ЭIЄ
ΤΑΝΓΚΟ Ο ΑΡΓΕΝΤΙΚΟΣ ΧΟΡΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΡΧΑΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ ΠΡΟΕΡΧΟΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΟΜΗΡΙΚΗ ΛΕΞΗ ΤΕΤΑΓΩΝ
Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης
Τὸ Τάνγκο ἢ Ταγκὸ εἶναι ὁ ἐθνικὸς χορὸς τῆς Ἀργεντινῆς καὶ ἕνας ἀπὸ τοὺς πιὸ δημοφιλὴς σὲ ὅλο τὸν κόσμο. Ἡ χορογραφία του Ταγκὸ βασίζεται σ’ ἕναν διμερὴς ἢ τετραμερὴς 4/4 γοργὸ σκοπὸ (Μάρς)[1].
Οἱ ὁμοιότητες τοῦ Ταγκὸ μὲ τὸν ποντιακὸ χορὸ Τοῦστεπ, ποὺ παράλληλα φέρει τὴν ὀνομασία τὸ "Ταγκὸ τοῦ Πόντου", ἀναδεικνύουν τὴν κοινὴ ρίζα προέλευσης τῶν δύο χορογραφιὼν ἀπὸ τὴν ἑλληνικὴ ἀρχαιότητα.
Ὁ Τοῦστεπ εἶναι ἕνας ζευγαρωτὸς χορός. Ἡ χορογραφία τοῦ ἐκτελεῖται, μὲ τὸ ζευγάρι ἐναγκαλισμένο νὰ κινεῖται σὲ εὐθεῖα γραμμὴ πότε ἀριστερὰ καὶ πότε δεξιά. Ὁ ρυθμικὸς πόδας τοῦ Τοῦστεπ εἶναι δίσημος καὶ χορεύεται σὲ τέσσερα βήματα. Ἡ ὁμοιότητα τοῦ Τοῦστεπ μὲ τὸν ταγκό, ἔγκειται στὸν τρόπο της ζευγαρωτὴς χορογραφίας καὶ τῆς γοργῆς πυρρίχιας ρυθμικῆς ἀγωγῆς. Τὸ ρυθμικὸ μέλος τοῦ Τοῦστεπ προέρχεται ἀπὸ τὶς Σπαρτιατικὲς ἀθλοπαιδίες καὶ τὰ γυμναστικὰ ὑπορχήματα, ἐμβατηριακοῦ χαρακτῆρα.
Ὁ χορὸς Τοῦστεπ, τῶν Ἑλλήνων ποντίων, ἐμφανίζει μιὰ πιὸ συντηρητικὴ χορογραφία διατηρῶντας τὸ ἔθος τῶν παλαιῶν θεσμῶν τῆς κλασσικῆς παιδεύσεως.
Ὁμοίως, στὴν πρωτογενῆ χορογραφία του Ταγκό, ὑπῆρξαν στοιχεῖα πολεμικοῦ ἀντρικοῦ χοροῦ[2] και σύμφωνα μὲ τὰ λεγόμενα τῶν παλαιῶν χορευτῶν του Ταγκό, ἡ μουσική του προέρχεται ἀπὸ τὰ σαμανιστικὰ μυστήρια.
Πιὸ συγκεκριμένα, στὸ Μπουένος Ἄιρες, διατηρεῖται ἡ παλαιὰ παράδοση τῆς χορογραφίας Ταγκὸ ἀπὸ δύο ἄνδρες, ὅπου ἀνῆκαν σὲ διαφορετικὲς συμμορίες πρὶν τὸ ξεκαθάρισμα τῶν λογαριασμῶν.
Οἱ τοπικοὶ σχολιασμοί, τῆς πρωτεύουσας τῶν Ἀργεντινῶν περιγράφουν τὰ ἑξῆς: «Τὸ ταγκὸ ἦταν ἀρχικὰ ἕνας χορὸς ποὺ χορευόταν μεταξὺ ἀνδρῶν. Τὸ μαρτυροῦν καὶ κάποιοι στίχοι του Ἐβαρίστο Καρέγιο: «...στὸ τέμπο ἑνὸς ταγκό, τοῦ «La morocha, φιγοῦρες σβέλτες κάνουν δυὸ μάγκες» [ΤΟ ΒΗΜΑ, Κυριακὴ 29 Φεβρουαρίου 2004].
Κατὰ τὴν ἐξελικτικὴ πορεία του, τὸ ταγκὸ μετατράπηκε σ’ ἕναν ἀστικὸ ἀγοραῖο χορὸ μὲ σκοπὸ τὴν συνεύρεση τῶν συμμοριτῶν μὲ τὶς ἱερόδουλες στοὺς οἴκους ἀνοχῆς, διασκεδάζοντας τὸν ἐλεύθερο χρόνο τους.
Ἔτσι, διαφαίνεται ξεκάθαρα στὸ ταγκό, ἡ προσπάθεια τῆς γυναίκας νὰ ἀποφύγει τὴν πρόκληση τοῦ ἄντρα, εἰσάγοντας στὴν χορογραφία μιὰ πιὸ ἐρεθιστικὴ τάση μὲ ἐπιπρόσθετα στοιχεῖα ρομαντισμοῦ.
Ἐν τέλει, ὅμως, ἡ γυναῖκα πάντα κάμπτεται – μαλακώνει, μπρὸς στὶς ἐρωτικὲς διαθέσεις – κινήσεις τοῦ ἄντρα χορευτῆ, σπάζοντας εὔκολα τὸ προσωπικό της ἀπαράβατο (ταμπού)[3].
Ἡ ἑλληνικὴ ἔκφραση ποὺ ἐφάπτεται σὲ αὐτὸ τὸ στιγμιότυπο τῆς Ταγκὸ χορογραφίας εἶναι τὸ ρῆμα τέγγω [Γέρ. Μαρκαντώνης, Θ. Μοσχόπουλος, Ε. Χωραφάς, Λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς]. Τὸ ρῆμα τέγγω, σημαίνει κάμπτω κάποιον μὲ τὴν ἔννοια τοῦ βρέχω κάποιον καὶ τὸν μαλακώνω ἢ τὸν λυγίζω.
Συνάμα, στὴν λατινικὴ γλῶσσα, ἐκ τῶν ἀρχαιοελληνικῶν λέξεων τάγω καὶ τεταγών, γεννήθηκαν οἱ φράσεις: tango carmina= ἅπτεσθαι ὠδῶν, ἐπιχειρεῖν ποιήμασι δηλ. λυρικὸ τραγούδισμα & tango cordas= ἅπτεσθαι χορδῶν, πλήττειν καὶ κρούειν χορδὰς δηλ. ἐκτελῶ κιθαρισμὸ (Στέφ. Κουμανούδη, Λεξικὸν Λατινοελληνικὸν τὸ μὲν πρῶτον συνταχθὲν καὶ ἐκδοθὲν ὑπὸ τοῦ ἐκ Βρέμης τῆς Γερμανίας Ἑρρίκου Οὐλέριχου 1972, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα, 1993).
Ὅμως, στὴν κυριολεξία ἡ λέξη τοῦ χοροῦ τανγκὸ δείχνει νὰ προέρχεται, ἀπὸ τὴν Ἑλληνίδα Ὁμηρικὴ λέξη Τεταγῶν (στὰ λατινικὰ tango, tetigi) Δες Ομηρικόν Λεξικὸν Ι. Πανταζίδου) ποὺ σημαίνει λαβῶν, συλλαβῶν, πιάσας,[4] ἐξὸν καὶ ἡ φράση «ποδὸν τεταγὼν» (Ἰλιάδα, Α΄ 591, Ο΄ 23).
Ἡ ὀνομασία λοιπόν, τοῦ Ταγκό, ἔχει τὴν ρίζα του στὴν ἀρχαία Ἑλληνικὴ γλῶσσα κι ὁ λόγος εἶναι ὅτι, ἡ χορογραφία τοῦ ἐκτελεῖται μὲ λαβὲς καὶ πιασίματα τῶν ποδιῶν σὰν μιὰ ἁψιμαχία, παρόμοια μὲ αὐτὴ τῶν Βακχικῶν χορῶν τῆς Διονυσιακῆς λατρείας (δὲς τὸν παραλληλισμό της κάτωθι εἰκόνα).
Στὴν εἰκόνα ἕνα σύγχρονο ζευγάρι του Τανγκὸ ἐκτελεῖ τὴν κίνηση τεταγὼν δηλ. τοῦ πιασίματος τοῦ ποδιοῦ ἐξὸν καὶ Tango λατινιστί. Παρόμοια χορογραφικὴ κίνηση βλέπουμε καὶ στὴν εἰκόνα 2, ὅπου ὁ ἀρχαῖος ἀγγειογράφος Δούρις ζωγράφισε αὐτήν την κύλικα τὸν 4ο αἰῶνα π.Χ. μὲ τὴν ἀναπαράσταση χοροῦ Σατύρου καὶ Μαινάδας (βρίσκεται στὸ μουσεῖο του Λούβρου). Ἡ ὁμοιότητα τοῦ ἀργεντίνικου Ταγκὸ μὲ τὴν Βακχικὴ ὀρχήση, ἔγκειται παραδόξως στὸ πιάσιμο τοῦ ποδιοῦ. Ὅπως βλέπουμε στὴν ἀρχαία ἀγγειογραφία τὸ πόδι του Σατύρου σφίγγει τὸ κορμὶ τῆς ἐκστατικῆς χορεύτριας. Ἂντ’ αὐτοῦ στὸ ἀργεντίνικο ταγκὸ τὸ πιάσιμο ἢ τὴν λαβὴ τοῦ ποδιοῦ τὴν ἐκτελεῖ ἡ γυναῖκα - ἔνδειξη ἐπικυριαρχίας.
Πάραυτα, ἡ αἴσθηση τῆς μουσικῆς του Ταγκὸ εἶναι τόσο νοσταλγική, οὕτως ὥστε νὰ σὲ γεμίζει μὲ θλίψη καὶ μὲ πένθος, ἐνῷ ἄλλες φορὲς νὰ ἀντηχεῖ τὴν μοναξιὰ καὶ τὴν ἀπελπισία τῶν ἀνθρώπων τῆς πόλης. Ἡ μελωδική του δομή, κατὰ τὴν τοπικὴ παράδοση, προῆλθε ἀπὸ τὴν πρόσμιξη τριῶν εἰδῶν μουσικῆς: την Μιλόγκα των ἀγελαδάρηδων Γκάουτσος, τὴν Ἀβανέρα του Κάντον Μπλὲ τῶν νέγρων σκλάβων καὶ τέλος τὴν Εὐρωπαϊκὴ μουσική.
Τὸ μουσικὸ ὄργανο ποὺ παίζει τὸν κυρίαρχο ρόλο στὸ ταγκό, εἶναι τὸ παραδοσιακὸ μπαντονεὸν ἕνα εἶδος ἀκορντεὸν χωρὶς πλῆκτρα ἀλλὰ μικρὰ κομβία. Γιὰ τὴν προέλευση τοῦ μπαντονεὸν ὑποδεικνύεται ἡ μεταφορὰ στὴν Ἀργεντινὴ πρὶν 200 χρόνια ἀπὸ ἕνα γερμανὸ ναυτικό[5].
Τὸ τάνγκο συμβολίζει τὴν συνάντηση ἀνδρῶν καὶ γυναικῶν στὴν πόλη. Οἱ γυναῖκες αὐτὲς ἦταν μετανάστες ἱερόδουλες. Ἡ συνάντηση τῶν ἀντιμαχόμενων ἀνδρῶν, θυμίζει τοὺς ἀγοραίους ἰθυφαλλικοὺς χοροὺς στὴν ἀρχαία Ἑλλάδα μὲ πρωταγωνιστὲς τοὺς Ἰδαίους Δακτύλους, οἱ θεωρηθέντες πολεμικοὶ καὶ γονιμοποιοὶ θεοὶ τῆς φύσης.
Οἱ λέξεις τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς γραμματείας, ὅπως τὸ τέγγω, τὸ ταγεύω, ἢ τὸ ταγός, τῆς ἰδίας φωνητικῆς ἀξίας μὲ τὴν ὀνομασία ταγκό, μᾶς ὁδηγοῦν στὴν μυθολογικὴ διαμάχη τοῦ ἀρνητικοῦ καὶ τοῦ θετικοῦ ἢ τοῦ κακοῦ καὶ τοῦ καλοῦ, ὅπως, τὸ Γὶνγκ ἐν Γιανγκ γιὰ τοὺς Κινέζους, ὁ Ἄριαν καὶ ὁ Ζαρατούστρα γιὰ τοὺς Πέρσες καὶ οἱ Διόσκουροι Βοιωτοὶ καὶ Λακεδαίμονες γιὰ ἐμᾶς τοὺς Ἕλληνες. Αὐτὸς εἶναι κι ὁ διαχωρισμός του ἄρρεν ἀπὸ τὸ θῆλυ ποὺ ἀντιπαλεύει καὶ συζευγνύεται δημιουργῶντας τὴ ζωή.
Ἡ ἱστορία του Ταγκὸ ἂν καὶ φαινομενικὰ εἶναι καινοφανὴς στὰ χορευτικὰ δρώμενα θεωρεῖται δημιούργημα τῶν ἱσπανῶν, ἰταλῶν καὶ ἑβραίων τῆς Ἀργεντινής[6]. Σύμφωνα ὅμως μὲ τὴν μαρτυρία τοῦ Ἑλληνοαμερικανοῦ χοροδιδασκάλου Sokrates A. Charos (President of NATIONAL DANCE TEACHERS ASSOCIATION OF GREECE), οἱ Μικρασιᾶτες Ἕλληνες μετανάστες τῆς Ἀργεντινῆς χόρευαν μὲ σπαθιὰ ἀντικριστὰ τὸν solo Tango, ὡς μία ἔκφανση τοῦ ζεϊμπέκικου χοροῦ ἀπομεινάρι των Διόσκουρων ποὺ δίδαξαν στοὺς ἀνθρώπους τὴν πολεμικὴ τέχνη. Ὁμοίως, ἐντοπίζουμε καὶ στὴν τελετὴ Κάντον μπλέ της Μπαχίας, στὴν Βραζιλία, νὰ ἐκτελοῦν ἀντίθετους χορούς, ἀποδιδόμενους στὰ ἱερὰ πνευμάτα Ἄτσουν καὶ Ἀτσέλε, ὅπου ὁμοῦ χοροστατοῦν στὴν πολεμικὴ ὄρχηση τῆς Καπουέρα.
Περαιτέρω πληροφορίες, γιὰ τὸν χορὸ ταγκό ποὺ μᾶς ὁδηγοῦν σὲ μία ἄλλη ἀναλυτικὴ προσέγγιση, ἀνακαλύπτουμε στὴν Νεότερη ἐγκυκλοπαίδεια τοῦ Ἡλίου, μὲ τὰ ἑξῆς σχόλια: «Γενικὴ ὀνομασία λαϊκῶν χορῶν τῆς Ἱσπανίας[7], της Κούβας, τοῦ Μεξικοῦ, τῆς Βραζιλίας καὶ τῆς Ἀργεντινῆς Δημοκρατίας. Ὁ χορὸς οὗτος πιθανολογεῖται ὡς ἕλκων τὴν καταγωγὴ ἐκ τῶν Μαυριτανῶν τροποποιηθεῖς δὲ ἀπὸ τῶν τσιγγάνων της Ἀνδαλουσίας διεδόθη ὑπὸ τῶν ἀποίκων εἰς τὴν Ἀργεντινή. Ἐκ τῆς Ἀμερικῆς ὅπου ἔσχε καταπληκτικὴν διάδοσιν ἰδία μεταξὺ τῶν Μαύρων ἐπανεισήχθη περὶ τὸ 1912 εἰς τὴν Εὐρώπη ὅπου ὅμως ἀπηλλάγη ἐν μέρει ἀπὸ τὴν ἐν πολλοῖς ἄσεμνον μιμικὴν ἀπολήξας εἰς κυματιστὸν χορὸν διμεροῦς ρυθμοῦ μὲ ἁπλοῦς βηματισμοὺς» (λῆμμα Ταγκό).
Ἄρα τὸ ταγκὸ προέρχεται ἀπὸ τὴν Μαυριτανία ἢ μήπως οἱ ρίζες του χάνονται στὶς γυμναστικὲς ὀρχήσεις τῶν λαῶν τῆς ἀνατολικῆς Μεσογείου;
Ἡ ἔρευνα γιὰ τὶς τυχὸν ἐπαφές των Μαυριτανῶν μὲ τοὺς ἀρχαίους Ἕλληνες, ἀπέδειξε ὅτι, στὴν περιοχή της Μαυριτανίας ὑπῆρχε ἕνας λαός, ποὺ ὁ Ἡρόδοτος τοὺς ὀνομάζει Μάζυας. Γιὰ τοὺς Μάζικες παίρνουμε καὶ πάλι πληροφορίες ἀπὸ τὸ ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ Ἡλίου: «Μαυριτανικὸς λαὸς τῆς ἀρχαιότητας ἐγκατεστημένος εἰς τὰς νοτίους κλιτῦς τοῦ Ζουλάκου ὅρους ὅπου τὸ σημερινὸ Ἀλγέριον. Ὁ Πτολεμαῖος τοὺς ἀναφέρει ὡς Μάζικας εἰς τὰ βορειοδυτικὰ παράλια τῆς Μαυριτανίας(Μαρόκον) κατοικοῦντας. Σημερινοὶ δὲ ἐρευνηταί τους ταυτίζουν πρὸς τοὺς Μάζυας τοῦ Ἡροδότου γείτονος τῶν Αὐσέων – κατοικοῦντας δυτικῶς τοῦ Τρίτωνος ποταμοῦ – οἱ ὁποῖοι αὐτοδιεφημίζοντο ὡς ἀπόγονοι τῶν Τρώων, ἔκειρον μόνο τὸ δεξιὸν μέρος τῆς κεφαλῆς των ἄλειφον διὰ μίς του τὸ σῶμα των».
Ἡ ὕπαρξη πελασγικῶν φύλων στὴν δυτικὴ Ἀφρική, μὲ καταγωγὴ ἀπὸ τὴν Τροία, ἀποδεικνύει τὴν συγγένεια τῆς χορογραφίας τοῦ χοροῦ ταγκὸ μὲ τὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ ὄρχηση. Ἄλλωστε, ὁ Τίτος Ἀθανασίου ἀναφέρει ὅτι: «ἀπόγονος τῶν Πτολεμαίων τῆς Αἰγύπτου θεωρεῖται καὶ ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας τῆς Νουμιδίας Κλεοπάτρας – Σελήνης καὶ τοῦ Ἰόβα, Πτολεμαῖος ὁ Μαυριτανός, ὁ ὁποῖος ὀνομάστηκε ἔτσι μετὰ τὴν ἐπέκταση τοῦ βασιλείου της Νουμιδίας στὴ Μαυριτανία» (Ἀπογευματινὴ Ἱστορία, Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2004).
Ὡστόσο, τὴν ρυθμικὴ ἀγωγὴ τοῦ χοροῦ Ταγκὸ τὴν συναντᾶμε σὲ μιὰ πρωτόγονη μορφὴ ἀκόμη καὶ στὰ Νησιὰ τοῦ Πάσχα. Ὁ χορὸς τῶν ἰθαγενῶν παίζεται στὸ ρυθμὸ τοῦ ἱσπανικοῦ ταγκὸ Κομπαρσίτα. Ἡ Κομπαρσίτα χορεύεται ἀπὸ δύο ἄτομα, ἕναν ἄντρα καὶ μία γυναῖκα, κι ὅλα θυμίζουν μιὰ γονιμικὴ βακχικὴ ὄρχηση μεταξὺ Σατύρων καὶ Μαινάδων. Ἡ γυναῖκα χορεύτρια, στὸ κέντρο του χοροστασίου, λικνίζει τοὺς γοφούς της αἰσθησιακὰ προκαλῶντας τὸν ἄντρα χορευτὴ ποὺ τὴν περιτριγυρίζει μὲ ἔντονες κινήσεις ὅπως τοῦ ἰθυφάλλου Κονίσαλη.
Τέλος, γιὰ τὴν Ἑλληνική ἀρχαϊκὴ προέλευση τῶν κατοίκων τῶν νησιῶν τοῦ Πάσχα συνέγραψε σχετικὰ πρόσφατα εἰδικὴ μελέτη ὁ πρύτανης τοῦ Πανεπιστημίου της Χαϊδεμβέργης Nors Sigurd Josephson.
Ἐν τέλει, τὸ ταγκό, διαπιστώνεται μετὰ πολλαπλῶν ἀποδείξεων ὅτι, εἶναι ἀρχαιοελληνικῆς προελεύσεως ἐφόσον ἡ ὀνομασία του ἐτυμολογικὰ προκύπτει ἐκ τῆς ὁμηρικῆς λέξεως Τεταγῶν ἤτοι καὶ τέγγω, τὸ δὲ χορογραφικὸ τοῦ ὕφος ἀναπαράχθηκε καὶ ἐξελίχθηκε βάση τῶν λαϊκῶν χορῶν τῆς Μεσογείου[8] καὶ τοῦ Πόντου μὲ ἐλάχιστες προσμίξεις τοῦ ἀφροϊνδιάνικου τοπικοῦ στοιχείου τῆς Ἀργεντινῆς καὶ τρίτον καὶ κυριότερον, ἡ ρυθμικὴ ἀγωγὴ τῶν δύο τετάρτων 2/4 ἐμβατηριακοῦ χαρακτῆρος του ταγκὸ ταυτίζεται μὲ τὸ ρυθμικὸ μέτρο τοῦ δίσημου ἡγεμονικοῦ πόδα, ἑνὸς παναρχαίου ἑλληνικοῦ μετρικοῦ συστήματος τῶν πολεμικῶν ἐμβατηρίων τοῦ στρατοῦ καὶ κυρίως τῶν ἐπαπειλούμενων ἡγεμόνων - ταγῶν.
Κι ἐπειδή, ὅλα τὰ ἑλληνικὰ στοιχεῖα τοῦ ἀρχαίου πολιτισμοῦ ἦταν ἀφιερωμένα εἰς τοὺς εὐεργέτες θεούς, ἥρωες καὶ ἡμιθέους ὁ ἡγεμονικὸς πόδας ἦταν ἀφιερωμένος εἰς τὸν Ζεύς!
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Ἡ λέξη Μὰρς εἶναι μουσικὸς ὅρος ταυτιζόμενη μὲ τὰ ἐμβατήρια. Σύμφωνα μὲ τὸ ἀγγλοελληνικὸ λεξικὸ τοῦ Ἄρνολντ Μάντεσον [Arnold Mandenson] ταυτίζεται μὲ τὴν φράση Μὰρτς[March] = ὁδοιπορῶ, βηματίζω καὶ ἐμβατήριο. Ὡστόσο, τὸ Μὰρτς σημαίνει καὶ μῆνας Μάρτιος. Ὅπως φαίνεται ἡ ταύτιση δὲν εἶναι τυχαία ἀφοῦ συνδέεται παράλληλα μὲ τοὺς ἀποκριάτικους χοροὺς τοῦ μῆνα Μάρτιου, καθὼς ὀνομάζονται κῶμοι, πατινάδες ἢ δρομικά.
[2]Ἡ χορογραφία αὐτὴ ταυτοποιεῖται μὲ τὴν λέξη ταγὸς ποὺ σημαίνει ἡγεμόνας, κυβερνήτης. Ὁπότε, οἱ δύο χορευτὲς ἐκτελοῦν τὸ χορὸ τῆς μονομαχίας ὑπὲρ τῆς ἐπικράτησης τοῦ ἡγεμόνα - Ταγῶν ἢ Τεταγῶν.
[3]Ὁ σύγχρονος χορογράφος του Ταγκό, Μίτσελ Ἄνχελ Ζότο ἀναφέρει γιὰ αὐτό: «... τὸ Ταγκὸ εἶναι ὅπως ἡ ζωή, ὁ ἄντρας προτείνει καὶ ἡ γυναῖκα διαλέγει. Τὸν ἀκολουθεῖ ἢ ρὸν ἀρνεῖται». Διαπιστώνετε λοιπόν ἐξ αὐτοῦ, ὅτι τὸ ἐρωτικὸ παιχνίδι της χορογραφία Τάγκο, ἕλκει της ρίζες του ἀπὸ τὶς χορευτικὲς παραινέσεις των Σατύρων πρὸς τὶς Μαινάδες.
[4]Ομηρικόν Λεξικὸν, Ἰωάννου Πανταζίδου, εκδ. Ι. Σιδέρης
[5]Κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ '80 ἡ ἐπανάσταση γιὰ τὸ ταγκὸ ἔρχεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τόν Μιγκὲλ Ἄνχελ Ζότο καὶ τὴν ἐπὶ δεκαπέντε ἔτει συνχορεύτρια τοῦ Μιλένα Πλὲμπς μὲ τὴν ἵδρυση τῆς ὁμάδας Tango Por Dos, μιὰ ἐνσωμάτωση στοιχείων τοῦ σύγχρονου χοροῦ στὸ σῶμα τοῦ παλαιοῦ λαϊκοῦ τάγκὸ. Ὁ χορὸς στηρίζετε κατ' ἐξοχὴν στὴν στενὴ ἐπαφὴ τοῦ ἄνδρα καὶ τῆς γυναίκας, ἐνῷ, στοὺς κυρίαρχους ἤχους του μπαντονεὸν καὶ τοῦ βιολιοῦ προστίθεται καὶ τὸ σαξόφωνο. Ἡ ἐπιτυχία εἶναι μεγάλη καὶ μετατρέπει τοὺς Tango Por Dos στοὺς δημοφιλέστερους πρεσβευτὲς τῆς Ἀργεντινῆς στὸν κόσμο.
[6]Ἡ χορογραφία του Ταγκὸ μὲ τὶς λαϊκές του ρίζες στὴν κεντρικὴ καὶ ἀνατολικὴ Μεσόγειο, ἐπανασυστάθηκε στὴν συνοικία Βόκα ἢ Μπόκα, τῆς περιοχῆς του Μπουένος Ἄιρες, ποὺ τὴν ἵδρυσαν οἱ Ἰταλοὶ ἀπ' την Νάπολη καὶ ἀπ' την Γένοβα. Οἱ κάτοικοι τῆς Μπόκα ἦταν τῆς ἐργατικῆς τάξης καὶ συνυπῆρχαν μαζὶ μὲ τὶς πόρνες τῆς περιοχῆς. Περιττὸ δέ, νὰ εἴπωμεν ὅτι, καὶ οἱ δύο πόλεις τῆς Ἰταλίας σφύζουν ἀπὸ αἷμα ἑλληνικὸ ἀφοῦ ὑπῆρξαν στὸ παρελθὸν ἑλληνικὲς ἀποικίες. Στὴν Νάπολη, χορεύεται ὁ χορὸς Ταραντέλα Ταμπουριάτα μὲ ἐμφανεῖς τὸ ἐρωτικὸ κυνήγι τοῦ ἄντρα πρὸς τὴν γυναῖκα στὴν χορογραφία του. Ὁ χορευτὴς κρατάει κρόταλα καὶ ἡ χορεύτρια δύο φοῦντες (θύσανοι τοῦ Διονύσου) ἐνῷ ὁ ρυθμὸς εἶναι ἔντονος ὅπως στὸν Κάντον Μπλὲ ποὺ θεωρεῖται μουσικὸς πρόγονος τοῦ Ταγκὸ σύμφωνα μὲ κάποιους Ἀργεντίνους μελετητές...ὅσο καὶ νὰ θέλουν νὰ ἀφρικανοποιήσουν τοὺς λατινικοὺς χοροὺς δὲν δύνανται νὰ τὸ καταφέρουν... φωνάζουν ἀπὸ μόνοι τους ὅτι εἶναι διονυσιακοί...
[7]Ἐδῶ πρόκειται γιὰ τὸν χορὸ Φλαμένκο Φαντάγκο, ποὺ παραδόξως τὸ δεύτερο ὄνομα ἠχεῖ παρόμοια μὲ τὴν ἀρχαία πόλη τῆς Ἱσπανίας Καρθαγένη ἢ Καρτάγκο.
[8] Ὅταν τὸ ταγκὸ ἐπαναπατρίστηκε στὴν Ἑλλάδα τῆς καλῆς & ρομαντικῆς ἐποχῆς (μπέλε πὸκ) ὁρισμένοι Ἕλληνες συνθέτες συνδύασαν τὸ εἶδος αὐτὸ μὲ τὸ καλλιφωνικὸ τραγούδι τὸ ἐπονομαζόμενο μπὲλ κάντο μὲ ἀποτέλεσμα νὰ προκύψει μιὰ πλειάδα ἀπὸ ἐξαιρετικὰ τραγούδια, μὲ ἑρμηνευτὲς, τὸν Νῖκο Γούναρη, τὸν Τώνη Μαρούδα, τὸν Φώτη Πολυμέρη καὶ ἄλλους πολλούς, ποὺ ξεπερνοῦσαν ἀκόμα καὶ τὸν θρῦλο του ἀργεντίνικου ταγκὸ Κάρλος Γκαρδέλ... φαίνεται πὼς μίλησε τὸ ἑλληνικὸ κύτταρο...
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Ὁμήρου Ἰλιάς
•Ηροδότου Ιστορία
•Νεότερο ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ ΗΛΙΟΥ
•Λουκιανὸς "περὶ ὀρχήσεως"
•Στέφ. Κουμανούδη, Λεξικὸν Λατινοελληνικὸν τὸ μὲν πρῶτον συνταχθὲν καὶ ἐκδοθὲν ὑπὸ τοῦ ἐκ Βρέμης τῆς Γερμανίας Ἑρρίκου Οὐλέριχου 1972, ἐκδ. Γρηγόρη, Ἀθήνα, 1993
•Ομηρικόν Λεξικὸν, Ἰωάννου Πανταζίδου, εκδ. Ι. Σιδέρης
•Τίτος Αθανασίου, Ἀπογευματινὴ Ἱστορία, Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2004
•Γέρ. Μαρκαντώνης, Θ. Μοσχόπουλος, Ε. Χωραφάς, Λεξικὸ τῆς ἀρχαίας ἑλληνικῆς, ἐκδόσεις Gudenberg, Ἀθῆναι, 2001
•NORS SIGURD JOSEPHSON, "Ἕνας ἀρχαϊκός - ἑλληνικὸς πολιτισμὸς στὴ νῆσο τοῦ Πάσχα" Ἀθήνα, ἐκδ. Νέα Θέσις, 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου