Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018



ЭIЄ
Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΥΣ 
ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
Ἔρευνα & συγγραφὴ: Ἰωάννης Γ. Βαφίνης 

    Εἷς ἐκ τῶν τριῶν μεγάλων τραγωδῶν τῆς ἀρχαίας Ἀθήνας, ὁ Σοφοκλῆς, λίγο πρὶν τὸν θάνατον τοῦ συνθέτει τὴν τραγωδία του "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνό". Πρόκειται γιὰ τὴν τελευταία του τραγωδία. Τὸ ἔργο δὲν προλαβαίνει νὰ τὸ ἀνεβάσει ὁ ἴδιος γιατί πεθαίνει ἀπὸ βαθὺ γῆρας. 
 Ἐν τούτοις, τὸ 401 π.Χ. ὁ συνονόματος ἐγγονός του, ὁ Σοφοκλῆς Β', ἀνεβάζει, εἰς τὸ θεατρικὸ κοινὸ τῆς Ἀθήνας, τὸ ἔργο τοῦ παπποῦ του, σὲ μιὰ ἐποχὴ ὅπου ἡ ἡγεμονία τῶν Ἀθηνῶν ἔχει καταλυθεῖ καὶ ἡ ἱερὴ πόλη γνωρίζει τὴν πρώτη παρακμή της. 
 Ἡ εὐκαιρία, ὥστε νὰ παιχθεῖ ἕνα ἀνέκδοτο ἔργο τοῦ Σοφοκλῆ πέντε χρόνια μετὰ τὸν θάνατο του, δίδεται ὡς ἔμφαση γιὰ νὰ τονωθεῖ τὸ ἠθικὸ τῶν Ἀθηναίων πολιτῶν μετὰ τὴν ἄδικη ἧττα τῆς πόλης τους ἀπὸ τοὺς Πελοποννησίους. 
 Ἰδιαίτερον στοιχεῖον τῆς τραγωδίας, ἡ παρουσία τοῦ πάλαι ποτὲ ἥρωα καὶ ἐλευθερωτῆ τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν Θησέα καὶ ὁ λυρικὸς ὕμνος πρὸς τιμὴν τῆς πόλης τῆς εὐλογημένης ἀπὸ τὸν Θεό. 

Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ 
(Ρωμαϊκὸ ἀντίγραφο προτομῆς του 
270 π.Χ. εὑρισκόμενη στὴν Γλυπτοθήκη 
τοῦ Μονάχου) 


 Ἡ ὠδὴ εἰς τὴν Ἀθήνα, ὅπου μελοποίησε ὁ δεξιοτέχνης εἰς τὴν κιθαρωδία Σοφοκλῆς θεωρεῖτε ὡς ὁ λαμπρότερος καὶ περιφημότερος λυρικὸς ὕμνος τῆς ἀρχαιότητας ἀφιερωμένος στὴν ὀμορφιὰ ἤτοι τὸ κάλλος τῆς πόλεως τῶν Ἀθηνῶν. 
 Σύμφωνα μὲ τὴν κρίση τῶν νεοτέρων φιλολόγων, ὁ ὕμνος τοῦ Σοφοκλῆ, πρὸς τὰς Ἀθήνας, ἀποτελεῖ τὸ καλύτερο δημιούργημα ἐκ τοῦ συνόλου τῶν ποιητικῶν ἔργων τῆς ἀρχαίας λυρικῆς ποιήσεως. 
 Δυστυχῶς δὲν διασώθηκε τὸ μουσικὸ μέλος τῆς ὠδῆς. Ὡστόσο, βάση τῶν πληροφοριῶν εἰκάζεται ὅτι, ἡ ὑμνωδία ἐκτελοῦνταν ἀπὸ χορωδία γερόντων ποὺ ἀνῆκαν στὴν Αἰγηΐδα φυλή. Ἡ Αἰγηΐδα φυλή, σήμερον ἐντοπίζεται εἰς τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ. 
  Ὡς ἐκ τούτου τὸ τραγούδι - ὕμνος τῆς Πόλεως τῶν Ἀθηνῶν σημειοῦτε στὸ 1ο & 2ο στάσιμο τοῦ χοροῦ τῆς τραγωδίας. Ἰδού, ὅπως παραδίδονται οἱ στίχοι: 
Χορός
εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώρας
ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽    670
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν
χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν
καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ    675
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώτας
ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
θεαῖς ἀμφιπολῶν τιθήναις.    680
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄχνας
ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄϋπνοι    685
κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσσεται
ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ    690
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μουσᾶν
χοροί νιν ἀπεστύγησαν οὐδ᾽ ἁ
χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ
ἐπακούω    695
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτόποιον,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,    700
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας· ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν μορίου Διὸς    705
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω ματροπόλει τᾷδε κράτιστον
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, χθονὸς αὔχημα μέγιστον,    710
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν    715
πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς.
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΟΥ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
[Στροφὴ α’. 
Στῆς ἀλογοθροφούσας τούτης χώρας 
τὸ μέρος τ’ ὀμορφότερο ἦλθες, ξένε, 
στὸν Κολωνό τον ἀσπροχώματ’ ὅπου 
τὸ γλυκόλαλο ἀηδόνι κελαδάει 
συχνάζοντας στὰ δροσερὰ φαράγγια, 
πάνω στὸ μαῦρο τὸν κισσὸ πετῶντας 
καὶ στοῦ θεοῦ τ’ ἀπάτητο τὸ δάσος, 
ποὺ κάνει πλῆθος τοὺς καρποὺς κι’ οὔτ’ ἥλιος οὔτε κανένας ἄνεμος τὸ πιάνει· 
ὅπου συχνάζει πάντοτ’ ὁ πατέρας 
τοῦ μεθυσιοῦ ὁ Διόνυσος, συντρόφους 
πιστοὺς τὶς θεῖες ἔχοντας βυζάχτρες. 
Ἀντιστροφὴ α’. 
Καὶ μὲ τὴν οὐρανόσταλτη δροσιὰ μέρα τὴ μέρα τὸ φουντωτὸ μανούσι ἀνθίζει, 
ποὺ δυὸ τρανῶν θεῶν παλιὸ στολὶδ’ εἶναι, κι’ ὁ κρόκος, ποὺ σὰν χρυσάφι λαμπυρίζει· καὶ δὲ στερεύουν οἱ πηγὲς οἱ ἀκοίμητες, ποὺ θρέφουν πλούσια τοῦ Κηφισοῦ τὸ ρέμα, μὰ πάντα κάθε μέρα αὐτὸς μὲ τὰ νερὰ καθάρια στῆς πλατοστήθας γῆς τοὺς κάμπους 
ξεχύνεται πιὸ γλήγορο τὸ κάρπισμα νὰ φέρη· μήτε τὴ μίσησαν οἱ Μοῦσες, 
μήτε κ’ ἡ χρυσοχάλινη τῆνε μισεῖ Ἀφροδίτη. 
Στροφὴ β’. 
Ἀνθίζει ἀκόμη δέντρο, ποὺ ὡς τὰ τώρα 
μήτε καὶ μὲσ’ στὴ χώρα τῆς Ἀσίας 
μήτε καὶ στὸ τρανὸ τοῦ Πέλοπα νησί 
δὲν ἄκουσα, πὼς μόνο τοῦ φυτρώνει, 
χωρὶς νὰ φυτευτῇ ἀπὸ ἀνθρώπου χέρι, 
ὄντας στῶν ἐχτρὼν τάρματα φοβέρα, 
ποὺ πιὸ πολὺ στὴ χώρα τούτη ἀνθίζει, 
ἡ ἀσημοφυλλ’ ἡ ἐλιά, ποὺ θρέφει 
τὰ παλληκάρια· αὐτὴ κανένας νέος 
ἢ γέρος ἀρχηγὸς δὲ θ’ ἀφανίση 
μὲ τοὺς πολεμιστές του κόβοντάς τη, 
γιατί τὸ μάτι, ποὺ ὅλα γύρω βλέπει, 
τοῦ Δία, ποὺ εἶναι τῆς ἐλιᾶς προστάτης, 
τὴ φυλάει κ’ ἡ Ἀθηνᾶ ἡ γαλανομμάτα 
Ἀντιστροφὴ β’. 
Μὰ ἔχω γιὰ τὴν πατρίδα μου νὰ εἰπῶ καὶ παῖνεμ’ ἄλλο πολὺ καλλίτερο, ποὺ δῶρο 
εἶναι τοῦ δυνατοῦ θεοῦ καὶ καύχημα μεγάλο τῆς χώρας μου, πὼς εἶναι πρώτη 
στὸ νὰ γυμνάζη τ’ ἄλογα καὶ πρώτη στὰ καράβια. Ω γυιὲ τοῦ Κρόνου, Ποσειδῶνα 
ἀφέντη, ἐσὺ τὴ σήκωσες σὲ τόσο τρανὴ δόξα, γιατί σὲ τοῦτα ἐδῶ τὰ μέρη 
πρωτόφτιασε τὸ χέρι σου τα γκέμια, ποὺ μερώνουν τ' ἄλογα. Κι’ ἀλαφρὰ στὸ κῦμα 
τὸ καλοχούφτιαστο κουπὶ μὲ λάμνισμα πηδάει ἀκολουθῶντας τὶς Νεράϊδες.]

  Ὑπενθυμίζω ὅτι, οἱ στίχοι (668-719) τῆς ὠδῆς τῶν Ἀθηνῶν συναντώνται στὴν τραγωδία του Σοφοκλῆ "Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνὸ". Τὸ δρᾶμα αὐτό παρουσιάστηκε στὸ ἀθηναϊκὸ κοινὸ ἀπὸ τὸν ἐγγονὸ τοῦ  κατὰ τὸ ἔτος 401 π.Χ. γι' αὐτὸ θεωρήθηκε ἀπὸ ὁρισμένους πρώιμους μελετητὲς ὡς νόθο. Ὡστόσο, ἀργότερα οἱ ὅποιες ἀμφιβολίες ἀναιρέθηκαν. 
 Ὡς συντόμως, τὸ ἱστορικὸν τῆς τραγωδίας διαδραματίζεται εἰς τὸ ἱερὸ ἄλσος τοῦ Ἴππιου Κολωνοῦ λίγο ἔξω ἀπὸ τὸ κλεινὸν ἄστυ τῶν Ἀθηνῶν. 
 Ὁ Οἰδίποδας γηραλέος καὶ τυφλὸς ἐπικάθεται σ' ἕναν ἐπίπεδο βράχο ὑποβασταζόμενος ἀπὸ τὴν κόρη του Ἀντιγόνη. Ἡ περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ θεωρεῖται, γιὰ τοὺς προϊστορικοὺς Ἀθηναίους ἱερὸς καὶ ἅγιος τόπος ἐφόσον εἶναι ἀφιερωμένος στὸν τοπικὸ ἥρωα ἱππότη Κολωνό
  Σὲ αὐτὸ τὸ πανέμορφο σημεῖο τῶν Ἀθηνῶν ὑπῆρχε εἰς τὸ ἔνδοξο τῆς παρελθὸν μιὰ δασικὴ ἔκταση ἀπὸ ἐλαιόδενδρα τῆς ἐδώδιμης ποικιλίας. 
 Στὰ δένδρα αὐτὰ φώλιαζαν κυρίως ἀηδόνια. Καθημερινῶς ἀκούγονταν τὸ γλυκύλαλο θρηνητικό τους κελάηδημα. Τὸ εἰδυλλιακὸ τοπίο τοῦ Κολωνοῦ, ὅπως τὸ περιγράφει ὁ Σοφοκλῆς ἔμοιαζε σὰν παραδεισένιο. 
 Ὁ θρυλικὸς τραγωδὸς καὶ λυρικὸς ποιητὴς γνώριζε σπιθαμὴ πρὸς σπιθαμὴ τὴν περιοχὴ τοῦ Ἰππίου Κολωνοῦ, καθ' ὅσον, ὑπῆρξε ἡ γενέτειρα τοῦ ἀλλὰ καὶ ἡ διὰ βίου παρουσία του συνεχεῖς μέχρι καὶ τὴν τελευταία του πνοή. 
 Μέσα σ' αὐτὸ τὸ παραδεισένιο ἄλσος τοῦ Κολωνοῦ ἐξέτρεφαν καὶ ἄλογα, τὰ ὁποῖα ὁ Ποσειδῶνας τὰ εἶχε δωρίσει εἰς τοὺς Ἀθηναίους. Λόγῳ τῆς δωρεᾶς τῶν ἵππων, ἐκ μέρους τοῦ Ποσειδῶνα, οἱ Ἀθηναῖοι ὀνόμασαν τὴν περιοχὴ Ἴππιο Κολωνό
 Ἕν ὀλίγοις, ὁ ἄνθρωπος, γιὰ πρώτη φορά, σ' αὐτὸν τὸν λόφο τῶν Ἀθηνῶν συμφιλιώθηκε μὲ τὸν ἵππο - τὸ μετέπειτα ὀνομασθὲν ἄλογο καὶ ἄτι. 
  Τὸ ἀργιλώδης χῶμα ἢ ἀσπρόχωμα, ὅπως σημειώνει ὁ ποιητής, κυριαρχοῦσε στὴν περιοχὴ ὅπου κατοικοῦσε ὁ Βακχευτὴς Διόνυσος. Ὁ τόπος ἦταν πολὺ καρποφόρος καθὼς δὲν τὴν χτυποῦσαν οἱ ἄνεμοι καὶ βαρυχειμωνιά. 
 Τὸ ἄσπρο χῶμα της ἦταν αὐτὸ ποὺ εὐνοοῦσε τὴν καλλιέργεια τῆς ἀμπέλου καὶ τοῦ λευκοῦ ξηροῦ οἴνου (σημερινὴ ποικιλία Μαλαγουζία καὶ Ντεμπίνα). 
 Παράλληλα, στὰ βαθυστόλιστα, ἀπὸ μαύρους Κισσούς, φαράγγια φύονταν νάρκισσοι ἀλλὰ κι ὁ χρυσοπέταλος κρόκος τὸ ἀφροδισιακὸ λουλούδι ποὺ θεραπεύει τὴν μέθη. 
 Ἐπιπλέον, ὁ Σοφοκλῆς, ἐπαινεῖ τὴν πατρίδα του, τὴν Ἀθήνα, γιὰ τὴν ποικιλία Ἐλιᾶς ποὺ δὲν καλλιεργεῖται σ' ἄλλες χῶρες, παρὰ μόνο ἂν μεταφυτευτεῖ ἀπὸ ἀνθρώπου χέρι, γιατί, ἐδῶ πρωτοεμφανίστηκε μὲ τὴν εὐλογία τῆς Ἀθηνᾶς καὶ τὴν προστασία τοῦ Δία
 Τὸ ἐλαιόδενδρο τῆς Ἀθήνας θεωροῦνταν τὸ εὐλογημένο δένδρο μὲ τὰ ἀσημένια φύλλα καὶ τὸ καρπὸ ποὺ θρέφει τὰ παλληκάρια τῆς Ἀθήνας. 
 Ἄλλωστε, σήμερον, εἶναι πλέον γνωστὸ ὅτι, ὁ καρπὸς τῆς ἐλιᾶς ἐμπεριέχει τεράστια ὀφέλη γιὰ τὸν ἀνθρώπινο ὀργανισμὸ ὅπως καὶ τὸ παραγόμενο λάδι ἐκ τῆς συνθλίψεως τοῦ καρποῦ. 
 Ἐν συνεχείᾳ, ὁ στίχος τοῦ Σοφοκλῆ, ἐξυμνεῖ τὸν Ποσειδῶνα, γιατί, εἰς τὴν πρώιμη φάση τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, δίδαξε τοὺς ἐκκολαπτόμενους Ἀθηναίους ἱππεῖς πὼς νὰ μερώνουν τὰ ἄγρια ἄλογα καὶ νὰ τοὺς φοροῦν χαλινάρια στὸ κεφάλι καὶ στὸ στόμα, ὡς ἐξάρτημα, γιὰ νὰ βοηθοῦν τὸν ἀναβάτη νὰ κατευθύνει τὸ ζῶο. 
 Οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι οἱ πρῶτοι ἀλογολάτες, ἰππηλάτες, ἱππεῖς, γι' αὐτὸ καὶ στὴν πομπὴ τῶν Παναθηναίων πρωτοστατοῦσε τὸ ἱππικὸ τῶν Ἀθηνῶν. 
 Συνάμα, ὁ Σοφοκλῆς, παινεύει τὴν πόλη του ὡς τὴν μεγαλύτερη ναυτικὴ δύναμη μὲ τὰ γοργόφτερα πλοῖα ποὺ ἔχουν σειρὲς εὐκολόπιαστων κουπιῶν. Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀνίκητο ἀθηναϊκὸ ναυτικό. 
 Ἐκεῖ λοιπόν, σ' αὐτὸν τὸ τόπο, τὸ ἐπονόμαστο Ἴππιο Κολωνὸ διαδραματίστηκε τὸ ἱστορικὸν τῆς φυγῆς τοῦ ἐξοστρακισμένου τέως βασιλέα τῶν Θηβῶν Οἰδίποδα, συνοδευόμενου ἐκ τῶν δύο κορῶν του. 
 Σὲ ἐκεῖνον τὸν εἰδυλλιακὸν παράδεισον τῶν Ἀθηνῶν, συντελέστηκε ἡ συνάντηση τοῦ Οἰδίποδα μὲ τὸν Βασιλιᾶ Θησέα. 
 Ὁ τραγικὸς Οἰδίποδας συναντῶντας τὸν βασιλέα τῶν Ἀθηνῶν Θησέα τὸν ἐπαινεῖ ὡς ἄξιο ἀπογόνο τοῦ Αἰγέα καὶ τὸν στεφανώνει μὲ τὰ καλύτερα λόγια. 
 Οἱ χαρακτηρισμοὶ δείχνουν τὴν φήμη τῆς μεγαλοσύνης κι εὐγένειας τοῦ ἡμιθέου Θησέα ποὺ ὑπῆρξε ἐπὶ πολλοὺς αἰῶνες τὸ πρότυπο γιὰ κάθε Ἀθηναῖο πολίτη. 
 Ὁ Θησέας, ὡς πρότυπο μιμήσεως γιὰ κάθε Ἀθηναῖο "Θησειίδη", προσδιορίζεται, ἀπὸ τὸν τραγικὸ ποιητὴ Σοφοκλῆ, ὡς χαρακτῆρας ἀγαθὸς καὶ συμπονετικὸς πρὸς τοὺς ἀνθρώπους μὲ εἰδικὲς ἀνάγκες, κυρίως λόγῳ γήρατος, ὅπως, ἐπὶ παραδείγματι, ὁ τυφλὸς Οἰδίποδας. 
 Ἰδοὺ καὶ οἱ χαρακτηρισμοί: (...τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθορὰς... καί σ᾽ οἰκτίσας θέλω ᾽περέσθαι, δύσμορ᾽ Οἰδίπους... 550 - 557) 
•ἄφοβος  (τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ. 656), καλός (καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν, 1003) 
•γενναῖος & δίκαιος (ὄναιο, Θησεῦ, τοῦ τε γενναίου χάριν καὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἐνδίκου προμηθίας. 1042) 
•ἀνίκητος (δεινὸς ὁ προσχώρων Ἄρης, δεινὰ δὲ Θησειδᾶν ἀκμά. 1065) 
πολέμαρχος (τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα 1054), σωτήρας (ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· 1117)
γενναιόψυχος & ψύχραιμος (ὡς ἀνὴρ γενναῖος, οὐκ οἴκτου 1636)
•ταπεινόφρων (κομπεῖν δ᾽ οὐχὶ βούλομαι· 1209)
•ἀξιόπιστος ὁ ἔχων λόγο τιμῆς/μπέσα (οὔκουν πέρα γ᾽ ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις. 651)
•ἔμπιστος  (θάρσει τὸ τοῦδέ γ᾽ ἀνδρός· οὔ σε μὴ προδῶ. 649
•γνήσιος ἀπόγονος τῆς θεϊκῆς γενιᾶς τοῦ Αἰγέως (ὦ φίλτατ᾽ Αἰγέως παῖ... 607 & ὦ τέκνον Αἰγέως.. 940). 
 Συνελλόντι εἰπεῖν, οἱ ἐξ Ἀθηνῶν γενιά τῶν Αἰγαιίδων καὶ τῶν Θησηίδων ἐκπροσωπεῖ τὰ ἰδανικὰ τοῦ ἀνθρωπισμοῦ, τοῦ δίκαιου, τῆς γενναιότητας, τῆς φιλοξενίας, τῆς φιλίας καὶ ὅλων τῶν κοινῶν γνωρισμάτων τῆς ἀρετῆς. 

Ἡ συνάντηση τοῦ Οἰδίποδα καὶ τῶν θυγατέρων του Ἀντιγόνης καὶ Ἰσμήνης 
μὲ τὸν βασιλιᾶ Θησέα στὸν Κολωνό. 
Ζωγραφικὴ τοῦ Jean - Antoine - Théodore Giroust, 1788. 


  Κλείνοντας, εἰκάζω ὅτι, ὁ ὕμνος τοῦ Σοφοκλῆ, πρὸς τιμὴν τῆς Πόλεως τῶν Ἀθηνῶν, πρέπει νὰ ὑπῆρξε ἕνα χορικὸ ἆσμα μελωδικότατο καὶ ἑρμηνευόμενο ἀπὸ χορωδιακὸν σχῆμα τοῦ βαρύτονου ἤτοι καὶ βαρυτονάλε ἐπιπέδου τῶν μεταμφιεσμένων εἰς γερόντων ὑποκριτῶν. 
 Περὶ τῆς καλλιέπειας τοῦ Σοφοκλῆ, γνωστὴ τοῖς πᾶσι, γίνεται λόγος ἀπὸ ἕναν ἐξίσου μεγάλο καλλιτέχνη τοῦ λυρικοῦ ἄσματος, τὸν ποιητὴ Σιμωνίδη
 Ὁ Σιμωνίδης σ' ἕνα ἐπίγραμμα - ἐπικήδειο γιὰ τὸν Σοφοκλῆ, τὸν κατονομάζει, ὡς ἄνθος τῶν ἀοιδῶν, δηλαδὴ, λουλούδι τῶν τραγουδιστῶν. 
 Τούτη δὲ τὴν ἀναφορά του Σιμωνίδη, πρὸς ἔπαινον τοῦ Ἀθηναίου τραγωδοῦ Σοφοκλῆ, παραθέτω, εὐθὺς ἀμέσως, ἀπὸ τὸν ἑξῆς στίχο τοῦ ποιητοῦ: 

«Ἐσβέσθης, γηραιὲ Σοφόκλεες, ἄνθος ἀοιδῶν, 
οἰνωπὸν Βάκχου βότρυν ἐρεπτόμενος.» 

μετάφραση
[Ἔσβυσες, γέροντα Σοφοκλῆ λουλούδι τῶν τραγουδιστῶν ὁ τρεφόμενος μὲ τὸν καρπὸ τῶν σταφυλιῶν του μελανόχρωμου Βάκχου ἢ ὁ κοινωνὸς τοῦ μελανόχρωμου ζωμοῦ τῶν σταφυλιῶν τοῦ θεοῦ Βάκχου][1



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Στὸ σημαντικὸ ἀπόσπασμα αὐτῆς τῆς ποιητικῆς στιχομυθίας του Σιμωνίδη, ἐπισημαίνεται μὲ μεταφορικὸ τρόπο ἡ συμμετοχὴ τοῦ Σοφοκλέους σὲ μιὰ πρώιμη μυστηριακὴ θεία κοινωνία, ὅπου, ὁ Ἀθηναῖος ποιητὴς ἐλάμβανε μυστηριακῶς ἀπὸ τὸν διονυσιακὸν οἶνον τῆς ἀμπέλου. Τοῦτο τὸ συμπέρασμα ἐξάγεται ἐκ τῆς βιβλικῆς φράσεως τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ: «ἐγὼ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα.»  (κατὰ Ἰωάννη Εὐαγγέλιο 15.5). Πράγματι, ὁ Σοφοκλῆς, εἶχε μυστηριακὴ ζωὴ καὶ μάλιστα μέσα ἀπὸ τὶς τραγωδίες του ὁμίλησε μὲ προφητικὰ λόγια γιὰ τὸν Ἕνα Τριαδικὸν Θεὸν καὶ εἶχε ἐνημερωθεῖ ἀπὸ παλαιοὺς χρησμοὺς περὶ τῆς ἐλεύσεως Τοῦ Θεανθρώπου!


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
•Σοφοκλῆς, ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ 
•Sophoclis Quae exstant omnia cum veterum Grammaticorum Scholiis. Superstites Tragoedias VII, VOLUMEN I. Argetorati apud JOANNEM GEORGIUM TREUTELL. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου