Τετάρτη 27 Ιουνίου 2018


Ο ΛΥΡΙΚΟΣ ΥΜΝΟΣ ΤΟΥ ΣΟΦΟΚΛΗ 
ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΘΗΝΑ ΣΤΟΝ ΟΙΔΙΠΟΥΣ 
ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
Έρευνα & συγγραφή Ιωάννης Βαφίνης


  Ο μεγάλος τραγωδός των Αθηνών, Σοφοκλής, γράφει σε κάποια χρονική στιγμή την τραγωδία του Οιδίπους επί Κολωνό.  Το έργο δεν προλαβαίνει να το ανεβάσει ο ίδιος γιατί πεθαίνει σε βαθύ γήρας. Ωστόσο, το 401 π.Χ. ο συνονόματος εγγονός του ανεβάζει το έργο του παππού του, εις τους πολίτες της Αθήνας, σε μια εποχή όπου η ηγεμονία των Αθηνών έχει καταλυθεί και η πόλη ζει την πρώτη παρακμή της. Η ευκαιρία να παιχτεί ένα έργο του Σοφοκλή, για να τονωθεί το ηθικό των πολιτών, μετά την ήττα της πόλης των Αθηνών από τους Σπαρτιάτες, είναι προφανής. Ιδιαίτερα στοιχεία της τραγωδίας, η παρουσία του  πάλαι ποτέ ήρωα και ελευθερωτή της πόλεως των Αθηνών Θησέα και ο λυρικός ύμνος προς τιμήν της πόλης της ευλογημένης από τον Θεό. 
Σοφοκλῆς ὁ Σοφίλλου ὁ ἐκ Κολωνοῦ 
(Ρωμαϊκό αντίγραφο προτομής του 
270 π.Χ. ευρισκόμενη στην Γλυπτοθήκη
του Μονάχου)

 Ο ύμνος του Σοφοκλή είναι, ο λαμπρότερος και περιφημότερος λυρικός ύμνος της αρχαιότητας, αφιερωμένος στην ομορφιά της πόλεως των Αθηνών. Θεωρείται, το καλύτερο δημιούργημα μέσα από πληθώρα ποιητικών έργων της αρχαίας λυρικής ποιήσεως. Δυστυχώς δεν διασώθηκε το μουσικό του μέλος. Η υμνωδία εκτελούνταν από χορωδία γερόντων που ανήκαν στους Αιγηΐδες, την αθηναϊκή φυλή που κατοικούσε στην περιοχή του Ιππίου Κολωνού. Στο 1ο & 2ο στάσιμο του χορού της τραγωδίας Οιδίπους επί Κολωνό, εκτελείται το τραγούδι - ύμνος προς τιμήν της Πόλεως των Αθηνών. Ιδού και οι στίχοι: 
Χορός
εὐίππου, ξένε, τᾶσδε χώρας
ἵκου τὰ κράτιστα γᾶς ἔπαυλα,
τὸν ἀργῆτα Κολωνόν, ἔνθ᾽    670
ἁ λίγεια μινύρεται
θαμίζουσα μάλιστ᾽ ἀηδὼν
χλωραῖς ὑπὸ βάσσαις,
τὸν οἰνωπὸν ἔχουσα κισσὸν
καὶ τὰν ἄβατον θεοῦ    675
φυλλάδα μυριόκαρπον ἀνήλιον
ἀνήνεμόν τε πάντων
χειμώνων· ἵν᾽ ὁ βακχιώτας
ἀεὶ Διόνυσος ἐμβατεύει
θεαῖς ἀμφιπολῶν τιθήναις.    680
θάλλει δ᾽ οὐρανίας ὑπ᾽ ἄχνας
ὁ καλλίβοτρυς κατ᾽ ἦμαρ ἀεὶ
νάρκισσος, μεγάλαιν θεαῖν
ἀρχαῖον στεφάνωμ᾽, ὅ τε
χρυσαυγὴς κρόκος· οὐδ᾽ ἄϋπνοι    685
κρῆναι μινύθουσιν
Κηφισοῦ νομάδες ῥεέθρων,
ἀλλ᾽ αἰὲν ἐπ᾽ ἤματι
ὠκυτόκος πεδίων ἐπινίσσεται
ἀκηράτῳ σὺν ὄμβρῳ    690
στερνούχου χθονός· οὐδὲ Μουσᾶν
χοροί νιν ἀπεστύγησαν οὐδ᾽ ἁ
χρυσάνιος Ἀφροδίτα.
ἔστιν δ᾽ οἷον ἐγὼ γᾶς Ἀσίας οὐκ ἐπακούω    695
οὐδ᾽ ἐν τᾷ μεγάλᾳ Δωρίδι νάσῳ Πέλοπος πώποτε βλαστὸν
φύτευμ᾽ ἀχείρωτον αὐτόποιον,
ἐγχέων φόβημα δαΐων,
ὃ τᾷδε θάλλει μέγιστα χώρᾳ,    700
γλαυκᾶς παιδοτρόφου φύλλον ἐλαίας·
τὸ μέν τις οὐ νεαρὸς οὐδὲ γήρᾳ
συνναίων ἁλιώσει χερὶ πέρσας· ὁ γὰρ αἰὲν ὁρῶν κύκλος
λεύσσει νιν μορίου Διὸς    705
χἀ γλαυκῶπις Ἀθάνα.
ἄλλον δ᾽ αἶνον ἔχω ματροπόλει τᾷδε κράτιστον
δῶρον τοῦ μεγάλου δαίμονος, εἰπεῖν, χθονὸς αὔχημα μέγιστον,    710
εὔιππον, εὔπωλον, εὐθάλασσον.
ὦ παῖ Κρόνου, σὺ γάρ νιν εἰς
τόδ᾽ εἷσας αὔχημ᾽, ἄναξ Ποσειδάν,
ἵπποισιν τὸν ἀκεστῆρα χαλινὸν    715
πρώταισι ταῖσδε κτίσας ἀγυιαῖς.
ἁ δ᾽ εὐήρετμος ἔκπαγλ᾽ ἁλία χερσὶ παραπτομένα πλάτα
θρῴσκει, τῶν ἑκατομπόδων
Νηρῄδων ἀκόλουθος.

 ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: ΗΛΙΑ Π. ΒΟΥΤΙΕΡΙΔΟΥ
ΕΝΔΥΜΙΩΝ
Στροφή α’.
Στης αλογοθροφούσας τούτης χώρας
το μέρος τ’ ομορφότερο ήλθες, ξένε,
στον Κολωνό τον ασπροχώματ’ όπου
το γλυκόλαλο αηδόνι κελαδάει
συχνάζοντας στα δροσερά φαράγγια,
πάνω στο μαύρο τον κισσό πετώντας
και στου θεού τ’ απάτητο το δάσος,
που κάνει πλήθος τους καρπούς κι’ ούτ’ ήλιος
ούτε κανένας άνεμος το πιάνει·
όπου συχνάζει πάντοτ’ ο πατέρας
του μεθυσιού ο Διόνυσος, συντρόφους
πιστούς τις θείες έχοντας βυζάχτρες.
Αντιστροφή α’.
Και με την ουρανόσταλτη δροσιά μέρα τη μέρα
το φουντωτό μανούσι ανθίζει,
που δυο τρανών θεών παλιό στολίδ’ είναι, κι’ ο κρόκος,
που σαν χρυσάφι λαμπυρίζει·
και δε στερεύουν οι πηγές οι ακοίμητες, που θρέφουν
πλούσια του Κηφισού το ρέμα,
μα πάντα κάθε μέρα αυτός με τα νερά καθάρια
στης πλατοστήθας γης τους κάμπους
ξεχύνεται πιο γλήγορο το κάρπισμα να φέρη·
μήτε τη μίσησαν οι Μούσες,
μήτε κ’ η χρυσοχάλινη τήνε μισεί Αφροδίτη.
Στροφή β’.
Ανθίζει ακόμη δέντρο, που ως τα τώρα
μήτε και μέσ’ στη χώρα της Ασίας
μήτε και στο τρανό του Πέλοπα νησί
δεν άκουσα, πως μόνο του φυτρώνει,
χωρίς να φυτευτή από ανθρώπου χέρι,
όντας στων εχτρών τάρματα φοβέρα,
που πιο πολύ στη χώρα τούτη ανθίζει,
η ασημοφυλλ’ η ελιά, που θρέφει
τα παλληκάρια· αυτή κανένας νέος
ή γέρος αρχηγός δε θ’ αφανίση
με τους πολεμιστές του κόβοντάς τη,
γιατί το μάτι, που όλα γύρω βλέπει,
του Δία, που είναι της ελιάς προστάτης,
τη φυλάει κ’ η Αθηνά η γαλανομμάτα
Αντιστροφή β’.
Μα έχω για την πατρίδα μου να ειπώ και παίνεμ’ άλλο
πολύ καλλίτερο, που δώρο
είναι του δυνατού θεού και καύχημα μεγάλο
της χώρας μου, πως είναι πρώτη
στο να γυμνάζη τ’ άλογα και πρώτη στα καράβια.
Ω γυιέ του Κρόνου, Ποσειδώνα
αφέντη, εσύ τη σήκωσες σε τόσο τρανή δόξα,
γιατί σε τούτα εδώ τα μέρη
πρωτόφτιασε το χέρι σου τα γκέμια, που μερώνουν
τάλογα. Κι’ αλαφρά στο κύμα
το καλοχούφτιαστο κουπί με λάμνισμα πηδάει
ακολουθώντας τις Νεράιδες.
  Οι στίχοι της αθηναϊκής υμνωδίας του Σοφοκλή (668-719) εμπεριέχονται, όπως προείπαμε, στην τραγωδία του Οιδίπους επί Κολωνό. Η τραγωδία αυτή παρουσιάστηκε στο αθηναϊκό κοινό το 401 π. Χ. Η πλοκή της τραγωδίας εξελίσσεται στο ιερό άλσος του Ίππιου Κολωνού, λίγο έξω από το κλεινόν άστυ των Αθηνών. Το σημείο που επικάθεται ο γηραλέος και τυφλός πρωταγωνιστής, καθοδηγούμενος από την κόρη του Αντιγόνη, είναι ένας επίπεδος βράχος. Ο τόπος θεωρείται ιερός και άγιος γιατί είναι αφιερωμένος στον ιππότη Αθηναίο ήρωα Κολωνό
  Σε αυτό το πανέμορφο σημείο των Αθηνών υπήρχε μια δασική περιοχή γεμάτη από ελαιόδενδρα. Στα δένδρα αυτά φώλιαζαν μέχρι κι αηδόνια. Καθημερινώς ακούγονταν το γλυκύλαλο θρηνητικό τους κελάηδημα. Το τοπίο όπως περιγράφεται από τον Σοφοκλή ήταν ειδυλλιακό. Ο τραγωδός και λυρικός ποιητής γνώριζε καλά τις λεπτομέρειες της περιοχής του Ιππίου Κολωνού καθότι είχε γεννηθεί και ζήσει εκεί, έως ως που άφησε την τελευταία του πνοή.  
  Μέσα σ' αυτό το παραδεισένιο άλσος του Κολωνού εξέτρεφαν και άλογα, τα οποία ο Ποσειδώνας τα είχε κάνει χάρισμα στους Αθηναίους. Έτσι, για πρώτη φορά ο άνθρωπος στη γη των Αθηνών συμφιλιώθηκε με τον ίππο, το μετέπειτα ονομασθέν άλογο και άτι. Λόγω της δωρεάς των ίππων, εκ μέρους του Ποσειδώνα οι Αθηναίοι ονόμασαν την περιοχή Ίππιο Κολωνό
  Το αργιλώδης χώμα ή ασπρόχωμα, όπως  σημειώνει ο ποιητής, κυριαρχούσε στην περιοχή όπου κατοικούσε ο Βακχευτής Διόνυσος. Πολύ καρποφόρα η περιοχή καθώς δεν την χτυπούσαν οι άνεμοι κι ο βαρύς χειμώνας. Το άσπρο χώμα της ήταν αυτό που ευνοούσε την καλλιέργεια της αμπέλου και του λευκού ξηρού οίνου (σημερινή ποικιλία Μαλαγουζία και Ντεμπίνα). Παράλληλα, στα βαθυστόλιστα από μαύρους Κισσούς φαράγγια φύονται νάρκισσοι κι ο χρυσοπέταλος κρόκος το αφροδισιακό λουλούδι που θεραπεύει και την μέθη. 
   Ύστερα, ο Σοφοκλής, επαινεί την πατρίδα του, την Αθήνα, για την Ελιά που δεν φύεται σε άλλη χώρα, παρά μόνο αν μεταφυτευτεί από ανθρώπου χέρι, γιατί εδώ πρωτοεμφανίστηκε με την ευλογία της Αθηνάς και την προστασία του Δία. Θεωρείται το ευλογημένο δένδρο με τα ασημένια φύλλα και το καρπό που θρέφει τα παλληκάρια της Αθήνας. Άλλωστε, είναι πλέον γνωστό ότι, ο καρπός της ελιάς εμπεριέχει τεράστια οφέλη για τον ανθρώπινο οργανισμό όπως και το παραγόμενο λάδι εκ της συνθλίψεως του καρπού.   
 Έπειτα, εξυμνεί τον Ποσειδώνα, γιατί, πρώτη φορά δίδαξε τους εκκολαπτόμενους Αθηναίους πως να μερώνουν τα άγρια άλογα και να τους φορούν χαλινάρια στο κεφάλι και στο στόμα, ως εξάρτημα, για να βοηθούν τον αναβάτη να κατευθύνει το ζώο. Οι Αθηναίοι είναι η πρώτοι αλογολάτες, ιππηλάτες, ιππείς, γι' αυτό και στην πομπή των Παναθηναίων πρωτοστατούσε το ιππικό των Αθηνών.  Επιπλέον, ο Σοφοκλής, παινεύει την πόλη του ως την μεγαλύτερη ναυτική δύναμη με τα γοργόφτερα καράβια που έχουν σειρές ευκολόπιαστων κουπιών. Αυτό είναι το ανίκητο αθηναϊκό ναυτικό.
  Εκεί λοιπόν, σ' αυτόν το τόπο, το επονόμαστο Ίππιο Κολωνό διαδραματίστηκε ο ερχομός του εξοστρακισμένου  Οιδίποδα, τέως βασιλέα των Θηβών, με τις δυο του κόρες. Σε εκείνο το ειδυλλιακό παράδεισο των Αθηνών, έγινε και η συνάντηση του Οιδίποδα με τον Βασιλιά Θησέα. Ο τραγικός Οιδίποδας επαινεί  τον βασιλέα των Αθηνών κι απόγονο του Αιγέα με τα καλύτερα λόγια. Οι χαρακτηρισμοί δείχνουν την φήμη της μεγαλοσύνης κι ευγένειας του αφηρωισμένου Θησέα που υπήρξε επί πολλούς αιώνες το μιμητικό πρότυπο για κάθε Αθηναίο πολίτη. 
 Ο Θησέας, το πρότυπο κάθε Αθηναίου Θησειίδη, χαρακτηρίζεται, από τον τραγικό Σοφοκλή, ως συμπονετικός προς τους ανθρώπους με ιδικές ανάγκες όπως ο τυφλός Οιδίποδας (...τὰς αἱματηρὰς ὀμμάτων διαφθορὰς...καί σ᾽ οἰκτίσας θέλω ᾽περέσθαι, δύσμορ᾽ Οἰδίπους... 550 - 557), άφοβος (τοὐμὸν οὐκ ὀκνεῖ κέαρ. 656), καλός (καί σοι τὸ Θησέως ὄνομα θωπεῦσαι καλόν, 1003) γενναίος & δίκαιος (ὄναιο, Θησεῦ, τοῦ τε γενναίου χάριν καὶ τῆς πρὸς ἡμᾶς ἐνδίκου προμηθίας. 1042) ανίκητος (δεινὸς ὁ προσχώρων Ἄρης, δεινὰ δὲ Θησειδᾶν ἀκμά. 1065) πολέμαρχος (τὸν ἐγρεμάχαν Θησέα 1054), σωτήρας (ὅδ᾽ ἔσθ᾽ ὁ σώσας· 1117), γενναιόψυχος & ψύχραιμος (ὡς ἀνὴρ γενναῖος, οὐκ οἴκτου 1636), ταπεινόφρων (κομπεῖν δ᾽ οὐχὶ βούλομαι· 1209), αξιόπιστος ο έχων λόγο τιμής/μπέσα (οὔκουν πέρα γ᾽ ἂν οὐδὲν ἢ λόγῳ φέροις. 651),  έμπιστος (θάρσει τὸ τοῦδέ γ᾽ ἀνδρός· οὔ σε μὴ προδῶ. 649γνήσιος απόγονος της θεϊκής γενιάς του Αιγέως (ὦ φίλτατ᾽ Αἰγέως παῖ 607 & ὦ τέκνον Αἰγέως 940). Εκπροσωπεί τα ιδανικά του ανθρωπισμού, του δίκαιου, της γενναιότητας, της φιλοξενίας, της φιλίας κλπ. κλπ.
Η συνάντηση του Οιδίποδα και των θυγατέρων του Αντιγόνης και Ισμήνης 
με τον βασιλιά Θησέα στον Κολωνό.  
Ζωγραφική του Jean-Antoine-Théodore Giroust, 1788.

  Εν κατακλείδι, ο ύμνος του Σοφοκλή, προς τιμήν της Πόλεως των Αθηνών, θα πρέπει να ήταν κάλλιστος στην μελωδική του γραμμή και με ωραιότατο φωνητικό σχήμα του επιπέδου του βαρύτονου ήχου της χορωδίας των γερόντων. Η καλλιέπεια του Σοφοκλή επευφημείται από έναν άλλο μεγάλο της λυρικής ποίησης, ο οποίος τον κατονομάζει σ' ένα ποίημα του άνθος των αοιδών, δηλαδή λουλούδι των τραγουδιστών. Δια αυτό παραθέτω, ευθύς, τον ποιητικό στίχο του Σιμωνίδη προς τιμήν του Αθηναίου τραγωδού Σοφοκλή: 
"Εσβέσθης, γηραιὲ Σοφόκλεες, ἄνθος ἀοιδῶν,
 οἰνωπὸν Βάκχου βότρυν ερεπτόμενος."
μετάφραση:
[Έσβυσες, γέροντα Σοφοκλή λουλούδι των τραγουδιστών 
ο τρεφόμενος με τον καρπό των σταφυλιών του μελανόχρωμου Βάκχου
ή ο κοινωνός του μελανόχρωμου ζωμού των σταφυλιών του θεού Βάκχου][1]



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1]Το σημαντικό αυτής της ποιητικής στιχομυθίας αναζητάτε στην αναφορά του Σιμωνίδη, καθώς επισημαίνεται με μεταφορικό τρόπο η συμμετοχή του Σοφοκλέους σε μια πρώιμη μυστηριακή θεία κοινωνία του Αθηναίου ποιητή από τον οίνον της αμπέλου. Τούτο το συμπέρασμα εξάγεται εκ της βιβλικής φράσεως του Ιησού Χριστού: "ἐγώ εἰμι ἡ ἄμπελος, ὑμεῖς τὰ κλήματα." (κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο 15.5). Πράγματι, ο Σοφοκλής, είχε μυστηριακή ζωή και μάλιστα μέσα από τις τραγωδίες του ομίλησε με προφητικά λόγια για τον Ένα Τριαδικόν Θεόν...

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
-Σοφοκλής, ΟΙΔΙΠΟΥΣ ΕΠΙ ΚΟΛΩΝΟ
-Sophoclis Quae exstant omnia cum veterum Grammaticorum Scholiis. Superstites Tragoedias VII, VOLUMEN I. Argetorati apud JOANNEM GEORGIUM TREUTELL.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου