ЭIЄ
ΆΡΑΤΟΣ Ο ΣΟΛΕΥΣ, Ο ΑΘΗΝΑΙΟΣ ΠΟΙΗΤΗΣ ΠΟΥ ΕΠΙΚΑΛΕΣΤΗΚΕ Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΑΥΛΟΣ ΣΤΗΝ ΟΜΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΑΡΕΙΟ ΠΑΓΟ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Κατὰ τὸ ἔτος 314 π.Χ. γεννιέται εἰς τὸν κόσμο ὁ φιλόσοφος καὶ ποιητὴς Ἄρατος. Γενέτειρα τοῦ ὑπῆρξε ἡ πόλη Σόλους της Κιλικίας.
Παρὰ τὴν ἀνατολικὴν καταγωγήν του, ὁ Ἄρατος, ἔζησε ἐπὶ πολλὰ ἔτει εἰς τὴν Ἀθήνα περισπουδάζοντας. Ὅμως, τὰ πρῶτα του γράμματα τὰ διδάχτηκε στὴν Ἔφεσσο καὶ τὴν Κῶ. Οἱ σπουδὲς αὐτὲς ἦταν πάντοτε ἐπικεντρωμένες στὴν ὕλη τῶν μαθηματικῶν καὶ τῆς ἀστρονομίας.
Στὴν Ἀθήνα, ὅταν εἶχε πρωτοέρθει, γνώρισε τὸν Ζήνωνα ἱδρυτὴ τῆς στωικῆς σχολῆς. Παρὰ τοῦ ὅ,τι ἐντάχθηκε στὴν μαθησιακὴ ὁμάδα του Πραξιφάνη, τοῦ φιλοσόφου τῆς περιπατικῆς σχολῆς, ἡ στωικὴ φιλοσοφία φαίνεται πὼς ἐπέδρασε καταλυτικὰ στὸν περαιτέρω βίο του.
Ὁ Ἄρατος, μετὰ τὸ πέρας τῆς μαθητείας του, ἄρχισε νὰ μελετᾶ καὶ νὰ γράφει συγγράμματα. Τὸ γνωστότερο ἐξ αὐτῶν εἶναι το: "Φαινόμενα καὶ Διοσημεία".
Ἄρατος ὁ Σολεύς
Τὸ ἐν λόγῳ σύγγραμμα τοῦ Ἀράτου, σύμφωνα μὲ τὶς φιλολογικὲς μαρτυρίες, ὑπῆρξε διαδεδομένο εἰς τοὺς κύκλους τῶν φιλοσόφων καὶ ποιητῶν τῆς τότε ἑλληνικῆς ἐπικράτειας. Ἴσως αὐτὸ νὰ διήρκεσε γιὰ τοὐλάχιστον δύο αἰῶνες.
Ὑπαινίσσομαι δὲ ἐπὶ τούτου ὅτι, τὸ σύγγραμμα τοῦ Ἀράτου, ἦταν ἀναγνωσμένο ἀπὸ τὸν Ἀπόστολο τῶν Ἐθνῶν Παῦλο.
Ὁ Παῦλος, στὴν ὀμιλεία του ἐπὶ τοῦ Ἀρείου Πάγου, καθὼς εὑρέθη ὡς κῆρυξ τοῦ Λόγου Τοῦ Θεοῦ εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν, διαπράττοντας μιὰ ὑπέρβαση προσπάθησε μὲ λόγιον τρόπο νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸ ἀθηναϊκὸ ἀκροατήριο.
Συνειδητοποιῶντας ὅτι, περιστοιχίζεται ἀπὸ δασκάλους καὶ φιλοσόφους πάσης ἐπιστήμης, ἐνεθυμήθην τότε τα λεγόμενα τοῦ Ἕλληνος ποιητοῦ Ἀράτου - τὰ ὁποῖα κάποτε τὸν εἶχαν ἐντυπωσιάση - καὶ τὰ συμπεριέλαβε στὸ κήρυγμα του.
Ἕν ὀλίγοις, λαμβάνοντας θεία φώτιση ἔδωσε ἄμεσα ἕνα βάθος στὸ περιγραφικό του σχῆμα γιὰ νὰ ἐρεθίσει τὰ ὦτα τοῦ ὑψηλὰ νοήμονως ἀκροατηρίου, συνδυάζοντας ἄριστα καὶ μὲ ἀπόλυτο συνταυτισμὸ τὴν ποιητικὴ φράση του Ἀράτου εἰς τὸ χριστιανικό του κήρυγμα.
Ἀπ' τὰ συμφραζόμενα γίνεται ἐμφανὲς πὼς ὁ Παῦλος εἶχε ἀντιληφθεῖ, ἐκείνη τὴν στιγμή, κάποια κοινὰ στοιχεῖα τῆς ἑλληνικῆς - ἀθηναϊκῆς φιλοσοφίας μὲ τὸν χριστιανισμό.
Συμφώνως μὲ τὴν Ἁγία Γραφή, ὁ Παῦλος στήριξε τὴν ἔννοια τοῦ κηρύγματος τοῦ εἰς τὴν ἑξῆς φράση: «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ἐσμέν, ὡς καί τινες τῶν καθ᾿ ὑμᾶς ποιητῶν εἰρήκασι· τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν. Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ οὐκ ὀφείλομεν νομίζειν χρυσῷ ἢ ἀργύρῳ ἢ λίθῳ, χαράγματι τέχνης καὶ ἐνθυμήσεως ἀνθρώπου, τὸ θεῖον εἶναι ὅμοιον.» (Πράξεις Ἀποστόλων 17.28) μετάφραση: [Διότι μέσα εἰς τὴν θείαν αὐτοῦ παρουσίαν καὶ ἀγαθότητα ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν, ὅπως καὶ μερικοὶ ἀπὸ τοὺς ποιητάς σας ἔχουν πεῖ. Διότι εἴμεθα ἰδικόν του γένος, πλασθέντες ἀπὸ αὐτὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ καὶ καθ' ὁμοίωσιν. Ἐφ' ὀσον λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ, δὲν πρέπει νὰ νομίζωμεν ὅτι ἡ θεότης εἶναι ὁμοία μὲ χρυσὸν ἡ μὲ ἄργυρον ἡ μὲ μάρμαρον, μὲ ἀγάλματα δηλαδὴ ποὺ ἔχουν χαραχθῇ μὲ τέχνην καὶ σύμφωνα μὲ τὰς καλλιτεχνικὰς ἐπινοήσεις του ἀνθρώπου.]
Ἐν τούτοις, κάνοντας μιὰ περαιτέρω ἐπισκόπηση, ἀντιπαραβάλλω τὸ αὐθεντικὸ ποιητικὸ κείμενο τοῦ Ἄρατου - τὸ ὁποῖο, ὅπως εἴδαμε, φαίνεται νὰ εἶχε ἀναγνώσει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος καὶ τὸ δανείστηκε στὴν ὀμιλεία του ἐπί τοῦ Ἀρείου Πάγου - ὅπου λέγει τα ἑξῆς: «Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα, τὸν οὐδέποτ' ἄνδρες ἐῶμεν ἄρρητον. Μεσταὶ δὲ Διὸς πᾶσαι μὲν ἀγυιαί, πᾶσαι δ' ἀνθρώπων ἀγοραί, μεστὴ δὲ θάλασσα καὶ λιμένες· πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες. Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν.»[1](στιχ. 1-5) μετάφραση: [Ἀπὸ τὸν Δία κυβερνιόμαστε ὅπου κανένας ἄνθρωπος δὲν δύναται νὰ περιγράψει τὴν μορφή του. Πάντα γεμᾶτα, ἀπὸ τὸν Δία, τὰ στενὰ δρομάκια, πάντες οἱ ἀγορὲς τῶν ἀνθρώπων, πλήρης ἢ θάλασσα καὶ τὰ λιμάνια. Ἀπὸ πάντα ὁ Δίας φροντίζει του πάντες. Διότι αὐτοῦ εἴμεθα γένος, δηλαδή, ἀπὸ αὐτὸν προερχόμαστε] (Δὲς κάτωθι εἰκόνα ἀπὸ παλαιὰ ἔκδοση τοῦ συντάγματος).
Βλέπουμε λοιπὸν ὅτι, τό: «Ἐκ Διὸς ἀρχώμεσθα...πάντη δὲ Διὸς κεχρήμεθα πάντες. Τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν» μετάφραση: [Ἄπὸ τὸν Δία κυβερνιόμαστε...και πάντες στὸ Δία ὀφείλουμε τὰ πάντα. Διότι καὶ τὸ γένος μας ἀπὸ αὐτὸν προέρχεται] μὲ μιὰ ἐλαφριὰ μετατροπή ὁ Παῦλος εἶπε: «ἐν αὐτῷ γὰρ ζῶμεν καὶ κινούμεθα τοῦ γὰρ καὶ γένος ἐσμέν...Γένος οὖν ὑπάρχοντες τοῦ Θεοῦ...» [Διότι μέσα εἰς τὴν θείαν αὐτοῦ παρουσίαν καὶ ἀγαθότητα ζῶμεν καὶ κινούμεθα καὶ ὑπάρχομεν...Διότι εἴμεθα ἰδικόν του γένος, πλασθέντες ἀπὸ αὐτὸν κατ' εἰκόνα αὐτοῦ καὶ καθ' ὁμοίωσιν [2]...Ἐφ' ὅσον λοιπὸν εἴμεθα γένος τοῦ Θεοῦ...].
Ἐδῶ ὁ Παῦλος λέει ξεκάθαρα ὅτι, ἕνας δικός σας ποιητής, δηλαδὴ Ἀθηναῖος [3], ἀναφέρει πὼς τὸ γένος τῶν ἀνθρώπων ἐκ Θεοῦ προέρχεται.
Τοῦτο, ἑρμηνεύετε εἰς τὸν πέμπτο στίχο τοῦ ποιητικοῦ συγγράμματος "Φαινόμενα καὶ Διοσημεία". Τί ἐννοεῖ ὅμως ὁ ποιητὴς ἐκ Θεοῦ...ἐκ Θεοῦ Διός;;;
Ἐὰν ὄντως ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα τὰ ἐρωτηματικὰ παραμένουν ἀναπάντητα περί τῆς ἐν λόγῳ ταυτοποίησης τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ με τὸν Ὀλύμπιο Δία.
Ὡστόσο, ἀναδιφῶντας, εἰς τὰ κείμενα τοῦ Εὐσέβιου Παμφιλίας καὶ πιὸ συγκεκριμένα στὸ βιβλίο τοῦ "Εὐαγγελικῆς Προπαρασκευῆς (ΛΟΓΟΙ ΙΕ')" αποκαλύπτετε ἐκ τοῦ συγγραφέως ὅτι, ὁ Ἄρατος, ὁμιλῶντας περὶ τοῦ Διός, ὁμιλεῖ περὶ τοῦ ἰδίου Θεοῦ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαὰκ καὶ τοῦ Ἰακώβ, ἀλλά, ὠσαύτως καὶ τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὀρφέα, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Πλάτωνα καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων φιλοσόφων.
ΧΑΙΡΕΤΕ!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Τὴν συγκεκριμένη δογματικὴ ἄποψη, ἐπακριβῶς, τὴν υἱοθέτησε ὁ Ἄρατος ἀπὸ τὸν «Εἰς Δία» ὕμνο τοῦ στωικοῦ φιλοσόφου Κλεάνθη. Γίνεται, λοιπόν, πασιφανὴς ἡ ἐπιρροὴ τῆς στωικῆς φιλοσοφίας στὰ ἐπιστημονικὰ σχόλια τοῦ Ἄρατου. Ὁ Εὐσέβιος, πάλι, γράφει γιὰ τοὺς Στωικοὺς ὅτι κλέβουν περὶ Θεοῦ τὰ ἑξῆς: «Φάσει γὰρ σῶμα εἶναι τὸν Θεὸν οἱ Στωικοὶ καὶ πνεῦμα κατ' οὐσίαν, ὦσπερ ἀμέλει καὶ τὴν ψυχήν». Συνάμα, κάποια στοιχεῖα ἀποδίδουν τὴν πατρότητα τῶν λεγομένων τοῦ Ἄρατου στὸν προφήτη Ἐπιμενίδη τὸν Κρητικὸ ποὺ ἔζησε στὰ ἀρχαϊκὰ χρόνια. Ὁ Ἐπιμενίδης ὑπῆρξε φίλος τοῦ νομοθέτη Σόλωνα τοῦ Ἀθηναίου ποὺ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν Ἀθήνα ἀπὸ ἕναν θανατηφόρο λοιμό. Ἔτσι, ὁ Ἐπιμενίδης παρέμεινε στὴν μνήμη τῶν Ἀθηναίων ὡς ἕνα θρυλικὸ πρόσωπο καὶ ἴσως-ἴσως νὰ διατηροῦνταν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀθηναϊκῆς φιλοσοφίας.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Τὴν συγκεκριμένη δογματικὴ ἄποψη, ἐπακριβῶς, τὴν υἱοθέτησε ὁ Ἄρατος ἀπὸ τὸν «Εἰς Δία» ὕμνο τοῦ στωικοῦ φιλοσόφου Κλεάνθη. Γίνεται, λοιπόν, πασιφανὴς ἡ ἐπιρροὴ τῆς στωικῆς φιλοσοφίας στὰ ἐπιστημονικὰ σχόλια τοῦ Ἄρατου. Ὁ Εὐσέβιος, πάλι, γράφει γιὰ τοὺς Στωικοὺς ὅτι κλέβουν περὶ Θεοῦ τὰ ἑξῆς: «Φάσει γὰρ σῶμα εἶναι τὸν Θεὸν οἱ Στωικοὶ καὶ πνεῦμα κατ' οὐσίαν, ὦσπερ ἀμέλει καὶ τὴν ψυχήν». Συνάμα, κάποια στοιχεῖα ἀποδίδουν τὴν πατρότητα τῶν λεγομένων τοῦ Ἄρατου στὸν προφήτη Ἐπιμενίδη τὸν Κρητικὸ ποὺ ἔζησε στὰ ἀρχαϊκὰ χρόνια. Ὁ Ἐπιμενίδης ὑπῆρξε φίλος τοῦ νομοθέτη Σόλωνα τοῦ Ἀθηναίου ποὺ τὸν εἶχε καλέσει γιὰ νὰ καθαρίσει τὴν Ἀθήνα ἀπὸ ἕναν θανατηφόρο λοιμό. Ἔτσι, ὁ Ἐπιμενίδης παρέμεινε στὴν μνήμη τῶν Ἀθηναίων ὡς ἕνα θρυλικὸ πρόσωπο καὶ ἴσως-ἴσως νὰ διατηροῦνταν γιὰ πολλοὺς αἰῶνες τὰ σοφὰ ἀποφθέγματα τοῦ μέσα στοὺς κόλπους τῆς ἀθηναϊκῆς φιλοσοφίας.
[2] Σύμφωνα μὲ τὴν ἑλληνικὴ μυθολογία ὁ Δίας ἦταν ὁ πατέρας τῶν θεῶν καὶ πλάστης τῶν ἀνθρώπων.
[3] Ἐνῷ ἦταν γνωστό, ὅτι ὁ Ἄρατος ἦταν ἀπὸ τοὺς Σόλους της Κιλικίας, ὁ Παῦλος τὸν κατονομάζει ὡς Ἀθηναῖο. Γι' αὐτὸ τὸ παράδοξον δύο τινὰ δύνανται σημειωθοῦν. Α) τὴν εὐρύτερη γνώση τοῦ Ἀπόστολου Παῦλου στὴν Γεωγραφία τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία κατέγραφε τοὺς Σόλους τῆς Κιλικίας ὡς ἀποικία τῶν Ἀθηναίων Β) τὴν ἐκ θείας φώτισης ὀρθὴ τοποθέτηση. Ἐπὶ τούτου, μιὰ ἑτέραν ἄποψη θέλει ὅλους τους σπουδάσαντες εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν νὰ πολιτογραφοῦνται ὡς Ἀθηναῖοι.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Ἄρατος, ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ ΚΑΙ ΔΙΟΣΗΜΕΙΑ, ἐκδ. Ληψεία
•Εὐσέβιος Παμφιλίας, Εὐαγγελικῆς Προπαρασκευῆς (ΛΟΓΟΙ ΙΕ'), ἐκδ. OXONII E TYPOGRAPHIO ACADEMICO
•Καινὴ Διαθήκη, κέφ. πράξεις τῶν Ἀποστόλων
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου