῶν βρέθηκαν τὰ ὀστᾶ ἑνὸς ἀνδρὸς ποὺ εἶχε θανατωθεῖ διὰ στραγγαλισμοῦ. Μάλιστα, τὰ ὀστᾶ καὶ ὁ χῶρος ταφῆς ἀνάβλυζαν ἄρρητη εὐωδία. 
 Διὰ ταῦτα καὶ ἄνευ οὐδεμίας ὑπερβολῆς, ὀφείλουμε νὰ εἴμαστε πιὸ δεκτικὴ στὰ θεῖα θαύματα ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν στὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι, μελετῶντας ἐμβριθῶς τοὺς βίους τῶν ἁγίων δυνάμεθα νὰ ἀποκομίσουμε ψυχικὰ ὀφέλη. 
 Ἡ ἐνθύμηση τοῦ μαρτυρικοῦ θανάτου τοῦ ἐπισκόπου Ἀθηνῶν Λεωνίδη μας καθιστᾶ ἐγρήγορους εἰς τὴν ὁμολογία τῆς Πίστεως μᾶς ἐφόσον ἀποδίδοντας τιμὴ σ' αὐτὸν τὸν ὑπέρλαμπρο ἀγωνιστὴ τοῦ ὀνόματος Τοῦ Χριστοῦ ποὺ μὲ θάρρος καὶ αὐταπάρνηση στάθηκε ἀκλόνητος ἔμπροσθεν τῆς θηριώδους κι ἀντίχριστης ρωμαϊκῆς ἐξουσίας, συμμετέχομεν στὴν συνομολογίαν! 


      Μεγαλυνάριον
Χαίροις τῆς Ἑλλάδος θεῖος βλαστός, Ἱερομαρτύρων Λεωνίδα ἡ καλλονή· χαίροις Ἀθηναίων, ὁ θεῖος Ποιμενάρχης, καί πρός Χριστόν μεσίτης, Πάτερ θερμότατος.


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1]Κατά μίαν λανθασμένη ἐντύπωση ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἀναγράφεται ὡς Τροιζήνιος. Τούτη, ὅμως ἡ ἐντύπωση ἐκπηγάζει ἀπὸ τὴν μαρτυρία τοῦ Μιχαὴλ Ἀκομινάτου ποὺ λέγει ὅτι, ἐπὶ τῶν ἡμερῶν ποὺ βρίσκονταν ὁ Ἅγιος στὴν Τροιζήνα τὸν συνέλαβαν. Τὸ ἀληθέστερο εἶναι ὅτι, ὁ Ἅγιος Λεωνίδης ἦταν Ἀθηναῖος τὸ γένος, διότι, οἱ χριστιανικὲς κοινότητες ἦταν μικρὲς καὶ τὰ μέλη τους εἶχαν κυρίως ἐντοπία προέλευση. 
[2] Σύμφωνα μὲ τὸν πίνακα τῶν Ἐπισκόπων, Μητροπολιτῶν & Ἀρχιεπισκόπων, ὅπου ἐξέδωσε ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, οἱ κατὰ τοὺς πρώτους αἰῶνες ἐπίσκοποι Ἀθηνῶν εἶναι: Α)Ἰερόθεος, Β)Διονύσιος Ἀρεοπαγίτης Γ)Νάρκισσος, Δ)Πούπλιος, Ἔ)Κοδράτος & ΣΤ)Λεωνίδης ἢ Λεωνίδας κλπ 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, μήνας Απρίλιος
•ΝΕΩΤΕΡΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟ ΤΟΥ ΗΛΙΟΥ
•ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΛΑΜΠΡΟΥ, ΜΙΧΑΗΛ ΧΩΝΙΑΤΗ ΤΑ ΣΩΖΟΜΕΝΑ, Αθήνα 1879