Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018



ЭIЄ
ΘΗΣΕΥΣ Ο ΠΡΟΦΗΤΑΝΑΞ ΚΑΙ ΣΥΝΟΙΚΙΣΤΗΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Ἔρευνα & συγγραφή: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

   Εἰς τὸν καιρὸ ἐκεῖνο, τῆς προϊστορικῆς Ἀθήνας, κατὰ τὴν μεταβατικὴ περίοδο τοῦ μινωικοῦ πρὸς τὸν μυκηναϊκὸ πολιτισμό, ἔζησε μιὰ πολυσχιδὴς καὶ λαμπρὴ προσωπικότητα τῆς Ἑλληνικῆς ἐποποιίας. Πρόκειται γιὰ τὸν ἥρωα Θησέα, τὸν υἱὸ τοῦ Ἀθηναίου βασιλιᾶ Αἰγέα ἀπὸ τὸ γένος τῷ Ἐρεχθειδῶν.

Ἡ Αἴθρα δείχνει στὸν υἱόν της Θησέα 
τὸ βασίλειο τοῦ πατέρα τοῦ Αἰγέα 
τὴν περιώνυμη Ἀθήνα. 
 
   Εἶναι ὅμως πράγματι, τόσο μακρινὰ τὰ χρόνια ἐκεῖνα, ὅπου, οἱ πληροφορίες ἔχουν ξεθωριάσει καὶ ἀλλοιωθεῖ. Ἐν τούτοις, ὁρισμένοι φιλίστορες γραμματοδιδάσκαλοι, τῆς προχριστιανικῆς καὶ μεταχριστιανικῆς περιόδου, φρόντισαν νὰ διασώσουν τα λεπτομερὴς βιογραφικὰ στοιχεῖα του περί οὗ ὁ λόγος. Ἐπὶ παραδείγματι, ὁ Παυσανίας, ὁ Πλούταρχος, ὁ Ἀπολλόδωρος, ὁ Διόδωρος Σικελιώτης καὶ ἄλλοι πολλοὶ συγγραφεῖς ἀπέδωσαν προφορικὲς καὶ γραπτὲς μαρτυρίες, ὅσες εἶχαν προλάβει νὰ διασωθοῦν μέσα ἀπὸ τὶς ἀναταράξεις καὶ παραχαράξεις τῶν αἰώνων. 



Εἰκονίδιο ἀπὸ τὰ κείμενα τοῦ Ἁγίου Μιχαὴλ Χωνιάτη-Ακομινάτου 
ὁμιλῶν περὶ τοῦ συνοικιστὴ τῶν Ἀθηνῶν Θησέα.  

 Ὡστόσο, μία ζωτικῆς σημασίας μαρτυρία κατετέθει πρὸ καιροῦ ἐκ τοῦ χριστιανοῦ ἱερέως τῆς ἑλληνορθόδοξου πίστεως, Μιχαὴλ ΧωνιάτηἈκομινάτου, ἐκεῖ γύρω στὸν 11ο μὲ 12ο αἰῶνα μ.Χ. Στὸ κατώφλι τῆς πτώσης τοῦ βυζαντινοῦ κόσμου, ὁ τότε ἐπίσκοπος τῆς Ἀθήνας, μέσα σὲ μιὰ τελευταία ἀναλαμπὴ τῆς ἀρχαιοτάτης ἱερῆς πόλεως, ἀποστέλει προσφώνημα πρὸς τὸν πραίτωρα καὶ ἐπιστάντα τῶν Ἀθηνῶν, κυρ Δημήτριον Δριμύν. Ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀθηνῶν στὸ κείμενο τοῦ προλογίζει μὲ μία ἀναφορὰ εἰς τὸ πρόσωπο τὸν παλαιότατο ἄνακτα καὶ συνοικιστὴ τῶν Ἀθηνῶν Θησέα. 
Τὰ γραφόμενα τοῦ ἱεράρχη, ἀποκαλύπτουν μιὰ βαθύτατη ἐκτίμηση πρὸς τὸ πρόσωπο τοῦ κορυφαίου ἥρωα τῶν Ἀθηνῶν κι ἀναγνωρισμένο ὡς ἕναν ἀπ' τοὺς δύο κορυφαίους τῆς Ἑλλάδος μαζὶ μὲ τοῦ ἐξάδερφό του Ἡρακλῆ. Ἐκ πρώτης, στὰ γραπτά του, τὸν κατονομάζει, ὅπως προεῖπα, συνοικιστὴ τῶν Ἀθηνῶν, πρᾶγμα γνωστὸ κι ἀπὸ προγενεστέρους συγγραφεῖς. Περαιτέρω ἐξαίρει τὴν φυσιογνωμία τοῦ Θησέως, ἐπονομάζοντας τὸν ὡς ἄνδρα - ἄνθρωπο τῶν Μουσῶν καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀφιερωμένο ὑπηρέτη τοῦ Ἕλλην λόγου, τῆς μουσικῆς καὶ τῶν γραμμάτων συνδεδεμένα μὲ τὴν θρησκευτικὴ τελετουργία. Παράλληλα, τὸν ἀποκαλεῖ σοφὸν ὑποφήτην [1] δηλαδὴ σοφὸ προφητάνακτα (ὅπως, λόγου χάρη, ὁ μεταγενέστερος αὐτοῦ, Δαυὶδ τῆς Παλαιστίνης) τῆς φυσικῆς καὶ τῆς ἠθικῆς τάξης, καθὼς καὶ τῆς ἐθιμοτυπίας ποὺ ἐκπροσωποῦσε ἡ Θέμιδα, ἡ θεὰ τῆς δικαιοσύνης. Καὶ συνεχίζει, κι ἀφοῦ ἔφτασε ὁ Θησεὺς εἰς τὴν Ἀθήνα ἔγινε ὁ διαχειριστὴς τῶν δίκαιων νόμων, γενόμενος ἔτσι σωτῆρας τῆς Ἑλλάδος
  Ἐν τέλει ἀπ΄ τὰ συμφραζόμενα προκύπτει ὅτι, ὁ Θησεύς, ὑπῆρξε δικαιότατος βασιλεὺς τῶν Ἀθηνῶν μὲ χαρίσματα σώφρονα κυβερνήτη. Παράλληλα, ἐκτὸς ἀπὸ τὶς γνωστὲς ἀπεικονίσεις του, ποὺ παρουσιάζουν τὸν ἥρωα ὡς ἕναν ὑπερήρωα, ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος ἀποκαλύπτει τὴν κρυφὴ πλευρά του ὡς ἕναν μύστη τῶν Μουσῶν καὶ τοῦ Ἡλίου Ἀπόλλωνος. Τὴν ὄψη αὐτὴ τὴν ἐπιβεβαιώνουν ἄριστα κάποιες σπάνιες ἀγγειογραφίες ποὺ τὸν δείχνουν νὰ κράταει τὴν λύρα - κίθαρις καὶ νὰ ἄδει ὑμνωδικὰ ἄσματα πρὸς τιμὴν τοῦ Ἀπόλλωνος. Ὁμοίως, μιὰ σπάνια πληροφορία, μᾶς εἰσάγει τὴν πληροφορία ὅτι, ἡ λύρα τοῦ Θησέα, σύμφωνα μὲ τὸν ἀρχαῖο συγγραφέα Ὑγίνο, καταστερίστηκε στὸν οὐρανὸ καὶ ἔγινε ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας (Hyginus 2.5.). 
Ἐπιπλέον, ἡ στενὴ συγγένεια τοῦ Θησέα μὲ τὸν Δαίδαλο μᾶς ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα τῆς γονιδιακῆς σχέσης τοῦ ἥρωα καὶ βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν μὲ τὴν γενιὰ τοῦ μουσικοῦ Εὐπάλαμου. Ἐπίσης, μὴ ξεχνοῦμε καὶ τὴν κιθαρωδικὴ παιδεία τοῦ προγόνου του Ἐρεχθέα. Σχετικὰ μὲ τὶς μυθολογικὲς ἐξιστορήσεις, περὶ τοῦ ἐπώνυμου ἥρωος Εὐπάλαμου, ὁ Ἀριστοφάνης, πέρνωντας τὴν σκυτάλη, χρησιμοποιεῖ τὴν ἑξῆς διαφωτιστικὴ φράση: «τέκτονες ἔὐπαλάμων ὕμνὼν» (Ἰππὴς 530). 
Οἱ φιλολογικὲς πηγὲς ἰσχυρίζονται ὅτι, οἱ περιβόητοι ὕμνοι ποὺ συνέθεσε ὁ Εὐπάλαμος ἀλλὰ καὶ οἱ ἀπόγονοι αὐτοῦ θεωροῦνταν ἀπὸ τὴν ἀθηναϊκὴ κοινωνία ὡς περίτεχνης ἢ ἔντεχνης δημιουργίας[2]. Τοὺς ἰδίους ὕμνους ἢ καὶ ἄλλα ἐντόπια ἄσματα μεταχειρίζονταν κι ὁ Θησέας, πεπαιδευμένος εἰς τὴν μουσικὴ τέχνη ἀπὸ τὸν δάσκαλο τοῦ Κοννίδα
Παράλληλα, σύμφωνα μὲ τὴν Πλουτάρχου βιογραφία τοῦ Θησέα, κατατίθεται ἡ ἱστορικὴ μαρτυρία τῆς ἐπίσκεψης τοῦ ἀθηναίου πρίγκιπα στὸ ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνα στοὺς Δελφούς, κατὰ τὴν ἐφηβική του ἡλικία. Ἦταν τότε ποὺ ἔκοψε τὸ ἔμπροσθεν τῆς κώμης του καὶ τὸ πρόσφερε στὸν Θεό. Τὸ ἔθος αὐτό, τῆς κοπῆς τῶν μαλλιῶν ὀνομάστηκε Θησείαν καὶ ὅσοι μετέπειτα τὸ ἐφάρμοζαν ὀνομάζονταν Θησηίδες. Πολλοὺς αἰῶνες μετ' αὐτό, ἡ συνήθεια τῆς κοπῆς μιᾶς μικρῆς τούφας μαλλιῶν παρείσφρησε στὸ ἑλληνορθόδοξο τυπικὸ τοῦ χριστιανικοῦ βαπτίσματος καὶ διατηρήθηκε ὡς μυστηριακὸν ἔθος. 

Ὁ Θησέας παίζοντας τὴν ἐφτάχορδη ἀρχαιοελληνικὴ 
λύρα τοῦ Ἀπόλλωνος. Ἀττικὸς μελανόμορφος 
κρατῆρας («Ἀγγεῖο François»), 570-565 π.Χ., 
Museo Archeologico Etrusco. 

   Ἐν κατακλεῖδι, ὅπως ἐλέχθη προηγουμένως, σύμφωνα μὲ τὸν Ὑγίνο, ἡ λύρα τοῦ Θησέως καταστερίστηκε στὸν οὐρανὸ δίπλα ἀπὸ τὸ ἀστερισμὸ τοῦ ξαδέρφου τοῦ Ἡρακλῆ, ἐκεῖ ὅπου βρίσκεται σήμερα ὁ ἀστερισμὸς τῆς Λύρας.        Ἐπιπλέον, ἡ ἔκδηλη θεοσέβεια, τοῦ ἔνδοξου ἥρωα τῶν Ἀθηνῶν, ἦταν τὸν αἴτιον τῆς συχνῆς ἐπικοινωνίας του μὲ τὸ ἱερὸ ναὸ τοῦ Ἀπόλλωνος στοὺς Δελφούς. Ἄλλωστε, μετὰ τὶς ἡρωικές του πράξεις εἶχα καθαρθεῖ ἢ μᾶλλον δικαστὴ στὸ ναὸ τοῦ Δελφινίου Ἀπολλώνα, τὸ εὑρισκόμενο εἰς τὴν Ἀθήνα καὶ παμψηφεὶ ἀθωώθηκε. 
  Ἔτσι λοιπόν, μία τῶν ἡμερῶν πάλι εἰσερχόμενος εἰς τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, ζήτησε κι ἔλαβε τὸν ἱερὸ χρησμὸ ποὺ ἀφοροῦσε τὴν πόλη του τὴν Ἀθήνα (κατὰ μία ἄλλη ἄποψη δὲν πῆγε ὁ ἴδιος ἀλλὰ ἔστειλε ἀντιπροσώπους του). Ὁ εὐνοϊκὸς χρησμὸς τῆς Σίβυλλας ἀπεφάνθει ὅτι, ἡ αἰωνόβια πορεία τῆς Ἀθήνας στοὺς μέλλοντες χρόνους θὰ εἶναι ἔνδοξη καὶ λαμπρή, καὶ ἡ ἐπιβίωση τῆς βεβαία μέσα ἀπὸ ὅλους τοὺς δύσβατους καιρούς. 
  Γι' αὐτὴν τὴν πόλη, ποὺ ἀπὸ μιὰ καστροπολιτεία μεταμορφώθηκε σὲ μιὰ πολυπληθῆ πόλη ὁλόκληρου τοῦ γεωγραφικοῦ χώρου τῆς Ἀττικῆς, ἕνεκα τῆς φερόμενης ἰδέας τοῦ Θησέως περί  συνοικισμοῦ, ἐλήφθη ὁ κάτωθι χρησμὸς ποὺ ἔλαβε αὐτοπροσῶπος ὁ ἥρωας, ἀπὸ τὸ μαντεῖο τῶν Δελφῶν, περὶ τῆς μελλοντικῆς δόξας τῶν Ἀθηνῶν: 
«Αἰγείδη Θησεῦ, Πιτθηΐδος ἔκγονε κούρης, πολλαῖς τοὶ πολίεσσι πατὴρ ἐμὸς ἐγκατέθηκε τέρματα καὶ κλωστῆρας ἐν ὑμετὲρῳ πτολιέθρῳ. ἀλλὰ σὺ μὴ τί λίην πεπονημένος ἔνδοθι θυμὸν βουλεύειν· ἀσκὸς γὰρ ἐν οἴδματι ποντοπορεύσει. τοῦτο δὲ καὶ Σίβυλλαν ὕστερον ἀποστοματίσαι πρὸς τὴν πόλιν ἱστοροῦσιν, ἀναφθεγξαμένην· ἀσκὸς βαπτὶζῃ· δῦναι δὲ τοὶ οὐ θέμις ἐστίν.». 
[Θησέα Αἰγείδη, γιε τῆς Πιτθηίδος κόρης, σὲ πολλὲς πόλεις ὁ πατέρας μου ἔβαλε ὅρια καὶ νήματα στὴν δική σας πόλη. Ἀλλὰ ἐσύ, ἀρκετὰ καταπονημένος, μὴν ταλαιπωρεῖς τὸ μυαλό σου. γιατί ἀσκὸς θὰ διασχίσεις τὴ θάλασσα μὲ κύμματα. Λένε ὅτι αὐτὸ ἀργότερα τὸ εἶπε ἡ Σίβυλλα γιὰ τὴν πόλη λέγοντας: Ὡς ἀσκὸς μπαίνεις σὲ νερό, ὅμως δὲν εἶναι πεπρωμένο νὰ βυθισθεῖς ].
  


Ἐπιπλέον, οἱ ἀναφορὲς στὸ πρόσωπο τοῦ ἥρωα Θησέα εἶναι ἀρκετὲς καὶ παρουσιάζουν σχόλια ὑπερθετικά. Διαβάζουμε, λοιπόν, στὰ σχόλια τοῦ EURIPIDIS Fabularum Fragmenta (δὲς εἰκονίδιον ἄνωθεν) ὅτι, ὁ Θησεὺς γεννηθεὶς ἐκ τῆς Αἴθρας καὶ τοῦ Αἰγέα γενόμενος παιδίον τέλειον, δηλαδὴ ἰδανικό, φτάνοντας στὴν τελειότητα, ἀψεγάδιαστο, χωρὶς ἐλάττωμα, ἄψογο κι ὁλοκληρωμένο ξεκίνησε τοὺς ἄθλους του. Πρῶτος του ἆθλος ἦταν νὰ σηκώσει τὸν ὑπερμεγέθη βράχο ὅπου εἶχε κρύψει ὁ πατέρας τοῦ Αἰγέας τὸ βασιλικὸ ξίφος καὶ τὰ σανδάλια του. Ἔπειτα τούτου ἐπῆλθαν πολλάκις ἀξιομνημόνευτες ἡρωικὲς πράξεις. 

Ἡ μαρτυρία τοῦ Αἴλιου Ἀριστείδη ἀπὸ τὸ 
Scholia in Aelii Aristidis Sophistae orationes 
Panathenaicam et Platonicas 


  Δυστυχῶς, ἡ ἀνθρώπινη ἀχαριστία ὑπαρκτὴ καὶ εἰς τὸ πάλαι, ὁδήγησε διὰ μέσῳ μιᾶς δυσφήμισης τοῦ Θησέα ἀπὸ κάποιους ἀντίζηλους καὶ διεκδικητὲς τῆς ἐξουσίας, στὸν ἐξοστρακισμὸ τοῦ ἀπὸ τὴν πόλη ποὺ ὃ ἴδιος μεγάλωσε καὶ λάμπρυνε. Ὑπῆρξε ὁ πρῶτος Ἀθηναῖος ποὺ ἐξορίστηκε ἀπὸ τὴν ἱερὴ πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Τότε, ὁ ἥρωας περιθλιβής, ἄφησε μιὰ βαριὰ κατάρα γιὰ τὴν πόλη ποὺ ἀγαποῦσε ἀληθινὰ καὶ ἔπειτα μετέβει εἰς τὴν Σκῦρο ὅπου ἔμελλε νὰ χάσει ἀδόξως τὴν ζωὴ τοῦ ὑπὸ συνθῆκες συνομωσίας. Κάποιες, πληροφορίες λέγουν ὅτι, πείραξε τὴν γυναῖκα τοῦ βασιλιᾶ Λυκομήδη κι ἐκεῖνος ἀπὸ φθονερὴ ζήλια, φοβούμενος τὴν γοητεία τοῦ ἥρωα παρὰ τὰ προχωρημένα του χρόνια, τὸν σκότωσε. Ἐπίσης, ἡ μηχανοραφία ποὺ στήθηκε δολίως ἀπὸ τὸν βασιλέα τῆς νήσου Λυκομήδη - ἴσως μαζὶ μὲ τοὺς συνομῶτες σφαιτεριστὲς τοῦ θρόνου τῶν Ἀθηνῶν (βλέπε Μενεσθέας) δείχνει ὅ,τι φοβήθηκε, μήπως οἱ κάτοικοι ἀνακηρύξουν τὸν ἥρωα βασιλιᾶ τους, τὸν γκρέμισε κάποια μέρα ὕπουλα ἀπὸ ἕνα γκρεμό. 
Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ ἢ αἰῶνες μετὰ ἀπ' αὐτό, ἐπειδὴ δὲν εἶναι χρονικὰ σαφεῖς καὶ δὲν γνωρίζουμε τὸ αἴτιον τῆς καθυστέρησης τοῦ γεγονότος, ὁ θεὸς Ἀπόλλων ἔστειλε λοιμὸ στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Μαθαίνοντας οἱ Ἀθηναῖοι, ἐκ τοῦ μαντείου τα καθέκαστα, περὶ τοῦ αἴτιου τῆς λοιμικῆς νόσου, δόθηκε ἐπιταγὴν νὰ βρεθοῦν καὶ νὰ μεταφερθοῦν τὰ ὀστᾶ τοῦ ἥρωα Θησέα στὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν. Ἀφοῦ μεταφέρθηκαν τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέα, κατὰ τὴν ἐκδοχὴ τοῦ Πλουτάρχου ἀπὸ τὸν Ἀθηναῖο στρατηγὸ Κίμωνα, ὁ λοιμὸς ἔπαυσε. Πρὸς τιμήν του θεσπίστηκε δημοτελὴ ἑορτὴ ποὺ τὴν ἀποκαλοῦσαν Θήσεια
   Καὶ ἐνῶ ὁ μισαθηναϊσμὸς καὶ μισελληνισμὸς ὁρισμένων ρωμαίων ποιητῶν, ὁδήγησε σὲ μία παρανόηση περὶ τῆς τύχης τοῦ Θησέα, μετὰ θάνατον (δὲς Βιργίλιος ὅπου ὑπαινίσσεται ὅτι ὁ Θησέας παρέμεινε στὸν Ἅδη κολλημένος σ' ἕνα θρόνο), ὁ Βολταῖρος, αἰῶνες μετά, ἀποκαθιστᾶ τὴν φήμη τοῦ ἥρωος γράφοντας τὰ ἑξῆς: "Ματαίως λέει ὁ Βιργίλιος στὴν ἕκτη ὠδὴ τῆς Αἰνειάδας: ...Sedet oeternumque sedebit Infelix Theseus. Ματαίως ἰσχυρίζεται ὅτι ὁ Θησέας κάθεται γιὰ πάντα πάνω σὲ μιὰ καρέκλα καὶ πὼς αὐτὴ ἡ θέση εἶναι τὸ μαρτύριο του. Ἄλλοι πίστευαν πὼς ὁ Θησέας ἦταν ἕνας ἥρωας καὶ ὅτι ἡ θέση του δὲν ἦταν στὴν κόλαση ἀλλὰ στὰ Ἠλύσια πεδία" (Βολταῖρος φιλοσοφικὸ λεξικό). 
Παράλληλα, στὴν Σορβόνη στὶς 10 Δεκεμβρίου τοῦ 1944, κατὰ τὴν ὁμιλία τοῦ Paul Valery, γιὰ τὰ 250 χρόνια ἀπὸ τὴ γέννηση τοῦ Βολταίρου, γίνεται μιὰ μικρὴν εὔφημον μνεία πρὸς τοὺς Ἕλληνες ἥρωες Θησέα καὶ Περσέα, μὲ τὸ ἑξῆς περαιτέρο σχόλιο: "Ἔχουμε ὅμως καὶ τὸν Θησέα μας, καὶ τὸν Περσέα μας. Σ' αὐτοὺς τοὺς ἥρωες ὀφείλουμε τὸ ὅ,τι εἴμαστε σήμερα ἐδῶ, ἐλεύθεροι νὰ μιλᾶμε ἐλεύθερα" (Βολταῖρος φιλοσοφικὸ λεξικό). 
  Συνελλόντι εἰπεῖν, ὁ Θησεὺς εἶναι ὁ ἐκ θεοῦ ἐρχόμενος ἥρωας διὰ νὰ πολεμήσει τὴν ἀνομία, τὸν ἀπολυταρχισμό, τὸ δυναστικὸ θηρίον τῆς στρατοκρατικῆς σκοτεινῆς ἐξουσίας τῶν Κρητῶν ποὺ καταδυνάστευε ἔτι πλείονα καὶ τὸν λαὸ τῆς Κρήτης. Τὸ θηρίο τοῦ κρητικοῦ λαβυρίνθου, ὁ ἐπονόμαστος Μινώταυρος ἢ Ἀστερίων, γεννήθηκε ἐκ τῆς διαβολῆς τοῦ στρατηγοῦ Ταύρου ποὺ συνευρέθει μὲ τὴν σύζυγο τοῦ βασιλέα Μίνωα Πασιφάη, ὅπως γράφει ὁ ἱερεὺς τοῦ Ἀπόλλωνος Πλούταρχος: «...ὁ Ταῦρος ἐφθονεῖτο. καὶ γὰρ ἡ δύναμις αὐτοῦ διὰ τὸν τρόπον ἦν ἐπαχθής, καὶ διαβολὴν εἶχεν ὡς τῇ Πασιφὰῃ πλησιάζων.» (Θησεὺς 19.2). Ἡ ἐξουσία τοῦ Μινώταυρου - Ἀστέριου ἢ Ἀστερίωνος (δηλαδὴ τοῦ ἐρχόμενου ἀπὸ τὰ ἄστρα;) ἦταν συνώνυμη τῆς σκοτεινῆς δυνάμεως, τῆς τυραννικῆς ἐξουσίας καὶ τοῦ μισανθρώπου ἐγκλεισμοῦ σὲ μιὰ ἀνελεύθερη κοινωνία κοινῶς εἰς τὴν ἐς ἀεὶ δουλοπρέπεια. 
  Ὁ ἔνδοξος - ἀθλοφόρος Θησεύς, ἐκ τῆς εὐγενικῆς γενιᾶς του Ἐρεχθέως, ἐγεννήθη ὡς ἐντολοδόχος μιᾶς ἱερῆς ἀποστολῆς. Ἔλαβε, τὴν ἐντολὴ νὰ ἐξολόθρεψη τὸ συσωρευμένο κακὸ στὸν πλανήτη καὶ δὴ εἰς τo γεωστρατηγικὸ σημεῖο ποὺ γεωδαιτικὰ τριγωνίζει τὴν Ἐλλανία γῆ Ἀττικὴ (Ἀθήνα) μὲ τὴν Κρήτη καὶ Μ. Ἀσία. [3]
   Ἔρρωσθε καὶ εὐδαιμονεῖτε!!

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1Ὑποφήτης θεωροῦνταν ὁ ἐξηγητὴς ἢ ἑρμηνευτὴς ἢ ἱερέας ποὺ ἀνήγγειλε ἕναν θεῖο χρησμὸ (εἰς τὴν Ὁμήρου Ἰλιάδα). Κατὰ τὸν Θεόκριτο ὁ ὑποφήτης τῶν Μουσῶν εἶναι ὁ λεγόμενος ποιητής. Λέγεται δὲ ὅτι, ὁ Θησέας ἔλαβε τὴν ἐντολὴ ἐκ τοῦ Ἀπόλλωνος διὰ μέσου του μαντείου τῶν Δελφῶν, γνωστοποιῶντας περὶ τῆς ὕπαρξεως τοῦ Ἑνὸς Τριαδικοῦ Θεοῦ τοῦ ἐπονόμαστου ὡς Ἀγνώστου, κι ἔθεσε ἐπ' αὐτοῦ βωμὸ στὸν βράχο τῆς Ἀκρόπολης τῶν Ἀθηνῶν. Ἐπίσης, τοῦ συστήθει νὰ χτίσει ναὸν πρὸς τὴν Τοῦ Θεοῦ Σοφίαν ἢ μᾶλλον διὰ τὴν Παρθένον Μαρία ὅπου διὰ αὐτῆς θὰ ἐνσαρκώνονταν ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς εἰς τὴν γῆν. Ἐπιπλέον, σύμφωνα μὲ τὴν Καινὴ Διαθήκη, στὸ Κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλλιον ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς λέγει ὅτι: «ὁ δεχόμενος προφήτην εἰς ὄνομα προφήτου μισθὸν προφήτου λήψεται» (10.41.) [Εκείνος που υποδέχεται προφήτην, διδάσκαλον του θείου θελήματος, και τον τιμά ως προφήτην, θα πάρη μισθόν προφήτου από τον Θεόν].
[2Ἡ ἐτυμολογία τῆς λέξης Εὐπάλαμος ἀποδίδεται μὲ τὶς λέξεις: ἐφευρετικός, ἐπινοητικός, πολυμήχανος. 
[3] Ὁ Ἀστερίων Μινώταυρος, ἦταν ἕνα ὑβριδιακὸ θηρίο μιὰ διαστρέβλωση τῆς φύσης. Ἡ ὀνομασία του παραπέμπει σὲ μιὰ ὀντότητα προερχόμενη ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ἡ λέξη ΑΣΤΕΡΙΝ ἰσοῦται λεξαριθμικὰ μὲ τὸ 666. Ἡ ἐπωνυμία αὐτὴ δίδεται σὲ μιὰ θηριώδη μάγισσα μὲ σιδερένια δόντια καὶ νύχια στὶς μυθολογικὲς ἀναφορὲς τῆς ἄπω ἀνατολῆς. Ἐπίσης, ἡ λέξη ΣΤΕΛΛΑΡ ποὺ θὰ εἶναι ἡ προσωνυμία τοῦ ἀντιχρίστου τῆς νέας ἐποχῆς, θὰ πρόκειται γιὰ μιὰ ἔλευση ἑνὸς Μεσία ἀπὸ τὰ ἄστρα. Ὅλα αὐτὰ συνδέεονται, ἐπίσης, μὲ τὴν ἀνατολικὴ θεότητα τῆς Ἀστάρτης - Ἀστερόεσσα - Ἀστερὶν βασίλισσα τῆς Σελήνης. 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Μιχαὴλ Ἀκομινάτου τοῦ Χωνιάτου: τὰ σωζόμενα /Σπυρίδωνος Π. Λαμπρου. Εν Ἀθήναις: Ἐκ τοῦ τυπογραφείου Παρνασσοῦ, 1880 
-Scholia in Aelii Aristidis sophistae orationes Panathenaicam et Platonicas, edidit Guilielmus Frommel, Francofurti ad moenum 1826
-Ἀπολλοδώρου ἱστορικὴ βιβλιοθήκη 
-HYGINUS, ASTRONOMICA
-Βολταῖρος φιλοσοφικὸ λεξικό, ἐκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, τόμος β' , σέλ. 64 & 297 
-Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι Θησεὺς / Ρωμύλος 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου