ЭIЄ
Ο ΑΓΙΟΣ ΑΘΗΝΑΓΟΡΑΣ Ή ΑΘΗΝΟΓΕΝΗΣ ΣΥΝΘΕΤΗΣ ΤΟΥ
ΕΠΙΛΥΧΝΙΟΥ ΥΜΝΟΥ
Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Βαφίνης
Στὴν ἔνδοξη πόλη τῶν Ἀθηνῶν, κατὰ τοὺς πρώτους χριστιανικοὺς αἰῶνες, γεννιέται μιὰ ξεχωριστὴ προσωπικότητα τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Ἀναφέρομαι εἰς τὸν Ἀθηναγόρα τὸν ἀπολογητή, ἄγνωστον εἰς τοὺς θεολογικοὺς κύκλους.
Ὁ Ἀθηναγόρας ἔζησε, στὴν γενέτειρα τοῦ τὴν Ἀθήνα, περὶ τὰ τέλη τοῦ 2ου αἰῶνα μ.Χ. κι ὑπῆρξε σύγχρονος τοῦ Ρωμαίου αὐτοκράτορα Μάρκου Αὐρήλιου. Σπούδασε στὰ πανδιδακτήρια τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀργότερα ἔγινε δάσκαλος τῆς φιλοσοφίας. Μυημένος στὰ βαθιὰ νοήματα τῆς φιλοσοφίας, θεώρησε ἐκ πρώτης τὴν χριστιανικὴ πίστη ὡς ἀδόκιμον πίστη.
Ἔπειτα ἀπὸ μιὰ ὑστερόβουλη διάθεση, ἡ ὁποία τὸν ὠθοῦσε νὰ συγγράψει κάτι ἀπαξιωτικὸ γιὰ τὸν χριστιανισμό, ἡ δεύτερη σκέψη τὸν ὁδήγησε εἰς τὴν ἐπιμελὴς ἀνάγνωση τῆς Ἁγίας Γραφῆς μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φωτιστεῖ ἁγιοπνευματικὰ καὶ νὰ ἀνατραπεῖ ἄρδην ἡ κακὴ προαίρεση τοῦ γιὰ τὴν χριστιανικὴ πίστη.
Ἡ μεταστροφὴ τοῦ αὐτὴ τὸν ὁδήγησε σὲ μιὰ βαθιὰ πίστη γιὰ τὸν Ἰησοῦ Χριστό. Ἀφ' ὅτου, λοιπόν, βαπτίστηκε χριστιανὸς συνέχισε παραλλήλως νὰ διδάσκει τὴν ἀθηναϊκὴ φιλοσοφία σὲ πόλεις καὶ κωμοπόλεις τοῦ ἑλληνισμοῦ.
Ἦταν τόσο εὐδιάκριτα ὑψηλὴ ἡ φιλοσοφικὴ κατάρτιση τοῦ Ἀθηναγόρα, τόσο στὴν Πλατωνικὴ ὅσο καὶ Στωικὴ φιλοσοφία, ὥστε κατόρθωσε νὰ ἐπηρεάσει ὅλους τοὺς ὁμότεχνους φιλοσόφους τῆς ἐποχῆς του.
Ὡς πρότερα γεννημένος ἐθνικός, καὶ παρ' ὅτι ἤθελε νὰ συγγράψει, ἐκ πρώτης, μίδρους ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, ὦ τοῦ θαύματος, μετατασχηματίστηκε εἰς τὸν πιὸ ἐγκάρδιο ὑποστηρικτὴ τῆς χριστιανικῆς πίστεως.
Μάλιστα, κατὰ τὴν περίοδο τῶν μεγάλων διωγμῶν τοῦ χριστιανισμοῦ, συνέγραψε μιὰ ἀπολογία ὑπὲρ τῆς χριστιανικῆς πίστεως τὴν ὁποίαν ἀπέστειλε στὸν Ρωμαῖο αὐτοκράτορα Μᾶρκο Αὐρήλιο.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας ἢ Ἀθηνογένης, ὁ Ἀθηναῖος, ὁ ἀπολογητής
Ὁ Ἀθηναγόρας ἦταν πνευματώδης καὶ πολυγραφότατος. Ὡς πρὸς τοῦτο, πρέπει νὰ θεωρηθεῖ ἕνας ἀπὸ τοὺς πρώτους πατέρες τῆς ἐκκλησίας, μετὰ τοῦ Ἁγίου Ἱεροθέου καὶ Ἁγίου Διονυσίου, ποὺ ἀνέπτυξε βαθιὲς θεολογικὲς θεωρήσεις περὶ τῆς θεότητος καὶ ἑνότητος τῆς οὐσίας, περὶ τῆς διαστολῆς τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος, περὶ τῆς γενέσεως τοῦ Λόγου καὶ τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ βιβλίο του, ποὺ ἐμπεριέχει τὶς ἐν λόγῳ νουθεσίες, ἔχει τὸν τίτλο "Περὶ τῆς Ἁγίας Τριάδος, καὶ τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ".
Ἐπιπλέον, ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα, μᾶς παρέχετε ἡ χρήσιμος πληροφορία περὶ τῆς ἐπωνυμίας τοῦ συνθέτη τῆς παλαιοτέρας διασωθείσας ὑμνωδίας τοῦ χριστιανικοῦ λειτουργικοῦ μέλους πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα ποὺ φέρει τὴν ὀνομασία, Φῶς ἱλαρὸν ἢ Ἐπιλύχνιος ὕμνος ἢ Ἐπιλύχνιος Εὐχαριστία. Οἱ διασωθέντες πληροφορίες ἀναδεικνύουν ὡς συνθέτη τοῦ ὕμνου κάποιον ὁσιομάρτυρα ἐπονόματι Ἀθηνογένη.
Ἡ ταυτοποίηση τοῦ δημιουργοῦ τῆς ὑμνωδίας, μάρτυρα Ἀθηνογένη, μὲ τὸ πρόσωπο τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα, ἐμπίπτει ἐκ τῆς πληθώρας συμπερασμάτων τοῦ θεολόγου Κωνσταντίνου Κοντογόνου στὸ βιβλίο του "Φιλολογικὴ καὶ Κριτικὴ ἱστορία".
Ὁ θεολόγος Κ. Κοντογόνος ἐκθέτοντας τὶς μαρτυρίες ξένων κριτικῶν τῆς θεολογίας, ὅπως αὐτὲς τοῦ Cesare Cardinal Baronius (1538–1607) καὶ τοῦ Tillemontis, ἀφήνει νὰ ἐννοηθεῖ ἡ ταυτοποίηση τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα μὲ τὸν ὁσιομάρτυρα Ἀθηνογένη ποὺ συνέθεσε τὸν ὕμνο. Λέγεται, μάλιστα, ὅτι ἡ μελοποίηση τοῦ ὕμνου συντελέστηκε λίγο πρὶν τὸν μαρτυρικό του θάνατο εἰς τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Τριάδος. Ἰδοὺ καὶ τὰ σχόλια τοῦ θεολόγου Κωνσταντίνου Κοντογόνη στὴν κάτωθι φωτογραφία:
Ἐπειδή, τὰ μόνα στοιχεῖα ποὺ δίδονται γιὰ τὸν Ἀθηνογένη προέρχονται ἀπὸ τὸν Ἅγιο Βασίλειο Καισαρείας, οἱ πρώιμοι μελετητὲς τοῦ 19ου αἰῶνος κατέληξαν στὸ συμπέρασμα πὼς πρόκειται γιὰ τὸ ἴδιο πρόσωπο μὲ παραλλαγὴ τοῦ ὀνόματος ὡς Ἀθηναγόρα - τοῦ λεγομένου καὶ φιλοσόφου.
Ἐν τούτοις, ἡ ἐτυμολογία τοῦ ὀνόματος Ἀθηνογένης μοιάζει νὰ εἶναι συνθέτη καὶ ἀποδιδόμενη σὲ ἄτομο μὲ προέλευση ἐξ Ἀθηναϊκοῦ γένους, ὅπως πράγματι ἦταν ἡ καταγωγὴ τοῦ Ἀθηναγόρα.
Ἐν ταῦτᾳ, οἱ ἐξαίσιοι ποιητικοὶ στίχοι, τῆς πρώιμης χριστιανικῆς ὑμνωδίας, ἐγγεγραμμένοι στὴν κοινὴ ἑλληνική, ἤτοι ἐμπνευσμένη εἰς τὴν ἀττικὴν διαλεκτικὴ γλῶσσα τῶν Ἀθηνῶν τῆς ἑλληνορωμαϊκῆς περιόδου, ὅπου, μαρτυροῦν κάποιον Ἀθηναῖο δημιουργὸ ποιητή, μὲ ὑψηλὴ μόρφωση καὶ φωτισμένο ἀπὸ τὴν θεία χάρη τῆς Παναγίας Τριάδος.
Ἰδού, λοιπόν, παραθέτω αὐτούσιους τοῦ στίχους τοῦ πρώτου καὶ ἀρχαιοτέρου διασωθέντος χριστιανικοῦ ὕμνου ποὺ χρησιμοποιοῦν ἔτι σήμερον στὶς θεῖες λειτουργίες τοῦ ἑλληνορθόδοξου τελετουργικοῦ, κυρίως δὲ στὶς προηγιασμένες:
ΦΩΣ ΙΛΑΡΟΝ ή ΕΠΙΛΥΧΝΙΟΣ ΥΜΝΟΣ
Φῶς ἱλαρὸν ἁγίας δόξης ἀθανάτου Πατρός,
- οὐρανίου, ἁγίου, μάκαρος, Ἰησοῦ Χριστέ,
ἐλθόντες ἐπὶ τὴν ἡλίου δύσιν, ἰδόντες φῶς ἑσπερινόν,
- ὑμνοῦμεν Πατέρα, Υἱόν, καὶ ἅγιον Πνεῦμα, Θεόν.
Ἄξιόν σε ἐν πᾶσι καιροῖς ὑμνεῖσθαι φωναῖς αἰσίαις,
- Υἱὲ Θεοῦ, ζωὴν ὁ διδούς· διὸ ὁ κόσμος σὲ δοξάζει.
Ὡς ἔπος εἰπεῖν, κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ μελοποίησε ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας τὸν ὕμνο πρὸς τὴν Ἁγία Τριάδα δὲν ὑπῆρχε τὸ βυζαντινὸ μέλος οὔτε ἡ βυζαντινὴ ὠκτάηχος. Οἱ μελουργίες τῶν πρωτοχριστιανῶν ὑμνωδῶν, βασίζονταν στὴν θεωρητικὴ καὶ πρακτικὴ ἐπιστήμη τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀθηναγόρας πεπαιδευμένος στὴν πλατωνικὴ σχολὴ οἰκειοποιήθηκε τοὺς ἀρχαίους ἑλληνικοὺς ἁρμονικοὺς νόμους καὶ συνάμα τὴν ἀλφαβητικὴ παρασημαντικὴ μουσικὴ γραφὴ γιὰ νὰ συνθέσει τὴν μελωδικὴ γραμμὴ τοῦ ὕμνου πάνω σ' ἕνα μετρικὸ σύστημα ἰαμβικοῦ δεκαπεντασύλλαβου πόδα.
Οἱ μειώσεις καὶ οἱ προσαυξήσεις, τῆς μετρικῆς ἀκολουθίας τῶν στίχων, εἶναι πασιφανὲς τὸ ὅ,τι μιμοῦνται τοὺς μετρικοὺς πόδες τῆς ὁμηρικῆς ποίησης.
Ἄλλωστε, οἱ πρῶτοι διασωθέντες θρησκευτικοὶ ὕμνοι, τῆς παγκοσμίου ποιητικῆς ἱστορίας, ἀνήκουν παραδεδεγμένα στὸν Ὅμηρο τὸν Ἕλληνα τυφλὸ ραψωδὸ τῆς ἐποποιίας[1].
Ἐν ὀλίγοις, ἡ παλιὰ μελωδικὴ κλίμακα τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου βασίζονταν στὴν διατονικοῦ γένους ἰωνικὴ ἢ ἰαστὶ ἁρμονία, τὴν κατὰ ἄλλους λυδίου τρόπου, ποὺ ταυτίζεται σήμερα, στὸ εὐρωπαϊκὸ μουσικὸ σύστημα, μὲ τὴν πρότυπο κλίμακα τῆς Ντὸ μείζων (ματζόρε). Στὴν σημερινὴ μορφὴ τῆς ὑμνωδίας συνεκτελοῦνται καὶ ὁρισμένοι χρωματικοὶ φθόγγοι προστιθέμενοι κατὰ τὴν διάρκεια τῆς μεταβυζαντινῆς περιόδου.
Ὡς ἀναφορᾶν τὴν ρυθμικὴ ἀγωγή, σύμφωνα μὲ τὴν μεταγραφὴ ποὺ διεξήχθη στὸ εὐρωπαϊκὸ πεντάγραμμο, ἀποδίδεται μὲ τὸν τετράσημο ρυθμὸ προεικονίζοντας ἔτσι τὴν ἐξελικτικὴ μορφὴ μιᾶς μεσαιωνικῆς θρησκευτικῆς καντάτας - καντάδας.
Ἡ καταγραφὴ τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου στὸ εὐρωπαϊκὸ σύστημα σημειογραφίας ποὺ δημοσιεύτηκε ἀπὸ τοὺς μουσικολόγους ἐρευνητὲς Α. Ρεμαντὰ καὶ Π. Δ. Ζαχαρία τὸ 1917 σὲ μορφὴ διφωνίας καὶ ρυθμὸ τετράσημο
Στὸ εἰκονίδιο βλέπουμε μιὰ μεταγραφή, στὴν Ἀγγλική, τοῦ Ἐπιλύχνιου ὕμνου ἢ Φῶς Ἱλαρὸν μετατρεπόμενο ἀγγλιστί
σὲ Gladsome Light. Ὁ ρυθμὸς εἶναι σὲ 4/4 καὶ ἡ μελωδία παίζετε σὲ διφωνία.
Τελικά, εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ὁ Ἀθηναγόρας, ὅπως μᾶς διασαφηνίζουν οἱ ἐκ τοῦ πάλαι θεολόγοι μελετητές, ταυτίστηκε μὲ τὴν παρουσία του Ἀθηνογένη, καὶ ἔκτοτε βεβαιοῦται ὅτι εἶναι τὸ αὐτὸ πρόσωπο ποὺ μελοποίησε τὸν Ἐπιλύχνιο ὕμνο ἢ Φῶς Ἱλαρόν. Μάλιστα, ἡ θεία σύλληψη τῆς ἐμπνεύσεως τοῦ ὕμνου συνέβη λίγο πρὶν τὸ μαρτυρικό του θάνατο κατὰ τὸν 2ο αἰῶνα μ.Χ.
Ἔτσι λοιπόν, μαθαίνουμε ὅτι, ἡ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα τελείωσε μὲ μαρτυρικὸ θάνατο, στὴν Σεβαστεία τῆς Μ. Ἀσίας καιόμενος στὴν πυρά, εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ἑλληνορθόδοξη ἐκκλησία, στοὺς μετέπειτα αἰῶνες, τὸν ἀνακήρυξε Ἅγιο τιμῶντας τὴν μνήμη του κατὰ τὴν εἰκοστὴν τετάρτην τοῦ Ἰουλίου.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1].Ὁ Ἀθηναγόρας ἢ Ἀθηνογένης σπουδάζοντας τὴν πλατωνικὴ φιλοσοφία, διδάχτηκε τὸν Ὅμηρον καὶ τοὺς ἁρμονικοὺς νόμους τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς μουσικῆς θεωρίας. Δεδομένου τούτου θὰ ἔπρεπε νὰ γνώριζε τὴν κρούση τῆς ἀρχαίας λύρας τοῦ Ἀπόλλωνος. Πάνω στὴν ἀρχαιοελληνικὴ λύρα, ὅπως μαρτυρὰ ὁ Ἅγιος Βασίλειος, συνέθεταν οἱ πρῶτοι χριστιανοὶ τοὺς ὕμνους τους πρὸς τὸν Θεόν. Ἀπὸ τὰ συμφραζόμενα προκύπτει ἡ προσπάθεια τοῦ Ἁγίου Ἀθηναγόρα, αὐτοῦ τοῦ ἄρτιου πρωτοχριστιανοῦ θεολόγου, νὰ βαδίσει τὸν δρόμο ἑνὸς ἑλληνοχριστιανικοῦ δόγματος μὲ ὁρισμοὺς ποὺ νὰ ἐκπηγάζουν ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους φιλοσόφους, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἀριστοτέλη, τοὺς Στωικοὺς κλπ. Φαίνεται, ὡστόσο, ὅτι ἡ ἀνθρωπότης δὲν ἦταν ἕτοιμη γιὰ ἕνα τόσο μεγάλο βῆμα...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•ΦΙΛΟΛΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ, Κωνσταντίνου Κοντογόνου, Ἐν Ἀθήναις, 1851 τόμος Α'.
•Ὀρθόδοξος Συναξαριστής, Ἐν Ἀθήναις
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου