Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018



  ЭIЄ

 ΆΡΑΤΟΣ Ο ΣΟΛΕΥΣ, Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΣΤΗΚΕ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

   Κατὰ τὸ ἔτος 314 π.Χ. γεννιέται εἰς τὸν κόσμο ὁ φιλόσοφος καὶ ποιητὴς Ἄρατος. Γενέτειρα τοῦ ὑπῆρξε ἡ πόλη Σόλους της Κιλικίας
 Παρὰ τὴν ἀνατολικὴν καταγωγήν του, ὁ Ἄρατος, ἔζησε ἐπὶ πολλὰ ἔτει εἰς τὴν Ἀθήνα περισπουδάζοντας. Ὅμως, τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ διδάχτηκε στὴν Ἔφεσσο καὶ τὴν ΚῶΟἱ σπουδὲς αὐτὲς ἦταν πάντοτε ἐπικεντρωμένες στὴν ὕλη τῶν μαθηματικῶν καὶ τῆς ἀστρονομίας. 
 Στὴν Ἀθήνα, ὅταν εἶχε πρωτοέρθει, γνώρισε τὸν Ζήνωνα ἱδρυτὴ τῆς στωικῆς σχολῆς. Παρὰ τοῦ ὅ,τι ἐντάχθηκε στὴν μαθησιακὴ ὁμάδα του Πραξιφάνη, τοῦ φιλοσόφου τῆς περιπατικῆς σχολῆς, ἡ στωικὴ φιλοσοφία φαίνεται πὼς ἐπέδρασε καταλυτικὰ στὸν περαιτέρω βίο του. 
Ὁ Ἄρατος, μετὰ τὸ πέρας τῆς μαθητείας του, ἄρχισε νὰ μελετᾶ καὶ νὰ γράφει συγγράμματα. Τὸ γνωστότερο ἐξ αὐτῶν εἶναι το: "Φαινόμενα καὶ Διοσημεία"

Ἄρατος ὁ Σολεύς 

  Τὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα τοῦ Ἀράτου, σύμφωνα μὲ τὶς φιλολογικὲς μαρτυρίες, ὑπῆρξε διαδεδομένο εἰς τοὺς κύκλους τῶν φιλοσόφων καὶ ποιητῶν τῆς τότε ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Ἴσως αὐτὸ νὰ διήρκεσε γιὰ τοὐλάχιστον δύο αἰῶνες. 
 Ὑπαινίσσομαι δὲ ἐπὶ τούτου ὅτι, τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἀράτου, ἦταν ἀναγνωσμένο ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο
 Ὁ Παῦλος, στὴν ὀμιλεία του ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, καθὼς εὑρέθη ὡς κῆρυξ τοῦ Λόγου Τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, διαπράττοντας μιὰ ὑπέρβαση προσπάθησε μὲ λόγιον τρόπο νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸ ἀθηναϊκὸ ἀκροατήριο. 
 Συνειδητοποιῶντας ὅτι, περιστοιχίζεται ἀπὸ δασκάλους καὶ φιλοσόφους πάσης ἐπιστήμης, ἐνεθυμήθην τότε τα λεγόμενα τοῦ Ἕλληνος ποιητοῦ Ἀράτου - τὰ ὁποῖα κάποτε τὸν εἶχαν ἐντυπωσιάση - καὶ τὰ συμπεριέλαβε στὸ κήρυγμα του. 
 Ἕν ὀλίγοις, λαμβάνοντας θεία φώτιση ἔδωσε ἄμεσα ἕνα βάθος στὸ περιγραφικό του σχῆμα γιὰ νὰ ἐρεθίσει τὰ ὦτα τοῦ ὑψηλὰ νοήμονως ἀκροατηρίου, συνδυάζοντας ἄριστα καὶ μὲ ἀπόλυτο συνταυτισμὸ τὴν ποιητικὴ φράση του Ἀράτου εἰς τὸ χριστιανικό του κήρυγμα. 
 Ἀπ' τὰ συμφραζόμενα γίνεται ἐμφανὲς πὼς ὁ Παῦλος εἶχε ἀντιληφθεῖ, ἐκείνη τὴν στιγμή, κάποια κοινὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς - ἀθηναϊκῆς φιλοσοφίας μὲ τὸν χριστιανισμό. 
 Συμφώνως μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ Παῦλος στήριξε τὴν ἔννοια τοῦ κηρύγματος τοῦ εἰς τὴν ἑξῆς φράση:  «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.» (Πράξεις Ἀποστόλων 17.28) μετάφραση: [Διότι μέσα εἰς τὴν θείαν αὐτοῦ παρουσίαν καὶ ἀγαθότητα ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, ὅπως καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ποιητάς σας ἔχουν πεῖ. Διότι εἴμεθα ἰδικόν του γένος, πλασθέντες ἀπὸ αὐτὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ καὶ καθ' ὁμοίωσιν. Ἐφ' ὀσον λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὁμοία μὲ χρυσὸν ἡ μὲ ἄργυρον ἡ μὲ μάρμαρον, μὲ ἀγάλματα δηλαδὴ ποὺ ἔχουν χαραχθῇ μὲ τέχνην καὶ σύμφωνα μὲ τὰς καλλιτεχνικὰς ἐπινοήσεις του ἀνθρώπου.
 Ἐν τούτοις, κάνοντας μιὰ περαιτέρω ἐπισκόπηση, ἀντιπαραβάλλω τὸ αὐθεντικὸ ποιητικὸ κείμενο τοῦ Ἄρατου - τὸ ὁποῖο, ὅπως εἴδαμε, φαίνεται νὰ εἶχε ἀναγνώσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ δανείστηκε στὴν ὀμιλεία του ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου - ὅπου λέγει τα ἑξῆς: «Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί, πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες. Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.»[1](στιχ. 1-5) μετάφραση: [Ἀπὸ τὸν Δία κυβερνιόμαστε ὅπου κανένας ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ περιγράψει τὴν μορφή του. Πάντα γεμᾶτα, ἀπὸ τὸν Δία, τὰ στενὰ δρομάκια, πάντες οἱ ἀγορὲς τῶν ἀνθρώπων, πλήρης ἢ θάλασσα καὶ τὰ λιμάνια. Ἀπὸ πάντα ὁ Δίας φροντίζει του πάντες. Διότι αὐτοῦ εἴμεθα γένος, δηλαδή, ἀπὸ αὐτὸν προερχόμαστε(Δὲς κάτωθι εἰκόνα ἀπὸ παλαιὰ ἔκδοση τοῦ συντάγματος). 



 

 Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι, τό: «Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα...πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες. Τοῦ γὰρ καὶ γένος σμέν» μετάφραση: [Ἄπὸ τὸν Δία κυβερνιόμαστε...και πάντες στὸ Δία ὀφείλουμε τὰ πάντα. Διότι καὶ τὸ γένος μας ἀπὸ αὐτὸν προέρχεται] μὲ μιὰ ἐλαφριὰ μετατροπή ὁ Παῦλος εἶπε: «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν...Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ...» [Διότι μέσα εἰς τὴν θείαν αὐτοῦ παρουσίαν καὶ ἀγαθότητα ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν...Διότι εἴμεθα ἰδικόν του γένος, πλασθέντες ἀπὸ αὐτὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ καὶ καθ' ὁμοίωσιν [2]...Ἐφ' ὅσον λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ...]. 
 Ἐδῶ ὁ Παῦλος λέει ξεκάθαρα ὅτι,  ἕνας δικός σας ποιητής, δηλαδὴ Ἀθηναῖος [3], ἀναφέρει πὼς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκ Θεοῦ προέρχεται. 
 Τοῦτο, ἑρμηνεύετε εἰς τὸν πέμπτο στίχο τοῦ ποιητικοῦ συγγράμματος "Φαινόμενα καὶ Διοσημεία". Τί ἐννοεῖ ὅμως ὁ ποιητὴς ἐκ Θεοῦ...ἐκ  Θεοῦ Διός;;; 
 Ἐὰν ὄντως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα τὰ ἐρωτηματικὰ παραμένουν ἀναπάντητα περί τῆς ἐν λόγῳ ταυτοποίησης τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ με τὸν Ὀλύμπιο Δία
  Ὡστόσο, ἀναδιφῶντας, εἰς τὰ κείμενα τοῦ Εὐσέβιου Παμφιλίας καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ βιβλίο τοῦ "Εὐαγγελικῆς Προπαρασκευῆς (ΛΟΓΟΙ ΙΕ')" αποκαλύπτετε ἐκ τοῦ συγγραφέως ὅτι, ὁ Ἄρατος, ὁμιλῶντας περὶ τοῦ Διός, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἰδίου Θεοῦ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἀλλά, ὠσαύτως καὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὀρφέα, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων. 

ΧΑΙΡΕΤΕ!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[1]Τὴν συγκεκριμένη δογματικὴ ἄποψη, ἐπακριβῶς, τὴν υἱοθέτησε ὁ Ἄρατος ἀπὸ τὸν «Εἰς Δία» ὕμνο τοῦ στωικοῦ φιλοσόφου Κλεάνθη. Γίνεται, λοιπόν, πασιφανὴς ἡ ἐπιρροὴ τῆς στωικῆς φιλοσοφίας στὰ ἐπιστημονικὰ σχόλια τοῦ Ἄρατου. Ὁ Εὐσέβιος, πάλι, γράφει γιὰ τοὺς Στωικοὺς ὅτι κλέβουν περὶ Θεοῦ τὰ ἑξῆς: «Φάσει γὰρ σῶμα εἶναι τὸν Θεὸν οἱ Στωικοὶ καὶ πνεῦμα κατ' οὐσίαν, ὦσπερ ἀμέλει καὶ τὴν ψυχήν». Συνάμα, κάποια στοιχεῖα ἀποδίδουν τὴν πατρότητα τῶν λεγομένων τοῦ Ἄρατου στὸν προφήτη Ἐπιμενίδη τὸν Κρητικὸ ποὺ ἔζησε στὰ ἀρχαϊκὰ χρόνια. Ὁ Ἐπιμενίδης ὑπῆρξε φίλος τοῦ νομοθέτη Σόλωνα τοῦ Ἀθηναίου ποὺ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν Ἀθήνα ἀπὸ ἕναν θανατηφόρο λοιμό. Ἔτσι, ὁ Ἐπιμενίδης παρέμεινε στὴν μνήμη τῶν Ἀθηναίων ὡς ἕνα θρυλικὸ πρόσωπο καὶ ἴσως-ἴσως νὰ διατηροῦνταν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀθηναϊκῆς φιλοσοφίας. 
[2Σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Δίας ἦταν ὁ πατέρας τῶν θεῶν καὶ πλάστης τῶν ἀνθρώπων. 
[3Ἐνῷ ἦταν γνωστό, ὅτι ὁ Ἄρατος ἦταν ἀπὸ τοὺς Σόλους της Κιλικίας, ὁ Παῦλος τὸν κατονομάζει ὡς Ἀθηναῖο. Γι' αὐτὸ τὸ παράδοξον δύο τινὰ δύνανται σημειωθοῦν. Α) τὴν εὐρύτερη γνώση τοῦ Ἀπόστολου Παῦλου στὴν Γεωγραφία τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία κατέγραφε τοὺς Σόλους τῆς Κιλικίας ὡς ἀποικία τῶν Ἀθηναίων Β) τὴν ἐκ θείας φώτισης ὀρθὴ τοποθέτηση. Ἐπὶ τούτου, μιὰ ἑτέραν ἄποψη θέλει ὅλους τους σπουδάσαντες εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν νὰ πολιτογραφοῦνται ὡς Ἀθηναῖοι. 


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 
•Ἄρατος, ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΙΟΣΗΜΕΙΑ, ἐκδ. Ληψεία 
•Εὐσέβιος Παμφιλίας, Εὐαγγελικῆς Προπαρασκευῆς (ΛΟΓΟΙ ΙΕ'), ἐκδ. OXONII E TYPOGRAPHIO ACADEMICO 
•Καινὴ Διαθήκη, κέφ. πράξεις τῶν Ἀποστόλων 
 

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018


ЭIЄ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ Ή ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ 
ΕΠΙΛΥΧΝΙΟΥ ΥΜΝΟΥ
Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Βαφίνης 
 

   Στὴν ἔνδοξη πόλη τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, γεννιέται μιὰ ξεχωριστὴ προσωπικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀναφέρομαι εἰς τὸν Ἀθηναγόρα τὸν ἀπολογητή, ἄγνωστον εἰς τοὺς θεολογικοὺς κύκλους. 
 Ὁ Ἀθηναγόρας ἔζησε, στὴν γενέτειρα τοῦ τὴν Ἀθήνα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. κι ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρήλιου. Σπούδασε στὰ πανδιδακτήρια τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀργότερα ἔγινε δάσκαλος τῆς φιλοσοφίας. Μυημένος στὰ βαθιὰ νοήματα τῆς φιλοσοφίας, θεώρησε ἐκ πρώτης τὴν χριστιανικὴ πίστη ὡς ἀδόκιμον πίστη. 
 Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ ὑστερόβουλη διάθεση, ἡ ὁποία τὸν ὠθοῦσε νὰ συγγράψει κάτι ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν χριστιανισμό, ἡ δεύτερη σκέψη τὸν ὁδήγησε εἰς τὴν ἐπιμελὴς ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φωτιστεῖ ἁγιοπνευματικὰ καὶ νὰ ἀνατραπεῖ ἄρδην ἡ κακὴ προαίρεση τοῦ γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη. 
 Ἡ μεταστροφὴ τοῦ αὐτὴ τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ βαθιὰ πίστη γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀφ' ὅτου, λοιπόν, βαπτίστηκε χριστιανὸς συνέχισε παραλλήλως νὰ διδάσκει τὴν ἀθηναϊκὴ φιλοσοφία σὲ πόλεις καὶ κωμοπόλεις τοῦ ἑλληνισμοῦ. 
 Ἦταν τόσο εὐδιάκριτα ὑψηλὴ ἡ φιλοσοφικὴ κατάρτιση τοῦ Ἀθηναγόρα, τόσο στὴν Πλατωνικὴ ὅσο καὶ Στωικὴ φιλοσοφία, ὥστε κατόρθωσε νὰ ἐπηρεάσει ὅλους τοὺς ὁμότεχνους φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του. 
  Ὡς πρότερα γεννημένος ἐθνικός, καὶ παρ' ὅτι ἤθελε νὰ συγγράψει, ἐκ πρώτης, μίδρους ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὦ τοῦ θαύματος, μετατασχηματίστηκε εἰς τὸν πιὸ ἐγκάρδιο ὑποστηρικτὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως. 
 Μάλιστα, κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, συνέγραψε μιὰ ἀπολογία ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως τὴν ὁποίαν ἀπέστειλε στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο. 


Ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας ἢ Ἀθηνογένης, ὁ Ἀθηναῖος, ὁ ἀπολογητής 
 

   Ὁ Ἀθηναγόρας ἦταν πνευματώδης καὶ πολυγραφότατος. Ὡς πρὸς τοῦτο, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους πατέρες τῆς ἐκκλησίας, μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου καὶ Ἁγίου Διονυσίου, ποὺ ἀνέπτυξε βαθιὲς θεολογικὲς θεωρήσεις περὶ τῆς θεότητος καὶ ἑνότητος τῆς οὐσίας, περὶ τῆς διαστολῆς τῶν τριῶν προσώπων τῆς γίας Τριάδος, περὶ τῆς γενέσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ βιβλίο του, ποὺ ἐμπεριέχει τὶς ἐν λόγῳ νουθεσίες, ἔχει τὸν τίτλο "Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ". 
Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, μᾶς παρέχετε ἡ χρήσιμος πληροφορία περὶ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ συνθέτη τῆς παλαιοτέρας διασωθείσας ὑμνωδίας τοῦ χριστιανικοῦ λειτουργικοῦ μέλους πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία, Φῶς ἱλαρὸνἘπιλύχνιος ὕμνοςἘπιλύχνιος Εὐχαριστία. Οἱ διασωθέντες πληροφορίες ἀναδεικνύουν ὡς συνθέτη τοῦ ὕμνου κάποιον ὁσιομάρτυρα ἐπονόματι Ἀθηνογένη. 
Ἡ ταυτοποίηση τοῦ δημιουργοῦ τῆς ὑμνωδίας, μάρτυρα Ἀθηνογένη, μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα, ἐμπίπτει ἐκ τῆς πληθώρας συμπερασμάτων τοῦ θεολόγου Κωνσταντίνου Κοντογόνου στὸ βιβλίο του "Φιλολογικὴ καὶ Κριτικὴ ἱστορία". 
Ὁ θεολόγος Κ. Κοντογόνος ἐκθέτοντας τὶς μαρτυρίες ξένων κριτικῶν τῆς θεολογίας, ὅπως αὐτὲς τοῦ Cesare Cardinal Baronius (1538–1607) καὶ τοῦ Tillemontis, ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ ταυτοποίηση τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα μὲ τὸν ὁσιομάρτυρα Ἀθηνογένη ποὺ συνέθεσε τὸν ὕμνο. Λέγεται, μάλιστα, ὅτι ἡ μελοποίηση τοῦ ὕμνου συντελέστηκε λίγο πρὶν τὸν μαρτυρικό του θάνατο εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἰδοὺ καὶ τὰ σχόλια τοῦ θεολόγου Κωνσταντίνου Κοντογόνη στὴν κάτωθι φωτογραφία: 



    Ἐπειδή, τὰ μόνα στοιχεῖα ποὺ δίδονται γιὰ τὸν Ἀθηνογένη προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο Καισαρείας, οἱ πρώιμοι μελετητὲς τοῦ 19ου αἰῶνος κατέληξαν στὸ συμπέρασμα πὼς πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ παραλλαγὴ τοῦ ὀνόματος ὡς Ἀθηναγόρα - τοῦ λεγομένου καὶ φιλοσόφου. 
 Ἐν τούτοις, ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Ἀθηνογένης μοιάζει νὰ εἶναι συνθέτη καὶ ἀποδιδόμενη σὲ ἄτομο μὲ προέλευση ἐξ Ἀθηναϊκοῦ γένους, ὅπως πράγματι ἦταν ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀθηναγόρα. 
 Ἐν ταῦτᾳ, οἱ ἐξαίσιοι ποιητικοὶ στίχοι, τῆς πρώιμης χριστιανικῆς ὑμνωδίας, ἐγγεγραμμένοι στὴν κοινὴ ἑλληνική, ἤτοι ἐμπνευσμένη εἰς τὴν ἀττικὴν διαλεκτικὴ γλῶσσα τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς περιόδου, ὅπου, μαρτυροῦν κάποιον Ἀθηναῖο δημιουργὸ ποιητή, μὲ ὑψηλὴ μόρφωση καὶ φωτισμένο ἀπὸ τὴν θεία χάρη τῆς Παναγίας Τριάδος. 
 Ἰδού, λοιπόν, παραθέτω αὐτούσιους τοῦ στίχους τοῦ πρώτου καὶ ἀρχαιοτέρου διασωθέντος χριστιανικοῦ ὕμνου ποὺ χρησιμοποιοῦν ἔτι σήμερον στὶς θεῖες λειτουργίες τοῦ ἑλληνορθόδοξου τελετουργικοῦ, κυρίως δὲ στὶς προηγιασμένες: 

ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ ή ΕΠΙΛΥΧΝΙΟΣ ΥΜΝΟΣ
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.

  Ὡς ἔπος εἰπεῖν, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ μελοποίησε ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας τὸν ὕμνο πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ὑπῆρχε τὸ βυζαντινὸ μέλος οὔτε ἡ βυζαντινὴ ὠκτάηχος. Οἱ μελουργίες τῶν πρωτοχριστιανῶν ὑμνωδῶν, βασίζονταν στὴν θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ ἐπιστήμη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς. 
 Ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας πεπαιδευμένος στὴν πλατωνικὴ σχολὴ οἰκειοποιήθηκε τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς ἁρμονικοὺς νόμους καὶ συνάμα τὴν ἀλφαβητικὴ παρασημαντικὴ μουσικὴ γραφὴ γιὰ νὰ συνθέσει τὴν μελωδικὴ γραμμὴ τοῦ ὕμνου πάνω σ' ἕνα μετρικὸ σύστημα ἰαμβικοῦ δεκαπεντασύλλαβου πόδα. 
 Οἱ μειώσεις καὶ οἱ προσαυξήσεις, τῆς μετρικῆς ἀκολουθίας τῶν στίχων, εἶναι πασιφανὲς τὸ ὅ,τι μιμοῦνται τοὺς μετρικοὺς πόδες τῆς ὁμηρικῆς ποίησης. 
 Ἄλλωστε, οἱ πρῶτοι διασωθέντες θρησκευτικοὶ ὕμνοι, τῆς παγκοσμίου ποιητικῆς ἱστορίας, ἀνήκουν παραδεδεγμένα στὸν Ὅμηρο τὸν Ἕλληνα τυφλὸ ραψωδὸ τῆς ἐποποιίας[1]. 
Ἐν ὀλίγοις, ἡ παλιὰ μελωδικὴ κλίμακα τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου βασίζονταν στὴν διατονικοῦ γένους ἰωνικὴἰαστὶ ἁρμονία, τὴν κατὰ ἄλλους λυδίου τρόπου, ποὺ ταυτίζεται σήμερα, στὸ εὐρωπαϊκὸ μουσικὸ σύστημα, μὲ τὴν πρότυπο κλίμακα τῆς Ντὸ μείζων (ματζόρε). Στὴν σημερινὴ μορφὴ τῆς ὑμνωδίας συνεκτελοῦνται καὶ ὁρισμένοι χρωματικοὶ φθόγγοι προστιθέμενοι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου. 
 Ὡς ἀναφορᾶν τὴν ρυθμικὴ ἀγωγή, σύμφωνα μὲ τὴν μεταγραφὴ ποὺ διεξήχθη στὸ εὐρωπαϊκὸ πεντάγραμμο, ἀποδίδεται μὲ τὸν τετράσημο ρυθμὸ προεικονίζοντας ἔτσι τὴν ἐξελικτικὴ μορφὴ μιᾶς μεσαιωνικῆς θρησκευτικῆς καντάτας - καντάδας

Ἡ καταγραφὴ τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου στὸ εὐρωπαϊκὸ σύστημα σημειογραφίας ποὺ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τοὺς μουσικολόγους ἐρευνητὲς Α. Ρεμαντὰ καὶ Π. Δ. Ζαχαρία τὸ 1917 σὲ μορφὴ διφωνίας καὶ ρυθμὸ τετράσημο 


Στὸ εἰκονίδιο βλέπουμε μιὰ μεταγραφή, στὴν Ἀγγλική, τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου ἢ Φῶς Ἱλαρὸν μετατρεπόμενο ἀγγλιστί 
σὲ Gladsome Light. Ὁ ρυθμὸς εἶναι σὲ 4/4 καὶ ἡ μελωδία παίζετε σὲ διφωνία. 


 Τελικά, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὁ Ἀθηναγόρας, ὅπως μᾶς διασαφηνίζουν οἱ ἐκ τοῦ πάλαι θεολόγοι μελετητές, ταυτίστηκε μὲ τὴν παρουσία του Ἀθηνογένη, καὶ ἔκτοτε βεβαιοῦται ὅτι εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπο ποὺ μελοποίησε τὸν Ἐπιλύχνιο ὕμνο ἢ Φῶς Ἱλαρόν. Μάλιστα, ἡ θεία σύλληψη τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ ὕμνου συνέβη λίγο πρὶν τὸ μαρτυρικό του θάνατο κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ. 
 Ἔτσι λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι, ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα τελείωσε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, στὴν Σεβαστεία τῆς Μ. Ἀσίας καιόμενος στὴν πυρά, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησία, στοὺς μετέπειτα αἰῶνες, τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο τιμῶντας τὴν μνήμη του κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Ἰουλίου. 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1].Ὁ Ἀθηναγόρας ἢ Ἀθηνογένης σπουδάζοντας τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία, διδάχτηκε τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἁρμονικοὺς νόμους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς θεωρίας. Δεδομένου τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ γνώριζε τὴν κρούση τῆς ἀρχαίας λύρας τοῦ Ἀπόλλωνος. Πάνω στὴν ἀρχαιοελληνικὴ λύρα, ὅπως μαρτυρὰ ὁ Ἅγιος Βασίλειος, συνέθεταν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τοὺς ὕμνους τους πρὸς τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα προκύπτει ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα, αὐτοῦ τοῦ ἄρτιου πρωτοχριστιανοῦ θεολόγου, νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ἑνὸς ἑλληνοχριστιανικοῦ δόγματος μὲ ὁρισμοὺς ποὺ νὰ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους φιλοσόφους, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τοὺς Στωικοὺς κλπ. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν ἕτοιμη γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο βῆμα... 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
ΦΙΛΟΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Ἐν Ἀθήναις, 1851 τόμος Α'. 
•Ὀρθόδοξος Συναξαριστής, Ἐν Ἀθήναις