Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018



ЭIЄ
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΥΣ 
ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

    Εἷς ἐκ τῶν τριῶν μεγάλων τραγωδῶν τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας, ὁ Σοφοκλῆς, λίγο πρὶν τὸν θάνατον τοῦ συνθέτει τὴν τραγωδία του "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνό". Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία του τραγωδία. Τὸ ἔργο δὲν προλαβαίνει νὰ τὸ ἀνεβάσει ὁ ἴδιος γιατί πεθαίνει ἀπὸ βαθὺ γῆρας. 
 Ἐν τούτοις, τὸ 401 π.Χ. ὁ συνονόματος ἐγγονός του, ὁ Σοφοκλῆς Β', ἀνεβάζει, εἰς τὸ θεατρικὸ κοινὸ τῆς Ἀθήνας, τὸ ἔργο τοῦ παπποῦ του, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ ἡγεμονία τῶν Ἀθηνῶν ἔχει καταλυθεῖ καὶ ἡ ἱερὴ πόλη γνωρίζει τὴν πρώτη παρακμή της. 
 Ἡ εὐκαιρία, ὥστε νὰ παιχθεῖ ἕνα ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ πέντε χρόνια μετὰ τὸν θάνατο του, δίδεται ὡς ἔμφαση γιὰ νὰ τονωθεῖ τὸ ἠθικὸ τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν μετὰ τὴν ἄδικη ἧττα τῆς πόλης τους ἀπὸ τοὺς Πελοποννησίους. 
 Ἰδιαίτερον στοιχεῖον τῆς τραγωδίας, ἡ παρουσία τοῦ πάλαι ποτὲ ἥρωα καὶ ἐλευθερωτῆ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν Θησέα καὶ ὁ λυρικὸς ὕμνος πρὸς τιμὴν τῆς πόλης τῆς εὐλογημένης ἀπὸ τὸν Θεό. 

Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ 
(Ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο προτομῆς του 
270 π.Χ. εὑρισκόμενη στὴν Γλυπτοθήκη 
τοῦ Μονάχου) 


 Ἡ ὠδὴ εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου μελοποίησε ὁ δεξιοτέχνης εἰς τὴν κιθαρωδία Σοφοκλῆς θεωρεῖτε ὡς ὁ λαμπρότερος καὶ περιφημότερος λυρικὸς ὕμνος τῆς ἀρχαιότητας ἀφιερωμένος στὴν ὀμορφιὰ ἤτοι τὸ κάλλος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 
 Σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τῶν νεοτέρων φιλολόγων, ὁ ὕμνος τοῦ Σοφοκλῆ, πρὸς τὰς Ἀθήνας, ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο δημιούργημα ἐκ τοῦ συνόλου τῶν ποιητικῶν ἔργων τῆς ἀρχαίας λυρικῆς ποιήσεως. 
 Δυστυχῶς δὲν διασώθηκε τὸ μουσικὸ μέλος τῆς ὠδῆς. Ὡστόσο, βάση τῶν πληροφοριῶν εἰκάζεται ὅτι, ἡ ὑμνωδία ἐκτελοῦνταν ἀπὸ χορωδία γερόντων ποὺ ἀνῆκαν στὴν Αἰγηΐδα φυλή. Ἡ Αἰγηΐδα φυλή, σήμερον ἐντοπίζεται εἰς τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ. 
  Ὡς ἐκ τούτου τὸ τραγούδι - ὕμνος τῆς Πόλεως τῶν Ἀθηνῶν σημειοῦτε στὸ 1ο & 2ο στάσιμο τοῦ χοροῦ τῆς τραγωδίας. Ἰδού, ὅπως παραδίδονται οἱ στίχοι: 
Χορός
εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώρας
ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽    670
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν
χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν
καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ    675
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώτας
ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
θεαῖς ἀμφιπολῶν τιθήναις.    680
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄχνας
ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄϋπνοι    685
κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσσεται
ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ    690
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μουσᾶν
χοροί νιν ἀπεστύγησαν οὐδ᾽ ἁ
χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ
ἐπακούω    695
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτόποιον,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,    700
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας· ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν μορίου Διὸς    705
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω ματροπόλει τᾷδε κράτιστον
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, χθονὸς αὔχημα μέγιστον,    710
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν    715
πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς.
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΟΥ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
[Στροφὴ α’. 
Στῆς ἀλογοθροφούσας τούτης χώρας 
τὸ μέρος τ’ ὀμορφότερο ἦλθες, ξένε, 
στὸν Κολωνό τον ἀσπροχώματ’ ὅπου 
τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι κελαδάει 
συχνάζοντας στὰ δροσερὰ φαράγγια, 
πάνω στὸ μαῦρο τὸν κισσὸ πετῶντας 
καὶ στοῦ θεοῦ τ’ ἀπάτητο τὸ δάσος, 
ποὺ κάνει πλῆθος τοὺς καρποὺς κι’ οὔτ’ ἥλιος οὔτε κανένας ἄνεμος τὸ πιάνει· 
ὅπου συχνάζει πάντοτ’ ὁ πατέρας 
τοῦ μεθυσιοῦ ὁ Διόνυσος, συντρόφους 
πιστοὺς τὶς θεῖες ἔχοντας βυζάχτρες. 
Ἀντιστροφὴ α’. 
Καὶ μὲ τὴν οὐρανόσταλτη δροσιὰ μέρα τὴ μέρα τὸ φουντωτὸ μανούσι ἀνθίζει, 
ποὺ δυὸ τρανῶν θεῶν παλιὸ στολὶδ’ εἶναι, κι’ ὁ κρόκος, ποὺ σὰν χρυσάφι λαμπυρίζει· καὶ δὲ στερεύουν οἱ πηγὲς οἱ ἀκοίμητες, ποὺ θρέφουν πλούσια τοῦ Κηφισοῦ τὸ ρέμα, μὰ πάντα κάθε μέρα αὐτὸς μὲ τὰ νερὰ καθάρια στῆς πλατοστήθας γῆς τοὺς κάμπους 
ξεχύνεται πιὸ γλήγορο τὸ κάρπισμα νὰ φέρη· μήτε τὴ μίσησαν οἱ Μοῦσες, 
μήτε κ’ ἡ χρυσοχάλινη τῆνε μισεῖ Ἀφροδίτη. 
Στροφὴ β’. 
Ἀνθίζει ἀκόμη δέντρο, ποὺ ὡς τὰ τώρα 
μήτε καὶ μὲσ’ στὴ χώρα τῆς Ἀσίας 
μήτε καὶ στὸ τρανὸ τοῦ Πέλοπα νησί 
δὲν ἄκουσα, πὼς μόνο τοῦ φυτρώνει, 
χωρὶς νὰ φυτευτῇ ἀπὸ ἀνθρώπου χέρι, 
ὄντας στῶν ἐχτρὼν τάρματα φοβέρα, 
ποὺ πιὸ πολὺ στὴ χώρα τούτη ἀνθίζει, 
ἡ ἀσημοφυλλ’ ἡ ἐλιά, ποὺ θρέφει 
τὰ παλληκάρια· αὐτὴ κανένας νέος 
ἢ γέρος ἀρχηγὸς δὲ θ’ ἀφανίση 
μὲ τοὺς πολεμιστές του κόβοντάς τη, 
γιατί τὸ μάτι, ποὺ ὅλα γύρω βλέπει, 
τοῦ Δία, ποὺ εἶναι τῆς ἐλιᾶς προστάτης, 
τὴ φυλάει κ’ ἡ Ἀθηνᾶ ἡ γαλανομμάτα 
Ἀντιστροφὴ β’. 
Μὰ ἔχω γιὰ τὴν πατρίδα μου νὰ εἰπῶ καὶ παῖνεμ’ ἄλλο πολὺ καλλίτερο, ποὺ δῶρο 
εἶναι τοῦ δυνατοῦ θεοῦ καὶ καύχημα μεγάλο τῆς χώρας μου, πὼς εἶναι πρώτη 
στὸ νὰ γυμνάζη τ’ ἄλογα καὶ πρώτη στὰ καράβια. Ω γυιὲ τοῦ Κρόνου, Ποσειδῶνα 
ἀφέντη, ἐσὺ τὴ σήκωσες σὲ τόσο τρανὴ δόξα, γιατί σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ μέρη 
πρωτόφτιασε τὸ χέρι σου τα γκέμια, ποὺ μερώνουν τ' ἄλογα. Κι’ ἀλαφρὰ στὸ κῦμα 
τὸ καλοχούφτιαστο κουπὶ μὲ λάμνισμα πηδάει ἀκολουθῶντας τὶς Νεράϊδες.]

  Ὑπενθυμίζω ὅτι, οἱ στίχοι (668-719) τῆς ὠδῆς τῶν Ἀθηνῶν συναντώνται στὴν τραγωδία του Σοφοκλῆ "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνὸ". Τὸ δρᾶμα αὐτό παρουσιάστηκε στὸ ἀθηναϊκὸ κοινὸ ἀπὸ τὸν ἐγγονὸ τοῦ  κατὰ τὸ ἔτος 401 π.Χ. γι' αὐτὸ θεωρήθηκε ἀπὸ ὁρισμένους πρώιμους μελετητὲς ὡς νόθο. Ὡστόσο, ἀργότερα οἱ ὅποιες ἀμφιβολίες ἀναιρέθηκαν. 
 Ὡς συντόμως, τὸ ἱστορικὸν τῆς τραγωδίας διαδραματίζεται εἰς τὸ ἱερὸ ἄλσος τοῦ Ἴππιου Κολωνοῦ λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ὁ Οἰδίποδας γηραλέος καὶ τυφλὸς ἐπικάθεται σ' ἕναν ἐπίπεδο βράχο ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τὴν κόρη του Ἀντιγόνη. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ θεωρεῖται, γιὰ τοὺς προϊστορικοὺς Ἀθηναίους ἱερὸς καὶ ἅγιος τόπος ἐφόσον εἶναι ἀφιερωμένος στὸν τοπικὸ ἥρωα ἱππότη Κολωνό
  Σὲ αὐτὸ τὸ πανέμορφο σημεῖο τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρχε εἰς τὸ ἔνδοξο τῆς παρελθὸν μιὰ δασικὴ ἔκταση ἀπὸ ἐλαιόδενδρα τῆς ἐδώδιμης ποικιλίας. 
 Στὰ δένδρα αὐτὰ φώλιαζαν κυρίως ἀηδόνια. Καθημερινῶς ἀκούγονταν τὸ γλυκύλαλο θρηνητικό τους κελάηδημα. Τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο τοῦ Κολωνοῦ, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Σοφοκλῆς ἔμοιαζε σὰν παραδεισένιο. 
 Ὁ θρυλικὸς τραγωδὸς καὶ λυρικὸς ποιητὴς γνώριζε σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ, καθ' ὅσον, ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα τοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ διὰ βίου παρουσία του συνεχεῖς μέχρι καὶ τὴν τελευταία του πνοή. 
 Μέσα σ' αὐτὸ τὸ παραδεισένιο ἄλσος τοῦ Κολωνοῦ ἐξέτρεφαν καὶ ἄλογα, τὰ ὁποῖα ὁ Ποσειδῶνας τὰ εἶχε δωρίσει εἰς τοὺς Ἀθηναίους. Λόγῳ τῆς δωρεᾶς τῶν ἵππων, ἐκ μέρους τοῦ Ποσειδῶνα, οἱ Ἀθηναῖοι ὀνόμασαν τὴν περιοχὴ Ἴππιο Κολωνό
 Ἕν ὀλίγοις, ὁ ἄνθρωπος, γιὰ πρώτη φορά, σ' αὐτὸν τὸν λόφο τῶν Ἀθηνῶν συμφιλιώθηκε μὲ τὸν ἵππο - τὸ μετέπειτα ὀνομασθὲν ἄλογο καὶ ἄτι. 
  Τὸ ἀργιλώδης χῶμα ἢ ἀσπρόχωμα, ὅπως σημειώνει ὁ ποιητής, κυριαρχοῦσε στὴν περιοχὴ ὅπου κατοικοῦσε ὁ Βακχευτὴς Διόνυσος. Ὁ τόπος ἦταν πολὺ καρποφόρος καθὼς δὲν τὴν χτυποῦσαν οἱ ἄνεμοι καὶ βαρυχειμωνιά. 
 Τὸ ἄσπρο χῶμα της ἦταν αὐτὸ ποὺ εὐνοοῦσε τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τοῦ λευκοῦ ξηροῦ οἴνου (σημερινὴ ποικιλία Μαλαγουζία καὶ Ντεμπίνα). 
 Παράλληλα, στὰ βαθυστόλιστα, ἀπὸ μαύρους Κισσούς, φαράγγια φύονταν νάρκισσοι ἀλλὰ κι ὁ χρυσοπέταλος κρόκος τὸ ἀφροδισιακὸ λουλούδι ποὺ θεραπεύει τὴν μέθη. 
 Ἐπιπλέον, ὁ Σοφοκλῆς, ἐπαινεῖ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴν ποικιλία Ἐλιᾶς ποὺ δὲν καλλιεργεῖται σ' ἄλλες χῶρες, παρὰ μόνο ἂν μεταφυτευτεῖ ἀπὸ ἀνθρώπου χέρι, γιατί, ἐδῶ πρωτοεμφανίστηκε μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τὴν προστασία τοῦ Δία
 Τὸ ἐλαιόδενδρο τῆς Ἀθήνας θεωροῦνταν τὸ εὐλογημένο δένδρο μὲ τὰ ἀσημένια φύλλα καὶ τὸ καρπὸ ποὺ θρέφει τὰ παλληκάρια τῆς Ἀθήνας. 
 Ἄλλωστε, σήμερον, εἶναι πλέον γνωστὸ ὅτι, ὁ καρπὸς τῆς ἐλιᾶς ἐμπεριέχει τεράστια ὀφέλη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ὅπως καὶ τὸ παραγόμενο λάδι ἐκ τῆς συνθλίψεως τοῦ καρποῦ. 
 Ἐν συνεχείᾳ, ὁ στίχος τοῦ Σοφοκλῆ, ἐξυμνεῖ τὸν Ποσειδῶνα, γιατί, εἰς τὴν πρώιμη φάση τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, δίδαξε τοὺς ἐκκολαπτόμενους Ἀθηναίους ἱππεῖς πὼς νὰ μερώνουν τὰ ἄγρια ἄλογα καὶ νὰ τοὺς φοροῦν χαλινάρια στὸ κεφάλι καὶ στὸ στόμα, ὡς ἐξάρτημα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν ἀναβάτη νὰ κατευθύνει τὸ ζῶο. 
 Οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἀλογολάτες, ἰππηλάτες, ἱππεῖς, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων πρωτοστατοῦσε τὸ ἱππικὸ τῶν Ἀθηνῶν. 
 Συνάμα, ὁ Σοφοκλῆς, παινεύει τὴν πόλη του ὡς τὴν μεγαλύτερη ναυτικὴ δύναμη μὲ τὰ γοργόφτερα πλοῖα ποὺ ἔχουν σειρὲς εὐκολόπιαστων κουπιῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνίκητο ἀθηναϊκὸ ναυτικό. 
 Ἐκεῖ λοιπόν, σ' αὐτὸν τὸ τόπο, τὸ ἐπονόμαστο Ἴππιο Κολωνὸ διαδραματίστηκε τὸ ἱστορικὸν τῆς φυγῆς τοῦ ἐξοστρακισμένου τέως βασιλέα τῶν Θηβῶν Οἰδίποδα, συνοδευόμενου ἐκ τῶν δύο κορῶν του. 
 Σὲ ἐκεῖνον τὸν εἰδυλλιακὸν παράδεισον τῶν Ἀθηνῶν, συντελέστηκε ἡ συνάντηση τοῦ Οἰδίποδα μὲ τὸν Βασιλιᾶ Θησέα. 
 Ὁ τραγικὸς Οἰδίποδας συναντῶντας τὸν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα τὸν ἐπαινεῖ ὡς ἄξιο ἀπογόνο τοῦ Αἰγέα καὶ τὸν στεφανώνει μὲ τὰ καλύτερα λόγια. 
 Οἱ χαρακτηρισμοὶ δείχνουν τὴν φήμη τῆς μεγαλοσύνης κι εὐγένειας τοῦ ἡμιθέου Θησέα ποὺ ὑπῆρξε ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες τὸ πρότυπο γιὰ κάθε Ἀθηναῖο πολίτη. 
 Ὁ Θησέας, ὡς πρότυπο μιμήσεως γιὰ κάθε Ἀθηναῖο "Θησειίδη", προσδιορίζεται, ἀπὸ τὸν τραγικὸ ποιητὴ Σοφοκλῆ, ὡς χαρακτῆρας ἀγαθὸς καὶ συμπονετικὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες, κυρίως λόγῳ γήρατος, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ὁ τυφλὸς Οἰδίποδας. 
 Ἰδοὺ καὶ οἱ χαρακτηρισμοί: (...τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθορὰς... καί σ᾽ οἰκτίσας θέλω ᾽περέσθαι, δύσμορ᾽ Οἰδίπους... 550 - 557) 
•ἄφοβος  (τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ. 656), καλός (καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν, 1003) 
•γενναῖος & δίκαιος (ὄναιο, Θησεῦ, τοῦ τε γενναίου χάριν καὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἐνδίκου προμηθίας. 1042) 
•ἀνίκητος (δεινὸς ὁ προσχώρων Ἄρης, δεινὰ δὲ Θησειδᾶν ἀκμά. 1065) 
πολέμαρχος (τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα 1054), σωτήρας (ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· 1117)
γενναιόψυχος & ψύχραιμος (ὡς ἀνὴρ γενναῖος, οὐκ οἴκτου 1636)
•ταπεινόφρων (κομπεῖν δ᾽ οὐχὶ βούλομαι· 1209)
•ἀξιόπιστος ὁ ἔχων λόγο τιμῆς/μπέσα (οὔκουν πέρα γ᾽ ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις. 651)
•ἔμπιστος  (θάρσει τὸ τοῦδέ γ᾽ ἀνδρός· οὔ σε μὴ προδῶ. 649
•γνήσιος ἀπόγονος τῆς θεϊκῆς γενιᾶς τοῦ Αἰγέως (ὦ φίλτατ᾽ Αἰγέως παῖ... 607 & ὦ τέκνον Αἰγέως.. 940). 
 Συνελλόντι εἰπεῖν, οἱ ἐξ Ἀθηνῶν γενιά τῶν Αἰγαιίδων καὶ τῶν Θησηίδων ἐκπροσωπεῖ τὰ ἰδανικὰ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τοῦ δίκαιου, τῆς γενναιότητας, τῆς φιλοξενίας, τῆς φιλίας καὶ ὅλων τῶν κοινῶν γνωρισμάτων τῆς ἀρετῆς. 

Ἡ συνάντηση τοῦ Οἰδίποδα καὶ τῶν θυγατέρων του Ἀντιγόνης καὶ Ἰσμήνης 
μὲ τὸν βασιλιᾶ Θησέα στὸν Κολωνό. 
Ζωγραφικὴ τοῦ Jean - Antoine - Théodore Giroust, 1788. 


  Κλείνοντας, εἰκάζω ὅτι, ὁ ὕμνος τοῦ Σοφοκλῆ, πρὸς τιμὴν τῆς Πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἕνα χορικὸ ἆσμα μελωδικότατο καὶ ἑρμηνευόμενο ἀπὸ χορωδιακὸν σχῆμα τοῦ βαρύτονου ἤτοι καὶ βαρυτονάλε ἐπιπέδου τῶν μεταμφιεσμένων εἰς γερόντων ὑποκριτῶν. 
 Περὶ τῆς καλλιέπειας τοῦ Σοφοκλῆ, γνωστὴ τοῖς πᾶσι, γίνεται λόγος ἀπὸ ἕναν ἐξίσου μεγάλο καλλιτέχνη τοῦ λυρικοῦ ἄσματος, τὸν ποιητὴ Σιμωνίδη
 Ὁ Σιμωνίδης σ' ἕνα ἐπίγραμμα - ἐπικήδειο γιὰ τὸν Σοφοκλῆ, τὸν κατονομάζει, ὡς ἄνθος τῶν ἀοιδῶν, δηλαδὴ, λουλούδι τῶν τραγουδιστῶν. 
 Τούτη δὲ τὴν ἀναφορά του Σιμωνίδη, πρὸς ἔπαινον τοῦ Ἀθηναίου τραγωδοῦ Σοφοκλῆ, παραθέτω, εὐθὺς ἀμέσως, ἀπὸ τὸν ἑξῆς στίχο τοῦ ποιητοῦ: 

«Ἐσβέσθης, γηραιὲ Σοφόκλεες, ἄνθος ἀοιδῶν, 
οἰνωπὸν Βάκχου βότρυν ἐρεπτόμενος.» 

μετάφραση
[Ἔσβυσες, γέροντα Σοφοκλῆ λουλούδι τῶν τραγουδιστῶν ὁ τρεφόμενος μὲ τὸν καρπὸ τῶν σταφυλιῶν του μελανόχρωμου Βάκχου ἢ ὁ κοινωνὸς τοῦ μελανόχρωμου ζωμοῦ τῶν σταφυλιῶν τοῦ θεοῦ Βάκχου][1



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Στὸ σημαντικὸ ἀπόσπασμα αὐτῆς τῆς ποιητικῆς στιχομυθίας του Σιμωνίδη, ἐπισημαίνεται μὲ μεταφορικὸ τρόπο ἡ συμμετοχὴ τοῦ Σοφοκλέους σὲ μιὰ πρώιμη μυστηριακὴ θεία κοινωνία, ὅπου, ὁ Ἀθηναῖος ποιητὴς ἐλάμβανε μυστηριακῶς ἀπὸ τὸν διονυσιακὸν οἶνον τῆς ἀμπέλου. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα ἐξάγεται ἐκ τῆς βιβλικῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα.»  (κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο 15.5). Πράγματι, ὁ Σοφοκλῆς, εἶχε μυστηριακὴ ζωὴ καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὶς τραγωδίες του ὁμίλησε μὲ προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἕνα Τριαδικὸν Θεὸν καὶ εἶχε ἐνημερωθεῖ ἀπὸ παλαιοὺς χρησμοὺς περὶ τῆς ἐλεύσεως Τοῦ Θεανθρώπου!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Σοφοκλῆς, ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ 
•Sophoclis Quae exstant omnia cum veterum Grammaticorum Scholiis. Superstites Tragoedias VII, VOLUMEN I. Argetorati apud JOANNEM GEORGIUM TREUTELL. 

Σάββατο 23 Ιουνίου 2018


ЭIЄ

Ο ΙΕΡΟΣ ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΕΑ 

(ΤΟ  ΕΠΟΝΟΜΑΣΤΟ  ΘΗΣΕΙΟΝ ΧΤΙΣΜΕΝΟ ΕΠΑΝΩ ΣΕ ΤΥΜΒΟ)

Ἔρευνα & συγγραφὴ Ἰωάννης Γ. Βαφίνης

   Στὴν περιοχὴ τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, τὸν ἐπονόμαστο Ἀγοραῖο Κολωνό, ὀρθώνεται ἕνας ἐξάστυλος περίπτερος ἀρχαῖος ναὸς τῆς κλασσικῆς ἐποχῆς ἀπὸ πεντελικὸ μάρμαρο. Πρόκειται γιὰ τὸ Θησεῖο ἢ ναὸ τοῦ Θησέα ποὺ σήμερα μὲ ἀρχαιολογικὴ ἐντολὴ ὀνομάζουν ναὸ τοῦ Ἡφαίστου!
  Ὁ ναὸς κτίστηκε πρὶν τὸν Παρθενῶνα ἕν ἔτει 445 π.Χ. μὲ τὴν θέληση τῶν Μαραθωνομάχων καὶ κυρίως του γιοῦ τοῦ Μιλτιάδη, Κίμωνα.
Πρῶτος ὁ Θουκυδίδης κάνει ἀναφορὰ περὶ τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα καὶ τὸν χαρακτηρίζει ὡς ἄσυλο τῶν φυγάδων καὶ τῶν οἰκετών. 
Ἡ σημερινὴ εἰκόνα τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα 


 Ἔπειτα ὁ Διόδωρος ὁ Σικελιώτης κάνει ἐλάσσων ἀναφορὰ περὶ τούτου τοῦ ναοῦ ἐνῷ ὁ περιηγητὴς Παυσανίας μᾶς πληροφορεῖ ἐκτενέστερα γιὰ τὴν ὕπαρξη ἱεροῦ ναοῦ τοῦ Θησέα στὴν ἀρχαία ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν μὲ τοὺς ἑξῆς σχολιασμούς: «πρὸς δὲ τῷ γυμνασίῳ Θησέως ἐστὶν ἱερόν· γραφαὶ δέ εἰσι πρὸς Ἀμαζόνας Ἀθηναῖοι μαχόμενοι. πεποίηται δέ σφισιν ὁ πόλεμος οὗτος καὶ τῇ Ἀθηνᾷ ἐπὶ τῇ ἀσπίδι καὶ τοῦ Ὀλυμπίου Διὸς ἐπὶ τῷ βάθρῳ. γέγραπται δὲ ἐν τῷ τοῦ Θησέως ἱερῷ καὶ ἡ Κενταύρων καὶ [ἡ] Λαπιθῶν μάχη·» (Ἀττικὰ 17) μετάφραση: [πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ γυμνασίου εἶναι τὸ ἱερὸ τοῦ Θησέα ὅπου ὑπάρχουν ἀπεικονίσεις τῶν Ἀθηναίων νὰ μάχονται τὶς Ἀμαζόνες. τὸ ἴδιο θέμα τῆς μάχης λένε πὼς φτιάχτηκε καὶ στὴν ἀσπίδα τῆς Ἀθηνᾶς καὶ στὸ βάθρο του Ὀλύμπιου Δία. Στὸ ἱερὸ τοῦ Θησέα ἀπεικονίζεται καὶ ἡ μάχη μὲ τοὺς Κενταύρους καὶ τοῦ Λαπίθες (ὅπου συμμετεῖχε καὶ ὁ Θησέας)].  
  Πράγματι, ἀκόμη καὶ σήμερα μπορεῖς νὰ θαυμάσεις, στὴν ἀνατολικὴ πρόσοψη τοῦ ναοῦ, τὸν ἀνάγλυφο διάκοσμο τοὺς ἀετώματος ποὺ παριστάνεται μιὰ Κενταυρομαχία, δηλαδὴ, τὴν μάχη τοῦ Θησέα καὶ τῶν Λαπιθὼν ἐναντίον τῶν Κενταύρων σὲ γαμήλια τελετὴ στὸ Πήλιο. Ὅλα λοιπόν, μαρτυροῦν τὴν παρουσία τοῦ Θησέα στὸν χῶρο τοῦτο. 
 

 Κατὰ τὰ λεγόμενα, ἡ ἐπιθυμία τῆς ἀνοικοδόμησης ἑνὸς λατρευτικοῦ ἱεροῦ ναοῦ πρὸς τιμὴν τοῦ ἥρωος καὶ βασιλέως Θησέα δὲν γεννήθηκε ἐκεῖνα τὰ χρόνια τῆς ἐποχῆς τοῦ χαλκοῦ ἢ τοῦ γένους τῶν ἡρώων, ἀλλά, πολὺ μετέπειτα, κατὰ τὴν ἐποχή της ἐμφάνισεως τοῦ Ἀθηναίου ἥρωα στὸ πεδίο τῆς μάχης τοῦ Μαραθῶνα. Ἐκεῖ, ἀφοῦ ὡς φάσμα παρουσιάστηκε πλάϊ στοὺς συγγενεῖς ἐκγόνους του ὁπλῖτες Ἀθηναίους, ἐνάντια στὰ ἐχθρικὰ στίφη τῆς πόλεως του, ἐπιτελέσθηκε ὁ ἀφηρωισμός του. 
  Ὡστόσο, μιὰ δεύτερη ἐκδοχὴ θέλει εἰς τὴν πόλη τῶν Ἀθηνῶν τὴν ξαφνικὴ ἐμφάνιση μιᾶς λοιμογόνου ἀσθένειας ποὺ ὁδήγησε τοὺς ἄρχοντες τῆς πόλης νὰ λάβουν χρησμὸ ἀπὸ τοὺς Δελφούς. Τότε, ἡ Πυθία, τους διαμήνυσε πὼς πρέπει νὰ γίνει ἡ μεταφορὰ τῶν ὀστῶν τοῦ Θησέα ἀπὸ τὴν νῆσο Σκῦρο εἰς τὸ κέντρο τῶν Ἀθηνῶν γιὰ νὰ λυθεῖ ἡ κατάρα τοῦ ἥρωα ποὺ ἀπέστειλε λόγῳ τοῦ ἐξοστρακισμοῦ του ἀπὸ τὴν πόλη. 
  Τότε, ὁ στρατηγὸς Κίμωνας Μιλτιάδου, ὁδηγῶντας μερίδα τοῦ ἀθηναϊκοῦ στρατοῦ ἔφτασε διὰ τοῦ ναυτικοῦ στόλου στὴν νῆσο Σκῦρο. Στὸ νησὶ ἐτοῦτο ὑπῆρξε μιὰ φήμη ποὺ ἤθελε τὸν Θησέα νὰ βρῆκε ὕπουλα τὸν θάνατο ἀπὸ τὸν δόλο τοῦ ζηλόφθονα βασιλιᾶ Λυκομήδη
  Ὁ Κίμων, ἀφοῦ ἀποβιβάστηκε μὲ τοὺς  ὁπλῖτες του, ἄρχισε τὴν ἐξονυχιστικὴ ἔρευνα γιὰ νὰ βρεῖ τὸ σημεῖο τῆς ταφῆς του ἀθηναίου βασιλιᾶ. Ἡ ἀποστολὴ ἦταν πολὺ δύσκολη, γιατί, στὸ νησὶ κατοικοῦσαν οἱ ἡμιάγριοι Δόλοπες. Ἀφοῦ πρῶτα ἀπ' ὅλα, ὁ Κίμων, ὅρμησε μὲ τοὺς Ἀθηναίους ὁπλῖτες του κι ἐξολόθρευσε τὴν ἐπιτιθέμενη ὁμάδα των Δολόπων ἔπειτα κατέλαβε ἀπ' ἄκρου εἰς ἄκρον τὸ νησὶ κι ἄρχισε νὰ ψάχνει, γιὰ τυχὸν ἴχνη, τοῦ σημείου ἐνταφιασμοῦ τοῦ Θησέως. 
  
 Ἐν τέλει, οἱ πληροφορίες του Πλούταρχου, εἶναι ἐκεῖνες ποὺ μᾶς παρέχουν μιὰ λεπτομερῆ ἔκβαση τῆς εὕρεσης τοῦ τάφου μὲ θαυμαστὸ τρόπο. Λέγεται λοιπόν, ὅτι καθὼς διάβαιναν στὰ ἐρημικὰ μονοπάτια τῆς Σκύρου, ὁ Κίμων, εἶδε ἕναν ἀετὸ νὰ κάθεται πάνω σὲ ἕνα ὕψωμα καὶ νὰ σκάβει μὲ τὰ νύχια του τὴν κορυφή.  
  Ἀμέσως, ὁ στρατηγὸς τῶν Ἀθηναίων, τὸ θεώρησε ὡς οὐράνιο οἰωνὸ καὶ κατευθύνθηκε στὸ σημεῖο, ὅπου, ἔβαλε ἀμέσως μερικοὺς ἀπὸ τοὺς σκαπανεῖς νὰ ἀνασκάψουν. Ἐκεῖ, μετ' ὀλίγον, βρῆκαν ἕνα τάφο μὲ μεγάλα στὸ μέγεθος ὀστᾶ καὶ πλάϊ του μιὰ χάλκινη αἰχμὴν καὶ ξίφος. Γιὰ τοὺς ἀπιστοῦντες, ἰδοὺ καὶ ἡ ἀναφορὰ τοῦ Πλουτάρχου ἀπὸ τὸν βίο τοῦ Θησέα: «χρόνοις δ᾽ ὕστερον Ἀθηναίους ἄλλα τε παρέστησεν ὡς ἥρωα τιμᾶν Θησέα, καὶ τῶν ἐν Μαραθῶνι πρὸς Μήδους μαχομένων ἔδοξαν οὐκ ὀλίγοι φάσμα Θησέως ἐν ὅπλοις καθορᾶν πρὸ αὐτῶν ἐπὶ τοὺς βαρβάρους φερόμενον. μετὰ δὲ τὰ Μηδικὰ Φαίδωνος ἄρχοντος μαντευομένοις τοῖς Ἀθηναίοις ἀνεῖλεν ἡ Πυθία τὰ Θησέως ἀναλαβεῖν ὀστᾶ καὶ θεμένους ἐντίμως παρ᾽ αὑτοῖς φυλάττειν. ἦν δὲ καὶ λαβεῖν ἀπορία καὶ γνῶναι τὸν τάφον ἀμιξίᾳ καὶ χαλεπότητι τῶν ἐνοικούντων Δολόπων. οὐ μὴν ἀλλὰ Κίμων ἑλὼν τὴν νῆσον, ὡς ἐν τοῖς περὶ ἐκείνου γέγραπται, καὶ φιλοτιμούμενος ἐξανευρεῖν, ἀετοῦ τινα τόπον βουνοειδῆ κόπτοντος, ὥς φασι, τῷ στόματι καὶ διαστέλλοντος τοῖς ὄνυξι θείᾳ τινὶ τύχῃ συμφρονήσας ἀνέσκαψεν. εὑρέθη δὲ θήκη τε μεγάλου σώματος αἰχμή τε παρακειμένη χαλκῆ καὶ ξίφος. κομισθέντων δὲ τούτων ὑπὸ Κίμωνος ἐπὶ τῆς τριήρους, ἡσθέντες οἱ Ἀθηναῖοι πομπαῖς τε λαμπραῖς ἐδέξαντο καὶ θυσίαις ὥσπερ αὐτὸν ἐπανερχόμενον εἰς τὸ ἄστυ. καὶ κεῖται μὲν ἐν μέσῃ τῇ πόλει παρὰ τὸ νῦν γυμνάσιον, ἔστι δὲ φύξιμον οἰκέταις καὶ πᾶσι τοῖς ταπεινοτέροις καὶ δεδιόσι κρείττονας, ὡς καὶ τοῦ Θησέως προστατικοῦ τινος καὶ βοηθητικοῦ γενομένου καὶ προσδεχομένου φιλανθρώπως τὰς τῶν ταπεινοτέρων δεήσεις.» μετάφραση: [Μετὰ ἀπὸ χρόνια τοὺς Ἀθηναίους ἄλλα παριστάμενα γεγονότα τους ἔκαναν νὰ τιμοῦν των ἥρωα Θησέα, καὶ στὸν Μαραθῶνα ἐνάντια στοὺς Μήδους νὰ πολεμάει εἶδαν πολλοὶ σὰν φάσμα(οπτικό φαινόμενο) ἔνοπλο νὰ ἐπιτίθεται στοὺς βαρβάρους. Μετὰ ὅμως τὰ Μηδικὰ ποὺ ἦταν ἄρχοντας ὁ Φαίδωνας στοὺς Ἀθηναίους ἔστειλε χρησμὸ ἡ Πυθία νὰ παραλάβουν τὰ ὀστᾶ τοῦ Θησέως καὶ μὲ τιμὲς νὰ τὰ ἐνταφιάσουν στὴν πόλη καὶ νὰ τὰ φυλᾶνε κοντά τους. Ἦταν ὅμως δύσκολο νὰ βροῦν τὸν τάφο καὶ νὰ πάρουν τὰ ὀστᾶ γιατί οἱ Δόλοπες ἦταν ἀπόκοσμοι καὶ δυσάρεστοι. Ὅταν ὅμως ὁ Κίμων κατέλαβε την νῆσο, ὅπως ἔχω γράψει στὴν βιογραφία του γιὰ ἐκεῖνον, καὶ μὲ προθυμία ἐρευνοῦσε γιὰ τὸν τάφο, ἕνας ἀετὸς σ' ἕνα λόφο νὰ χτυπάει μὲ τὸ ράμφος του καὶ νὰ σκάβει μὲ τὰ πόδια του τὸ χῶμα τότε ἀπὸ κάποια θεία τύχη κατάλαβε ὅτι πρόκειται γιὰ κάποιο θεῖο σημάδι κι ἀμέσως ἀνάσκαψε τὸ σημεῖο τοῦ ὑψώματος. Καὶ τότε βρῆκε λάρνακα ποὺ εἶχε μέσα ὀστᾶ μεγάλου σώματος μιὰ χάλκινη αἰχμὴ (δόρατος) καὶ ἕνα ξίφος. Κι ἀφοῦ μεταφέρθηκαν αὐτὰ ἀπὸ τὸν Κίμωνα πάνω στὴν τριήρη, οἱ Ἀθηναῖοι τα ὑποδέχτηκαν χαρούμενοι μὲ λαμπρὲς πομπὲς καὶ θυσίες, ὅπως ἂν ἔρχονταν ὁ ἴδιος ὁ Θησέας στὴν πόλη. Τὰ εὑρεθέντα βρίσκονται στὴν μέση τῆς πόλης παράπλευρα ἀπὸ τὸ τωρινὸ γυμνάσιο(του Πτολεμαίου ὅπως ὀνομάζονταν μέχρι τὴν ἐποχή του Πλούταρχου), καὶ εἶναι τὸ καταφύγιον τῶν οἰκετὼν καὶ ὅλων τῶν ταπεινότερων ποὺ φοβοῦνται τους ἰσχυρότερους, γιατί ὁ Θησέας ἦταν καὶ βοηθὸς κι ἀντιμετώπιζε μὲ φιλανθρωπία τὶς παρακλήσεις τῶν ταπεινῶν καὶ καταφρονεμένων.] (Πλουτάρχου/Βίοι Παράλληλοι - Θησεὺς 36). 
  Ὁ Κίμων, λοιπόν, μετέφερε μὲ τὴν τριήρη του τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ ἥρωα στὴν Ἀθήνα, ὅπου τον ὑποδέχθηκε σύμπασα ἡ πόλις, μὲ λατρευτικὲς θυσίες καὶ πομπές, σὰν νὰ γύριζε ὁ ἴδιος ὁ Θησέας, ζωντανός, στὴν πόλη του. 
  Αὐτά λέει ὁ Πλούταρχος, ὅτι, ὁ ναὸς τοῦ ἥρωα βασιλιᾶ βρίσκονταν στὸ κέντρο τῆς πόλης τῶν Ἀθηνῶν, δηλαδὴ στὴν ἀγορά, κοντὰ στὸ σημερινὸ (κατὰ τὴν ἐποχή του) γυμναστήριο τοῦ Πτολεμαίου. Στὸ σημεῖο αὐτό, φαίνεται ὅτι, κατασκευάσθηκε τεχνητός τύμβος ὅπου τέθηκαν τὰ ὀστᾶ καὶ τὰ προσωπικὰ ἀντικείμενα τοῦ παλαιότατου ἄνακτα καὶ ἱδρυτὴ τῶν Ἀθηνῶν καὶ εἰς τὴν κορυφή του ἀνοικοδομήθηκε ναὸς ἀφιερωμένος σ' αὐτόν καὶ στοὺς προγονικούς του θεοὺς Ἥφαιστο καὶ Ἀθηνᾶ Ἐργάνη. Παράλληλα, ὁ ἐξάστυλος ναός δωρικοῦ τύπου, ἦταν διακοσμημένος μὲ τοὺς ἄθλους τοῦ Θησέα καὶ τοῦ ἐξαδέλφου τοῦ Ἡρακλῆ
 Ὅλες ἐτοῦτες οἱ πληροφορίες προέρχονται καὶ πάλι ἀπὸ τὸν περιηγητὴ Παυσανία, κατὰ τὸν 1ο αἰῶνα μ.Χ. ἐπιβεβαιώνουν τὴν κατασκευὴ ταφικοῦ ναοῦ, ὑπὸ τὴν φροντίδα τοῦ Κίμωνος, γιὰ τὴν ἐναπόθεση τῶν ὀστῶν τοῦ νεκροῦ ἥρωα. Ἰδοὺ καὶ τὰ σχόλια τοῦ περιηγητοῦ:
  
«ὁ μὲν δὴ Θησέως σηκὸς Ἀθηναίοις ἐγένετο ὕστερον ἢ Μῆδοι Μαραθῶνι ἔσχον, Κίμωνος τοῦ Μιλτιάδου Σκυρίους ποιήσαντος ἀναστάτους—δίκην δὴ τοῦ Θησέως θανάτου—καὶ τὰ ὀστᾶ κομίσαντος ἐς Ἀθήνας·» μετάφραση: [ὁ μὲν σηκός - ναὸς τοῦ Θησέως ἔγινε ἀπὸ τοὺς Ἀθηναίους μετὰ ἀπὸ τὴν ἔλευση τῶν Μήδων στὸν Μαραθῶνα, ὅταν ὁ Κίμωνας τοῦ Μιλτιάδη ὁ γιὸς ἐτιμώρησε τοῦ Σκυριανούς - ἀποδίδοντας δικαιοσύνη γιὰ τὸν ἄδικο θάνατον τοῦ Θησέως - καὶ τὰ ὀστᾶ τοῦ ἥρωα τὰ μετεγκατέστησε στὴν Ἀθήνα] (Παυσανίου, Ἑλλάδος Περιήγησις - Αττικά 17).
 Ἐν τούτοις, ἕνας συγγραφέας λογογράφος, ὁ Ἀθηναῖος Ἀνδοκίδης τοῦ 4ου αἰῶνος π.Χ. στὴν πραγματεία του "Περὶ μυστηρίων" (παράγρ. 45) γράφει ὅτι: «ἀνακαλέσαντες δὲ τοὺς στρατηγοὺς ἀνειπεῖν ἐκέλευσαν Ἀθηναίων τους μὲν ἐν ἄστει οἰκοῦντας ἱέναι εἰς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα λαβόντας, τοὺς δὲ ἐν μακρῷ τείχει εἰς τὸ Θησεῖον, τοὺς δὲ ἐν Πειραιεῖ εἰς τὴν Ἱπποδαμίαν ἀγοράν, τοὺς δὲ ἱππεῖς ἔτι νυκτὸς σημῆναι τὴ σάλπιγγι ἤκειν εἰς τὸ Ἀνάκειον, τὴν δὲ βουλὴν εἰς ἀκρόπολην ἱέναι κακεὶ καθεύδειν, τοὺς δὲ πρυτάνεις ἐν τῇ θόλῳ.»
   Τὴν ἀναφορὰ αὐτή του Ἀνδοκίδους, περὶ τῆς στρατιωτικῆς συνάξεως τῶν Ἀθηναϊκῶν δυνάμεων σὲ τοπόσημα τοῦ ἄστεως τῶν Ἀθηνῶν καὶ τοῦ Πειραιᾶ, δηλαδή, μέσα ἀπὸ τὰ μακρὰ τείχη ἀναλύει διεξοδικὰ ὁ Ἀθανάσιος Γεωργιάδης στὴν μελέτη τοῦ "ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΑΚΡΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΑΞΙΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ" γράφοντας: «Ἐκ τοῦ χωρίου τούτου του Ἀνδοκίδου ἀποδεικνύεται, ὅτι καὶ Θησεῖον ὑπῆρχε μεταξὺ τῶν μακρῶν τειχῶν, παρὰ δὲ τὸ Θησεῖον πάντως θὰ ὑπῆρχον Δημόσια καὶ ἰδιωτικὰ οἰκοδομήματα προωρισμένα διὰ τοὺς σταθμοὺς τῶν ὁπλιτῶν».
 Ἡ ἐπισήμανση τοῦ ἐπιστήμονος νομομηχανικοῦ Γεωργιάδη, στὴν ἐν λόγῳ μελέτη, ξεδιαλύνη τὸ τοπίο. Ἡ ἀναφορά του, ἐκ τῆς περιγραφῆς του Ἀνδοκίδους, δεικνύει ὅτι, τὸ Θησεῖο βρίσκονταν σχετικὰ κοντὰ μὲ τὰ μακρὰ τείχη, καὶ ὅπως προκύπτει ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς χάρτες, πράγματι τὸ Θησεῖο ὅπου λέγουν ὡς ναὸ τοῦ Ἡφαίστου, βρίσκονταν διὰ μέσῳ τῆς Παναθηναϊκῆς ὁδοῦ πλησίον στὸ Δίπυλο τοῦ Θριάσιας πύλης. 
 Ἐπιπλέον, γίνεται λόγος γιὰ ἕνα σταθμὸ ὁπλιτῶν κοντὰ στὸ Θησεῖο, γιὰ νὰ εἶναι ἐφικτὸ στοὺς ὁπλῖτες νὰ λαμβάνουν τὸν ὁπλισμό τους. Πράγματι, δίπλα ἀπὸ τὸ Θησεῖο ἢ ναὸ τοῦ Ἡφαίστου βρέθηκε σκευοφυλάκιο ὅπου ἐξυπηρετοῦσε τὶς ἀνάγκες τῶν ὁπλιτῶν μὲ ὅπλα καὶ ἄλλα χρήσιμα σκεύη. 
 Ἄρα, πρόκειται γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς στρατιωτικοὺς σταθμούς του κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν, ποὺ ἀναφέρει ὁ Ἀνδοκίδης, ὅπου βρίσκονταν δίπλα στὸ Θησεῖο. Οἱ ἀρχαιολογικοὶ χάρτες του σήμερα ἀποδεικνύουν εὐκρινῶς αὐτὴν τὴν ἱστορικὴ μαρτυρία.
   Συνάμα, ἐπί τῆς κοντινῆς παρελθοντικὴς ἐποχῆς, ὅταν ὁ ἄγγλος περιηγητὴς Edward Dodwell ἦρθε στὴν Ἀθήνα, γύρω στὸ 1800 μ.Χ. κατέγραψε, δίπλα ἀπὸ τὸν ναό, τὴν παρουσία ἑνὸς μαρμάρινου λέοντα. 
 Αὐτὸ, πράγματι, σημαίνει ὅτι στὴν τοποθεσία αὐτὴ ἐτάφη κάποιος μεγάλος βασιλιᾶς, ὅπως ἦταν ἄλλωστε ὁ ἥρωας Θησέας. Ἡ μαρτυρία αὐτὴ κατατέθηκε στὸ βιβλίο τοῦ Edward Dodwell, ὑπὸ τὸν τίτλο: "classical and topographical tour throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806"
 Ἐν ὀλίγοις, τὸ βιβλίον του παρέχει σαφῆ ἐπιστημονικὰ στοιχεῖα τὰ ὁποῖα ἀποδεικνύουν την συνταύτιση τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα μὲ τὸν σημερινὸ ἐξάστυλο ναὸ τὸν ἐπονομαζόμενον ΘησεῖονἨφαιστεῖον (δὲς τὴν κάτωθι εἰκόνα). 


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Edward Dodwell "classical and topographical tour 
throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806" in tow volumes VOL. I. CHAPTER XII. Temple of Theseus σελ. 371 

  Ἐδουάρδος Ντόντγουελ (Edward Dodwell), κατὰ τὴν ταξιδιωτική του ἔρευνα στὴν περιοχή της τουρκοκρατούμενης Ἀθήνας, ἔκανε τὴν συνταύτιση τοῦ διασωθέντος ἐξάστυλου ναοῦ, ποὺ ἔβλεπε ἐμπροσθέν του, μὲ τὸν ἀρχαῖο ναὸ  ποὺ εἶχε διαβάσει ὅτι, χτίστηκε πρὸς τιμὴν τοῦ ἀφηρωισμένου βασιλιᾶ τῶν Ἀθηνῶν Θησέα καὶ μάλιστα, θεωροῦσε πώς τὸ μνημεῖο εἶναι ἐκεῖνο ποὺ ἀναφέρει ὁ Παυσανίας, τὸ εὑρισκόμενο κοντὰ στὸ Γυμνάσιο τοῦ Πτολεμαίου (δὲς κάτωθι εἰκόνα). 

Ἡ εἰκόνα μὲ τὴν ἀναπαράσταση τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν κατὰ τὴν ἐποχή του Παυσανία. Τὸ κτίριο 1 εἶναι τὸ Θησεῖον καὶ τὸ 2 εἶναι τὸ γυμνάσιο τοῦ Πτολεμαίου. 

 Εἰς τὸ λεξικό της Σούδας, ἀπὸ τοὺς φιλολόγους τοῦ 10ου αἰῶνος μ.Χ. καταγράφονται περαιτέρω μαρτυρίες γιὰ τὸ ἱερὸ οἰκοδόμημα ποὺ βρίσκεται στὴν ἀγορὰ τῶν Ἀθηνῶν ἤτοι καὶ Ἀγοραῖος Κολωνός. Ὁ ναὸς ὁ ὁποῖος βρίσκεται στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου, ἀναγράφεται στὴν ἐγκυκλοπαίδεια ὀνομάζεται Θησεῖον καὶ θεωρεῖται κτίριο ποὺ οἰκοδομήθηκε πρὸς τιμὴν τοῦ Θησέα, δηλαδὴ ὁ ναὸς τοῦ Θησέα (The Temble of Theseus). Ἰδοὺ καὶ τὰ γραφθέντα: «καθῆσθαί μοι δοκῶ ἐπὶ τὸ θησεῖoν ἢ ἐπὶ τῶν σεμνῶν θεῶν, τουτέστι τῶν ἐρινύων εἰς γὰρ ταῦτα τὰ ἱερὰ οἱ oἰκέται καθήμενοι ἀσυλίαν εἶχον. ἕστι δὲ τὸ θησεῖον τέμενος ἀνειμένoν τῳ Θησεῖ.» (δὲς κάτωθι εἰκόνα). 

Λεξικὸν Σουίδας 

  Ἐπιπλέον, σὲ ἕνα ἄλλο ἀξιόπιστο παλαιὸ λεξικὸ τὸ "Lexicon graeco-prosodiacumἀναγράφεται μὲ τὸν ἴδιο τρόπο, ἡ ἄποψη περὶ τοῦ ἐξάστυλου ναοῦ τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν, λέγοντας ὅτι πρόκειται γιὰ τὸ ναὸ ποὺ κατασκεύασαν πρὸς τιμὴ τοῦ Θησέα (δὲς τὴν κάτωθι εἰκόνα). Μήπως τυχαῖο κι αὐτό; 

Εἰκόνες  ἀπὸ τὸ Lexicon graeco-prosodiacum σελ. 1 & 394 

 Ἐπίσης, τὸ Μέγα Ἐτυμολογικὸν (Etymologicon magnum lexicon), ἕνα ἀπὸ τὰ σημαντικότερα βυζαντινὰ λεξικὰ ποὺ ἐκπονήθηκε τὸν 11ο αἰῶνα μ.Χ. πιστοποιεῖ, ἐπίσης, τὴν ταυτότητα τοῦ μνημείου κατὰ τὴν ἐποχὴ τῆς ἀναλαμπῆς τοῦ βυζαντινοῦ ἑλληνισμοῦ. Στὸ λῆμμα "Θήσειον" ἐπισημαίνεται ξεκάθαρα πὼς ἐπρόκειτο γιὰ τέμενος(ναός) ἀφιερωμένος στὸν Θησέα (δὲς κάτωθι εἰκονίδιο). 


  Ἐν κατακλεῖδι, σὲ ὅλα τὰ λεξικὰ καί τις ἐγκυκλοπαίδειες, ποὺ ἔχουν ἐκδοθεῖ ἀπὸ τὴν παλαιὰ ἐποχὴ μέχρι σήμερον, στὴν ἀνεύρεση τοῦ λήμματος Θησεῖον ἀναφέρεται ὅτι, ὁ ναὸς οὕτως εἶναι ἀφιερωμένος στὴ λατρεία τοῦ Ἀθηναίου ἥρωος Θησέως. 
 Ἐπιπλέον, ἕνα ἀκόμη παράδειγμα βρίσκεται στὸ "Ἐπίτομον ἐγκυκλοπαιδικὸν λεξικὸν τῆς Πρωίας", ὅπου τὸ Θησεῖον καταγράφεται ὡς ναὸς ποὺ λατρεύονταν στὴν ἀρχαία Ἀθήνα ὁ Θησέας. Ἰδοὺ καὶ τὸ σχόλιον τοῦ λήμματος: «Θησεῖον: Ἀρχαῖος ναὸς τῶν Ἀθηνῶν ἐν τῷ ὁποίῳ ἐλατρεύετο ὁ ἐθνικὸς τῆς πόλεως ἥρως Θησεύς. Ἰδρύθη περὶ τὸ 474 π.Χ. ὑπὸ τοῦ Κίμωνος καὶ εἶναι ἐξάστυλον περίπτερον οἰκοδόμημα δωρικοῦ ρυθμοῦ, κείμενον Β.Δ. τῆς Ἀκροπόλεως καὶ διατηρούμενον εἰς ἄριστην κατάστασιν. Ὑπὸ τινῶν ἀρχαιολόγων θεωρεῖται ὡς ναὸς τοῦ Ἡφαίστου καὶ τῆς Ἠφαιστείας Ἀθηνᾶς δι' ὃ καὶ καλεῖται Ἠφαιστεῖον». 
 Συμπληρώνοντας δέ, τὴν παραπάνω ἐγκυκλοπαιδικὴ περικοπὴ, ἐπισημαίνω ὅτι, ἡ ταυτότητα τοῦ ἡλιακοῦ ἥρωος Θησέα συναινεῖ μὲ τὸ Ἠφαίστειος ἥρως
 Ὁ Θησεὺς ὡς Ἐρεχθείδης, δηλαδή, ἐκ πατρὸς Αἰγέα καταγόμενος ἀπὸ τὸν ἄνακτα Ἐρεχθέα ἦταν καὶ ἐκ σπέρματος Ἡφαίστου ἤτοι καὶ Ἡλίου. Ἄρα, ἡ συνύπαρξη τοὺς στὸν ἴδιο ναὸ ἦταν ἐφικτή.


Εἰκόνα ἀπὸ τὸ ΕΠΙΤΟΜΟΝ
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ Α' τόμος σελ. 930 

   Ἡ ἴδια ἀκριβῶς ἄποψη, καταμαρτυρεῖται κι ἀπὸ τὸ Λεξικὸν τῆς ἑλληνικῆς ἀρχαιολογίας τοῦ Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβὴ περὶ τοῦ Θησέα, όπου ἀναφέρεται ὡς ἔνοικος τοῦ ναοῦ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ, ὅπως διακρίνουμε στὴν κάτωθι εἰκόνα ποὺ λέει: «...κατὰ χρησμὸν ἐπανέφερεν ὁ Κίμων τὰ ὀστᾶ του εἰς Ἀθήνας τῷ 465 π.Χ., καὶ ἐνταφιάσας αὐτά, ἤγειρεν ἐπ΄αυτών τὸ ἔτι σωζόμενον Θησεῖον (Θούκ, Ἄ, 98.- Πλουτ.Θησ. ΛΣΤ), ναὸν ὡραῖον ἐξάστυλον, δώριον, ἔχοντα εἰς τὰς 10 του μετόπας ἄθλους τοῦ Ἡρακλέους, εἰς 8 δὲ (ἀνα 4 ἑκατέρωθεν) ἄθλους Θησέως...». 

Εἰκόνα ἀπὸ τὸ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ του Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβὴ ἐκδοθὲν στὴν Ἀθήνα κατὰ
 τὸ ἔτος 1888
  Κατὰ τὴ ἴδια λογικὴν κινεῖται καὶ τὸ "Λεξικὸν τῶν ἀρχαίων Μυθολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν καὶ Γεωγραφικῶν κυρίων ὀνομάτων" του Νικόλαου Λωρέντη, ποὺ τυπώθηκε στὴν Βιέννη τὸ 1837 καὶ ἐπισημαίνει στὸ λῆμμα "Θησεῖος" τὴν παρουσία τοῦ ναοῦ τοῦ Θησέα ὡς ἑνὸς μεγαλειώδους μνημείου στὸ μέσον τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν (δὲς κάτωθι εἰκόνα). Ήτοι τα γραφόμενα: «Θήσειος, -εία, -εῖον. Τοῦ Θησέως ἢ εἰς τὸν Θησέα ἀνήκων, καί, Θησεῖον, τό, Ναὸς τοῦ Θησέως ἐν Ἀθήναις, ὁ περιφημότερος ἢν ἐν τῷ μέσῳ τῆς πόλεως, ὅστις ὑπῆρχε ἄσυλον τῶν ἐνς Ἀθήναις δούλων καὶ ἄλλων εὐτελοῦς καταστάσεως ἀνθρώπων...».


  Ὡστόσο, ἀπὸ τὶς ἀρχὲς τοῦ 20ου αἰῶνα, μιὰ μερίδα ἀρχαιολόγων θέλησαν νὰ μετονομάσουν τὸ Θησεῖο, ἀπὸ ναὸ τοῦ Θησέα σὲ ναὸ τοῦ Ἡφαίστου. 
 Ὁ πρῶτος ἐξ αὐτῶν ὁ Λ. Ρός, ὑποστήριξε ὅτι ὁ ναὸς οὗτος δὲν ἦταν τοῦ Θησέως ἀλλὰ τοῦ Ἄρεως. Ἀφελῶς βέβαια, μέχρι σήμερον, συναινοῦν σὲ αὐτὴν τὴν ἐσφαλμένη ἐπινόηση καθότι δὲν ἐννόησαν τὴν πολυσύνθετη λατρεία ποὺ συντελοῦνταν στὸ ναὸ τῆς περιοχῆς τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ. 
 Ὅπως βλέπουμε, στὸ "Ἐπίτομο Ἐγκυκλοπαιδικὸ λεξικὸ τοῦ Ἡλίου" διαβάζουμε αὐτὴ τὴν νεοτέρα ἄποψη γιὰ τὴν ἐπονομασία του Θησείου στὸ κάτωθι εἰκονίδιο: «Θησεῖον (το). Ἱερὸν ἱδρυθὲν διὰ νὰ ταφοῦν ἐν αὐτῷ τὰ ὀστᾶ τοὺ ἥρωος τῶν Ἀθηνῶν Θησέως, μεταφερθέντα ὑπὸ τοῦ Κίμωνος τὸ 468 π.Χ. Ὡς τὸ Θησεῖον τοῦτο ἐκλαμβάνεται ὁ οὕτως ὀνομαζόμενος ἀρχαῖος ναός, ὁ ὁποῖος κεῖται ΒΔ. τῆς Ἀκροπόλεως τῶν Ἀθηνῶν. Σήμερον ὅμως ἐπικρατεῖ ἡ γνώμη, ὅτι πρόκειται ὄχι περὶ Θησείου, ἀλλὰ περὶ Ἡφαιστείου, ἤτοι ναοῦ τοῦ Ἡφαίστου».

  Ἐκ τοῦ συμπεράσματος, δύναται, σύμφωνα μὲ τὶς τόσες πληροφορίες, ὁ ἐξάστυλος ναὸς τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν νὰ χτίστηκε γιὰ τὸν Θησέα, ὡστόσο, παραλλήλως νὰ συνλατρεύονταν ὁ ἥρωας Θησέας μὲ τὸν πρόγονο τοῦ Ἥφαιστο καὶ τὴν πρόγονη τοῦ Πολιοῦχο Ἀθηνᾶ.
 Ἄλλωστε, ὁ Παυσανίας, ἀναφέρεται σχετικὰ μ' αὐτὸ μὲ τὴν φράση "Θησέως σηκὸς Ἀθηναίοις", δηλαδὴ, ὁ σηκός του Θησέα, ποὺ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι, ὁ σηκὸς τοῦ ναοῦ ὑπῆρξε ἀφιερωμένος στὸν ἥρωα ἐνῷ τὸ ἱερὸν στὸν προπάτορα τοῦ Ἥφαιστο καὶ τὴν προμήτωρ ἘργάνηἨφαιστεία Ἀθηνᾶ
  Στὴν κάτωθι εἰκόνα βλέπουμε τὴν κάτοψη του ναοῦ, ὅπου, στὸ κέντρο μὲ ἔκταση 40 ποδῶν (περίπου 12 μέτρα), εἶναι ὁ σηκός, στὰ δυτικὰ ὁ ὀπισθόδομος καὶ ἀνατολικὰ ὁ πρόναος. Ἡ εἰκόνα εἶναι ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ Δ. Πανταζὴ "ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: ἤτοι περιγραφῆ τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀρχαιοτήτων", κατὰ τὸ ἔτος 1868. Μάλιστα, στὸ κεφάλαιο, "Ὁ ναὸς τοῦ Θησέα" σελ. 159, ὁ νεότερος περιηγητὴς τῶν Ἀθηνῶν ὁμιλεῖ περί της γνώμης, ὅτι, ὁ ναὸς τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν ἀνήκει στὸν Θησέα.
  Κτίτωρ τοῦ ναοῦ ὑπῆρξε ὁ ἀρχιτέκτων Ἰκτίνος χρησιμοποιῶντας γιὰ τὴν οἰκοδόμηση τοῦ πεντελικὸ μάρμαρο. Παράλληλα, περιγράφει τὸν στολισμὸ τοῦ ναοῦ μὲ ἐσωτερικὲς τοιχογραφίες τοῦ μεγάλου Ἀθηναίου ζωγράφου Μίκων, ὅπως ἔχει ἐπισημανθεῖ ἀπὸ τὸν περιηγητὴ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, Παυσανία. 
 Σκιαγραφῶντας, λοιπόν, τὴν προσωπικότητα τοῦ μεγάλου ἥρωα τῶν Ἀθηνῶν διαπιστώνουμε τὴν ἔμφυτη προδιάθεση τῆς κοινοκτημοσύνης καὶ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ. Φαίνεται ὅτι, ἡ παιδεία ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν διδάσκαλο τοῦ Κοννίδα ἢ κατὰ ἄλλους ἀπὸ τόν Κένταυρο Χείρων, μαζὶ μὲ τὴν εὐγενὴς ψυχοσύνθεση τοῦ - ἦτο πλήρης ἀγαθότητος γράφει ὁ συγγραφέας στὴν βίβλο ΤΥΧΑΙ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ - τὸν ὁδήγησαν στὴν συλλογικότητα καὶ τὸν δίκαιο διαμοιρασμὸ τοῦ πλούτου ἢ ἀκόμη καὶ τῆς ἐξουσίας γιὰ νὰ διαβιοῦν ὅλοι ἐν  εὐδαιμονία. Γι' αὐτὸν τὸν λόγο ὁ ναός του, τὸ Θησεῖον, προσέλκυε τοὺς ἱκέτας, τοὺς ἀδικημένους ἄξιους πολῖτες, κοινῶς τοὺς πένητες κι ἀδυνάτους Ἕλληνες. 
  Αὐτὸ διαπιστώνει καὶ ἡ ἔρευνα, τοῦ νεότερου περιηγητῆ τῶν Ἀθηνῶν Δημητρίου Πανταζή, ὁ ὁποῖος λέγει ὅτι, ὁ ναὸς ἦταν ἄσυλο τῶν οἰκετὼν καὶ τῶν φυγάδων ποὺ προσέφευγαν ὑπὸ τὴν προστασία τοῦ ἥρωα Θησέα ποὺ φαίνεται ὅτι θεωροῦνταν "ἀθάνατος". Ἰδοὺ τί λέγει περὶ αὐτοῦ, γράφοντας: «Ἦτο λοιπὸν τριάκοντα περίπου ἔτη ἀρχαιότερος τοῦ Παρθενῶνος (ο ναός του Θησέα). Εἶχε δὲ τὸ προνόμιον ἀσύλου, εἰς ὃ συνήθως κατέφευγον ἰδίως οἱ φυγάδες οἰκέται καὶ τότε ὁ δεσπότης αὐτῶν ὑποχρεοῦτο νὰ τοὺς πωλήση εἰς ἄλλον (Διόδ. ἔνθ. ἀνωτ. Πλουτ. Θησ. ἔνθ. ἀνωτ. Ἡσύχ. καὶ Ἐτυμ. Μ. ἐν λ. Θησεῖον). Τὸ τέμενος δὲ αὐτοῦ ἦτο τοσοῦτον εὐρὺ, ὥστε ἐχρησίμευεν ἐνίοτε ὡς στρατιωτικἠ ἐκκλησία (Θουκ. ς'. 61) (συναθροιστήριον).»



   Εἰς στὰ κείμενα τῶν δοκιμιογράφων τῆς νεοελληνικῆς λογοτεχνίας, ἀπαντᾶμε σχόλια περὶ τοῦ ναοῦ, τοῦ ὁποίου ἡ ὕπαρξης μαρτυράτε ἀπὸ πλείστους συγγραφεῖς ὡς ναὸς τοῦ Θησέα. 
  Ἐπὶ παραδείγματι, στὸ ἀφηγηματικὸ μυθιστόρημα "Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα" τοῦ Ἐμμανουὴλ Ροΐδη συναντᾶμε μίαν διηγηματικὴ ἀναφορὰ γιὰ τὴν περιοχή του Θησείου εἰς τὸ κέντρο τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν. Ἐκεῖ, ὅπως διηγεῖται ὁ Ροΐδης, ὁ ἀρχαῖος ναὸς τοῦ Θησέα εἶχε μετατραπεῖ τὰ βυζαντινὰ χρόνια σὲ χριστιανικὸς ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου. Παραθέτω τὸ ἀπόσπασμα τοῦ κειμένου ἀκολούθως:  «Ὁ ἥλιος ἀνέτελλεν ὄπισθεν τοῦ Ὑμηττοῦ στιλπνὸς καὶ ἀνέφελος ὡς ὁ ὡριμάσας τὰ μῆλα τῆς Ἐδέμ, ὅτε οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι παραμείψαντες τὸ Ποικίλον εἰσῆλθον εἰς τὴν πόλιν τοῦ Ἀδριανοῦ. Πλῆθος Ἀθηναίων συνέρρεον πανταχόθεν εἰς τὰς ἐκκλησίας, ἵνα πανηγυρίσωσι τὴν «Κυριακήν τῆς Ὀρθοδοξίας» ἤτοι τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων· ὑπὸ τούτων φερόμενοι εἰσῆλθον οἱ τρεῖς ὁδοιπόροι εἰς τὸ Θησεῖον, ὅπερ ἦτο χριστιανικὴ ἐκκλησία, ἀφιερωμένη τῷ Ἁγ. Γεωργίῳ. Ὁ χριστιανισμός κατέπνιξε τὴν εἰδωλολατρείαν καὶ ἐν τούτοις τὸ ἄκακον τοῦτο θῦμα κατέστησε τὸν φονέα του γενικὸν κληρονόμον, κληροδοτῆσαν αὐτῷ τοὺς ναούς, τὰς τελετάς, τὰς θυσίας, τοὺς μάντεις, τοὺς ἱερεῖς καὶ τοὺς ὀνειροκρίτας. Ταῦτα πάντα παραλαβόντες οἱ χριστιανοὶ μετεσχημάτισαν ὁπωσοῦν πρὸς χρῆσίν των, ὡς οἱ λογοκλόποι τὰς ξένας ἰδέας, ὀνομάσαντες ἐκκλησίας τοὺς ναούς, τοὺς βωμοὺς θυσιαστήρια, τὰς πομπὰς λιτανείας καὶ τοὺς θεοὺς Ἁγίους. Ἅγ. Νικόλαον τὸν Ποσειδῶνα, τὸν Πᾶνα Ἅγ. Δημήτριον καὶ Ἀπόλλωνα τὸν Ἅγ. Ἠλίαν· ἀλλ’ εἰς τούτους προσήρτησαν οἱ ἱερεῖς, ἵνα τοὺς καταστήσωσι σεβαστοτέρους, καὶ μακρὰν γενειάδα, ὡς αἱ προαγωγοὶ τῆς Ρώμης ξανθὴν φενάκην εἰς τὰς ὑποτρόφους των, ἵνα ἑλκύωσι πλείονας πελάτας.» (Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα, σελ. 188-189). 
  Τὴν ἴδια ἀκριβῶς ἐπισήμανση, μὲ τὸν Ροΐδη κάνει καὶ ὁ Δημήτριος Καμπούρογλου, ὁ πιὸ ἔγκριτος ἀθηναιογράφος τοῦ 20ου αἰῶνα, ἀλλὰ μὲ μιὰ πιὸ ἱστορικὴ προσέγγιση, θέτοντας τὴν σφραγῖδα της ἐπιστημονικότητας. Στὸ τιτλοφορούμενο βιβλίο τοῦ "ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ", παραθέτει τὴν ἄποψη ὅτι, τὸ μνημεῖο μὲ τοὺς 36 κίονες ποὺ στέκεται ἔξωθεν τῶν τειχῶν τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν εἶναι ὁ ἱερὸς ναὸς τοῦ Θησέα, ὁ ὁποῖος μετατράπηκε, ἴσως, κατὰ τὸ 7ο αἰῶνα μ.Χ. σὲ χριστιανικὴ βασιλικὴ τοῦ Ἁγίου Γεωργίου τοῦ Ἀκάματου (δὲς εἰκονίδιο κάτωθι). «Οὐ μὴν δὲ ἀλλὰ καὶ τὸ Θησεῖον ἔξω τῆς πόλεως τριάκοντα ἐξ κίονας γύρωθεν ἔχων, ἤδη δὲ ἐστὶ ναὸς τοῦ Ἁγίου Γεωργίου Ἀκάματος λεγόμενος...»

ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ 
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΜΠΟΡΟΓΛΟΥ τόμος 2ος ἐν Ἀθήναις 1890. Διαβάζοντας τὶς λεπτομέρειες τοῦ κειμένου βλέπουμε ὅτι, ὁ Ἅγιος Γεώργιος ἔχει τὴν ἐπωνυμία Ἀκάματος ποὺ 
σημαίνει ἀκούραστος. Κατὰ παράξενο τρόπο τὸ ὄνομα αὐτὸ τὸ εἶχε καὶ ὁ πρῶτος γιὸς τοῦ Θησέα, μὲ τὴν Φαίδρα ἢ τὴν Ἀριάδνη, καὶ λέγονταν Ἀκάμας. Τὸ ἀρχαῖο ὄνομα Ἀκάμας ἢ Ἀκάμαντος ἔχει ἀκριβῶς τὴν ἴδια ἐτυμολογία δηλ. ἀκούραστος. 

  Ἐπιπλέον, περὶ τοῦ χώρου τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν ὅπου ἑδράζεται ὁ ἱερὸς ναοῦ τοῦ Θησέα, παραθέτω τις κάτωθι ζωγραφικὲς ἀπεικονίσεις τοῦ 19ου αἰῶνα κατὰ τὰ χρόνια της Ὀθωμανοκρατίας καὶ τῶν πρώτων χρόνων τῆς ἀπελευθερωμένης Ἀθήνας. 
  Παρατηροῦμε, λοιπόν, στὶς ζωγραφικὲς εἰκόνες τοῦ 19ου αἰῶνος  τὴν ὕπαρξη τοῦ Θησείου ἐπάνω σὲ ἕνα ὑπερυψωμένο Λόφο - Τύμβο. Αὐτὸ μπορεῖ νὰ σημαίνει ὅτι, κάπου ἐκεῖ - ἂν ὄχι κάτω ἀπὸ τὸν ναό - τέθηκε τὸ ὀστεοφυλάκιο μὲ τὰ μεγαλειώδη ὀστᾶ, τὸ σπαθὶ καὶ τὴν χάλκινη λόγχη τοῦ ἥρωα βασιλέα τῆς Ἀθήνας. Πρὸς τὸ παρὸν δὲν ἔχει ἀνευρεθεῖ τίποτα ἀπὸ αὐτά... 


Ὁ Ἠριδανὸς περνᾶ δίπλα ἀπὸ τὸν Ναὸ τοῦ Ἡφαίστου στὸ Θησεῖο. Ἀθήνα 1832 - ἔργο τοῦ σκωτσέζου ζωγράφου Hugh William Grecian Williams 

Jean Nicolas Henri de Chacaton (1813-1857)-ΘΗΣΕΙΟ



  Σύμφωνα λοιπόν, μὲ τὶς τόσες μαρτυρίες, ὁ ἐξάστυλος ναὸς ὅπου οἰκοδομήθηκε στὸ κεντρικὸ σημεῖο τῆς ἀρχαίας ἀγορᾶς τῶν Ἀθηνῶν καὶ πιὸ συγκεκριμένα πάνω στὸν ἱερὸ λόφο τοῦ Ἀγοραίου Κολωνοῦ, δὲν θὰ μποροῦσε παρὰ νὰ εἶναι ἀφιερωμένος στὸ συνοικιστή, νομοθέτη, ἀπελευθερωτή, δημοκράτη βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα.
 Τὸ αὐτὸ ὑποστηρίζει μὲ ἀκράδαντα στοιχεῖα ὁ διαπρεπεῖς Ἀλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβὴς εἰς τὸ πρῶτο τόμο τοῦ βιβλίου τοῦ "ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ / ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑΣ"
 Ὡς ἐπὶ πολλὰ ἔτη "Θησειοτρίψ", ὑποχρεοῦμαι, στὸ σημεῖο αὐτό, νὰ θέσω ὑπόψιν τῶν ἀρχαιολόγων καὶ ἱστορικῶν τὴν ἐσφαλμένη κίνηση τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ὀνόματος τοῦ ναοῦ καὶ τὴν παραχάραξη τοῦ ἱστορικοῦ της ἀνεγέρσεως. 
  Συνελόντι εἰπεῖν, καθότι, ὁ Θησέας ὑπῆρξε ὁ μέγας εὐεργέτης τῆς πόλεως τῆς Ἀθήνας ἀλλὰ συνάμα καί τῆς Ἑλλάδος ἤτοι κι ὁλάκερης τῆς ἀνθρωπότητας (ἐπειδὴ ὑπῆρξε ὁ πρόδρομος κάθε ἀνθρωπιστικῆς προσπάθειας ἀλλὰ καὶ ἐλευθερωτής), ὀφείλει ἡ διεθνὴς κοινότητα νὰ τοῦ τὸ ἀναγνωρίσει μὲ ἰδιαίτερες τιμές. 
 Τέλος, ἐπίσης καὶ ἡ ἑλληνορθόδοξος ἐκκλησία ἔπρεπε νὰ τὸν εἶχε ἀναγνωρίσει, θεολογικῶς, ὡς προτύπωσις τοῦ ἐλευθερωτῆ καὶ λυτρωτῆ Θεανθρώπου Χριστοῦ, ὅπως ἔχει πράξει μὲ ἄλλες ἱερές προσωπικότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Παυσανία, Ἑλλάδος Περιήγησις-Αττική 
•Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι-Θησεύς 
•Ἀνδοκίδης, Περὶ τῶν μυστηρίων
ΠΡΑΓΜΑΤΕΙΑ ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΜΑΚΡΩΝ ΤΕΙΧΩΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΑΜΑΞΙΤΗΣ ΟΔΟΥ ΑΘΗΝΩΝ - ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΥΠΟ ΑΘΑΝ. Σ. ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ ΥΠΟΜΗΧΑΝΙΚΟΥ ( Διπλωματούχου τς ἐν Παρισίοις Σχολῆς των Γεφυροδοποιὼν (Ecoles des Pouts et chaussees) καὶ τοῦ ἐν Ἀθήναις Πολυτεχνίου, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1901
•Edward Dodwell "classical and topographical tour throuch Greece during the years 1801,1805 & 1806" in tow volumes VOL. I. CHAPTER XII. Temple of Theseus σελ. 371, LONDON 1819 
•ΜΝΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ ΚΑΜΠΟΡΟΓΛΟΥ, τόμος 2ος ἐν Ἀθήναις 1890 
•Ἐμμανουὴλ Ροΐδης, Ἡ Πάπισσα Ἰωάννα, σελ. 188-189 
•Ἀλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑΣ Ἀθῆναι, 1888 
•ΕΠΙΤΟΜΟΝ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟΝ ΛΕΞΙΚΟΝ ΤΗΣ ΠΡΩΙΑΣ Α' τόμος σελ. 930 
•Lexicon graeco-prosodiacum 
•Λεξικὸν Σουίδα 
•Νικολάου Λωρέντη, Λεξικὸν τῶν ἀρχαίων Μυθολογικῶν καὶ Ἱστορικῶν καὶ Γεωγραφικῶν κυρίων ὀνομάτων, ἐκδ. Ἐν Βιέννῃ τῆς Αὐστρίας, 1837 
•Μέγα ἐτυμολογικὸ λεξικὸ (Etymologicon magnum lexicon), Thomas Gaisford τόμος 2 
Δ. Πανταζὴ "ΠΕΡΙΗΓΗΤΗΣ ΑΘΗΝΩΝ: ἤτοι περιγραφὴ τῶν Ἀθηνῶν, τοῦ Πειραιῶς καὶ τῶν ἐν αὐτοῖς ἀρχαιοτήτων", Ἀθῆναι ἐν ἔτῃ 1868 
•ΤΥΧΑΙ ΤΗΛΕΜΑΧΟΥ, Φρανσουά Φενελό, ἐκδ. παρὰ Πάνω Θεοδοσίου τῷ ἐξ Ἰωαννίνων, 1803, μεταφρ. Δημήτριος Π.  Γοβδελάς 
•Ρός, τὸ Θησεῖον καὶ ὁ ναὸς τοῦ Ἄρεως 1838
•ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ -ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΑΣ, ΥΠΟ Α.Ρ. ΡΑΓΚΑΒΗ, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ, 1865